Όπως είναι αναμενόμενο, η Χώρα ενός μεγάλου νησιού όπως η Νάξος έχει δύο πρόσωπα: αυτό της προκυμαίας με την παραλιακή βόλτα, και το «κρυμμένο» πρόσωπο των πίσω, αθέατων δρόμων που, ειδικά το βραδάκι, κλέβουν την παράσταση. Στενοί, φιδωτοί και δαιδαλώδεις δίνουν στους ακούραστους επισκέπτες την ευκαιρία να φέρουν βόλτα δύο και τρεις φορές την πόλη, να επισκεφθούν κάποια αξιοθέατα, όπως το Μουσείο και το Κάστρο, να χαζέψουν τις πολύχρωμες βιτρίνες των κάθε είδους μαγαζιών που στοχεύουν στην τουριστική πελατεία, αλλά και να απολαύσουν ένα ωραίο γεύμα ή δείπνο σε ένα από τα πολλά εστιατόρια που συναντάς κάθε τόσο. Μέτρησα τουλάχιστον δέκα από την αρχή της βόλτας, νούμερο οκτώ ο ΒΑΣΙΛΗΣ με τις ονομαστές πατάτες, νούμερο εννιά ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ με τα μαγειρευτά του και νούμερο δέκα, απέναντι από το Τελωνείο, το ΔΟΥΚΑΤΟ, το οποίο, όπως φανερώνει το όνομα, στεγάζεται στο κτίριο όπου κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας είχε την έδρα του το Δουκάτο της Νάξου. Το εστιατόριο διαθέτει μια φανταστική αυλή, καταπράσινη, με ένα τεράστιο δέντρο στο κέντρο της, θεϊκά ήσυχη, τριγυρισμένη από χαμηλά κτίρια, στην οποία σε οδηγεί ένας θολωτός διάδρομος, βάζοντάς σε κατευθείαν στην ατμόσφαιρα των παλιών καιρών. Υποδοχή και γενικά εξυπηρέτηση ευγενέστατη από την καλοσυντονισμένη ομάδα του σέρβις, με εμφανή προσπάθεια να εξυπηρετηθούν ακόμα και όσοι δεν έχουν προνοήσει για κράτηση, την οποία εγώ θεωρώ απαραίτητη.
Μου άρεσε το ότι όλα σχεδόν τα τραπέζια, πέραν της αραιάς διάταξης, άνετα μπορούν να φιλοξενήσουν 4 έως 6 άτομα. Η παρέα μας, τρία δίποδα και ένα τετράποδο, βολεύτηκε μια χαρά, ειδικά η Τέσσα μας, στην οποία προσεφέρθη νερό όχι σε πλαστικό ή μεταλλικό, αλλά παρακαλώ σε γυάλινο δοχείο. Έχω να λέω για το πόσο pet friendly είναι τα εστιατόρια της Νάξου, μπράβο τους!
Η κουζίνα του ΔΟΥΚΑΤΟΥ είναι καθαρά ελληνική και γι’ αυτό δεν μπαίνεις σε σκέψεις τι να παραγγείλεις. Ο περιποιημένος, και σωστά μεταφρασμένος κατάλογος (εννοείται ότι πάνω από τους μισούς επισκέπτες Παρασκευή βράδυ ήταν αλλοδαποί) χωρίζεται σε ομάδες «Περί ορέξεως», «Σαλάτες», «Κυρίως πιάτα», «Ψητά» και «Θαλασσινά», καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε για κανονικότατο εστιατόριο και όχι ταβερνάκι. Μπορείς να παραγγείλεις κατά το δοκούν, από κάτι απλό να συνοδέψεις το κρασάκι, το ουζάκι ή την μπύρα σου (που βρίσκονται σε ειδικό αναλυτικό κατάλογο) έως ένα πλήρες, χορταστικό δείπνο. Εμείς κινηθήκαμε κάπου στο μέσον, βάζοντας όλα τα πιάτα στη μέση. Ο πρώτος γύρος περιείχε χόρτα εποχής, φρεσκότατα και πολύ σωστά βρασμένα, καβουροκεφτέδες (αν έχει μεράκι αυτός που τους φτιάχνει, δεν σκέπτεσαι ούτε στιγμή κατά πόσο το πρώτο συνθετικό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα) και – sic – σαλατούρι καπνιστής πέστροφας, νοστιμότατη μεν, σαφώς υπερτιμημένη (12 €) δε. Ο δεύτερος γύρος, που ήρθε στο τραπέζι μετά από μια ενδεδειγμένη μικρή ανάπαυλα: χταπόδι γιουβέτσι, σερβιρισμένο όπως πρέπει σε πήλινο σκεύος, με το χταπόδι άψογο στην υφή και υπερεπαρκές σε ποσότητα και τη μανέστρα χυλωμένη τέλεια, και καλαμάρι γεμιστό, το highlight της βραδιάς, απλά τέλειο τόσο ως προς τη γέμιση όσο και ως προς το ψήσιμο. Επιστέγασμα το επιδόρπιο κέρασμα, από ένα κουπάκι ευωδιαστή κρύα κρέμα λεμόνι σε τριμμένο αμύγδαλο από πάνω.
Φάγαμε όντως εξαιρετικά στο ΔΟΥΚΑΤΟ και πληρώσαμε, μαζί με τέσσερις μπύρες, λίγο πάνω από 70 ευρώ. Οι τιμές θα μπορούσαν να είναι ένα κλικ πιο κάτω, όμως μην ξεχνάτε ότι πληρώνετε και το μοναδικό περιβάλλον. Αν ποτέ βρεθείτε σε αναζήτηση εστιατορίου σε ήσυχο μέρος στη Χώρα της Νάξου, σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Όπως είναι αναμενόμενο, η Χώρα ενός μεγάλου νησιού όπως η Νάξος έχει δύο πρόσωπα: αυτό της προκυμαίας με την παραλιακή βόλτα, και το «κρυμμένο» πρόσωπο των πίσω, αθέατων δρόμων που, ειδικά το βραδάκι, κλέβουν την παράσταση. Στενοί, φιδωτοί και δαιδαλώδεις δίνουν στους ακούραστους επισκέπτες την ευκαιρία να φέρουν βόλτα δύο και τρεις φορές την πόλη, να επισκεφθούν κάποια αξιοθέατα, όπως το Μουσείο και το Κάστρο, να χαζέψουν τις πολύχρωμες βιτρίνες των κάθε είδους μαγαζιών που στοχεύουν στην τουριστική πελατεία, αλλά και να απολαύσουν ένα ωραίο γεύμα ή δείπνο σε ένα από τα πολλά εστιατόρια που συναντάς κάθε τόσο. Μέτρησα τουλάχιστον δέκα από την αρχή της βόλτας, νούμερο οκτώ ο ΒΑΣΙΛΗΣ με τις ονομαστές πατάτες, νούμερο εννιά ο ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ με τα μαγειρευτά του και νούμερο δέκα, απέναντι από το Τελωνείο, το ΔΟΥΚΑΤΟ, το οποίο, όπως φανερώνει το όνομα, στεγάζεται στο κτίριο όπου κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας είχε την έδρα του το Δουκάτο της Νάξου. Το εστιατόριο διαθέτει μια φανταστική αυλή, καταπράσινη, με ένα τεράστιο δέντρο στο κέντρο της, θεϊκά ήσυχη, τριγυρισμένη από χαμηλά κτίρια, στην οποία σε οδηγεί ένας θολωτός διάδρομος, βάζοντάς σε κατευθείαν στην ατμόσφαιρα των παλιών καιρών. Υποδοχή και γενικά εξυπηρέτηση ευγενέστατη από την καλοσυντονισμένη ομάδα του σέρβις, με εμφανή προσπάθεια να εξυπηρετηθούν ακόμα και όσοι δεν έχουν προνοήσει για κράτηση, την οποία εγώ θεωρώ απαραίτητη.
Μου άρεσε το ότι όλα σχεδόν τα τραπέζια, πέραν της αραιάς διάταξης, άνετα μπορούν να φιλοξενήσουν 4 έως 6 άτομα. Η παρέα μας, τρία δίποδα και ένα τετράποδο, βολεύτηκε μια χαρά, ειδικά η Τέσσα μας, στην οποία προσεφέρθη νερό όχι σε πλαστικό ή μεταλλικό, αλλά παρακαλώ σε γυάλινο δοχείο. Έχω να λέω για το πόσο pet friendly είναι τα εστιατόρια της Νάξου, μπράβο τους!
Η κουζίνα του ΔΟΥΚΑΤΟΥ είναι καθαρά ελληνική και γι’ αυτό δεν μπαίνεις σε σκέψεις τι να παραγγείλεις. Ο περιποιημένος, και σωστά μεταφρασμένος κατάλογος (εννοείται ότι πάνω από τους μισούς επισκέπτες Παρασκευή βράδυ ήταν αλλοδαποί) χωρίζεται σε ομάδες «Περί ορέξεως», «Σαλάτες», «Κυρίως πιάτα», «Ψητά» και «Θαλασσινά», καταλαβαίνετε λοιπόν ότι μιλάμε για κανονικότατο εστιατόριο και όχι ταβερνάκι. Μπορείς να παραγγείλεις κατά το δοκούν, από κάτι απλό να συνοδέψεις το κρασάκι, το ουζάκι ή την μπύρα σου (που βρίσκονται σε ειδικό αναλυτικό κατάλογο) έως ένα πλήρες, χορταστικό δείπνο. Εμείς κινηθήκαμε κάπου στο μέσον, βάζοντας όλα τα πιάτα στη μέση. Ο πρώτος γύρος περιείχε χόρτα εποχής, φρεσκότατα και πολύ σωστά βρασμένα, καβουροκεφτέδες (αν έχει μεράκι αυτός που τους φτιάχνει, δεν σκέπτεσαι ούτε στιγμή κατά πόσο το πρώτο συνθετικό ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα) και – sic – σαλατούρι καπνιστής πέστροφας, νοστιμότατη μεν, σαφώς υπερτιμημένη (12 €) δε. Ο δεύτερος γύρος, που ήρθε στο τραπέζι μετά από μια ενδεδειγμένη μικρή ανάπαυλα: χταπόδι γιουβέτσι, σερβιρισμένο όπως πρέπει σε πήλινο σκεύος, με το χταπόδι άψογο στην υφή και υπερεπαρκές σε ποσότητα και τη μανέστρα χυλωμένη τέλεια, και καλαμάρι γεμιστό, το highlight της βραδιάς, απλά τέλειο τόσο ως προς τη γέμιση όσο και ως προς το ψήσιμο. Επιστέγασμα το επιδόρπιο κέρασμα, από ένα κουπάκι ευωδιαστή κρύα κρέμα λεμόνι σε τριμμένο αμύγδαλο από πάνω.
Φάγαμε όντως εξαιρετικά στο ΔΟΥΚΑΤΟ και πληρώσαμε, μαζί με τέσσερις μπύρες, λίγο πάνω από 70 ευρώ. Οι τιμές θα μπορούσαν να είναι ένα κλικ πιο κάτω, όμως μην ξεχνάτε ότι πληρώνετε και το μοναδικό περιβάλλον. Αν ποτέ βρεθείτε σε αναζήτηση εστιατορίου σε ήσυχο μέρος στη Χώρα της Νάξου, σας το συνιστώ ανεπιφύλακτα.