Το απόγευμα της Τετάρτης στις 6 αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό στο Feedέλ στη Γλυφάδα. Καιρό θέλαμε να πάμε, αλλά όλο κάτι συνέβαινε. Από την άλλη είναι και πολύ κοντά στο σπίτι μου και έλεγα, εδώ είναι θα πάω. Η φιλοσοφία του μαγαζιού είναι να τρως κάτι συνοδεύοντας το κρασί και το cocktail σου, κάτι σαν cocktail restaurant. Από την άλλη πλασάρεται ως γαστρονομικό μεζεδοπωλείο. Επίσης, το όνομα του Asador σημαίνει ΒΒQ στα Βάσκικα και είναι ένα concept BBQ ανοιχτής φλόγας. Είχα απορία πώς όλες αυτές οι φιλοσοφίες μπορούν να συνδυαστούν και έτσι το επισκέφτηκα με τη φίλη μου, για να γευτούμε τα φαγητά, όχι όμως τα παράξενα κοκτέιλ, μιας και δεν είμαστε πότες.
Πρόκειται για πετρόχτιστο σπίτι με αυλή, σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Γλυφάδας με αρκετή κίνηση. Αυτό που επικρατεί είναι η πέτρα, το τζάμι, το μέταλλο με κάποια κουβανέζικα στοιχεία. Το περιβάλλον αρκετά προσεγμένο, με ωραίο, ατμοσφαιρικό φωτισμό, ωραία μουσική και γενικά ωραία ατμόσφαιρα.
Όταν καθίσαμε, ένας σερβιτόρος έσπευσε να μας ενημερώσει για την φιλοσοφία του μαγαζιού, αφού ήταν η πρώτη μας φορά εκεί και να μας πει ότι πρόκειται για ένα μοντέρνο μεζεδοπωλείο, με πειραγμένες γεύσεις, βασισμένο στην ιδεολογία του sharing, δηλαδή του από κοινού φαγητού. Ο τρόπος του μου φάνηκε αρκετά εξεζητημένος και για να είμαι ακριβέστερη κάπως προς εντυπωσιασμόν. Με περίτεχνες περιγραφές για απλά πιάτα, κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι το ρόλο του Master chef σχετικά για το πώς πλασάρουμε και πουλάμε ένα πιάτο. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο να το πουλήσεις μια φορά, αλλά να κάνεις τον πελάτη να ξαναέρθει.
Το μενού περιορισμένο σε μία σελίδα και εμείς αποφασίσαμε να πάρουμε τα εξής πέντε πιάτα, τα οποία θα μοιραζόμασταν. Πήραμε σούπα πατάτας βελουτέ, με λάδι τρούφας, θυμάρι, κρουτόν και πανσέτα, φάβα με λουκάνικο, τζατζίκι αβοκάντο, κοτόπουλο χωριάτικο με πατάτες και κρέμα φέτας και κεφτεδάκια μοσχαρίσια.
Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη, σερβιρισμένη σε ένα ωραίο μαντεμένιο σκεύος, σε μικρή ποσότητα πιστεύω.
Τόσο η φάβα όσο και το τζατζίκι ήρθαν σε δύο υπέροχα σκεύη, πραγματικά ευφάνταστα αλλά και αυτά, κατά τη γνώμη μου, σε αρκετά μικρή ποσότητα.
Η φάβα ήταν αρκετά καλή και το λουκάνικο που την συνόδευε. Δεν βρήκα όμως να είναι κάτι πολύ πάνω από το μέσο όρο. Όσο για το τζατζίκι με το αβοκάντο έξυπνη και ωραία ιδέα, πραγματικά δροσερό, αλλά στην ουσία η γεύση δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα ελαφρύ τζατζίκι.
Τα πέντε κεφτεδάκια, πασπαλισμένα με άχυρο πατάτας, αν δεν κάνω λάθος, ήρθαν γυμνά χωρίς κανένα συνοδευτικό, αρκετά βαριά, με πολλά καρυκεύματα και έντονη την γεύση του τσίπουρου, ήταν πολύ λίγα για να θεωρηθούν κυρίως πιάτο. Δυστυχώς κάτω του μετρίου πιάτο.
Το κοτόπουλο συνοδευόταν από πατατούλες κομμένες σε μικρά κυβάκια (brunoise), πολύ λίγες και μία κρέμα φέτας, αρκετά επιτυχημένη ομολογώ. Το κοτόπουλο ωραία ψημένο, πολύ τρυφερό, ζουμερό και πολύ νόστιμο. Οι πατάτες λίγο πιο αλατισμένες από όσο πρέπει. Επίσης να αναφέρω ότι τα ψωμάκια ήταν εξαίρετα.
Το σέρβις σωστό και τα πιάτα έρχονταν σιγά σιγά στο σωστό χρόνο στο τραπέζι. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό αλλά στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μία μικρή παρατήρηση. Ο σερβιτόρος που μας έδωσε τη λίστα με τα κρασιά -όλα σε υψηλές τιμές- και τα κοκτέιλ, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκεια του όταν και οι δυο μας παραγγείλαμε ένα απλό αναψυκτικό. Να σημειώσω εδώ ότι και οι δύο πίνουμε αλκοόλ σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ο σωστός επαγγελματίας δεν δείχνει ποτέ δυσαρέσκεια ακόμη και μπροστά στον πιο απαιτητικό πελάτη. Ένα άλλο σχετικά αστείο συμβάν ήταν ένας νεαρός σερβιτόρος ο οποίος μας ευχήθηκε χρόνια πολλά και καλές γιορτές, κάτι που επανέλαβε και στους διπλανούς μας μετά από λίγο και σήμερα η ημερομηνία είναι 18 Ιανουαρίου! Καλό θα ήταν να τον ενημερώσει κάποιος ότι τα Χριστούγεννα πέρασαν!
Επίσης, είχαμε ένα μικρό ατύχημα με ένα κεφτεδάκι, το οποίο περιείχε ένα μικρό κοκαλάκι που παραλίγο να στοιχίσει ένα σφράγισμα! Καλό θα ήταν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην κουζίνα στην επιλογή του κιμά!
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να πω ότι εμείς οδηγηθήκαμε στο συγκεκριμένο εστιατόριο λόγω του ισχυρού ονόματος του chef που έχει, ο οποίος μου είναι και ιδιαίτερα συμπαθής. Δυστυχώς, απεδείχθη κατώτερο των προσδοκιών μας και θα ήθελα να τονίσω ότι οι τιμές του είναι πιο υψηλές από τις υπηρεσίες που προσφέρει.
Πληρώσαμε 73 € για πέντε πιάτα αρκετά μικρά, δύο αναψυκτικά, ψωμί και ένα μπουκάλι νερό. Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να πληρώσω τόσα χρήματα και πιθανώς παραπάνω, αρκεί να γευόμουν κάτι εξαιρετικό, ξεχωριστό και να εντυπωσιαζόμουν. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δε συνέβη. Ένιωσα μία πολύ μεγάλη προσπάθεια να πείσει ότι είναι ένα gourmet ελληνικό μεζεδοπωλείο, κάτι βέβαια που δεν ισχύει για κανέναν λόγο. Κατά τη δική μου γνώμη πρόκειται για ένα cocktail bar, όπου μπορείς να συνοδεύσεις το ποτό σου με ένα δύο πιατάκια, εφόσον είναι και παρά πολύ μικρά σε ποσότητες. Δεν πας πεινασμένος, γιατί δεν θα χορτάσεις, εκτός αν είσαι διατεθειμένος να ξοδέψεις αρκετά λεφτά για αρκετά πιάτα.
Είμαι σίγουρη ότι η πρόθεση του γνωστού chef ήταν πολύ καλή, το λογοπαίγνιο της αγγλικής λέξης feed (ταΐζω) σε συνδυασμό με τους ελληνικούς φθόγγους (ελ) και την έμμεση αναφορά του Fidel Castro, ευφυέστατα. Έλα όμως που έχασε το παιχνίδι ανάμεσα στα ισπανικά tapas, στο μεζεδοπωλείο που έτρωγε μικρός και στα cocktail που έφτιαχνε ο Tom Cruise. Καλή η προσπάθεια και η σκέψη, αλλά το αποτέλεσμα αμφιλεγόμενο. Κάτι όμως σε όλο αυτό με κέρδισε και σκοπεύω να ξαναπάω όχι για να φάω, αλλά για να πιω ένα cocktail και να πάρω ένα πιατάκι, ώστε να κάνω ένα food and cocktail pairing, όπως λένε.
Το FEEDΕΛ ASADOR είναι το γλυφαδιώτικο αδελφάκι του FEEDΕΛ URBAN GASTRONOMY στο κέντρο της Αθήνας, παιδιά και τα δύο του δημοφιλούς σεφ Λεωνίδα Κουτσόπουλου. Θα το βρείτε πολύ εύκολα ανηφορίζοντας το δρόμο πίσω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και θα εκπλαγείτε ευχάριστα από το πόσο εύκολα θα παρκάρετε, ας είναι καλά ο Δήμος Γλυφάδας.
Ομολογώ ότι στο FEEDΕΛ ASADOR πήγα με ελαφρά ανήσυχα συναισθήματα, έχοντας διαβάσει πρόσφατα μια αρκετά παλιά μεν (2019), πλην όμως τεκμηριωμένη μέτρια προς ψιλοκακή κριτική. Ευτυχώς που η παρέα επέμενε, έτσι η δική μου αξιολόγηση μετά τη χθεσινοβραδινή κυριακάτικη επίσκεψη είναι τρία αστέρια σύμφωνα με το σύστημα fratello, πάει να πει «αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη, όσο μακριά κι αν μένετε». Εμείς από τη Νέα Σμύρνη χρειαστήκαμε ακριβώς 20 λεπτά να φτάσουμε.
Θετική ήδη η πρώτη, εξωτερική εντύπωση. Το μαγαζί είναι γωνιακό και όπως πλησιάζεις αντικρύζεις, πίσω από ένα καταπράσινο φράκτη, αρχικά τα τραπέζια του ισόγειου Γ και κατόπιν – λίγα σκαλιά απόσταση – ένα φωτεινό χώρο στον οποίο κυριαρχούν το σκούρο ξύλο, το γυαλί και ολίγο μέταλλο. Aν χαρακτήριζα το χώρο ως minimal θα αδικούσα την ποικιλία στο φωτισμό, ένα στοιχείο που εμένα προσωπικά πάντα με εξιτάρει. Ωραίο στενόμακρο μπαρ στο βάθος, τραπεζοκαθίσματα ρουστίκ και κυρίως άνετα. Η τυχερή εξαμελής παρέα μας κατέλαβε μια βολικότατη ροτόντα, ιδανική, όπως σωστά επισήμανε ο μετρ, για την υλοποίηση της φιλοσοφίας του μαγαζιού: όλα στη μέση. Παρεμπιπτόντως: Το προσωπικό και επαρκές και καλοδουλεμένο, όπως χρειάζεται σε μια τέτοια επιχείρηση.
Αν έχετε ήδη επισκεφτεί το αδελφό εστιατόριο στην οδό Ρόμβης και αποχωρήσατε ευχαριστημένοι, θα διαπιστώσετε με ικανοποίηση ότι και το κατάστημα της Γλυφάδας ακολουθεί 100% την ίδια φιλοσοφία. Θα βρείτε και εδώ τον ειδικό κατάλογο με κοκτέιλ, ο οποίος συνεχώς ανανεώνεται και οδηγεί συχνά τα μέλη ολόκληρης της παρέας να παραγγείλουν από ένα fancy ποτό και να συνοδέψουν με αυτό το δείπνο τους – όπως κάναμε εμείς χθες.
Ας περάσουμε στα της κουζίνας. Ο κατάλογος καλογραμμένος, λιτός και απλός, δίνει με την πρώτη κιόλας ανάγνωση το στίγμα: όχι πολλά πιάτα, οικείες και ταυτόχρονα πειραγμένες γεύσεις, που συνδυάζονται εύκολα μεταξύ τους. Με την υπεύθυνη καθοδήγηση του μετρ διαλέξαμε οκτώ πιάτα – για έξι άτομα, όπως είπαμε – τα οποία ήρθαν με ρέγουλα στο τραπέζι μας, όπως έβγαιναν από την κουζίνα. Mε αυτή τη σειρά θα σας τα περιγράψω. Η περιγραφή δεν είναι επιπέδου Φίλιππου Συρίγου, κοιτάξτε όμως προσεκτικά τις φωτογραφίες που επισυνάπτω, λένε πολλά.
Πρώτη στο τραπέζι μια πλούσια ανάμικτη πράσινη σαλάτα (15 €), με εσπεριδοειδή, πεπόνι, τρούφα, την άκουγες καλά, καρπάτσιο μόσχου κάτω και τρίμα παρμεζάνας επάνω. Από κοντά το θρυλικό τζατζίκι με αβοκάντο, κίμτσι και τραγανά παξιμαδάκια (10 €) και – ως τρίτο μέλος της παρέας – σεβίτσε με γαρίδες (18 €), που συνδύαζε κρύο και πικάντικο, δηλαδή passion fruit, mango και σορμπέ βασιλικού σε έναν εξωτικό συνδυασμό γεύσεων, κατά την άποψη των περισσότερων το πιο wow πιάτο της βραδιάς.
Η δεύτερη τριάδα συνολικά πιο ρουστίκ, όμως το ίδιο νόστιμη: παραδοσιακοί ντοματοκεφτέδες (13 €) δουλεμένοι με γιαούρτι, κροκέτες μπακαλιάρου με αγιολί με σαφράν (14 €) και τέλος μια μεγάλη μερίδα αποδομημένο ιμάμ (16 €), με μελιτζάνα, κρεμμύδι, καρεδάκια από σαλάμι Λευκάδος, δαμάσκηνα και τυράκι Τήνου, στην ψηφοφορία αναδείχτηκε το δεύτερο καλύτερο πιάτο.
Προτελευταίο πιάτο: πανσέτα (18 €) σαν στενόμακρο παστάκι, με μπόλικο κύμινο, βερίκοκα και πράσα. Φινάλε: black angus picanha, ψημένη λίγο μετά το medium, με παρεμβολές μπρόκολου και κουνουπιδιού, απλά λουκούμι. Τιμή (υψηλή) δεν συγκράτησα, καθότι το δείπνο κερασμένο.
Επιδόρπιο δεν πήραμε, μια και οι περισσότεροι προτίμησαν να παραγγείλουν ένα δεύτερο κοκτέιλ. Κρίμα, γιατί οι φωτογραφίες στην ιστοσελίδα του μαγαζιού είναι κυριολεκτικά προκλητικές, μια άλλη φορά ίσως. Αν θα υπάρξει επόμενη φορά; Ούτε συζήτηση. Φτηνό βέβαια το FEEDΕΛ ASADOR δεν το λες, δεν μπορεί να είναι, με τέτοια υποδομή που έχει να υποστηρίξει και τόσο πολυπληθές προσωπικό. Όμως μια φορά στις τόσες, για να γιορτάσετε κάτι, το εστιατόριο αυτό είναι μια σίγουρη λύση.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Το απόγευμα της Τετάρτης στις 6 αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό στο Feedέλ στη Γλυφάδα. Καιρό θέλαμε να πάμε, αλλά όλο κάτι συνέβαινε. Από την άλλη είναι και πολύ κοντά στο σπίτι μου και έλεγα, εδώ είναι θα πάω. Η φιλοσοφία του μαγαζιού είναι να τρως κάτι συνοδεύοντας το κρασί και το cocktail σου, κάτι σαν cocktail restaurant. Από την άλλη πλασάρεται ως γαστρονομικό μεζεδοπωλείο. Επίσης, το όνομα του Asador σημαίνει ΒΒQ στα Βάσκικα και είναι ένα concept BBQ ανοιχτής φλόγας. Είχα απορία πώς όλες αυτές οι φιλοσοφίες μπορούν να συνδυαστούν και έτσι το επισκέφτηκα με τη φίλη μου, για να γευτούμε τα φαγητά, όχι όμως τα παράξενα κοκτέιλ, μιας και δεν είμαστε πότες.
Πρόκειται για πετρόχτιστο σπίτι με αυλή, σε έναν από τους κεντρικούς δρόμους της Γλυφάδας με αρκετή κίνηση. Αυτό που επικρατεί είναι η πέτρα, το τζάμι, το μέταλλο με κάποια κουβανέζικα στοιχεία. Το περιβάλλον αρκετά προσεγμένο, με ωραίο, ατμοσφαιρικό φωτισμό, ωραία μουσική και γενικά ωραία ατμόσφαιρα.
Όταν καθίσαμε, ένας σερβιτόρος έσπευσε να μας ενημερώσει για την φιλοσοφία του μαγαζιού, αφού ήταν η πρώτη μας φορά εκεί και να μας πει ότι πρόκειται για ένα μοντέρνο μεζεδοπωλείο, με πειραγμένες γεύσεις, βασισμένο στην ιδεολογία του sharing, δηλαδή του από κοινού φαγητού. Ο τρόπος του μου φάνηκε αρκετά εξεζητημένος και για να είμαι ακριβέστερη κάπως προς εντυπωσιασμόν. Με περίτεχνες περιγραφές για απλά πιάτα, κάτι που σε κάνει να σκέφτεσαι το ρόλο του Master chef σχετικά για το πώς πλασάρουμε και πουλάμε ένα πιάτο. Το θέμα βέβαια δεν είναι μόνο να το πουλήσεις μια φορά, αλλά να κάνεις τον πελάτη να ξαναέρθει.
Το μενού περιορισμένο σε μία σελίδα και εμείς αποφασίσαμε να πάρουμε τα εξής πέντε πιάτα, τα οποία θα μοιραζόμασταν. Πήραμε σούπα πατάτας βελουτέ, με λάδι τρούφας, θυμάρι, κρουτόν και πανσέτα, φάβα με λουκάνικο, τζατζίκι αβοκάντο, κοτόπουλο χωριάτικο με πατάτες και κρέμα φέτας και κεφτεδάκια μοσχαρίσια.
Η σούπα ήταν πολύ νόστιμη, σερβιρισμένη σε ένα ωραίο μαντεμένιο σκεύος, σε μικρή ποσότητα πιστεύω.
Τόσο η φάβα όσο και το τζατζίκι ήρθαν σε δύο υπέροχα σκεύη, πραγματικά ευφάνταστα αλλά και αυτά, κατά τη γνώμη μου, σε αρκετά μικρή ποσότητα.
Η φάβα ήταν αρκετά καλή και το λουκάνικο που την συνόδευε. Δεν βρήκα όμως να είναι κάτι πολύ πάνω από το μέσο όρο. Όσο για το τζατζίκι με το αβοκάντο έξυπνη και ωραία ιδέα, πραγματικά δροσερό, αλλά στην ουσία η γεύση δεν είναι κάτι παραπάνω από ένα ελαφρύ τζατζίκι.
Τα πέντε κεφτεδάκια, πασπαλισμένα με άχυρο πατάτας, αν δεν κάνω λάθος, ήρθαν γυμνά χωρίς κανένα συνοδευτικό, αρκετά βαριά, με πολλά καρυκεύματα και έντονη την γεύση του τσίπουρου, ήταν πολύ λίγα για να θεωρηθούν κυρίως πιάτο. Δυστυχώς κάτω του μετρίου πιάτο.
Το κοτόπουλο συνοδευόταν από πατατούλες κομμένες σε μικρά κυβάκια (brunoise), πολύ λίγες και μία κρέμα φέτας, αρκετά επιτυχημένη ομολογώ. Το κοτόπουλο ωραία ψημένο, πολύ τρυφερό, ζουμερό και πολύ νόστιμο. Οι πατάτες λίγο πιο αλατισμένες από όσο πρέπει. Επίσης να αναφέρω ότι τα ψωμάκια ήταν εξαίρετα.
Το σέρβις σωστό και τα πιάτα έρχονταν σιγά σιγά στο σωστό χρόνο στο τραπέζι. Το προσωπικό ήταν πολύ ευγενικό αλλά στο σημείο αυτό θα ήθελα να κάνω μία μικρή παρατήρηση. Ο σερβιτόρος που μας έδωσε τη λίστα με τα κρασιά -όλα σε υψηλές τιμές- και τα κοκτέιλ, δεν έκρυψε τη δυσαρέσκεια του όταν και οι δυο μας παραγγείλαμε ένα απλό αναψυκτικό. Να σημειώσω εδώ ότι και οι δύο πίνουμε αλκοόλ σε ελάχιστες περιπτώσεις. Ο σωστός επαγγελματίας δεν δείχνει ποτέ δυσαρέσκεια ακόμη και μπροστά στον πιο απαιτητικό πελάτη. Ένα άλλο σχετικά αστείο συμβάν ήταν ένας νεαρός σερβιτόρος ο οποίος μας ευχήθηκε χρόνια πολλά και καλές γιορτές, κάτι που επανέλαβε και στους διπλανούς μας μετά από λίγο και σήμερα η ημερομηνία είναι 18 Ιανουαρίου! Καλό θα ήταν να τον ενημερώσει κάποιος ότι τα Χριστούγεννα πέρασαν!
Επίσης, είχαμε ένα μικρό ατύχημα με ένα κεφτεδάκι, το οποίο περιείχε ένα μικρό κοκαλάκι που παραλίγο να στοιχίσει ένα σφράγισμα! Καλό θα ήταν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην κουζίνα στην επιλογή του κιμά!
Συνοψίζοντας, θα ήθελα να πω ότι εμείς οδηγηθήκαμε στο συγκεκριμένο εστιατόριο λόγω του ισχυρού ονόματος του chef που έχει, ο οποίος μου είναι και ιδιαίτερα συμπαθής. Δυστυχώς, απεδείχθη κατώτερο των προσδοκιών μας και θα ήθελα να τονίσω ότι οι τιμές του είναι πιο υψηλές από τις υπηρεσίες που προσφέρει.
Πληρώσαμε 73 € για πέντε πιάτα αρκετά μικρά, δύο αναψυκτικά, ψωμί και ένα μπουκάλι νερό. Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να πληρώσω τόσα χρήματα και πιθανώς παραπάνω, αρκεί να γευόμουν κάτι εξαιρετικό, ξεχωριστό και να εντυπωσιαζόμουν. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δε συνέβη. Ένιωσα μία πολύ μεγάλη προσπάθεια να πείσει ότι είναι ένα gourmet ελληνικό μεζεδοπωλείο, κάτι βέβαια που δεν ισχύει για κανέναν λόγο. Κατά τη δική μου γνώμη πρόκειται για ένα cocktail bar, όπου μπορείς να συνοδεύσεις το ποτό σου με ένα δύο πιατάκια, εφόσον είναι και παρά πολύ μικρά σε ποσότητες. Δεν πας πεινασμένος, γιατί δεν θα χορτάσεις, εκτός αν είσαι διατεθειμένος να ξοδέψεις αρκετά λεφτά για αρκετά πιάτα.
Είμαι σίγουρη ότι η πρόθεση του γνωστού chef ήταν πολύ καλή, το λογοπαίγνιο της αγγλικής λέξης feed (ταΐζω) σε συνδυασμό με τους ελληνικούς φθόγγους (ελ) και την έμμεση αναφορά του Fidel Castro, ευφυέστατα. Έλα όμως που έχασε το παιχνίδι ανάμεσα στα ισπανικά tapas, στο μεζεδοπωλείο που έτρωγε μικρός και στα cocktail που έφτιαχνε ο Tom Cruise. Καλή η προσπάθεια και η σκέψη, αλλά το αποτέλεσμα αμφιλεγόμενο. Κάτι όμως σε όλο αυτό με κέρδισε και σκοπεύω να ξαναπάω όχι για να φάω, αλλά για να πιω ένα cocktail και να πάρω ένα πιατάκι, ώστε να κάνω ένα food and cocktail pairing, όπως λένε.
Το FEEDΕΛ ASADOR είναι το γλυφαδιώτικο αδελφάκι του FEEDΕΛ URBAN GASTRONOMY στο κέντρο της Αθήνας, παιδιά και τα δύο του δημοφιλούς σεφ Λεωνίδα Κουτσόπουλου. Θα το βρείτε πολύ εύκολα ανηφορίζοντας το δρόμο πίσω από την εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου και θα εκπλαγείτε ευχάριστα από το πόσο εύκολα θα παρκάρετε, ας είναι καλά ο Δήμος Γλυφάδας.
Ομολογώ ότι στο FEEDΕΛ ASADOR πήγα με ελαφρά ανήσυχα συναισθήματα, έχοντας διαβάσει πρόσφατα μια αρκετά παλιά μεν (2019), πλην όμως τεκμηριωμένη μέτρια προς ψιλοκακή κριτική. Ευτυχώς που η παρέα επέμενε, έτσι η δική μου αξιολόγηση μετά τη χθεσινοβραδινή κυριακάτικη επίσκεψη είναι τρία αστέρια σύμφωνα με το σύστημα fratello, πάει να πει «αξίζει σίγουρα μια επίσκεψη, όσο μακριά κι αν μένετε». Εμείς από τη Νέα Σμύρνη χρειαστήκαμε ακριβώς 20 λεπτά να φτάσουμε.
Θετική ήδη η πρώτη, εξωτερική εντύπωση. Το μαγαζί είναι γωνιακό και όπως πλησιάζεις αντικρύζεις, πίσω από ένα καταπράσινο φράκτη, αρχικά τα τραπέζια του ισόγειου Γ και κατόπιν – λίγα σκαλιά απόσταση – ένα φωτεινό χώρο στον οποίο κυριαρχούν το σκούρο ξύλο, το γυαλί και ολίγο μέταλλο. Aν χαρακτήριζα το χώρο ως minimal θα αδικούσα την ποικιλία στο φωτισμό, ένα στοιχείο που εμένα προσωπικά πάντα με εξιτάρει. Ωραίο στενόμακρο μπαρ στο βάθος, τραπεζοκαθίσματα ρουστίκ και κυρίως άνετα. Η τυχερή εξαμελής παρέα μας κατέλαβε μια βολικότατη ροτόντα, ιδανική, όπως σωστά επισήμανε ο μετρ, για την υλοποίηση της φιλοσοφίας του μαγαζιού: όλα στη μέση. Παρεμπιπτόντως: Το προσωπικό και επαρκές και καλοδουλεμένο, όπως χρειάζεται σε μια τέτοια επιχείρηση.
Αν έχετε ήδη επισκεφτεί το αδελφό εστιατόριο στην οδό Ρόμβης και αποχωρήσατε ευχαριστημένοι, θα διαπιστώσετε με ικανοποίηση ότι και το κατάστημα της Γλυφάδας ακολουθεί 100% την ίδια φιλοσοφία. Θα βρείτε και εδώ τον ειδικό κατάλογο με κοκτέιλ, ο οποίος συνεχώς ανανεώνεται και οδηγεί συχνά τα μέλη ολόκληρης της παρέας να παραγγείλουν από ένα fancy ποτό και να συνοδέψουν με αυτό το δείπνο τους – όπως κάναμε εμείς χθες.
Ας περάσουμε στα της κουζίνας. Ο κατάλογος καλογραμμένος, λιτός και απλός, δίνει με την πρώτη κιόλας ανάγνωση το στίγμα: όχι πολλά πιάτα, οικείες και ταυτόχρονα πειραγμένες γεύσεις, που συνδυάζονται εύκολα μεταξύ τους. Με την υπεύθυνη καθοδήγηση του μετρ διαλέξαμε οκτώ πιάτα – για έξι άτομα, όπως είπαμε – τα οποία ήρθαν με ρέγουλα στο τραπέζι μας, όπως έβγαιναν από την κουζίνα. Mε αυτή τη σειρά θα σας τα περιγράψω. Η περιγραφή δεν είναι επιπέδου Φίλιππου Συρίγου, κοιτάξτε όμως προσεκτικά τις φωτογραφίες που επισυνάπτω, λένε πολλά.
Πρώτη στο τραπέζι μια πλούσια ανάμικτη πράσινη σαλάτα (15 €), με εσπεριδοειδή, πεπόνι, τρούφα, την άκουγες καλά, καρπάτσιο μόσχου κάτω και τρίμα παρμεζάνας επάνω. Από κοντά το θρυλικό τζατζίκι με αβοκάντο, κίμτσι και τραγανά παξιμαδάκια (10 €) και – ως τρίτο μέλος της παρέας – σεβίτσε με γαρίδες (18 €), που συνδύαζε κρύο και πικάντικο, δηλαδή passion fruit, mango και σορμπέ βασιλικού σε έναν εξωτικό συνδυασμό γεύσεων, κατά την άποψη των περισσότερων το πιο wow πιάτο της βραδιάς.
Η δεύτερη τριάδα συνολικά πιο ρουστίκ, όμως το ίδιο νόστιμη: παραδοσιακοί ντοματοκεφτέδες (13 €) δουλεμένοι με γιαούρτι, κροκέτες μπακαλιάρου με αγιολί με σαφράν (14 €) και τέλος μια μεγάλη μερίδα αποδομημένο ιμάμ (16 €), με μελιτζάνα, κρεμμύδι, καρεδάκια από σαλάμι Λευκάδος, δαμάσκηνα και τυράκι Τήνου, στην ψηφοφορία αναδείχτηκε το δεύτερο καλύτερο πιάτο.
Προτελευταίο πιάτο: πανσέτα (18 €) σαν στενόμακρο παστάκι, με μπόλικο κύμινο, βερίκοκα και πράσα. Φινάλε: black angus picanha, ψημένη λίγο μετά το medium, με παρεμβολές μπρόκολου και κουνουπιδιού, απλά λουκούμι. Τιμή (υψηλή) δεν συγκράτησα, καθότι το δείπνο κερασμένο.
Επιδόρπιο δεν πήραμε, μια και οι περισσότεροι προτίμησαν να παραγγείλουν ένα δεύτερο κοκτέιλ. Κρίμα, γιατί οι φωτογραφίες στην ιστοσελίδα του μαγαζιού είναι κυριολεκτικά προκλητικές, μια άλλη φορά ίσως. Αν θα υπάρξει επόμενη φορά; Ούτε συζήτηση. Φτηνό βέβαια το FEEDΕΛ ASADOR δεν το λες, δεν μπορεί να είναι, με τέτοια υποδομή που έχει να υποστηρίξει και τόσο πολυπληθές προσωπικό. Όμως μια φορά στις τόσες, για να γιορτάσετε κάτι, το εστιατόριο αυτό είναι μια σίγουρη λύση.