Το Ωραιόκαστρο το γνώρισα τα παλαιά, εκείνα, χρόνια που υπηρετούσα στον Έβρο. Τότε μου ζήτησε συνάδελφος να τον αφήσω στο σπίτι του, που ήταν λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Ωραιοκάστρου. Δεν ήξερα, δε ρώτησα. Επικός χωματόδρομος, απορώ, ακόμη, πως άντεξε το κακόμοιρο Ibiza να πάει και να έρθει.
Το συγκεκριμένο μέρος το ξαναείδα, πολλά, χρόνια μετά, σε επίσκεψη στην κολλητή της γυναίκας μου. Χλιδή στο μεγαλείο η περιοχή. Τεράστια άνθιση κι ανάπτυξη. Βέβαια σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, απλά, δεν το τολμάς , και έχεις ήσυχο το κεφάλι σου.
Από τότε, όταν ανεβαίνουμε Θεσσαλονίκη μένουμε στον αδερφό Ιωάννη, μιας και ταίριαξαν τα γούστα μας σε όλα. Ακόμα και στην αντοχή στη γκρίνια των κολλητών συζύγων μας.
Η τελευταία επίσκεψη συνδυάστηκε με έξοδο στον “Γερμανό” και την εξής στιχομυθία:
– Θα φάμε στον “Γερμανό”, δηλώνει ο Γιάννης.
– Λουκάνικα, κότσια, ξινολάχανα κ.λπ; Ρωτάω με τη σειρά μου.
– Όχι ψαροταβέρνα, διευκρινίζει η Έλενα.
– Γιατί πετάγεσαι όταν μιλάω εγώ με τον φίλο μου και δίνεις λάθος χαρακτηρισμούς; Ο Γερμανός είναι εστιατόριο με ψάρι ή μεζεδοπωλείο, διευκρινίζει Γιάννης.
– Είναι καλό; ζητά πληροφορίες η δική μου σύζυγος.
Ο “Γερμανός” που γνώρισα εγώ, μεγάλωσε στη Γερμανία κι ήρθε στο Ωραιόκαστρο, όπου άνοιξε ένα αξιοπρεπέστατο εστιατόριο με ψάρι –το λες και μεζεδοπωλείο- αλλά επ’ ουδενί ψαροταβέρνα ή τσιπουράδικο επεξηγεί ο Γιάννης.
Ο χώρος συμπεριλαμβανομένης και της καλαίσθητης βεράντας με τα λουλούδια θυμίζει, έντονα, νησιώτικο μαγαζί. Καθαρός, στα άσπρα ντυμένος, με θαλασσινές πινελιές στους τοίχους και την οροφή, όμορφη και λιτή διακόσμηση, διακριτικό φωτισμό, καρό τραπεζομάντιλα και βιτρίνα με τα φρέσκα της ημέρας. Σε αυτό δεν κάνει σκόντο.
Αν θα άλλαζα κάτι; Θα προτιμούσα τη διακόσμηση σε χρώματα θάλασσας, λευκό και γαλάζιο παρά λευκό και φιστικί. Αλλά αυτό θεωρήστε το προσωπικό βίτσιο.
Γιατί το λένε τσιπουράδικο; Γιατί έχει πάρα πολλά αποστάγματα και τα προσφέρει συνοδεία πολλών μεζέδων. Υπάρχουν κάποια πιάτα του τα οποία μπορείς να επιλέξεις ως μεζέ,τα οπία θα σου έρθουν, σε άλλη ποσότητα και άλλη τιμή.
Εμείς κινηθήκαμε σε άλλη κατεύθυνση. Πιάτα στη μέση εν είδει μεζεδοπωλείου ή εστιατορίου με ψάρι, με μια πινελιά τσιπουράδικου.
Ρεγκοσαλάτα δεν τρώω, μου μυρίζει η ρέγκα. Εδώ ο chef έδωσε ρέστα. Όχι μόνο δε μου μύρισε, αλλά ρώτησα τον Ιωάννη, “είσαι σίγουρος ότι έχει ρέγγα ή δε διάβασα καλά?” Άριστα αρτυμένη, βελούδινη υφή, αρωματισμένη με μια διακριτική γεύση ρέγκας, συν ψιλοκομμένη ντοματούλα, φρέσκο κρεμμυδάκι και κρίταμο στα υψηλά στρώματά της. Την πήραμε σε πιατάκι μεζέ συνοδεία τσίπουρου άνευ, για να οδηγήσουμε τους γευστικούς μας κάλυκες εκεί που θέλαμε.
Μαζί της ήρθε και η ντομάτα. Χοντρό αλάτι πάνω σε ροδέλες ντομάτας και κρεμμυδιού. Σαλάτα – μεζές “τι είπες τώρα!!!” Απλό στη σύλληψη, σύνθετο στη γεύση. Μαζί της ήρθαν και οι Βεργίνες για να συνεχίσουμε ομαλά στο γεύμα μας.
Καρπάτσιο τόνου “δεν περιγράφω άλλο”, ψημένο στο αλάτι και το λαδολέμονο, λίγη πρασινάδα, λίγη κάπαρη και τέλος.
Φάβα με καραμελωμένο κρεμμύδι κι ελαιόλαδο, να φάει και το διπλανό τραπέζι, γευστικότατη, με τέλεια υφή.
Σαλάτα “πανδαισία” όνομα και πράγμα, πλούσια σε πρασινάδες, περιέχει από παντζαρόφυλλα έως λόλες, προσθέστε και σπανάκι, ξερά σύκα, καρύδια και καλοψημένο χαλούμι για να έχετε πλήρη εικόνα.
Πατάτες φούρνου με κομμάτια μανιτάρια, σωταρισμένα με σκορδόλαδο, πιπεράτα και με ταιριαστά μπαχαρικά. Κρατηθήκαμε να μη γίνει refill. Έβγαζε το σκόρδο, τόσο όσο και τις ανέβαζε επίπεδο.
Γαύρος μαρινάτος χεράτος με άνηθο και μυδοπίλαφο με, σωστά, μαγειρεμένο το ρύζι, αρωματικό λόγω των μπαχαρικών του και πλούσιο, τόσο σε κελυφάτα μύδια, όσο και σε σκέτα.
Στον υπάρχοντα μαυροπίνακα της εισόδου , είδαμε την τηγανιά ξιφία που μας κέντρισε το ενδιαφέρον. Ατυχώς δε μας αποζημίωσε πλήρως. Ωραία η σύλληψη του πιάτου, ζουμερά και αρκετά τα κομμάτια του ξιφία, φρέσκο κρεμμυδάκι και πιπεριά στο πιάτο αλλά, κάποιο από τα συστατικά της σάλτσας, που κατά τα άλλα είχε ωραία υφή, πίκριζε και χαλούσε το όλο σύνολο.
Για το τέλος αφήσαμε το κριθαρότο με γαρίδες. Ήταν ναι μεν το πιο αδύναμο πιάτο, αλλά δε στάθηκε ικανό να μας χαλάσει τη συνολική εντύπωση. Οι γαρίδες ήταν γευστικότατες, μαλακές και πλήρεις αρωμάτων, άρα μαγειρεύτηκαν στον σωστό χρόνο, το ίδιο και το κριθαράκι το οποίο όμως δεν ήταν όσο al dente και κρεμώδες έπρεπε ώστε να χαρακτηριστεί κριθαρότο. Το τριμμένο reggato που υπήρχε από πάνω δεν επαρκούσε για το δέσιμο του πιάτου έτσι ώστε να χαρακτηριστεί ως τέτοιο. Κατά την προσωπική μου άποψη μιλάμε για κριθαράκι με γαρίδες, κι όχι κριθαρότο.
Στο τέλος κέρασμα μια πιατέλα με mix γλυκών για να φτιάξουμε τον ουρανίσκο.
Ο λογαριασμός με αυτά που πήραμε και με τα ποτά χωρίς μεγάλο ψάρι βέβαια, κινήθηκε περί τα 18 ευρώ pp, ποσό που δε χρειάζεται παραπάνω σχολιασμό.
Η εξυπηρέτηση ήταν υποδειγματική, τηρουμένων όλων των μέτρων της σημερινής εποχής, επαγγελματική και επεξηγηματική. Άκουσαν όλα τα σχόλια μας με προσοχή και τα μετέφεραν στον καθ’ ύλην αρμόδιο.
Αν και η θάλασσα απέχει μακριά από το Ωραιόκαστρο, ο “Γερμανός” διδάσκει, υποδειγματικά, πολλά μαγαζιά που έχουν τη θάλασσα στα πόδια του πελάτη.
Με αυτά και μ αυτά, έφτασε η ώρα να φύγουμε από την αγαπημένη συμπρωτεύουσα, ανανεώνοντας το ραντεβού με τους αγαπημένους φίλους το συντομότερο δυνατόν, θεού θέλοντος και, πλέον, covid επιτρέποντος.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Το Ωραιόκαστρο το γνώρισα τα παλαιά, εκείνα, χρόνια που υπηρετούσα στον Έβρο. Τότε μου ζήτησε συνάδελφος να τον αφήσω στο σπίτι του, που ήταν λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη, στην περιοχή του Ωραιοκάστρου. Δεν ήξερα, δε ρώτησα. Επικός χωματόδρομος, απορώ, ακόμη, πως άντεξε το κακόμοιρο Ibiza να πάει και να έρθει.
Το συγκεκριμένο μέρος το ξαναείδα, πολλά, χρόνια μετά, σε επίσκεψη στην κολλητή της γυναίκας μου. Χλιδή στο μεγαλείο η περιοχή. Τεράστια άνθιση κι ανάπτυξη. Βέβαια σε δύσκολες καιρικές συνθήκες, απλά, δεν το τολμάς , και έχεις ήσυχο το κεφάλι σου.
Από τότε, όταν ανεβαίνουμε Θεσσαλονίκη μένουμε στον αδερφό Ιωάννη, μιας και ταίριαξαν τα γούστα μας σε όλα. Ακόμα και στην αντοχή στη γκρίνια των κολλητών συζύγων μας.
Η τελευταία επίσκεψη συνδυάστηκε με έξοδο στον “Γερμανό” και την εξής στιχομυθία:
– Θα φάμε στον “Γερμανό”, δηλώνει ο Γιάννης.
– Λουκάνικα, κότσια, ξινολάχανα κ.λπ; Ρωτάω με τη σειρά μου.
– Όχι ψαροταβέρνα, διευκρινίζει η Έλενα.
– Γιατί πετάγεσαι όταν μιλάω εγώ με τον φίλο μου και δίνεις λάθος χαρακτηρισμούς; Ο Γερμανός είναι εστιατόριο με ψάρι ή μεζεδοπωλείο, διευκρινίζει Γιάννης.
– Είναι καλό; ζητά πληροφορίες η δική μου σύζυγος.
Ο “Γερμανός” που γνώρισα εγώ, μεγάλωσε στη Γερμανία κι ήρθε στο Ωραιόκαστρο, όπου άνοιξε ένα αξιοπρεπέστατο εστιατόριο με ψάρι –το λες και μεζεδοπωλείο- αλλά επ’ ουδενί ψαροταβέρνα ή τσιπουράδικο επεξηγεί ο Γιάννης.
Ο χώρος συμπεριλαμβανομένης και της καλαίσθητης βεράντας με τα λουλούδια θυμίζει, έντονα, νησιώτικο μαγαζί. Καθαρός, στα άσπρα ντυμένος, με θαλασσινές πινελιές στους τοίχους και την οροφή, όμορφη και λιτή διακόσμηση, διακριτικό φωτισμό, καρό τραπεζομάντιλα και βιτρίνα με τα φρέσκα της ημέρας. Σε αυτό δεν κάνει σκόντο.
Αν θα άλλαζα κάτι; Θα προτιμούσα τη διακόσμηση σε χρώματα θάλασσας, λευκό και γαλάζιο παρά λευκό και φιστικί. Αλλά αυτό θεωρήστε το προσωπικό βίτσιο.
Γιατί το λένε τσιπουράδικο; Γιατί έχει πάρα πολλά αποστάγματα και τα προσφέρει συνοδεία πολλών μεζέδων. Υπάρχουν κάποια πιάτα του τα οποία μπορείς να επιλέξεις ως μεζέ,τα οπία θα σου έρθουν, σε άλλη ποσότητα και άλλη τιμή.
Εμείς κινηθήκαμε σε άλλη κατεύθυνση. Πιάτα στη μέση εν είδει μεζεδοπωλείου ή εστιατορίου με ψάρι, με μια πινελιά τσιπουράδικου.
Ρεγκοσαλάτα δεν τρώω, μου μυρίζει η ρέγκα. Εδώ ο chef έδωσε ρέστα. Όχι μόνο δε μου μύρισε, αλλά ρώτησα τον Ιωάννη, “είσαι σίγουρος ότι έχει ρέγγα ή δε διάβασα καλά?” Άριστα αρτυμένη, βελούδινη υφή, αρωματισμένη με μια διακριτική γεύση ρέγκας, συν ψιλοκομμένη ντοματούλα, φρέσκο κρεμμυδάκι και κρίταμο στα υψηλά στρώματά της. Την πήραμε σε πιατάκι μεζέ συνοδεία τσίπουρου άνευ, για να οδηγήσουμε τους γευστικούς μας κάλυκες εκεί που θέλαμε.
Μαζί της ήρθε και η ντομάτα. Χοντρό αλάτι πάνω σε ροδέλες ντομάτας και κρεμμυδιού. Σαλάτα – μεζές “τι είπες τώρα!!!” Απλό στη σύλληψη, σύνθετο στη γεύση. Μαζί της ήρθαν και οι Βεργίνες για να συνεχίσουμε ομαλά στο γεύμα μας.
Καρπάτσιο τόνου “δεν περιγράφω άλλο”, ψημένο στο αλάτι και το λαδολέμονο, λίγη πρασινάδα, λίγη κάπαρη και τέλος.
Φάβα με καραμελωμένο κρεμμύδι κι ελαιόλαδο, να φάει και το διπλανό τραπέζι, γευστικότατη, με τέλεια υφή.
Σαλάτα “πανδαισία” όνομα και πράγμα, πλούσια σε πρασινάδες, περιέχει από παντζαρόφυλλα έως λόλες, προσθέστε και σπανάκι, ξερά σύκα, καρύδια και καλοψημένο χαλούμι για να έχετε πλήρη εικόνα.
Πατάτες φούρνου με κομμάτια μανιτάρια, σωταρισμένα με σκορδόλαδο, πιπεράτα και με ταιριαστά μπαχαρικά. Κρατηθήκαμε να μη γίνει refill. Έβγαζε το σκόρδο, τόσο όσο και τις ανέβαζε επίπεδο.
Γαύρος μαρινάτος χεράτος με άνηθο και μυδοπίλαφο με, σωστά, μαγειρεμένο το ρύζι, αρωματικό λόγω των μπαχαρικών του και πλούσιο, τόσο σε κελυφάτα μύδια, όσο και σε σκέτα.
Στον υπάρχοντα μαυροπίνακα της εισόδου , είδαμε την τηγανιά ξιφία που μας κέντρισε το ενδιαφέρον. Ατυχώς δε μας αποζημίωσε πλήρως. Ωραία η σύλληψη του πιάτου, ζουμερά και αρκετά τα κομμάτια του ξιφία, φρέσκο κρεμμυδάκι και πιπεριά στο πιάτο αλλά, κάποιο από τα συστατικά της σάλτσας, που κατά τα άλλα είχε ωραία υφή, πίκριζε και χαλούσε το όλο σύνολο.
Για το τέλος αφήσαμε το κριθαρότο με γαρίδες. Ήταν ναι μεν το πιο αδύναμο πιάτο, αλλά δε στάθηκε ικανό να μας χαλάσει τη συνολική εντύπωση. Οι γαρίδες ήταν γευστικότατες, μαλακές και πλήρεις αρωμάτων, άρα μαγειρεύτηκαν στον σωστό χρόνο, το ίδιο και το κριθαράκι το οποίο όμως δεν ήταν όσο al dente και κρεμώδες έπρεπε ώστε να χαρακτηριστεί κριθαρότο. Το τριμμένο reggato που υπήρχε από πάνω δεν επαρκούσε για το δέσιμο του πιάτου έτσι ώστε να χαρακτηριστεί ως τέτοιο. Κατά την προσωπική μου άποψη μιλάμε για κριθαράκι με γαρίδες, κι όχι κριθαρότο.
Στο τέλος κέρασμα μια πιατέλα με mix γλυκών για να φτιάξουμε τον ουρανίσκο.
Ο λογαριασμός με αυτά που πήραμε και με τα ποτά χωρίς μεγάλο ψάρι βέβαια, κινήθηκε περί τα 18 ευρώ pp, ποσό που δε χρειάζεται παραπάνω σχολιασμό.
Η εξυπηρέτηση ήταν υποδειγματική, τηρουμένων όλων των μέτρων της σημερινής εποχής, επαγγελματική και επεξηγηματική. Άκουσαν όλα τα σχόλια μας με προσοχή και τα μετέφεραν στον καθ’ ύλην αρμόδιο.
Αν και η θάλασσα απέχει μακριά από το Ωραιόκαστρο, ο “Γερμανός” διδάσκει, υποδειγματικά, πολλά μαγαζιά που έχουν τη θάλασσα στα πόδια του πελάτη.
Με αυτά και μ αυτά, έφτασε η ώρα να φύγουμε από την αγαπημένη συμπρωτεύουσα, ανανεώνοντας το ραντεβού με τους αγαπημένους φίλους το συντομότερο δυνατόν, θεού θέλοντος και, πλέον, covid επιτρέποντος.