Κυριακή μεσημέρι και ο καλοκαιρινός καιρός ήταν σκέτη πρόκληση για βόλτα με το αυτοκίνητο, περίπατο και ελαφρύ μεσημεριανό γεύμα κοντά στη θάλασσα. Ως τελικό προορισμό επιλέξαμε το Λαύριο, που είχαμε να επισκεφτούμε από την προ covid εποχή. Για τη μετάβαση ακολουθήσαμε τη διαδρομή από τα Μεσόγεια, επιστροφή κατόπιν παραλιακώς μέσω Σουνίου. Μάιο μήνα η Αττική είναι στα καλύτερά της και το Λαύριο είναι αρκετά μεγάλο και πολύ ενδιαφέρον, για να σουλατσάρεις χαζεύοντας – είτε δίπλα στη θάλασσα είτε στο κέντρο και την αγορά.
Σχέδια για το πού θα καθόμασταν να τσιμπήσουμε κάτι, δεν είχαμε κάνει, «πάμε και βλέπουμε» είπαμε. Τα μαγαζιά στην παραλία είχαν ήδη αρκετό κόσμο, ενώ και στην κεντρική ψαραγορά φαινόταν να επικρατεί συνωστισμός. Μας χτύπησε όμως στο μάτι η ΨΑΡΟΥ, με τα τραπέζια της παρατεταγμένα πάνω σε μια ήσυχη μεγάλη πράσινη πλατεία. Η χαριτωμένη ψιψίνα πάνω από την είσοδο μάς έφερε στο μυαλό το αδελφάκι-μαγαζί στη Γλυφάδα, που το είχαμε επισκεφθεί πριν δυο μήνες και είχαμε φύγει με πολύ καλές εντυπώσεις. Η απόφαση ελήφθη χωρίς άλλη σκέψη, τακτοποιηθήκαμε στο τραπέζι της προτίμησής μας και χαλαρώσαμε. Εκείνη την ώρα ήταν πιασμένα τα μισά τραπέζια, όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, υπήρχαν παρέες που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Το προσωπικό σούπερ εξυπηρετικό και ευγενέστατο, η καθαριότητα του χώρου εντυπωσιακή. Έμενε να δούμε τι ψάρια πιάνει η κουζίνα. Μια σύντομη ματιά στο φροντισμένο κατάλογο μάς επιβεβαίωσε την εικόνα από το μαγαζί της Γλυφάδας. Στην αρχή καταφθάνει ένας δίσκος με καμιά δεκαριά κρύα ορεκτικά, κατόπιν διαλέγεις τα ζεστά πιάτα.
Το μόνο πράγμα που δεν μας ικανοποίησε είναι οι δύο φέτες ψωμί στο πανεράκι, και λίγο και χωρίς την υφή του ζυμωτού, πιθανώς όχι της ημέρας. Ευτυχώς που όλα όσα παραγγείλαμε ήταν παρασκευασμένα μαστόρικα. Αρχής γενομένης από τον καπνιστό μπακαλιάρο (6,90 €), τρεις μεγάλες φέτες με όσο λαδάκι χρειαζόταν από πάνω, δεν είχαμε παρά να προσθέσουμε λεμονάκι κατά βούληση. Ίσως λίγη καπνιστή πάπρικα θα πρόσθετε (οπτική και όχι μόνο) σπιρτάδα στο πιάτο. Για σαλάτα προτιμήσαμε την αγαπημένη μας αλμύρα (4,40 €), φαινόταν – και ήταν – πράγματι πολύ φρέσκια, ιδεώδης συνοδεία γεύματος με θαλασσινά. Πολύ καλή επιλογή στη συνέχεια ο τηγανητός γόνος καλαμαριού (9,30 €), σωστό τηγάνι, παραπάνω από χορταστική μερίδα σε στενόμακρη πιατέλα. Το κλου του γεύματος στην ΨΑΡΟΥ ήταν βέβαια μια μερίδα προσφυγάκια (= ταπεινά ξαδελφάκια του μπακαλιάρου, που είναι απλώς μικρότερα, και γι’ αυτό φθηνότερα, γευστικά δεν υστερούν καθόλου) στα 8,90 €. Από κοντά και μια υπέροχη σκορδαλιά, αγιολί πρώτης ποιότητας (2,90 €), από μόνη της λόγος να περιοριστείς, τρόπος του λέγειν, στον απλό μπακαλιάρο και να μην μην κινηθείς προς ακριβότερα ψάρια. Συνοδέψαμε το γεύμα μας με την σχετικά πρόσφατη ανακάλυψή μας στην αγορά του τσίπουρου: «Ηδωνικόν» από τη Δράμα, αρωματικό και γλυκόπιοτο. Κέρασμα ξυλάκι παγωτό.
Και από την ΨΑΡΟΥ του Λαυρίου φύγαμε λοιπόν ικανοποιημένοι. Το ύψος του λογαριασμού, λίγο πάνω από τα 50 ευρώ, ανάλογος των τάσεων της εποχής, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Αν λοιπόν βρεθείτε στο Λαύριο και η διάθεση σας είναι περισσότερο για τσίπουρο με μεζέ παρά για καθαρή ψαροφαγία, δεν έχω λόγο να μην σας προτείνω την ΨΑΡΟΥ.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Κυριακή μεσημέρι και ο καλοκαιρινός καιρός ήταν σκέτη πρόκληση για βόλτα με το αυτοκίνητο, περίπατο και ελαφρύ μεσημεριανό γεύμα κοντά στη θάλασσα. Ως τελικό προορισμό επιλέξαμε το Λαύριο, που είχαμε να επισκεφτούμε από την προ covid εποχή. Για τη μετάβαση ακολουθήσαμε τη διαδρομή από τα Μεσόγεια, επιστροφή κατόπιν παραλιακώς μέσω Σουνίου. Μάιο μήνα η Αττική είναι στα καλύτερά της και το Λαύριο είναι αρκετά μεγάλο και πολύ ενδιαφέρον, για να σουλατσάρεις χαζεύοντας – είτε δίπλα στη θάλασσα είτε στο κέντρο και την αγορά.
Σχέδια για το πού θα καθόμασταν να τσιμπήσουμε κάτι, δεν είχαμε κάνει, «πάμε και βλέπουμε» είπαμε. Τα μαγαζιά στην παραλία είχαν ήδη αρκετό κόσμο, ενώ και στην κεντρική ψαραγορά φαινόταν να επικρατεί συνωστισμός. Μας χτύπησε όμως στο μάτι η ΨΑΡΟΥ, με τα τραπέζια της παρατεταγμένα πάνω σε μια ήσυχη μεγάλη πράσινη πλατεία. Η χαριτωμένη ψιψίνα πάνω από την είσοδο μάς έφερε στο μυαλό το αδελφάκι-μαγαζί στη Γλυφάδα, που το είχαμε επισκεφθεί πριν δυο μήνες και είχαμε φύγει με πολύ καλές εντυπώσεις. Η απόφαση ελήφθη χωρίς άλλη σκέψη, τακτοποιηθήκαμε στο τραπέζι της προτίμησής μας και χαλαρώσαμε. Εκείνη την ώρα ήταν πιασμένα τα μισά τραπέζια, όταν σηκωθήκαμε να φύγουμε, υπήρχαν παρέες που περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους. Το προσωπικό σούπερ εξυπηρετικό και ευγενέστατο, η καθαριότητα του χώρου εντυπωσιακή. Έμενε να δούμε τι ψάρια πιάνει η κουζίνα. Μια σύντομη ματιά στο φροντισμένο κατάλογο μάς επιβεβαίωσε την εικόνα από το μαγαζί της Γλυφάδας. Στην αρχή καταφθάνει ένας δίσκος με καμιά δεκαριά κρύα ορεκτικά, κατόπιν διαλέγεις τα ζεστά πιάτα.
Το μόνο πράγμα που δεν μας ικανοποίησε είναι οι δύο φέτες ψωμί στο πανεράκι, και λίγο και χωρίς την υφή του ζυμωτού, πιθανώς όχι της ημέρας. Ευτυχώς που όλα όσα παραγγείλαμε ήταν παρασκευασμένα μαστόρικα. Αρχής γενομένης από τον καπνιστό μπακαλιάρο (6,90 €), τρεις μεγάλες φέτες με όσο λαδάκι χρειαζόταν από πάνω, δεν είχαμε παρά να προσθέσουμε λεμονάκι κατά βούληση. Ίσως λίγη καπνιστή πάπρικα θα πρόσθετε (οπτική και όχι μόνο) σπιρτάδα στο πιάτο. Για σαλάτα προτιμήσαμε την αγαπημένη μας αλμύρα (4,40 €), φαινόταν – και ήταν – πράγματι πολύ φρέσκια, ιδεώδης συνοδεία γεύματος με θαλασσινά. Πολύ καλή επιλογή στη συνέχεια ο τηγανητός γόνος καλαμαριού (9,30 €), σωστό τηγάνι, παραπάνω από χορταστική μερίδα σε στενόμακρη πιατέλα. Το κλου του γεύματος στην ΨΑΡΟΥ ήταν βέβαια μια μερίδα προσφυγάκια (= ταπεινά ξαδελφάκια του μπακαλιάρου, που είναι απλώς μικρότερα, και γι’ αυτό φθηνότερα, γευστικά δεν υστερούν καθόλου) στα 8,90 €. Από κοντά και μια υπέροχη σκορδαλιά, αγιολί πρώτης ποιότητας (2,90 €), από μόνη της λόγος να περιοριστείς, τρόπος του λέγειν, στον απλό μπακαλιάρο και να μην μην κινηθείς προς ακριβότερα ψάρια. Συνοδέψαμε το γεύμα μας με την σχετικά πρόσφατη ανακάλυψή μας στην αγορά του τσίπουρου: «Ηδωνικόν» από τη Δράμα, αρωματικό και γλυκόπιοτο. Κέρασμα ξυλάκι παγωτό.
Και από την ΨΑΡΟΥ του Λαυρίου φύγαμε λοιπόν ικανοποιημένοι. Το ύψος του λογαριασμού, λίγο πάνω από τα 50 ευρώ, ανάλογος των τάσεων της εποχής, καταλαβαίνετε τι εννοώ. Αν λοιπόν βρεθείτε στο Λαύριο και η διάθεση σας είναι περισσότερο για τσίπουρο με μεζέ παρά για καθαρή ψαροφαγία, δεν έχω λόγο να μην σας προτείνω την ΨΑΡΟΥ.