Δεν ξέρω για σένα, εγώ λατρεύω το κέντρο της Αθήνας. Μπορώ να περπατάω ώρες ατελείωτες με αγαπημένη παρέα στις κεντρικές οδούς, στους πεζόδρομους, στα σοκάκια και αφού μπορώ, το κάνω. Κάτι τα Χριστούγεννα κάτι ένα υπόλοιπο αδειών έδωσαν το έναυσμα για 2 τέτοιες παρόμοιες βόλτες μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτές οι βόλτες να ξέρεις πως ανοίγουν την όρεξη, διότι ο οργανισμός ζητά απεγνωσμένα πίσω τις θερμίδες που καίει στο πολύωρο περπάτημα και οι μυρωδιές σπάνε μύτες, εκτός αν πρόσφατα νόσησες από covid οπότε δεν έχεις όσφρηση. Βάλε στην εξίσωση και την μπαλίτσα που έμαθαν πρόσφατα ο Ζουρνατζής και ο Κοσκινάς στους Ramsay και D’ Acampo και βγαίνει μόνο ένα αποτέλεσμα, το Hoocut.
Δημιουργήθηκε από τους 5 σεφ του Coocoovaya ως μια εκλεπτυσμένη εκδοχή του street food. Η αλήθεια είναι πως πήγα κρατώντας μικρό καλάθι, όμως χάρηκα ιδιαίτερα που δεν απογοητεύτηκα και μάλιστα το ξαναεπισκέφτηκα μέσα σε μια εβδομάδα. Για το ρεπορτάζ μόνο καλέ, δεν πιστεύω να πίστεψες έστω μια στιγμή ότι είμαι άνθρωπος που υποκύπτει στα πάθη του… Την πρώτη φορά από την λύσσα μου δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω, όταν το θυμήθηκα φωτογράφισα κάτι αποφάγια, δεν ήταν φωτογραφία αυτή για σοβαρό site σαν το δικό μας. Επιπλέον, την πρώτη φορά δεν υπήρχε ποικιλία στην παραγγελία, θα γράψω κριτική για δύο σουβλάκια να γελάει ο κόσμος;
Συνολικά από τις δύο επισκέψεις μου λοιπόν, σημειώνω πως η διακόσμηση του εσωτερικού χώρου είναι εντυπωσιακή και φαίνεται πως δεν υπήρξαν εκπτώσεις. Αν και χαμηλός ο φωτισμός, ταιριάζει απόλυτα στο όλο σκηνικό. Ξύλο, μέταλλο και σκούρα χρώματα κυριαρχούν. Μη με ρωτήσεις παραπάνω, οι γνώσεις μου στη διακόσμηση είναι απειροελάχιστες, μόνο τις εντυπώσεις μου ως πελάτισσα μπορώ να περιγράψω. Α! Και ότι την πρώτη φορά ακούγαμε Τρύπες, ενώ τη δεύτερη αφιέρωμα στον Ρουβά. Δεν ξέρω τι μουσική περιμένω να ακούσω σε σουβλατζίδικο, έστω και μοντέρνο, σίγουρα πάντως όχι Ρουβά. Η εξυπηρέτηση δεν υπάρχει. Κυριολεκτικά. Είναι self-service το μαγαζί, παραγγέλνεις και πληρώνεις στο ταμείο, σου δίνουν ένα beeper και όταν είναι έτοιμη η παραγγελία σου, χτυπάει και πηγαίνεις να παραλάβεις.
Αν έπρεπε να αναφέρω κάποιες δυνατότητες βελτίωσης, θα ήταν η άτονη γεύση της σάλτσας μουστάρδας στο κοτόπουλο και η έλλειψη αλατιού σε χοιρινό και βοδινό. Καθαρά για το δικό μου γούστο, το μπιφτέκι μού έκλεψε την καρδιά με την τόσο γεμάτη γεύση του και η μυρωδιά της προβατίνας μου φάνηκε έντονη. Μην ξεχνάμε όμως πως η προβατίνα είναι για δυνατούς. Κατά τα άλλα, η πίτα τους είναι Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΗ! Αέρινη, τραγανή εξωτερικά και μαλακή εσωτερικά, ελαφριά κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι πατάτες καυτές και τραγανές. Μη σε φοβίσει η “πικάντικη”, δεν καίει ούτε στο ελάχιστο. Η μυρωδιά του καπνού στο κρέας ήταν κάτι που δε συναντώ σε σουβλάκι και φυσικά με κέρδισε. Το μέγεθός τους είναι σχετικά μικρό, όμως η ποιότητα στα κρέατα περνά απευθείας στη γεύση. Οι τιμές είναι τσιμπημένες συγκριτικά αποκλειστικά με το μέγεθος, όχι με την ποιότητα, ο τιμοκατάλογος είναι αναρτημένος στο site τους.
Το HOOCUT ξεφύτρωσε πριν λίγο καιρό, νομίζω λίγο πριν την απελευθέρωση της εστίασης, στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης, χώρο στρατηγικό και ελκυστικό κυρίως για τη νεολαία, στην οποία δυστυχώς δεν ανήκω πια. Κάνοντας ωστόσο μια καλοκαιρινή βόλτα στο κέντρο, πέσαμε κυριολεκτικά πάνω του, πήραμε κάτι στο χέρι και κατοπτεύσαμε το χώρο. Ακολούθησαν δύο παραγγελίες μέσω Wolt (λέτε να μας μείνει τελικά κουσούρι μετά τόσους μήνες κλεισούρας;), οπότε μπορώ να πω ότι έχω αρκετά καλή γνώση του τι εστί HOOCUT.
Το HOOCUT δημιουργήθηκε, όπως είχα πληροφορηθεί αρχικά από την Google, από τους όχι έναν, όχι δύο, όχι τρεις, αλλά πέντε σεφ που έγιναν γνωστοί στο κοινό της Αθήνας όταν άνοιξαν πριν τέσσερα χρόνια το COOKOOVAYA, που τους πρώτους μήνες λειτουργίας του είχε γίνει talk of the town. Ομολογώ ότι δεν το έχω επισκεφθεί, ας γυρίσουμε όμως στο αντικείμενο αυτής της κριτικής.
Το HOOCUT είναι υπόδειγμα εξελιγμένου ελληνικού ψητοπωλείου, πείτε το, αν θέλετε, μοντέρνο street food restaurant. Ο χώρος είναι αρκετά μεγάλος, εξαιρετικά φροντισμένος, φωτεινός και ψηλοτάβανος, θα τον χαρακτήριζα χωρίς δεύτερη σκέψη σοβαρό και στοχοπροσηλωμένο, καμιά σχέση με το Μπάρμπα Θόδωρο της γειτονιάς. Στρογγυλά τραπέζια των δύο, τριών ατόμων μέσα και έξω, προσωπικό πολυπληθές, καλοντυμένο και καλοσυντονισμένο. Δύο πράγματα που μας έκαναν εντύπωση είναι ο σαφής διαχωρισμός ψησταριάς, φούρνου, χασάπικου και μανάβικου στο βάθος του μαγαζιού, κυρίως όμως ο μεγάλος μαρμάρινος πάγκος στο κέντρο, όπου συρρέουν τα υλικά και ετοιμάζονται οι παραγγελίες.
Η κουζίνα σαφώς με focus στο κρέας όλων των ειδών, δηλαδή μοσχάρι, χοιρινό, προβατίνα και κοτόπουλο, με αρκετή ποικιλία στις παρασκευές. Το πιο ωραίο είναι ότι τίποτε δεν είναι μπουχτιστικό, εδώ παραγγέλνεις για να φας και όχι για να περιδρομιάσεις. Μας ευχαρίστησε έτσι η απουσία πατατών από τα τυλιχτά και μας εξέπληξαν ευχάριστα ένα δυο ακόμα πράγματα που ανακαλύψαμε μέσα από τις παραγγελίες μας. Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Από τα ορεκτικά ξεχωρίζουν η τυροκαυτερή (4,20 €) με γιαούρτι, πιπεριές Φλωρίνης, φέτα, πιπέρι καγιέν (τόσο όσο) και πάπρικα, όπως και η καπνιστή μελιτζανοσαλάτα (4,20 €) με έντονη τη γεύση δυόσμου και μαϊντανού, σκόρδο, κόκκινο τσίλι, φρέσκο κρεμμύδι και καλό ελαιόλαδο. Από τις τέσσερις σαλάτες δεν υπήρχε περίπτωση να μην κολλήσουμε στη λαχανοσαλάτα (6,50 €), που εγώ επιμένω να τη λέω «ουγγαρέζα», με λεπτοκομμένο λάχανο, καρότο, σέλινο, ραπανάκι, μαϊντανό, φρέσκο κρεμμύδι και τσίλι, που παίρνει ιδιαίτερη γεύση από την πλούσια κρέμα μπέικον.
Στα τυλιχτά παρακάμψαμε τα γνωστά, δοκιμάσαμε δύο ασυνήθιστες προτάσεις και μείναμε πολύ ευχαριστημένοι. Το λουκάνικο ελληνικού μαύρου χοίρου (4,60 €) που αναπαύεται σε ένα λεπτό στρώμα τζατζικιού, μουστάρδας, πικάντικης, ελαφρά καυτερής σάλτσας και πάπρικας, παρέα με ντομάτα, λάχανο, ξερό κρεμμύδι και πάπρικα, είναι ίσως ό,τι πιο νόστιμο έχω φάει ποτέ σ’ αυτή την κατηγορία. Ακόμα πιο ασυνήθιστο το καλαμάρι σε πίτα (4,80 €): τηγανητό τραγανό καλαμάρι πάνω σε ταραμοσαλάτα, ντομάτα, φρέσκο κρεμμύδι, μπόλικο άνηθο (tzia, προσοχή!), πικάντικη σάλτσα και καπνιστή πάπρικα. Αν δεν είστε φίλοι του κρέατος, βρήκατε τη σίγουρη επιλογή σας, άσε που υπάρχει και πίτα τυλιχτή με ντολμαδάκια, για την οποία όμως δεν έχουμε εμπειρία δοκιμής.
Τι μένει; Η σκεπαστή πίτα με βοδινό μπιφτέκι (9,40 €) με χειροποίητο φρέσκο λεπτοκομμένο βοδινό μπιφτέκι, σος γιαουρτιού, πικάντικη σάλτσα, ντομάτα, λάχανο, κρεμμύδι ξερό και πάπρικα, πραγματικά χορταστική μερίδα, και η μερίδα χοιρινό (8,50 €) με χοιρινό λιανισμένο (pulled pork που λένε οι αγγλομαθείς) με πικάντικη σάλτσα, ντομάτα, ξερό κρεμμύδι και πάπρικα πάνω σε μια γενναία στρώση τηγανιτές πατάτες γαλλικού τύπου, δηλαδή λεπτοκομμένες, και αυτό εξαιρετικό.
Η δεύτερη ανακάλυψη ακούει στο όνομα «Νύμφη» και δεν μπορεί βέβαια παρά να είναι μια καινούρια (;) μπύρα από την πατρίδα μου, αρωματική, με γεμάτο σώμα και κάπως υπόπικρη. Να τη δοκιμάστε οπωσδήποτε.
Αν έπρεπε να γκρινιάξω για κάτι, αυτό θα ήταν η απουσία μιας γλυκιάς μπουκιάς στις παραγγελίες μέσω delivery. Συνηθίζεται πια όλο και περισσότερο και δεν κοστίζει τίποτε, άλλωστε όπως βλέπετε το επίπεδο τιμών βρίσκεται ελαφρά πάνω από το αναμενόμενο, το αξίζει όμως.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Δεν ξέρω για σένα, εγώ λατρεύω το κέντρο της Αθήνας. Μπορώ να περπατάω ώρες ατελείωτες με αγαπημένη παρέα στις κεντρικές οδούς, στους πεζόδρομους, στα σοκάκια και αφού μπορώ, το κάνω. Κάτι τα Χριστούγεννα κάτι ένα υπόλοιπο αδειών έδωσαν το έναυσμα για 2 τέτοιες παρόμοιες βόλτες μέσα σε μια εβδομάδα. Αυτές οι βόλτες να ξέρεις πως ανοίγουν την όρεξη, διότι ο οργανισμός ζητά απεγνωσμένα πίσω τις θερμίδες που καίει στο πολύωρο περπάτημα και οι μυρωδιές σπάνε μύτες, εκτός αν πρόσφατα νόσησες από covid οπότε δεν έχεις όσφρηση. Βάλε στην εξίσωση και την μπαλίτσα που έμαθαν πρόσφατα ο Ζουρνατζής και ο Κοσκινάς στους Ramsay και D’ Acampo και βγαίνει μόνο ένα αποτέλεσμα, το Hoocut.
Δημιουργήθηκε από τους 5 σεφ του Coocoovaya ως μια εκλεπτυσμένη εκδοχή του street food. Η αλήθεια είναι πως πήγα κρατώντας μικρό καλάθι, όμως χάρηκα ιδιαίτερα που δεν απογοητεύτηκα και μάλιστα το ξαναεπισκέφτηκα μέσα σε μια εβδομάδα. Για το ρεπορτάζ μόνο καλέ, δεν πιστεύω να πίστεψες έστω μια στιγμή ότι είμαι άνθρωπος που υποκύπτει στα πάθη του… Την πρώτη φορά από την λύσσα μου δεν πρόλαβα να φωτογραφίσω, όταν το θυμήθηκα φωτογράφισα κάτι αποφάγια, δεν ήταν φωτογραφία αυτή για σοβαρό site σαν το δικό μας. Επιπλέον, την πρώτη φορά δεν υπήρχε ποικιλία στην παραγγελία, θα γράψω κριτική για δύο σουβλάκια να γελάει ο κόσμος;
Συνολικά από τις δύο επισκέψεις μου λοιπόν, σημειώνω πως η διακόσμηση του εσωτερικού χώρου είναι εντυπωσιακή και φαίνεται πως δεν υπήρξαν εκπτώσεις. Αν και χαμηλός ο φωτισμός, ταιριάζει απόλυτα στο όλο σκηνικό. Ξύλο, μέταλλο και σκούρα χρώματα κυριαρχούν. Μη με ρωτήσεις παραπάνω, οι γνώσεις μου στη διακόσμηση είναι απειροελάχιστες, μόνο τις εντυπώσεις μου ως πελάτισσα μπορώ να περιγράψω. Α! Και ότι την πρώτη φορά ακούγαμε Τρύπες, ενώ τη δεύτερη αφιέρωμα στον Ρουβά. Δεν ξέρω τι μουσική περιμένω να ακούσω σε σουβλατζίδικο, έστω και μοντέρνο, σίγουρα πάντως όχι Ρουβά. Η εξυπηρέτηση δεν υπάρχει. Κυριολεκτικά. Είναι self-service το μαγαζί, παραγγέλνεις και πληρώνεις στο ταμείο, σου δίνουν ένα beeper και όταν είναι έτοιμη η παραγγελία σου, χτυπάει και πηγαίνεις να παραλάβεις.
Δοκιμάσαμε:
· Πίτα χοιρινό (τζατζίκι, πικάντικη, ντομάτα, κρεμμύδι, μαϊντανό, πάπρικα)
· Πίτα κοτόπουλο (σάλτσα μουστάρδα, πικάντικη, ντομάτα, μαρούλι, φρέσκο κρεμμύδι, πάπρικα)
· Πίτα βοδινό (πικάντικη, ντομάτα, γιαούρτι, βινεγκρέτ αγγούρι, κρεμμύδι, μαϊντανό, πάπρικα)
· Πίτα βοδινό μπιφτέκι (φρέσκο λεπτοκομμένο μπιφτέκι, πικάντικη, ντομάτα, γιαούρτι, κρεμμύδι, μαϊντανό, πάπρικα)
· Πίτα προβατίνα (τζατζίκι, πικάντικη, ντομάτα, κρεμμύδι, μαϊντανό, πάπρικα)
· Πατάτες (με αλάτι)
Αν έπρεπε να αναφέρω κάποιες δυνατότητες βελτίωσης, θα ήταν η άτονη γεύση της σάλτσας μουστάρδας στο κοτόπουλο και η έλλειψη αλατιού σε χοιρινό και βοδινό. Καθαρά για το δικό μου γούστο, το μπιφτέκι μού έκλεψε την καρδιά με την τόσο γεμάτη γεύση του και η μυρωδιά της προβατίνας μου φάνηκε έντονη. Μην ξεχνάμε όμως πως η προβατίνα είναι για δυνατούς. Κατά τα άλλα, η πίτα τους είναι Α-ΠΙ-ΣΤΕΥ-ΤΗ! Αέρινη, τραγανή εξωτερικά και μαλακή εσωτερικά, ελαφριά κυριολεκτικά και μεταφορικά. Οι πατάτες καυτές και τραγανές. Μη σε φοβίσει η “πικάντικη”, δεν καίει ούτε στο ελάχιστο. Η μυρωδιά του καπνού στο κρέας ήταν κάτι που δε συναντώ σε σουβλάκι και φυσικά με κέρδισε. Το μέγεθός τους είναι σχετικά μικρό, όμως η ποιότητα στα κρέατα περνά απευθείας στη γεύση. Οι τιμές είναι τσιμπημένες συγκριτικά αποκλειστικά με το μέγεθος, όχι με την ποιότητα, ο τιμοκατάλογος είναι αναρτημένος στο site τους.
Ρωτάς αν το προτείνω;
Εγώ; Που πήγα 2 φορές σε μια εβδομάδα;
Αλήθεια τώρα;
Το HOOCUT ξεφύτρωσε πριν λίγο καιρό, νομίζω λίγο πριν την απελευθέρωση της εστίασης, στην Πλατεία Αγίας Ειρήνης, χώρο στρατηγικό και ελκυστικό κυρίως για τη νεολαία, στην οποία δυστυχώς δεν ανήκω πια. Κάνοντας ωστόσο μια καλοκαιρινή βόλτα στο κέντρο, πέσαμε κυριολεκτικά πάνω του, πήραμε κάτι στο χέρι και κατοπτεύσαμε το χώρο. Ακολούθησαν δύο παραγγελίες μέσω Wolt (λέτε να μας μείνει τελικά κουσούρι μετά τόσους μήνες κλεισούρας;), οπότε μπορώ να πω ότι έχω αρκετά καλή γνώση του τι εστί HOOCUT.
Το HOOCUT δημιουργήθηκε, όπως είχα πληροφορηθεί αρχικά από την Google, από τους όχι έναν, όχι δύο, όχι τρεις, αλλά πέντε σεφ που έγιναν γνωστοί στο κοινό της Αθήνας όταν άνοιξαν πριν τέσσερα χρόνια το COOKOOVAYA, που τους πρώτους μήνες λειτουργίας του είχε γίνει talk of the town. Ομολογώ ότι δεν το έχω επισκεφθεί, ας γυρίσουμε όμως στο αντικείμενο αυτής της κριτικής.
Το HOOCUT είναι υπόδειγμα εξελιγμένου ελληνικού ψητοπωλείου, πείτε το, αν θέλετε, μοντέρνο street food restaurant. Ο χώρος είναι αρκετά μεγάλος, εξαιρετικά φροντισμένος, φωτεινός και ψηλοτάβανος, θα τον χαρακτήριζα χωρίς δεύτερη σκέψη σοβαρό και στοχοπροσηλωμένο, καμιά σχέση με το Μπάρμπα Θόδωρο της γειτονιάς. Στρογγυλά τραπέζια των δύο, τριών ατόμων μέσα και έξω, προσωπικό πολυπληθές, καλοντυμένο και καλοσυντονισμένο. Δύο πράγματα που μας έκαναν εντύπωση είναι ο σαφής διαχωρισμός ψησταριάς, φούρνου, χασάπικου και μανάβικου στο βάθος του μαγαζιού, κυρίως όμως ο μεγάλος μαρμάρινος πάγκος στο κέντρο, όπου συρρέουν τα υλικά και ετοιμάζονται οι παραγγελίες.
Η κουζίνα σαφώς με focus στο κρέας όλων των ειδών, δηλαδή μοσχάρι, χοιρινό, προβατίνα και κοτόπουλο, με αρκετή ποικιλία στις παρασκευές. Το πιο ωραίο είναι ότι τίποτε δεν είναι μπουχτιστικό, εδώ παραγγέλνεις για να φας και όχι για να περιδρομιάσεις. Μας ευχαρίστησε έτσι η απουσία πατατών από τα τυλιχτά και μας εξέπληξαν ευχάριστα ένα δυο ακόμα πράγματα που ανακαλύψαμε μέσα από τις παραγγελίες μας. Έχουμε λοιπόν και λέμε:
Από τα ορεκτικά ξεχωρίζουν η τυροκαυτερή (4,20 €) με γιαούρτι, πιπεριές Φλωρίνης, φέτα, πιπέρι καγιέν (τόσο όσο) και πάπρικα, όπως και η καπνιστή μελιτζανοσαλάτα (4,20 €) με έντονη τη γεύση δυόσμου και μαϊντανού, σκόρδο, κόκκινο τσίλι, φρέσκο κρεμμύδι και καλό ελαιόλαδο. Από τις τέσσερις σαλάτες δεν υπήρχε περίπτωση να μην κολλήσουμε στη λαχανοσαλάτα (6,50 €), που εγώ επιμένω να τη λέω «ουγγαρέζα», με λεπτοκομμένο λάχανο, καρότο, σέλινο, ραπανάκι, μαϊντανό, φρέσκο κρεμμύδι και τσίλι, που παίρνει ιδιαίτερη γεύση από την πλούσια κρέμα μπέικον.
Στα τυλιχτά παρακάμψαμε τα γνωστά, δοκιμάσαμε δύο ασυνήθιστες προτάσεις και μείναμε πολύ ευχαριστημένοι. Το λουκάνικο ελληνικού μαύρου χοίρου (4,60 €) που αναπαύεται σε ένα λεπτό στρώμα τζατζικιού, μουστάρδας, πικάντικης, ελαφρά καυτερής σάλτσας και πάπρικας, παρέα με ντομάτα, λάχανο, ξερό κρεμμύδι και πάπρικα, είναι ίσως ό,τι πιο νόστιμο έχω φάει ποτέ σ’ αυτή την κατηγορία. Ακόμα πιο ασυνήθιστο το καλαμάρι σε πίτα (4,80 €): τηγανητό τραγανό καλαμάρι πάνω σε ταραμοσαλάτα, ντομάτα, φρέσκο κρεμμύδι, μπόλικο άνηθο (tzia, προσοχή!), πικάντικη σάλτσα και καπνιστή πάπρικα. Αν δεν είστε φίλοι του κρέατος, βρήκατε τη σίγουρη επιλογή σας, άσε που υπάρχει και πίτα τυλιχτή με ντολμαδάκια, για την οποία όμως δεν έχουμε εμπειρία δοκιμής.
Τι μένει; Η σκεπαστή πίτα με βοδινό μπιφτέκι (9,40 €) με χειροποίητο φρέσκο λεπτοκομμένο βοδινό μπιφτέκι, σος γιαουρτιού, πικάντικη σάλτσα, ντομάτα, λάχανο, κρεμμύδι ξερό και πάπρικα, πραγματικά χορταστική μερίδα, και η μερίδα χοιρινό (8,50 €) με χοιρινό λιανισμένο (pulled pork που λένε οι αγγλομαθείς) με πικάντικη σάλτσα, ντομάτα, ξερό κρεμμύδι και πάπρικα πάνω σε μια γενναία στρώση τηγανιτές πατάτες γαλλικού τύπου, δηλαδή λεπτοκομμένες, και αυτό εξαιρετικό.
Η δεύτερη ανακάλυψη ακούει στο όνομα «Νύμφη» και δεν μπορεί βέβαια παρά να είναι μια καινούρια (;) μπύρα από την πατρίδα μου, αρωματική, με γεμάτο σώμα και κάπως υπόπικρη. Να τη δοκιμάστε οπωσδήποτε.
Αν έπρεπε να γκρινιάξω για κάτι, αυτό θα ήταν η απουσία μιας γλυκιάς μπουκιάς στις παραγγελίες μέσω delivery. Συνηθίζεται πια όλο και περισσότερο και δεν κοστίζει τίποτε, άλλωστε όπως βλέπετε το επίπεδο τιμών βρίσκεται ελαφρά πάνω από το αναμενόμενο, το αξίζει όμως.