Το SEAWOLF βρίσκεται γωνία Δημητρακοπούλου και Παρθενώνος, ανάμεσα στην πιάτσα του Μουσείου της Ακρόπολης και αυτή του Κουκακίου. Σ’ εκείνο το σημείο ο δρόμος είναι αρκετά σκοτεινός, έτσι ο καλός φωτισμός μέσα και έξω από το μαγαζί είναι ευπρόσδεκτος έως απαραίτητος.
Το περιβάλλον λιτό, πρώην καφενείο, με πινελιές industrial, δάπεδο με μωσαϊκό και όχι πάνω από 12-15 απλά ξύλινα τραπέζια των δύο ατόμων, που μπορούν όμως να ενωθούν, ώστε να φιλοξενήσουν και μεγαλύτερες παρέες. Ο χώρος στενόμακρος, με την ανοικτή κουζίνα πίσω αριστερά, τις πολύ ευρύχωρες και πεντακάθαρες τουαλέτες στο υπόγειο, και ένα, δύο τραπεζάκια έξω για τους αμετανόητους. Τίποτε το συναρπαστικό, τίποτε το ενοχλητικό.
Η εξυπηρέτηση από τον μετρ και το βοηθό του απλά τέλεια, επαγγελματικά σωστή και καθόλου δήθεν, σφράγισε τις καλές εντυπώσεις που είχα αποκομίσει όταν πρωτοεπισκέφτηκα το SEAWOLF προ διετίας, πριν ενσκήψει ο κορωνοϊός. Άψογη η συνεργασία μεταξύ τους, άριστη γνώση του καταλόγου και σωστές υποδείξεις τόσο για τον όγκο της παραγγελίας όσο και για την επιλογή του σωστού κρασιού – στην περίπτωσή μας κρητικός λευκός.
Τόσο ο κατάλογος των φαγητών όσο και αυτός των ποτών διακρίνονται για τη σαφήνεια και την αρτιότητά τους. Συνολικά γύρω στις 20 επιλογές για το στομάχι, συν κάποια πιάτα ημέρας, και άλλες τόσες για το λαρύγγι. Ειδικά ο κατάλογος των ποτών εντυπωσιάζει με την ποικιλία του σε όλες τις κατηγορίες.
Λίγο πολύ κινηθήκαμε στα χνάρια της πρώτης μας επίσκεψης, παραγγείλαμε λοιπόν τα εξής:
Ταραμοσαλάτα λευκή, πραγματικά αφρός, με μπίλιες γουασάμπι και τραγανισμένα φύκια νόρι, βαθμολογία «δέκα με τόνο». Την ίδια βαθμολογία ξαναβάλαμε και στο αγαπημένο μας σεβίτσε με γλώσσα και φενόκιο, αν δεν έχετε πρόβλημα με την ωμοφαγία αξίζει να το δοκιμάσετε. Η σαλάτα αυτή τη φορά ήταν η αλά πολίτα, δηλαδή με αγκιναρόφυλλα, κειλ (= λαχανίδα) και φενόκιο. Όσο για το τελευταίο πιάτο της βραδιάς, μπακαλιάρος τεμπούρα με σκορδαλιά αμυγδάλου και σαλάτα φριζέ, ήταν πάρα πολύ σωστά παρασκευασμένος και πεντανόστιμος. Κλείσαμε, όπως επιβάλλεται, με ένα γλυκάκι στα δύο: μιλφέιγ με κρέμα εσπεριδοειδών, τόσο γλυκό και σε ποσότητα όσο χρειαζόταν. Δεν είπαμε βέβαια όχι στο κερασμένο τσίπουρο του αποχαιρετισμού.
Όπως αντιλαμβάνεστε, στο SEAWOLF θα πάμε και θα ξαναπάμε, γιατί μας ικανοποίησε, δύο φορές, από πάσης απόψεως. Ο λογαριασμός (55 τα φαγητά + 20 τα ποτά για δύο άτομα) κινήθηκε σε λογικά πλαίσια, λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου του φαγητού και του σέρβις. Συστήνεται ανεπιφύλακτα!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Το SEAWOLF βρίσκεται γωνία Δημητρακοπούλου και Παρθενώνος, ανάμεσα στην πιάτσα του Μουσείου της Ακρόπολης και αυτή του Κουκακίου. Σ’ εκείνο το σημείο ο δρόμος είναι αρκετά σκοτεινός, έτσι ο καλός φωτισμός μέσα και έξω από το μαγαζί είναι ευπρόσδεκτος έως απαραίτητος.
Το περιβάλλον λιτό, πρώην καφενείο, με πινελιές industrial, δάπεδο με μωσαϊκό και όχι πάνω από 12-15 απλά ξύλινα τραπέζια των δύο ατόμων, που μπορούν όμως να ενωθούν, ώστε να φιλοξενήσουν και μεγαλύτερες παρέες. Ο χώρος στενόμακρος, με την ανοικτή κουζίνα πίσω αριστερά, τις πολύ ευρύχωρες και πεντακάθαρες τουαλέτες στο υπόγειο, και ένα, δύο τραπεζάκια έξω για τους αμετανόητους. Τίποτε το συναρπαστικό, τίποτε το ενοχλητικό.
Η εξυπηρέτηση από τον μετρ και το βοηθό του απλά τέλεια, επαγγελματικά σωστή και καθόλου δήθεν, σφράγισε τις καλές εντυπώσεις που είχα αποκομίσει όταν πρωτοεπισκέφτηκα το SEAWOLF προ διετίας, πριν ενσκήψει ο κορωνοϊός. Άψογη η συνεργασία μεταξύ τους, άριστη γνώση του καταλόγου και σωστές υποδείξεις τόσο για τον όγκο της παραγγελίας όσο και για την επιλογή του σωστού κρασιού – στην περίπτωσή μας κρητικός λευκός.
Τόσο ο κατάλογος των φαγητών όσο και αυτός των ποτών διακρίνονται για τη σαφήνεια και την αρτιότητά τους. Συνολικά γύρω στις 20 επιλογές για το στομάχι, συν κάποια πιάτα ημέρας, και άλλες τόσες για το λαρύγγι. Ειδικά ο κατάλογος των ποτών εντυπωσιάζει με την ποικιλία του σε όλες τις κατηγορίες.
Λίγο πολύ κινηθήκαμε στα χνάρια της πρώτης μας επίσκεψης, παραγγείλαμε λοιπόν τα εξής:
Ταραμοσαλάτα λευκή, πραγματικά αφρός, με μπίλιες γουασάμπι και τραγανισμένα φύκια νόρι, βαθμολογία «δέκα με τόνο». Την ίδια βαθμολογία ξαναβάλαμε και στο αγαπημένο μας σεβίτσε με γλώσσα και φενόκιο, αν δεν έχετε πρόβλημα με την ωμοφαγία αξίζει να το δοκιμάσετε. Η σαλάτα αυτή τη φορά ήταν η αλά πολίτα, δηλαδή με αγκιναρόφυλλα, κειλ (= λαχανίδα) και φενόκιο. Όσο για το τελευταίο πιάτο της βραδιάς, μπακαλιάρος τεμπούρα με σκορδαλιά αμυγδάλου και σαλάτα φριζέ, ήταν πάρα πολύ σωστά παρασκευασμένος και πεντανόστιμος. Κλείσαμε, όπως επιβάλλεται, με ένα γλυκάκι στα δύο: μιλφέιγ με κρέμα εσπεριδοειδών, τόσο γλυκό και σε ποσότητα όσο χρειαζόταν. Δεν είπαμε βέβαια όχι στο κερασμένο τσίπουρο του αποχαιρετισμού.
Όπως αντιλαμβάνεστε, στο SEAWOLF θα πάμε και θα ξαναπάμε, γιατί μας ικανοποίησε, δύο φορές, από πάσης απόψεως. Ο λογαριασμός (55 τα φαγητά + 20 τα ποτά για δύο άτομα) κινήθηκε σε λογικά πλαίσια, λαμβανομένου υπόψη του επιπέδου του φαγητού και του σέρβις. Συστήνεται ανεπιφύλακτα!