Δεκαετία ‘80. ‘’Πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες’’. Χιλιοπαιγμένο στα fm αλλά και τις disco εκείνης της εποχής με κορμιά που δε βλέπαμε να χτυπιούνται επί του ρυθμού στο σπίτι και κορμιά που βλέπαμε- οποία χαρά – να χτυπιούνται στην Barbarella που πηγαίναμε.
Δεκαετία 2020. Πήγαμε στις Σεϋχέλλες, όχι για τρέλες βέβαια, αν και ήμασταν καλός συνδυασμός, 2 άνδρες και 4 γυναίκες, αλλά για φαγητό. Ναι, μιλάω για το μαγαζί του Κεραμεικού στη γνωστή πλατεία όπου ο χρόνος έχει σταματήσει σε εκείνη την παλιά δεκαετία που θυμάμαι. Δε βρίσκω τον λόγο, αλλά κάποιος θα υπάρχει, για τη μη αναβάθμιση της περιοχής. Το ίδιο και το μαγαζί τουλάχιστον εξωτερικά. Ναι μεν θυμίζει λίγο το παλιό το καλό στυλ ταβέρνας με τα μεγάλα παραθυρόφυλλα, τις ωραίες τζαμένιες πόρτες, αλλά έχεις δοκιμάσει να καθίσεις στις μεταλλικές καρέκλες με το καλώδιο; Αυτές που είχαν τα θερινά σινεμά εκείνον τον καιρό και τα ζαχαροπλαστεία στα πρώτα τους; Έχεις φάει σε κουτσό τραπέζι φορμάικας; Μην το δοκιμάσεις.
Καλύτερα στον μέσα χώρο για να έχεις την υγειά σου και την ησυχία σου. Ο οποίος μέσα είναι περιποιημένος στο απόλυτο, βαμμένος σε παστέλ χρώματα, ψηλοτάβανος με όμορφα φτιαγμένη σκεπή, διακριτικό φωτισμό και τραπέζια κλασσικά μεζεδοπωλείου αλλά ανθρώπινα. Φοβερή ανοιχτή κουζίνα με πάσο πιάτων αλλά και δυνατότητα να σερβιριστείς, με chef expert σωστό μηχανάκι, αλλά ο βοηθός, για να τον πω ελληνιστί, εν μέσω covid με τη μάσκα στο στόμα.
Κατά τα άλλα η εξυπηρέτηση ήταν φοβερή και κατατοπιστική περί των υλικών των πιάτων. Δεν θα μπορούσε άλλωστε αφού τρώγαμε με ωράριο. Ναι εφαρμόζεται σε αρκετά μαγαζιά, ναι ο Έλληνας το έχει ξεφτιλίσει διεθνώς με τον χρόνο που κάθεται σε μαγαζί με ελάχιστη παραγγελία αλλά κάπου θέλει μέτρο σε όλα.
Στα του φαγητού τώρα διότι είπαμε για αυτό πήγαμε στις Σεϋχέλλες και όχι για τρέλες.
Φάγαμε φοβερό λουκάνικο Τζουμαγιάς. Τρία τον αριθμό ζουμερά, νωχελικά σχεδόν σαδιστικά ξαπλωμένα πάνω σε πολύ καλά ψημένη πατάτα οφτή. Για την αμαρτία πάνω στην οφτή πατάτα για τη δροσιά υπήρχε μαγιονέζα λαχανικών. Κάτι σαν coleslaw αλλά με άλλη πιο γεμάτη γεύση, φρέσκο κρεμμυδάκι και πολλά μυρωδικά. Η έγκυος της παρέας παραλίγο να γεννήσει πρόωρα, οπότε έγινε σε χρόνο dt refill. Μάλλον θα πρέπει το πιάτο να μπει κανονικά στον κατάλογο και να μην παίζει στα πιάτα ημέρας.
Σαλάτα δροσιστικότατη και εύγευστη με πλιγούρι, μαραθόριζα και διάσπαρτο ρόδι ήρθε και έδεσε μέχρι τα επόμενα πιάτα.
Εξαιρετικά γευστικό και καλοψημένο το συκώτι, ωραία πικλαρισμένο το κόκκινο λάχανο τα dots της μουστάρδας ήθελαν το κάτι παραπάνω για να χαρακτηριστεί πικάντικη.
Τα σουτζουκάκια προβατίνας ήταν το κάτι άλλο γευστικά και έδεναν εξαιρετικά με τη σάλτσα πιπεριάς που ήταν λουσμένα. Ωραίο και το πιάτο με τα τσιγαριστά τα μανιτάρια, έξτρα νόστιμη γεύση.
Και φτάνουμε στα 2 πιο αδύναμα πιάτα.
Παρότι ζηλέψαμε όλοι τη ρεβυθάδα με το καπνιστό σύγκλινο και την κρέμα τσουκνίδας, το πιάτο είχε θέματα. Η γεύση του χόρτου κάλυπτε τα πάντα, το κάπνισμα του κρέατος δεν ακουγόταν πουθενά, αλλά και η ποσότητα του ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τα ρεβίθια. Τροφή για σκέψη διότι η ρεβυθάδα είναι traditional.
Το ίδιο θέμα συναντήσαμε και στις παπαρδέλες με τον καβουρμά και τη γαλομυζήθρα. Ενώ περιμένεις να σου βγάλει αυτή την ωραία ένταση του καβουρμά, χάνεσαι γιατί το συγκεκριμένο τυρί κάλυπτε τα πάντα.
Η ρακή που δοκίμασα, ήταν γλυκόπιοτη, ελαφριά και σωστά αποσταγμένη. Η μους πραλίνας για κλείσιμο ήταν οκ. Μαζί με το κερασμένο λιμοντσέλο για το γνωστό καθάρισμα των γεύσεων, ήρθε και ο λογαριασμός περί τα 20 ευρώ pp, ποσό πολύ λογικό για ότι πήραμε.
Κλείσαμε ευχάριστα το Κυριακάτικο μεσημέρι, ευχηθήκαμε με ένα πόνο στην αγαπημένη Χριστίνα και δώσαμε ραντεβού για νέες εξερευνήσεις και ταξίδια κοντινά.
Βρέθηκα στις Σεϋχέλλες με μια αγαπημένη παρέα καλοφαγάδων, που όταν ενωνόμαστε, αναστενάζουν τα μαχαιροπήρουνα. Το μαγαζί βρίσκεται στο Μεταξουργείο και είναι ένας αρκετά μεγάλος χώρος με ξύλινα τραπέζια μέσα και έξω, τύπου καφενείου, και μπαίνοντας ακριβώς φάτσα έχει ένα πάγκο προετοιμασίας. Η κουζίνα είναι στα δεξιά, στην οποία δεν έχεις πρόσβαση και ο χώρος είναι ψιλοτάβανος. Το μόνο παράταιρο είναι το όνομα του. Γιατί η εικόνα του είναι σαν όμορφο καφενείο, αλλά ο τίτλος Σεϋχέλλες σε παραπέμπει σε κάτι εξωτικό.
Η εξυπηρέτηση ευγενική και σε σωστούς χρόνους. Μας έφερναν τα πιάτα ένα ένα και έτσι μας άφηναν χρόνο να τα γευτούμε. Επίσης με εντυπωσίασε που είχε πολυπληθές προσωπικό και με ξεκάθαρους ρόλους.
Ο κατάλογος δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος για να μην τον δοκιμάσουμε σχεδόν όλο. Από σαλάτες δοκιμάσαμε ταμπουλέ με σιτάρι, πληγούρι και μαραθόριζα, πολύ καλό και δροσιστικό, μια ελαφρώς πειραγμένη παραλλαγή.
Πατάτες τηγανητές, χρυσαφένιες, σε σημεία- σημεία με τη φλούδα, οι οποίες ελαφρώς γλύκιζαν. Δεν είχαν περιττά λάδια και τις έτρωγες απλά με το χέρι. Η ρεβυθάδα με κρέμα τσουκνίδας δε μας ενθουσίασε και θα το κατατάσσαμε στο πιο αδύναμο πιάτο της ημέρας. Τα μανιτάρια ήταν εξαιρετικά, εγώ δεν τα τρώω, αλλά οι υπόλοιποι που τους αρέσουν, τα τίμησαν δεόντως.
Από κρεατικά δοκιμάσαμε μοσχαρίσια γλώσσα, πολύ μαλακή και εξαιρετικά ψημένη, συκώτι μοσχαρίσιο, το οποίο εκ πρώτης φαινόταν πολύ ψημένο, όμως στην πραγματικότητα ήταν και πολύ γευστικό και μαλακό. Επίσης δοκιμάσαμε πρόβεια σουτζουκάκια σχάρας, που οι περισσότεροι είπαν οτι ήταν το καλύτερο πιάτο, αν δεν υπήρχε το λουκάνικο. Λουκάνικο συνδυασμένο με πατάτα οφτή, το παραγγείλαμε εις διπλούν γιατί ήταν εξαιρετικό. Το τελευταίο πιάτο, το παραγγείλαμε με υψηλές προσδοκίες, και τελικά μας απογοήτευσε. Οι παπαρδέλες με καβουρμά Κομοτηνής και γαλομυζήθρα, είχε δύο θέματα. Αφενός, ο καβουρμάς δεν ακουγόταν, αφετέρου η ίδια η συνταγή είχε κάτι που έβγαζε ξινή γεύση, ενώ η γαλομυζήθρα προσομοίαζε την ξινομυζήθρα των Κυκλάδων, η οποία είναι αρκετά ξινή.
Για το τέλος πήραμε μους σοκολάτα πολύ καλή επιλογή, εννοείται δεν έμεινε ούτε ψίχουλο από το μπισκότο. Μας κέρασαν και λεμοντσέλο για να χωνέψουμε, μετά απο όλα αυτά που φάγαμε. Πληρώσαμε κάπου 20 ευρώ το άτομο με κανονικές μερίδες και μείναμε ευχαριστημένοι. Υποθέτω οτι λιγότερα άτομα και σαφώς λιγότερα πιάτα, οι τιμές κάπου εκεί κυμαίνονται.
Γενικά το προτείνω, και δοθείσης της ευκαιρίας θα το ξανά επισκεφτώ.
Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για ένα πραγματικά καλό γεύμα: περιβάλλον, κουζίνα και παρέα. Τα δύο πρώτα τα προσφέρει το μαγαζί που θα επιλέξετε, για το τρίτο πρέπει να φροντίσετε οι ίδιοι. Τι το καλύτερο σ’ αυτή την περίπτωση από μια παρέα αποτελούμενη από έξι συντρόφισσες και συντρόφους του eating out. Το ραντεβού κλείστηκε για την Κυριακή το μεσημέρι και έφθασε αργά το απόγευμα μέχρι να αποχωρήσουμε. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
Ας περάσουμε στην περιγραφή του περιβάλλοντος. Οι ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ (πρώην ΜΠΑΧΑΜΕΣ, έτσι λεγόταν ο καφενές που προϋπήρχε στο σημείο αυτό, οι νέοι ιδιοκτήτες – σοφά ποιούντες – κράτησαν το παλιακό στήσιμο) κατοικοεδρεύουν εδώ και σχεδόν 10 χρόνια στην οδό Κεραμεικού, σε μια γωνία της πλατείας Αυδή, που στα πέριξ της φιλοξενεί πολλά δημοφιλή στέκια – κυρίως της νεολαίας – για φαγητό ή/και ποτό. Η συνταγή «εναλλασσόμενη ελληνική κουζίνα με προϊόντα μικρών παραγωγών απ’ όλη την Ελλάδα» αποδεικνύεται επιτυχημένη, οι ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ ήρθαν για να μείνουν. Τα τραπέζια αναπτύσσονται σε τρεις χώρους: την εσωτερική ψηλοτάβανη «χειμωνιάτικη» αίθουσα με vintage διακόσμηση και την ανοικτή κουζίνα που σκορπά μυρωδιές (εδώ θα μου επιτραπεί να γκρινιάσω για την μη τήρηση των εκ των πραγμάτων επιβεβλημένων αποστάσεων), τα εξωτερικά περιφερειακά τραπέζια στο «Γ» του μαγαζιού και λίγα ακόμα τραπέζια στην απέναντι μεριά της πλατείας. Τα τραπέζια είναι όλα απλά ξύλινα των 2-4 και 4-6 ατόμων, στρωμένα με χάρτινα τραπεζομάντιλα, καρέκλες οι γνωστές των ανά την επικράτεια μεζεδοπωλείων. Προσωπικό πολυπληθές, ευγενικό και χαμογελαστό, ταιριάζει απόλυτα στην πελατεία και φροντίζει, φέρνοντας τα φαγητά μόλις βγαίνουν από την κουζίνα, να μη δημιουργείται συμφόρηση χώρου πάνω στα τραπέζια. Το παρκάρισμα δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, φθάνει να έχετε το νου σας προσεγγίζοντας το μαγαζί και να μη θέλετε καλά και σώνει να παρκάρετε ακριβώς μπροστά του.
Καιρός να ασχοληθούμε όμως με την κουζίνα. Ο κατάλογος λιτός, δισέλιδος, με τους μεζέδες και τα «κυρίως» πιάτα μπροστά και τα τυριά και τα γλυκά στην πίσω σελίδα, είναι κάθε φορά ελαφρά διαφορετικός (υπάρχει και ένας μικρότερος κατάλογος με τα πιάτα ημέρας, καθώς και μια εντυπωσιακή wine list με κρασιά, αποστάγματα και μπίρες από όλη την Ελλάδα, έτσι ο καθένας παρήγγειλε το ποτό του κατά βούληση), προσαρμοσμένος στη δυνατότητα προμήθειας και την εποχικότητα κάποιων υλικών. Συνεπώς θα αφιερώσετε αρκετή ώρα στη μελέτη του.
Η εξαμελής παρέα μας ξεκίνησε με μια σαλάτα ταμπουλέ (7,5 €) με ρόδι και μαραθόριζα, που έβαζε τη σφραγίδα της στη γεύση, μια μάλλον αδιάφορη ρεβιθάδα (8,5 €) με (ελάχιστο) σύγλινο και κρέμα τσουκνίδας, που για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι γεύση έπρεπε να περιμένω, και λουκάνικα Τζουμαγιάς (2 x, 10 €, αν θυμάμαι καλά) σερβιρισμένα σε ανοιχτή πατάτα με ένα είδος ήπιου coleslaw, εξαιρετικά επιτυχημένος συνδυασμός με απόλυτα ταιριαστές γεύσεις, γι’ αυτό ζητήσαμε επανάληψη.
Ο δεύτερος γύρος: νοστιμότατη τηγανιά μανιταριών (9 €), μοσχαρίσιο συκώτι με κόκκινο λάχανο στον ατμό και πικάντική μουστάρδα από δίπλα (11 €), λεπτοκομμένο και όχι ενοχλητικά well done, μέτριες παπαρδέλες με καβουρμά (11,5 €) και γαλομυζήθρα, που μάλλον χαλούσε τη γεύση του πιάτου, μοσχαρίσια γλώσσα σχάρας με χόρτα βραστά (8,5 €), επίσης λεπτοκομμένη και καλοψημένη, φαγητό που δοκίμασα πρώτη – και σίγουρα όχι τελευταία – φορά στη ζωή μου. Top of the tops τα πρόβεια σουτζουκάκια σχάρας (12,5 €) ξαπλωμένα πάνω σε χαβιάρι κόκκινης πιπεριάς, ένα πιάτο που ευχαρίστως θα το καθάριζα μόνος μου.
Οι ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ είναι γνωστές για την ιδιαίτερη cheese list του καταλόγου τους, που περιέχει γύρω στα 10 τυριά, κυρίως σπάνια νησιώτικα. Χθες πήγαμε πάσο, γιατί μας περίμενε ως επιδόρπιο ένα θεσπέσιο γαλακτομπούρεκο (ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ στο Παγκράτι), το οποίο τιμήσαμε δεόντως, thanks tzia.
O λογαριασμός (20 ευρώπουλα το κεφάλι) επισφράγισε την αίσθηση ικανοποίησης, θα σας προτρέψω λοιπόν να επισκεφτείτε τις ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ, ειδικά με μεγάλη παρέα, για να εκμεταλλευτείτε την ποικιλία του μενού.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Δεκαετία ‘80. ‘’Πάμε για τρέλες στις Σεϋχέλλες’’. Χιλιοπαιγμένο στα fm αλλά και τις disco εκείνης της εποχής με κορμιά που δε βλέπαμε να χτυπιούνται επί του ρυθμού στο σπίτι και κορμιά που βλέπαμε- οποία χαρά – να χτυπιούνται στην Barbarella που πηγαίναμε.
Δεκαετία 2020. Πήγαμε στις Σεϋχέλλες, όχι για τρέλες βέβαια, αν και ήμασταν καλός συνδυασμός, 2 άνδρες και 4 γυναίκες, αλλά για φαγητό. Ναι, μιλάω για το μαγαζί του Κεραμεικού στη γνωστή πλατεία όπου ο χρόνος έχει σταματήσει σε εκείνη την παλιά δεκαετία που θυμάμαι. Δε βρίσκω τον λόγο, αλλά κάποιος θα υπάρχει, για τη μη αναβάθμιση της περιοχής. Το ίδιο και το μαγαζί τουλάχιστον εξωτερικά. Ναι μεν θυμίζει λίγο το παλιό το καλό στυλ ταβέρνας με τα μεγάλα παραθυρόφυλλα, τις ωραίες τζαμένιες πόρτες, αλλά έχεις δοκιμάσει να καθίσεις στις μεταλλικές καρέκλες με το καλώδιο; Αυτές που είχαν τα θερινά σινεμά εκείνον τον καιρό και τα ζαχαροπλαστεία στα πρώτα τους; Έχεις φάει σε κουτσό τραπέζι φορμάικας; Μην το δοκιμάσεις.
Καλύτερα στον μέσα χώρο για να έχεις την υγειά σου και την ησυχία σου. Ο οποίος μέσα είναι περιποιημένος στο απόλυτο, βαμμένος σε παστέλ χρώματα, ψηλοτάβανος με όμορφα φτιαγμένη σκεπή, διακριτικό φωτισμό και τραπέζια κλασσικά μεζεδοπωλείου αλλά ανθρώπινα. Φοβερή ανοιχτή κουζίνα με πάσο πιάτων αλλά και δυνατότητα να σερβιριστείς, με chef expert σωστό μηχανάκι, αλλά ο βοηθός, για να τον πω ελληνιστί, εν μέσω covid με τη μάσκα στο στόμα.
Κατά τα άλλα η εξυπηρέτηση ήταν φοβερή και κατατοπιστική περί των υλικών των πιάτων. Δεν θα μπορούσε άλλωστε αφού τρώγαμε με ωράριο. Ναι εφαρμόζεται σε αρκετά μαγαζιά, ναι ο Έλληνας το έχει ξεφτιλίσει διεθνώς με τον χρόνο που κάθεται σε μαγαζί με ελάχιστη παραγγελία αλλά κάπου θέλει μέτρο σε όλα.
Στα του φαγητού τώρα διότι είπαμε για αυτό πήγαμε στις Σεϋχέλλες και όχι για τρέλες.
Φάγαμε φοβερό λουκάνικο Τζουμαγιάς. Τρία τον αριθμό ζουμερά, νωχελικά σχεδόν σαδιστικά ξαπλωμένα πάνω σε πολύ καλά ψημένη πατάτα οφτή. Για την αμαρτία πάνω στην οφτή πατάτα για τη δροσιά υπήρχε μαγιονέζα λαχανικών. Κάτι σαν coleslaw αλλά με άλλη πιο γεμάτη γεύση, φρέσκο κρεμμυδάκι και πολλά μυρωδικά. Η έγκυος της παρέας παραλίγο να γεννήσει πρόωρα, οπότε έγινε σε χρόνο dt refill. Μάλλον θα πρέπει το πιάτο να μπει κανονικά στον κατάλογο και να μην παίζει στα πιάτα ημέρας.
Σαλάτα δροσιστικότατη και εύγευστη με πλιγούρι, μαραθόριζα και διάσπαρτο ρόδι ήρθε και έδεσε μέχρι τα επόμενα πιάτα.
Εξαιρετικά γευστικό και καλοψημένο το συκώτι, ωραία πικλαρισμένο το κόκκινο λάχανο τα dots της μουστάρδας ήθελαν το κάτι παραπάνω για να χαρακτηριστεί πικάντικη.
Τα σουτζουκάκια προβατίνας ήταν το κάτι άλλο γευστικά και έδεναν εξαιρετικά με τη σάλτσα πιπεριάς που ήταν λουσμένα. Ωραίο και το πιάτο με τα τσιγαριστά τα μανιτάρια, έξτρα νόστιμη γεύση.
Και φτάνουμε στα 2 πιο αδύναμα πιάτα.
Παρότι ζηλέψαμε όλοι τη ρεβυθάδα με το καπνιστό σύγκλινο και την κρέμα τσουκνίδας, το πιάτο είχε θέματα. Η γεύση του χόρτου κάλυπτε τα πάντα, το κάπνισμα του κρέατος δεν ακουγόταν πουθενά, αλλά και η ποσότητα του ήταν δυσανάλογη σε σχέση με τα ρεβίθια. Τροφή για σκέψη διότι η ρεβυθάδα είναι traditional.
Το ίδιο θέμα συναντήσαμε και στις παπαρδέλες με τον καβουρμά και τη γαλομυζήθρα. Ενώ περιμένεις να σου βγάλει αυτή την ωραία ένταση του καβουρμά, χάνεσαι γιατί το συγκεκριμένο τυρί κάλυπτε τα πάντα.
Η ρακή που δοκίμασα, ήταν γλυκόπιοτη, ελαφριά και σωστά αποσταγμένη. Η μους πραλίνας για κλείσιμο ήταν οκ. Μαζί με το κερασμένο λιμοντσέλο για το γνωστό καθάρισμα των γεύσεων, ήρθε και ο λογαριασμός περί τα 20 ευρώ pp, ποσό πολύ λογικό για ότι πήραμε.
Κλείσαμε ευχάριστα το Κυριακάτικο μεσημέρι, ευχηθήκαμε με ένα πόνο στην αγαπημένη Χριστίνα και δώσαμε ραντεβού για νέες εξερευνήσεις και ταξίδια κοντινά.
Βρέθηκα στις Σεϋχέλλες με μια αγαπημένη παρέα καλοφαγάδων, που όταν ενωνόμαστε, αναστενάζουν τα μαχαιροπήρουνα. Το μαγαζί βρίσκεται στο Μεταξουργείο και είναι ένας αρκετά μεγάλος χώρος με ξύλινα τραπέζια μέσα και έξω, τύπου καφενείου, και μπαίνοντας ακριβώς φάτσα έχει ένα πάγκο προετοιμασίας. Η κουζίνα είναι στα δεξιά, στην οποία δεν έχεις πρόσβαση και ο χώρος είναι ψιλοτάβανος. Το μόνο παράταιρο είναι το όνομα του. Γιατί η εικόνα του είναι σαν όμορφο καφενείο, αλλά ο τίτλος Σεϋχέλλες σε παραπέμπει σε κάτι εξωτικό.
Η εξυπηρέτηση ευγενική και σε σωστούς χρόνους. Μας έφερναν τα πιάτα ένα ένα και έτσι μας άφηναν χρόνο να τα γευτούμε. Επίσης με εντυπωσίασε που είχε πολυπληθές προσωπικό και με ξεκάθαρους ρόλους.
Ο κατάλογος δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλος, αλλά αυτός δεν ήταν λόγος για να μην τον δοκιμάσουμε σχεδόν όλο. Από σαλάτες δοκιμάσαμε ταμπουλέ με σιτάρι, πληγούρι και μαραθόριζα, πολύ καλό και δροσιστικό, μια ελαφρώς πειραγμένη παραλλαγή.
Πατάτες τηγανητές, χρυσαφένιες, σε σημεία- σημεία με τη φλούδα, οι οποίες ελαφρώς γλύκιζαν. Δεν είχαν περιττά λάδια και τις έτρωγες απλά με το χέρι. Η ρεβυθάδα με κρέμα τσουκνίδας δε μας ενθουσίασε και θα το κατατάσσαμε στο πιο αδύναμο πιάτο της ημέρας. Τα μανιτάρια ήταν εξαιρετικά, εγώ δεν τα τρώω, αλλά οι υπόλοιποι που τους αρέσουν, τα τίμησαν δεόντως.
Από κρεατικά δοκιμάσαμε μοσχαρίσια γλώσσα, πολύ μαλακή και εξαιρετικά ψημένη, συκώτι μοσχαρίσιο, το οποίο εκ πρώτης φαινόταν πολύ ψημένο, όμως στην πραγματικότητα ήταν και πολύ γευστικό και μαλακό. Επίσης δοκιμάσαμε πρόβεια σουτζουκάκια σχάρας, που οι περισσότεροι είπαν οτι ήταν το καλύτερο πιάτο, αν δεν υπήρχε το λουκάνικο. Λουκάνικο συνδυασμένο με πατάτα οφτή, το παραγγείλαμε εις διπλούν γιατί ήταν εξαιρετικό. Το τελευταίο πιάτο, το παραγγείλαμε με υψηλές προσδοκίες, και τελικά μας απογοήτευσε. Οι παπαρδέλες με καβουρμά Κομοτηνής και γαλομυζήθρα, είχε δύο θέματα. Αφενός, ο καβουρμάς δεν ακουγόταν, αφετέρου η ίδια η συνταγή είχε κάτι που έβγαζε ξινή γεύση, ενώ η γαλομυζήθρα προσομοίαζε την ξινομυζήθρα των Κυκλάδων, η οποία είναι αρκετά ξινή.
Για το τέλος πήραμε μους σοκολάτα πολύ καλή επιλογή, εννοείται δεν έμεινε ούτε ψίχουλο από το μπισκότο. Μας κέρασαν και λεμοντσέλο για να χωνέψουμε, μετά απο όλα αυτά που φάγαμε. Πληρώσαμε κάπου 20 ευρώ το άτομο με κανονικές μερίδες και μείναμε ευχαριστημένοι. Υποθέτω οτι λιγότερα άτομα και σαφώς λιγότερα πιάτα, οι τιμές κάπου εκεί κυμαίνονται.
Γενικά το προτείνω, και δοθείσης της ευκαιρίας θα το ξανά επισκεφτώ.
Τρία πράγματα είναι απαραίτητα για ένα πραγματικά καλό γεύμα: περιβάλλον, κουζίνα και παρέα. Τα δύο πρώτα τα προσφέρει το μαγαζί που θα επιλέξετε, για το τρίτο πρέπει να φροντίσετε οι ίδιοι. Τι το καλύτερο σ’ αυτή την περίπτωση από μια παρέα αποτελούμενη από έξι συντρόφισσες και συντρόφους του eating out. Το ραντεβού κλείστηκε για την Κυριακή το μεσημέρι και έφθασε αργά το απόγευμα μέχρι να αποχωρήσουμε. Ένα το κρατούμενο λοιπόν.
Ας περάσουμε στην περιγραφή του περιβάλλοντος. Οι ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ (πρώην ΜΠΑΧΑΜΕΣ, έτσι λεγόταν ο καφενές που προϋπήρχε στο σημείο αυτό, οι νέοι ιδιοκτήτες – σοφά ποιούντες – κράτησαν το παλιακό στήσιμο) κατοικοεδρεύουν εδώ και σχεδόν 10 χρόνια στην οδό Κεραμεικού, σε μια γωνία της πλατείας Αυδή, που στα πέριξ της φιλοξενεί πολλά δημοφιλή στέκια – κυρίως της νεολαίας – για φαγητό ή/και ποτό. Η συνταγή «εναλλασσόμενη ελληνική κουζίνα με προϊόντα μικρών παραγωγών απ’ όλη την Ελλάδα» αποδεικνύεται επιτυχημένη, οι ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ ήρθαν για να μείνουν. Τα τραπέζια αναπτύσσονται σε τρεις χώρους: την εσωτερική ψηλοτάβανη «χειμωνιάτικη» αίθουσα με vintage διακόσμηση και την ανοικτή κουζίνα που σκορπά μυρωδιές (εδώ θα μου επιτραπεί να γκρινιάσω για την μη τήρηση των εκ των πραγμάτων επιβεβλημένων αποστάσεων), τα εξωτερικά περιφερειακά τραπέζια στο «Γ» του μαγαζιού και λίγα ακόμα τραπέζια στην απέναντι μεριά της πλατείας. Τα τραπέζια είναι όλα απλά ξύλινα των 2-4 και 4-6 ατόμων, στρωμένα με χάρτινα τραπεζομάντιλα, καρέκλες οι γνωστές των ανά την επικράτεια μεζεδοπωλείων. Προσωπικό πολυπληθές, ευγενικό και χαμογελαστό, ταιριάζει απόλυτα στην πελατεία και φροντίζει, φέρνοντας τα φαγητά μόλις βγαίνουν από την κουζίνα, να μη δημιουργείται συμφόρηση χώρου πάνω στα τραπέζια. Το παρκάρισμα δεν αποτελεί ιδιαίτερο πρόβλημα, φθάνει να έχετε το νου σας προσεγγίζοντας το μαγαζί και να μη θέλετε καλά και σώνει να παρκάρετε ακριβώς μπροστά του.
Καιρός να ασχοληθούμε όμως με την κουζίνα. Ο κατάλογος λιτός, δισέλιδος, με τους μεζέδες και τα «κυρίως» πιάτα μπροστά και τα τυριά και τα γλυκά στην πίσω σελίδα, είναι κάθε φορά ελαφρά διαφορετικός (υπάρχει και ένας μικρότερος κατάλογος με τα πιάτα ημέρας, καθώς και μια εντυπωσιακή wine list με κρασιά, αποστάγματα και μπίρες από όλη την Ελλάδα, έτσι ο καθένας παρήγγειλε το ποτό του κατά βούληση), προσαρμοσμένος στη δυνατότητα προμήθειας και την εποχικότητα κάποιων υλικών. Συνεπώς θα αφιερώσετε αρκετή ώρα στη μελέτη του.
Η εξαμελής παρέα μας ξεκίνησε με μια σαλάτα ταμπουλέ (7,5 €) με ρόδι και μαραθόριζα, που έβαζε τη σφραγίδα της στη γεύση, μια μάλλον αδιάφορη ρεβιθάδα (8,5 €) με (ελάχιστο) σύγλινο και κρέμα τσουκνίδας, που για να πω την αλήθεια δεν ξέρω τι γεύση έπρεπε να περιμένω, και λουκάνικα Τζουμαγιάς (2 x, 10 €, αν θυμάμαι καλά) σερβιρισμένα σε ανοιχτή πατάτα με ένα είδος ήπιου coleslaw, εξαιρετικά επιτυχημένος συνδυασμός με απόλυτα ταιριαστές γεύσεις, γι’ αυτό ζητήσαμε επανάληψη.
Ο δεύτερος γύρος: νοστιμότατη τηγανιά μανιταριών (9 €), μοσχαρίσιο συκώτι με κόκκινο λάχανο στον ατμό και πικάντική μουστάρδα από δίπλα (11 €), λεπτοκομμένο και όχι ενοχλητικά well done, μέτριες παπαρδέλες με καβουρμά (11,5 €) και γαλομυζήθρα, που μάλλον χαλούσε τη γεύση του πιάτου, μοσχαρίσια γλώσσα σχάρας με χόρτα βραστά (8,5 €), επίσης λεπτοκομμένη και καλοψημένη, φαγητό που δοκίμασα πρώτη – και σίγουρα όχι τελευταία – φορά στη ζωή μου. Top of the tops τα πρόβεια σουτζουκάκια σχάρας (12,5 €) ξαπλωμένα πάνω σε χαβιάρι κόκκινης πιπεριάς, ένα πιάτο που ευχαρίστως θα το καθάριζα μόνος μου.
Οι ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ είναι γνωστές για την ιδιαίτερη cheese list του καταλόγου τους, που περιέχει γύρω στα 10 τυριά, κυρίως σπάνια νησιώτικα. Χθες πήγαμε πάσο, γιατί μας περίμενε ως επιδόρπιο ένα θεσπέσιο γαλακτομπούρεκο (ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ στο Παγκράτι), το οποίο τιμήσαμε δεόντως, thanks tzia.
O λογαριασμός (20 ευρώπουλα το κεφάλι) επισφράγισε την αίσθηση ικανοποίησης, θα σας προτρέψω λοιπόν να επισκεφτείτε τις ΣΕΫΧΕΛΛΕΣ, ειδικά με μεγάλη παρέα, για να εκμεταλλευτείτε την ποικιλία του μενού.