Η συγγραφή μιας κριτικής για ένα χώρο εστίασης στην επαρχία είναι κατά κανόνα συνδυασμός πατριδογνωσίας και γαστρονομικών επισημάνσεων. Γράφοντας λοιπόν για το ΓΙΑΝΝΗ στο Χαλκί, πρέπει να ξεκινήσω λέγοντας ότι το Χαλκί (επισήμως Χαλκείο) είναι ενα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη που μπορεί κανείς να επισκεφθεί στην όμορφη Νάξο. Βρίσκεται στο οροπέδιο της Τραγαίας, στο δρόμο για Φιλότι και Ζα, πολύ κοντά στη Χώρα. Θα παρκάρετε άνετα στο δημοτικό παρκινγκ δίπλα στον κεντρικό δρόμο και θα αρχίσετε την εξερεύνηση. Στη μια πλευρά σάς περιμένουν καλοδιατηρημένα καστρόσπιτα, στην άλλη – την αγαπημένη μου – ωραία μαγαζάκια με μικροκαλλιτεχνήματα, το φοβερό μαγαζί με ΤΟ γαλάκτομπούρεκο «να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει» (βλέπε «Γαστρονομικός οδηγός Νάξου 2020»), καφετέριες και ταβέρνες. Από την κεντρική πλατεία, που είναι αθέατη από τον κεντρικό δρόμο, ξεκινάνε φροντισμένα, αριθμημένα μονοπάτια περιήγησης στο οροπέδιο. Οι βόλτες μπορεί να κρατήσουν από δέκα λεπτά μέχρι μία ώρα, είναι η μία πιο ενδιαφέρουσα από την άλλη και έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Στην επιστροφή περνάς υποχρεωτικά από την πλατεία, όπου συμβάλλουν πέντε δρομάκια, και εκεί, κάτω από δύο τεράστια πλατάνια, κληματαριές κρεβατίνες και λοιπά άνθη και φυτά, κατοικοεδρεύει μια από τις πιο παλιές ταβέρνες του νησιού, ο ΓΙΑΝΝΗΣ.
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο που «σπατάλησα» δύο φωτογραφίες, για να σας δώσω μια καλή εικόνα του χώρου, αντί για ένα πιάτο με μια μπριζόλα μοσχαρίσια επικών διαστάσεων και ένα άλλο με ένα μπιφτέκι king size, αμφότερα με μπόλικες χερίσιες πατατούλες Νάξου από δίπλα, που σίγουρα μπορείτε να φανταστείτε μια χαρά μόνοι σας. Μπορεί το Χαλκί να είναι ξακουστό για το γαλακτομπούρεκό του, όμως και ο ΓΙΑΝΝΗΣ είναι αυτό που λέμε «τίμια» εξοχική ταβέρνα. Εδώ θα ξαποστάσεις μετά τη βόλτα σου, θα πιεις μια μπυρίτσα ή ένα κρασάκι τσιμπώντας ό,τι σου κάνει όρεξη και θα απολαύσεις τη δροσιά της ελληνικής φύσης, ειδικά αν ξέρεις ότι την ίδια ώρα η πρωτεύουσα που έχεις αφήσει πίσω σου ψήνεται στον καύσωνα.
Ο κύριος Γιάννης έχει το γενικό πρόσταγμα, ο γιος του επιμελείται της ψησταριάς, της οποίας η κνίσα σού έχει σπάσει τα ρουθούνια από μακριά, δύο κυρίες φέρνουν βόλτα την κουζίνα και ο σερβιτόρος αποτελεί προσωποποίηση της ευγένειας και της αμεσότητας.
Ο κατάλογος περιέχει τα αναμενόμενα, σε επαρκή ποικιλία και – κυρίως – σε καλή ποιότητα. Στις δύο φετινές μας επισκέψεις αρκεστήκαμε στην καθιερωμένη χωριάτικη σαλάτα με μια μερίδα ξινοτύρι από πάνω, must order χωρίς συζήτηση (απλώς βεβαιωθείτε ότι υπάρχει ξινοτύρι, γιατί είναι λιγουλάκι δυσεύρετο), μια μερίδα φρεσκοτηγανισμένους, τραγανούς κολοκυθοκεφτέδες, όπου γευόσουν κολοκυθάκι του αγρού χωρίς ίχνος αλευριού, μια κρεμμυδόπιτα (απογοητευτική, ποτέ μην παραγγέλνετε την τελευταία μερίδα που έχει μείνει), ένα μπιφτέκι τεράστιο, μαλακό και πολύ σωστά ψημένο στα κάρβουνα και μια μερίδα λουκάνικα, δύο καλοψημένα τεμάχια, που τα φτάχνουν οι ίδιοι. Μαζί με τις δύο παγωμένες ALFA και το υποχρεωτικό εμφιαλωμένο νερό ο λογαριασμός ίσα που άγγιξε κάθε φορά τα 30 ευρώπουλα για ένα κατ’ ουσίαν πλήρες δείπνο.
Να έχετε λοιπόν υπόψη και το Χαλκί και το ΓΙΑΝΝΗ – και το γαλακτομπούρεκο βεβαίως βεβαίως.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η συγγραφή μιας κριτικής για ένα χώρο εστίασης στην επαρχία είναι κατά κανόνα συνδυασμός πατριδογνωσίας και γαστρονομικών επισημάνσεων. Γράφοντας λοιπόν για το ΓΙΑΝΝΗ στο Χαλκί, πρέπει να ξεκινήσω λέγοντας ότι το Χαλκί (επισήμως Χαλκείο) είναι ενα από τα πιο ενδιαφέροντα μέρη που μπορεί κανείς να επισκεφθεί στην όμορφη Νάξο. Βρίσκεται στο οροπέδιο της Τραγαίας, στο δρόμο για Φιλότι και Ζα, πολύ κοντά στη Χώρα. Θα παρκάρετε άνετα στο δημοτικό παρκινγκ δίπλα στον κεντρικό δρόμο και θα αρχίσετε την εξερεύνηση. Στη μια πλευρά σάς περιμένουν καλοδιατηρημένα καστρόσπιτα, στην άλλη – την αγαπημένη μου – ωραία μαγαζάκια με μικροκαλλιτεχνήματα, το φοβερό μαγαζί με ΤΟ γαλάκτομπούρεκο «να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει» (βλέπε «Γαστρονομικός οδηγός Νάξου 2020»), καφετέριες και ταβέρνες. Από την κεντρική πλατεία, που είναι αθέατη από τον κεντρικό δρόμο, ξεκινάνε φροντισμένα, αριθμημένα μονοπάτια περιήγησης στο οροπέδιο. Οι βόλτες μπορεί να κρατήσουν από δέκα λεπτά μέχρι μία ώρα, είναι η μία πιο ενδιαφέρουσα από την άλλη και έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα: Στην επιστροφή περνάς υποχρεωτικά από την πλατεία, όπου συμβάλλουν πέντε δρομάκια, και εκεί, κάτω από δύο τεράστια πλατάνια, κληματαριές κρεβατίνες και λοιπά άνθη και φυτά, κατοικοεδρεύει μια από τις πιο παλιές ταβέρνες του νησιού, ο ΓΙΑΝΝΗΣ.
Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο που «σπατάλησα» δύο φωτογραφίες, για να σας δώσω μια καλή εικόνα του χώρου, αντί για ένα πιάτο με μια μπριζόλα μοσχαρίσια επικών διαστάσεων και ένα άλλο με ένα μπιφτέκι king size, αμφότερα με μπόλικες χερίσιες πατατούλες Νάξου από δίπλα, που σίγουρα μπορείτε να φανταστείτε μια χαρά μόνοι σας. Μπορεί το Χαλκί να είναι ξακουστό για το γαλακτομπούρεκό του, όμως και ο ΓΙΑΝΝΗΣ είναι αυτό που λέμε «τίμια» εξοχική ταβέρνα. Εδώ θα ξαποστάσεις μετά τη βόλτα σου, θα πιεις μια μπυρίτσα ή ένα κρασάκι τσιμπώντας ό,τι σου κάνει όρεξη και θα απολαύσεις τη δροσιά της ελληνικής φύσης, ειδικά αν ξέρεις ότι την ίδια ώρα η πρωτεύουσα που έχεις αφήσει πίσω σου ψήνεται στον καύσωνα.
Ο κύριος Γιάννης έχει το γενικό πρόσταγμα, ο γιος του επιμελείται της ψησταριάς, της οποίας η κνίσα σού έχει σπάσει τα ρουθούνια από μακριά, δύο κυρίες φέρνουν βόλτα την κουζίνα και ο σερβιτόρος αποτελεί προσωποποίηση της ευγένειας και της αμεσότητας.
Ο κατάλογος περιέχει τα αναμενόμενα, σε επαρκή ποικιλία και – κυρίως – σε καλή ποιότητα. Στις δύο φετινές μας επισκέψεις αρκεστήκαμε στην καθιερωμένη χωριάτικη σαλάτα με μια μερίδα ξινοτύρι από πάνω, must order χωρίς συζήτηση (απλώς βεβαιωθείτε ότι υπάρχει ξινοτύρι, γιατί είναι λιγουλάκι δυσεύρετο), μια μερίδα φρεσκοτηγανισμένους, τραγανούς κολοκυθοκεφτέδες, όπου γευόσουν κολοκυθάκι του αγρού χωρίς ίχνος αλευριού, μια κρεμμυδόπιτα (απογοητευτική, ποτέ μην παραγγέλνετε την τελευταία μερίδα που έχει μείνει), ένα μπιφτέκι τεράστιο, μαλακό και πολύ σωστά ψημένο στα κάρβουνα και μια μερίδα λουκάνικα, δύο καλοψημένα τεμάχια, που τα φτάχνουν οι ίδιοι. Μαζί με τις δύο παγωμένες ALFA και το υποχρεωτικό εμφιαλωμένο νερό ο λογαριασμός ίσα που άγγιξε κάθε φορά τα 30 ευρώπουλα για ένα κατ’ ουσίαν πλήρες δείπνο.
Να έχετε λοιπόν υπόψη και το Χαλκί και το ΓΙΑΝΝΗ – και το γαλακτομπούρεκο βεβαίως βεβαίως.