Αυτό που χρειάστηκε να έρθει ο Κινεζος από την άλλη άκρη του πλανήτη για να πάω εγώ δέκα λεπτά από το σπίτι μου να φάω μπριζόλες και χωριάτικες, είναι να μην το πεις παραέξω! Κυριακή βράδυ και με καλεί ένας υπεραγαπημένος σχιστοματης φίλος για φαγητό με έτερο εξ Ασίας προερχόμενο επενδυτή. Για τίποτα ασιατικό περίμενα να μου πει, όπως πάντα, και φύλαγα την όρεξη μου για dim sum και γαρίδες σε μαύρες σάλτσες, αλλά σε λαχανοντολμάδες καταλήξαμε. Βλέπεις ο επενδυτής έχει σιχαθεί να τρώει κινεζικο, με την Ιαπωνία είναι άσπονδοι εχθροί, οπότε σου λέει, από νουντλς που δεν θα τα έχουν πετύχει κιόλας, δεν τσακίζουμε ένα κοπάδι ζώα να έρθουμε στα ίσια μας;
Ο χώρος είναι παναδιαφορος. Δεν βοηθάει μάλλον που η Κατσαρίνα στέκει εκεί, αγέρωχη από τότε που φορούσα πάνες και έκανα φούσκες με τις μύξες μου. Τι ωραία αναφορά όμως ε, οι μύξες σε κριτική για φαγητό… Για Πούλιτζερ είμαι η ρουφιανα. Ένα ξύλινο μαγαζί με βαρέλια στους τοίχους, ελαφρώς σπηλαιώδη αίσθηση και επίπλωση εκκλησίας. Δεν είναι το κλασσικο κηφισιωτικο μαγαζί αλλά έχει πολύ εύκολο παρκάρισμα, αντίθετα με το μέσο μαγαζί στην περιοχή, και αυτό αξίζει περισσότερο από γύψινα, μαρμάρινα και ταπετσαρίες.
Το σέρβις διακριτικό και ήσυχο, από ένα παλικάρι και έναν κύριο, που περνούσαν τόσο απαρατήρητοι που αν τους συναντήσω αύριο στη λαϊκή, δεν θα τους αναγνώριζα και ας εξαρτιόνταν η ζωή μου από αυτό. Ήταν πολύ ευγενικοί, γεγονός που υπογραμμίζεται από την διακριτικότητα τους να μην μας πουν «αφήστε και κανένα ζωντανό ζωντανό, δεν βλάπτει!» αφού παραγγείλαμε όλο τον κατάλογο και τον δικό τους και του εστιατορίου δίπλα.
Το φαγητό ήταν τίμιο και κυρίως τρομακτικό σε μερίδες, όσον αφορά στα κυρίως. Φωτογραφίες δεν εβγαλα για να μη με περάσει ο πελάτης για τελείως βλαμμενη, αν και κάποια στιγμή από το ποτό δεν θα αναγνώριζε ούτε τη Μαμα του, αλλά έτσι κι αλλιώς για να βγάλω αυτές τις μπριζόλες ολόκληρες θα χρειαζόμουν τοπογράφο.
Η χωριάτικη σαλάτα ήταν πιο βαρετή δεν πάει, κανένας πειραματισμός στη συνταγή, φαντάζομαι και σε εκατό χρόνια πάλι ίδια θα την σερβίρουν. Το μέλλον θα φέρει Ιπτάμενα αυτοκίνητα, τηλεμεταφορά και χωριάτικη σαλάτα. Οι κολοκυθοκεφτέδες ήταν άψογοι, βέβαια έχουμε πει ότι η γνώμη μου σε ότι αφορά κολοκύθια δεν είναι αξιόπιστη. Ήταν άλαδες, αφράτες, μεσαίου μεγέθους μπαλίτσες με καλά ψημένο κέντρο, που είναι και συνήθως το πρόβλημα αυτού του πιάτου. Ήταν τόσο καλοί που όταν μπουχτίσαμε κρέας, πήραμε άλλη μια μερίδα να σπάσει το λίπος.
Τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα ήταν τέσσερις τροφαντοί κύλινδροι με δυσανάλογα πολλή, παχύρρευστη σάλτσα λεμονιού να τους πνιγεί. Εμένα μου άρεσε, αν κι ήταν ελαφρώς ανάλατος ο ντολμάς, οι δυο Κινέζοι του τραπεζιού ξινίσαν τα μούτρα και είπαν ότι αυτή η γεύση δεν είναι κοντά στις δικές τους, είναι, λέει, υπερβολικά ξινό. Ήταν, αλλά τι ξέρουν και αυτοί που τρώνε του κόσμου τα μη βρώσιμα; Το τυροπιταρι με μέλι και σουσάμι ήταν ουδέτερο, ιδεώδες εν τη λύπη του που έγραψε και ο Καβαφης -ότι χρησιμοποίησα τον Καισαριωνα για να περιγράψω τηγανιτή τυρόπιτα, θα σηκωθεί στα 96 της έτη η Γλύκαντζη-Αρβελέρ και θα με μωλωπίσει με τη μαγκούρα της.
Στα κυρίως κανείς δε μας σταμάτησε. Ούτε η κοινή λογική, ούτε ο κορεσμός, ούτε ο σερβιτόρος. Κάπως έτσι έφτασαν στο τραπέζι μας μια μοσχαρίσια μπριζόλα, ένα ψαρονέφρι και όχι μία, Γιατί μία ίσον καμία, άλλα δύο χοιρινές σπαλομπριζόλες λίγο μικρότερες από την πόλη του Βατικανού. Τώρα πως τέσσερις άνθρωποι, με τους δύο απ’ αυτούς λιπόσαρκους κινέζους που συνήθως τρέφονται με υδαρείς Ζωμούς και νερόβραστο ρύζι θα καταναλώναμε 3.5 κιλά ψητού κρέατος, παραμένει μυστήριο. Η μοσχαρίσια ήταν παρά πολύ καλή, πράγμα που επέτεινε το σωστό medium rare ψήσιμο. Η made in China αδυναμία μου απόρησε πως τρώμε σχεδόν ώμο κρέας. Ο Κινεζος. Ξενέρωσε με το ωμό. Ο Κινεζος! Ήμαρτον μάνα μου. Σε λίγο και οι βιγκαν θα πανικοβάλλονται στη θέα του μπρόκολου.
Το ψαρονέφρι ήταν αρκετά τρυφερό, που σπάνια συμβαίνει σε αυτό το συχνότατα ψημένο μέχρι παπουτσοποιησης κρέας, γεγονός που από μόνο του προάγει το πιάτο. Σχετικά απογοητευτική η χοιρινή, που συνήθως είναι η αγαπημένη μου safe επιλογή, γιατί ήταν πολύ ψημένη και άρα και σκληρή, και στεγνή. Είναι γνωστό ότι χοιρινή παίρνεις και περιμένεις μια υγιή, μη σου πω γενναιόδωρη, στρώση λίπους αρκετά τραγανού ώστε να απολαύσεις το κριτσι- κριτσι αλλά και αρκετά μαλακού ώστε να λιώνει στο στόμα και όποιος πει ότι την παίρνει για το μάτι καθαρού κρέατος είναι υποκριτής. Ή personal trainer. Αυτή ήταν παραψημενη και με απογοητευτική αναλογία λαχταριστού λίπους.
Ήπιαμε κρασί μέχρι τελικής πτώσεως ή, στην περίπτωση μας, μέχρι ο κίτρινος φίλος μου να γίνει κατακόκκινος. Από το πολύ κρασί τα έβλεπε διπλά όλα, μαζί και τον λογαριασμό, γιατί κοιτάζοντας τον χλώμιασε λίγο και πλέον μπορώ να πω ότι έχω φίλο τον πρώτο τρικολορε Ασιάτη. Φθηνό δεν το λες, ούτε και αξιομνημόνευτο. Αλλά, αν ο δρόμος μου με βγάλει, δεν θα του έριχνα και χι.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Αυτό που χρειάστηκε να έρθει ο Κινεζος από την άλλη άκρη του πλανήτη για να πάω εγώ δέκα λεπτά από το σπίτι μου να φάω μπριζόλες και χωριάτικες, είναι να μην το πεις παραέξω! Κυριακή βράδυ και με καλεί ένας υπεραγαπημένος σχιστοματης φίλος για φαγητό με έτερο εξ Ασίας προερχόμενο επενδυτή. Για τίποτα ασιατικό περίμενα να μου πει, όπως πάντα, και φύλαγα την όρεξη μου για dim sum και γαρίδες σε μαύρες σάλτσες, αλλά σε λαχανοντολμάδες καταλήξαμε. Βλέπεις ο επενδυτής έχει σιχαθεί να τρώει κινεζικο, με την Ιαπωνία είναι άσπονδοι εχθροί, οπότε σου λέει, από νουντλς που δεν θα τα έχουν πετύχει κιόλας, δεν τσακίζουμε ένα κοπάδι ζώα να έρθουμε στα ίσια μας;
Ο χώρος είναι παναδιαφορος. Δεν βοηθάει μάλλον που η Κατσαρίνα στέκει εκεί, αγέρωχη από τότε που φορούσα πάνες και έκανα φούσκες με τις μύξες μου. Τι ωραία αναφορά όμως ε, οι μύξες σε κριτική για φαγητό… Για Πούλιτζερ είμαι η ρουφιανα. Ένα ξύλινο μαγαζί με βαρέλια στους τοίχους, ελαφρώς σπηλαιώδη αίσθηση και επίπλωση εκκλησίας. Δεν είναι το κλασσικο κηφισιωτικο μαγαζί αλλά έχει πολύ εύκολο παρκάρισμα, αντίθετα με το μέσο μαγαζί στην περιοχή, και αυτό αξίζει περισσότερο από γύψινα, μαρμάρινα και ταπετσαρίες.
Το σέρβις διακριτικό και ήσυχο, από ένα παλικάρι και έναν κύριο, που περνούσαν τόσο απαρατήρητοι που αν τους συναντήσω αύριο στη λαϊκή, δεν θα τους αναγνώριζα και ας εξαρτιόνταν η ζωή μου από αυτό. Ήταν πολύ ευγενικοί, γεγονός που υπογραμμίζεται από την διακριτικότητα τους να μην μας πουν «αφήστε και κανένα ζωντανό ζωντανό, δεν βλάπτει!» αφού παραγγείλαμε όλο τον κατάλογο και τον δικό τους και του εστιατορίου δίπλα.
Το φαγητό ήταν τίμιο και κυρίως τρομακτικό σε μερίδες, όσον αφορά στα κυρίως. Φωτογραφίες δεν εβγαλα για να μη με περάσει ο πελάτης για τελείως βλαμμενη, αν και κάποια στιγμή από το ποτό δεν θα αναγνώριζε ούτε τη Μαμα του, αλλά έτσι κι αλλιώς για να βγάλω αυτές τις μπριζόλες ολόκληρες θα χρειαζόμουν τοπογράφο.
Η χωριάτικη σαλάτα ήταν πιο βαρετή δεν πάει, κανένας πειραματισμός στη συνταγή, φαντάζομαι και σε εκατό χρόνια πάλι ίδια θα την σερβίρουν. Το μέλλον θα φέρει Ιπτάμενα αυτοκίνητα, τηλεμεταφορά και χωριάτικη σαλάτα. Οι κολοκυθοκεφτέδες ήταν άψογοι, βέβαια έχουμε πει ότι η γνώμη μου σε ότι αφορά κολοκύθια δεν είναι αξιόπιστη. Ήταν άλαδες, αφράτες, μεσαίου μεγέθους μπαλίτσες με καλά ψημένο κέντρο, που είναι και συνήθως το πρόβλημα αυτού του πιάτου. Ήταν τόσο καλοί που όταν μπουχτίσαμε κρέας, πήραμε άλλη μια μερίδα να σπάσει το λίπος.
Τα ντολμαδάκια με αμπελόφυλλα ήταν τέσσερις τροφαντοί κύλινδροι με δυσανάλογα πολλή, παχύρρευστη σάλτσα λεμονιού να τους πνιγεί. Εμένα μου άρεσε, αν κι ήταν ελαφρώς ανάλατος ο ντολμάς, οι δυο Κινέζοι του τραπεζιού ξινίσαν τα μούτρα και είπαν ότι αυτή η γεύση δεν είναι κοντά στις δικές τους, είναι, λέει, υπερβολικά ξινό. Ήταν, αλλά τι ξέρουν και αυτοί που τρώνε του κόσμου τα μη βρώσιμα; Το τυροπιταρι με μέλι και σουσάμι ήταν ουδέτερο, ιδεώδες εν τη λύπη του που έγραψε και ο Καβαφης -ότι χρησιμοποίησα τον Καισαριωνα για να περιγράψω τηγανιτή τυρόπιτα, θα σηκωθεί στα 96 της έτη η Γλύκαντζη-Αρβελέρ και θα με μωλωπίσει με τη μαγκούρα της.
Στα κυρίως κανείς δε μας σταμάτησε. Ούτε η κοινή λογική, ούτε ο κορεσμός, ούτε ο σερβιτόρος. Κάπως έτσι έφτασαν στο τραπέζι μας μια μοσχαρίσια μπριζόλα, ένα ψαρονέφρι και όχι μία, Γιατί μία ίσον καμία, άλλα δύο χοιρινές σπαλομπριζόλες λίγο μικρότερες από την πόλη του Βατικανού. Τώρα πως τέσσερις άνθρωποι, με τους δύο απ’ αυτούς λιπόσαρκους κινέζους που συνήθως τρέφονται με υδαρείς Ζωμούς και νερόβραστο ρύζι θα καταναλώναμε 3.5 κιλά ψητού κρέατος, παραμένει μυστήριο. Η μοσχαρίσια ήταν παρά πολύ καλή, πράγμα που επέτεινε το σωστό medium rare ψήσιμο. Η made in China αδυναμία μου απόρησε πως τρώμε σχεδόν ώμο κρέας. Ο Κινεζος. Ξενέρωσε με το ωμό. Ο Κινεζος! Ήμαρτον μάνα μου. Σε λίγο και οι βιγκαν θα πανικοβάλλονται στη θέα του μπρόκολου.
Το ψαρονέφρι ήταν αρκετά τρυφερό, που σπάνια συμβαίνει σε αυτό το συχνότατα ψημένο μέχρι παπουτσοποιησης κρέας, γεγονός που από μόνο του προάγει το πιάτο. Σχετικά απογοητευτική η χοιρινή, που συνήθως είναι η αγαπημένη μου safe επιλογή, γιατί ήταν πολύ ψημένη και άρα και σκληρή, και στεγνή. Είναι γνωστό ότι χοιρινή παίρνεις και περιμένεις μια υγιή, μη σου πω γενναιόδωρη, στρώση λίπους αρκετά τραγανού ώστε να απολαύσεις το κριτσι- κριτσι αλλά και αρκετά μαλακού ώστε να λιώνει στο στόμα και όποιος πει ότι την παίρνει για το μάτι καθαρού κρέατος είναι υποκριτής. Ή personal trainer. Αυτή ήταν παραψημενη και με απογοητευτική αναλογία λαχταριστού λίπους.
Ήπιαμε κρασί μέχρι τελικής πτώσεως ή, στην περίπτωση μας, μέχρι ο κίτρινος φίλος μου να γίνει κατακόκκινος. Από το πολύ κρασί τα έβλεπε διπλά όλα, μαζί και τον λογαριασμό, γιατί κοιτάζοντας τον χλώμιασε λίγο και πλέον μπορώ να πω ότι έχω φίλο τον πρώτο τρικολορε Ασιάτη. Φθηνό δεν το λες, ούτε και αξιομνημόνευτο. Αλλά, αν ο δρόμος μου με βγάλει, δεν θα του έριχνα και χι.