Τρομοκρατημένοι από το φιάσκο της εμπειρίας της προηγούμενης νύχτας και μη θέλοντας να δώσουμε την ευκαιρία και στο άλλο σουβλατζίδικο της περιοχής να απειλήσει την σωματική μας ακεραιότητα, η τελευταία νύχτα μας στο χωριό του τρόμου έκλεισε σε ένα πολύ ωραίο μαγαζάκι. Και μόνο τα τραπεζάκια που ήταν παραταγμένα ακριβώς δίπλα στο νερό περιμετρικά του λιμανιού αρκούσαν για να σου φτιάξουν την διάθεση.Βέβαια, πόσο σοφό είναι να κάθεσαι σε ένα τραπεζάκι, μια ανάσα απ’ το νερό, με ένα πεισματάρικο δίχρονο σε υπερδιέγερση δεν το ξέρω, και ευτυχώς δεν χρειάστηκε να το μάθω γιατί τα Ζουζούνια στο κινητό μου και οι πατάτες στο τραπέζι επικράτησαν.
Εντάξει, από χώρο δεν λέει τίποτα. Μια τεράστια κουζίνα είναι που λειτουργεί σε ρυθμούς Ζούμπα για επαγγελματίες, αφού, όσες φορές περάσαμε τα τραπεζάκια ήταν ασφυκτικά γεμάτα και η αναμονή κάμποση. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, εσύ είπαμε, κάθεσαι και αγναντεύεις Ευβοϊκό! Δε σε ενδιαφέρει το παράπηγμα με τα ξέφρενα τηγάνια. Σε ενδιαφέρει να βρεις τραπέζι και αφού βρεις, να σε δει ο ένας, ο ταλαίπωρος, ο έχω λιώσει στα πόδια μου σερβιτόρος.
Αν αυτός ο ένας, ο βασανισμένος, ο ήρθα για σεζόν άνθρωπος και κοντεύω να φύγω Τουίγκι, σερβιτόρος δεν έσωζε την κατάσταση, το σέρβις τους ήταν για άσο στα πολύ γενναιόδωρα μου. Και αυτό γιατί ενώ βρήκαμε τραπέζι άμεσα, κόντεψε να περάσει το πρώτο ημίχρονο της Εθνικής που έπαιζε και εμείς ακόμα δεν είχαμε αναγνωριστεί σαν άγνωστης ταυτότητας καθήμενα αντικείμενα στο χώρο τους. Μετά από είκοσι λεπτά έρχεται ο κάθιδρος σερβιτόρος, ζητάει συγνώμη που η μαμά του δεν τον γέννησε με έξι χέρια σαν την θεά Κάλι και το αφεντικό του δεν πληρώνει για δυο ζευγάρια ακόμα να τον βοηθήσουν, και μας ενημερώνει ότι όλα θα αργήσουν. Υπόσχεται, όμως, να φέρει λίγο ψωμί και νερό, μήπως και ηρεμήσει η μικρή που κοντεύει να φάει τα πιαστράκια της λαδόκολλας από την πείνα. Έχω φαγανό παιδί, τι να κάνουμε;
Επιστρέφει δυο λεπτά αργότερα και μας φέρνει νερό, ψωμί, σερβίτσια και μια μερίδα πατάτες που κατάφερε να κλέψει από άλλη παραγγελία για να ηρεμήσει η μικρή, που πλέον μασάει απροκάλυπτα το χέρι μου. Ξεκαθαρίζω, λοιπόν, ότι το παλικάρι άξιζε 5, το μαγαζί άξιζε μηδέν, στη στρογγυλοποίηση θα το κάνω τρία γιατί πάει υπέρ του μαθητή και θα προτείνω στους ιδιοκτήτες να δώσουν άδεια, αύξηση και μπόνους στον σερβιτόρο τους. Ο κύριος, από την άλλη, που ήρθε για παραγγελία, μάλλον νόμιζε ότι έχουμε ψείρες. Δεν εξηγείται αλλιώς η βιασύνη του να φύγει από κοντά μας. Εντάξει, ο κατάλογος που ζητήσαμε ήταν πολυτέλεια, το καταλαβαίνω. Και το να μας απαριθμήσει όλα τα πιάτα του καταλόγου, θα ήταν παράλογο. Αλλά η συζήτηση πήγε κάπως έτσι:
-Καλησπέρα, έχετε κατάλογο;
-Τι τον θες μωρέ τον κατάλογο;
– Θα μας πείτε τι έχετε…;
– Ο,τι θες έχουμε! Έχουμε ψάρι, έχουμε καλαμάρι, έχουμε θράψαλο, πείτε μου τι θέλετε και βλέπουμε.
Του λέμε δυο, τρία πράγματα, και κάθε φορά η απάντηση είναι εντάξει, αυτά Ε; Και είναι ήδη με το ένα πόδι μακριά μας. Έχουν ορεκτικά; Δεν έχουν; Σερβίρουν κροκόδειλο; Δε θα το μάθουμε ποτέ! Πρόσθεσε σε αυτό ότι τα θαλασσινά ήρθαν σχεδόν μία ώρα μετά τα ορεκτικά, και καταλαβαίνεις γιατί το υπόλοιπο σέρβις δεν το θυμάσαι με την ίδια συμπάθεια.
Το φαγητό όμως… Το φαγητό ήταν πολύ καλό. Δε θα πω άριστο, γιατί κάποια πράγματα θα τα άλλαζα, αλλά ήταν πολύ φρέσκα τα θαλασσινά και σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο αυτό μετράει.
Η σαλάτα, που ήταν βλήτα, ήταν πολύ σωστά βρασμένα και με όσο λάδι πρέπει, δηλαδή ούτε έκαναν απλωτές και μακροβούτια στη λαδίλα, ούτε ήταν πιο στεγνά από την Καλαχάρι τον Ιούλιο. Οι πατάτες ήταν φρέσκες και, ειλικρινά, πόσο λάθος μπορείς να κάνεις τηγανητή πατάτα, ενώ η φέτα ήταν μια καλή φέτα χωριού που τρώγεται ευχάριστα. Μεταξύ μας, αν ένα ταβερνάκι δεν μπορεί να κάνει καλά σαλάτες και πατάτες, οφείλει να το γυρίσει σε κάτι πιο παραγωγικό, όπως βουλκανιζατέρ, βυρσοδεψείο ή εμπόριο δολωμάτων ψαρέματος, για να χρησιμοποιήσει και τις πατάτες του κάπως.
Άξιο λόγου και σιελόρροιας ήταν το χταποδάκι τους. Σε ροδέλες, βραστό και ξυδάτο, δε θύμιζε σε τίποτα το κλασικό χταπόδι που σου φέρνουν συνήθως και μπορείς να χρησιμοποιήσεις και για μπάλωμα σε τρύπια ελαστικά από το πόσο σκληρό και λαστιχένιο είναι. ( Είδες; Και αυτοί για βουλκανιζατέρ το πήγαιναν!) Ήταν μαλακό, ζουμερό και άριστα αρτυμένο, τόσο καλό που ακόμα το σκέφτομαι που και που, όπως οι φίλες μου αναπολούν τους καλοκαιρινούς τους έρωτες. Άριστο κι το καλαμαράκι το τηγανητό, τραγανό και μαλακό μαζί και είναι γνωστή η λατρεία μου για το συμπαθές μαλάκιο, και για όλα τα μαλάκια γενικότερα, αν είναι ασπόνδυλα και όχι δίποδα.
Τελευταίο και μόνο ήρθε το θράψαλο. Τώρα, εδώ, μια παρανόηση υπήρξε. Εγώ, που γενικώς θράψαλα έχω ξεκληρίσει οικογένειες ολόκληρες και είμαι επικηρυγμένη μέχρι και στον βυθό του Μπικίνι, περίμενα να δω το μικρό το θραψαλάκι σε ροδέλες. Αυτό που ήρθε πολλά μπορείς να το πεις, μικρό σίγουρα όχι. Ήταν ένα θράψαλο γίγας, τηγανισμένο λίαν καλώς, το οποίο αναμενόμενα και λόγω μεγέθους ήταν αρκετά σκληρό και ελαφρώς λαστιχένιο. Δεν ήταν άσχημο, ήταν απλώς αρκετά διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε. Το φάγαμε και εμείς και οι γάτες που μας περιτριγύριζαν μόλις το εντόπισαν.
Σαν γευστική εμπειρία ήταν σίγουρα κλάσεις ανώτερη από την αντίστοιχη της προηγούμενης νύχτας αλλά ήταν πολύ καλή και χωρίς τη σύγκριση. Οι τιμές για φρέσκα θαλασσινά ήταν στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα, αφού με λιγότερα από 20 ευρώ φάγαμε τρεις άνθρωποι, ένα μωρό και δυο γάτες. Από άποψη φαγητού και ποσοτήτων σκάσαμε και βρεθήκαμε μεταμεσονύχτια σε άγρα σόδας για να ηρεμήσει το φούσκωμα στο στομάχι μας. Γι αυτό, για τα ελαστικά σας να προτιμάτε ελληνική ψαροταβέρνα, τους μάστορες στο φούσκωμα!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Τρομοκρατημένοι από το φιάσκο της εμπειρίας της προηγούμενης νύχτας και μη θέλοντας να δώσουμε την ευκαιρία και στο άλλο σουβλατζίδικο της περιοχής να απειλήσει την σωματική μας ακεραιότητα, η τελευταία νύχτα μας στο χωριό του τρόμου έκλεισε σε ένα πολύ ωραίο μαγαζάκι. Και μόνο τα τραπεζάκια που ήταν παραταγμένα ακριβώς δίπλα στο νερό περιμετρικά του λιμανιού αρκούσαν για να σου φτιάξουν την διάθεση.Βέβαια, πόσο σοφό είναι να κάθεσαι σε ένα τραπεζάκι, μια ανάσα απ’ το νερό, με ένα πεισματάρικο δίχρονο σε υπερδιέγερση δεν το ξέρω, και ευτυχώς δεν χρειάστηκε να το μάθω γιατί τα Ζουζούνια στο κινητό μου και οι πατάτες στο τραπέζι επικράτησαν.
Εντάξει, από χώρο δεν λέει τίποτα. Μια τεράστια κουζίνα είναι που λειτουργεί σε ρυθμούς Ζούμπα για επαγγελματίες, αφού, όσες φορές περάσαμε τα τραπεζάκια ήταν ασφυκτικά γεμάτα και η αναμονή κάμποση. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, εσύ είπαμε, κάθεσαι και αγναντεύεις Ευβοϊκό! Δε σε ενδιαφέρει το παράπηγμα με τα ξέφρενα τηγάνια. Σε ενδιαφέρει να βρεις τραπέζι και αφού βρεις, να σε δει ο ένας, ο ταλαίπωρος, ο έχω λιώσει στα πόδια μου σερβιτόρος.
Αν αυτός ο ένας, ο βασανισμένος, ο ήρθα για σεζόν άνθρωπος και κοντεύω να φύγω Τουίγκι, σερβιτόρος δεν έσωζε την κατάσταση, το σέρβις τους ήταν για άσο στα πολύ γενναιόδωρα μου. Και αυτό γιατί ενώ βρήκαμε τραπέζι άμεσα, κόντεψε να περάσει το πρώτο ημίχρονο της Εθνικής που έπαιζε και εμείς ακόμα δεν είχαμε αναγνωριστεί σαν άγνωστης ταυτότητας καθήμενα αντικείμενα στο χώρο τους. Μετά από είκοσι λεπτά έρχεται ο κάθιδρος σερβιτόρος, ζητάει συγνώμη που η μαμά του δεν τον γέννησε με έξι χέρια σαν την θεά Κάλι και το αφεντικό του δεν πληρώνει για δυο ζευγάρια ακόμα να τον βοηθήσουν, και μας ενημερώνει ότι όλα θα αργήσουν. Υπόσχεται, όμως, να φέρει λίγο ψωμί και νερό, μήπως και ηρεμήσει η μικρή που κοντεύει να φάει τα πιαστράκια της λαδόκολλας από την πείνα. Έχω φαγανό παιδί, τι να κάνουμε;
Επιστρέφει δυο λεπτά αργότερα και μας φέρνει νερό, ψωμί, σερβίτσια και μια μερίδα πατάτες που κατάφερε να κλέψει από άλλη παραγγελία για να ηρεμήσει η μικρή, που πλέον μασάει απροκάλυπτα το χέρι μου. Ξεκαθαρίζω, λοιπόν, ότι το παλικάρι άξιζε 5, το μαγαζί άξιζε μηδέν, στη στρογγυλοποίηση θα το κάνω τρία γιατί πάει υπέρ του μαθητή και θα προτείνω στους ιδιοκτήτες να δώσουν άδεια, αύξηση και μπόνους στον σερβιτόρο τους. Ο κύριος, από την άλλη, που ήρθε για παραγγελία, μάλλον νόμιζε ότι έχουμε ψείρες. Δεν εξηγείται αλλιώς η βιασύνη του να φύγει από κοντά μας. Εντάξει, ο κατάλογος που ζητήσαμε ήταν πολυτέλεια, το καταλαβαίνω. Και το να μας απαριθμήσει όλα τα πιάτα του καταλόγου, θα ήταν παράλογο. Αλλά η συζήτηση πήγε κάπως έτσι:
-Καλησπέρα, έχετε κατάλογο;
-Τι τον θες μωρέ τον κατάλογο;
– Θα μας πείτε τι έχετε…;
– Ο,τι θες έχουμε! Έχουμε ψάρι, έχουμε καλαμάρι, έχουμε θράψαλο, πείτε μου τι θέλετε και βλέπουμε.
Του λέμε δυο, τρία πράγματα, και κάθε φορά η απάντηση είναι εντάξει, αυτά Ε; Και είναι ήδη με το ένα πόδι μακριά μας. Έχουν ορεκτικά; Δεν έχουν; Σερβίρουν κροκόδειλο; Δε θα το μάθουμε ποτέ! Πρόσθεσε σε αυτό ότι τα θαλασσινά ήρθαν σχεδόν μία ώρα μετά τα ορεκτικά, και καταλαβαίνεις γιατί το υπόλοιπο σέρβις δεν το θυμάσαι με την ίδια συμπάθεια.
Το φαγητό όμως… Το φαγητό ήταν πολύ καλό. Δε θα πω άριστο, γιατί κάποια πράγματα θα τα άλλαζα, αλλά ήταν πολύ φρέσκα τα θαλασσινά και σε αυτές τις περιπτώσεις μόνο αυτό μετράει.
Η σαλάτα, που ήταν βλήτα, ήταν πολύ σωστά βρασμένα και με όσο λάδι πρέπει, δηλαδή ούτε έκαναν απλωτές και μακροβούτια στη λαδίλα, ούτε ήταν πιο στεγνά από την Καλαχάρι τον Ιούλιο. Οι πατάτες ήταν φρέσκες και, ειλικρινά, πόσο λάθος μπορείς να κάνεις τηγανητή πατάτα, ενώ η φέτα ήταν μια καλή φέτα χωριού που τρώγεται ευχάριστα. Μεταξύ μας, αν ένα ταβερνάκι δεν μπορεί να κάνει καλά σαλάτες και πατάτες, οφείλει να το γυρίσει σε κάτι πιο παραγωγικό, όπως βουλκανιζατέρ, βυρσοδεψείο ή εμπόριο δολωμάτων ψαρέματος, για να χρησιμοποιήσει και τις πατάτες του κάπως.
Άξιο λόγου και σιελόρροιας ήταν το χταποδάκι τους. Σε ροδέλες, βραστό και ξυδάτο, δε θύμιζε σε τίποτα το κλασικό χταπόδι που σου φέρνουν συνήθως και μπορείς να χρησιμοποιήσεις και για μπάλωμα σε τρύπια ελαστικά από το πόσο σκληρό και λαστιχένιο είναι. ( Είδες; Και αυτοί για βουλκανιζατέρ το πήγαιναν!) Ήταν μαλακό, ζουμερό και άριστα αρτυμένο, τόσο καλό που ακόμα το σκέφτομαι που και που, όπως οι φίλες μου αναπολούν τους καλοκαιρινούς τους έρωτες. Άριστο κι το καλαμαράκι το τηγανητό, τραγανό και μαλακό μαζί και είναι γνωστή η λατρεία μου για το συμπαθές μαλάκιο, και για όλα τα μαλάκια γενικότερα, αν είναι ασπόνδυλα και όχι δίποδα.
Τελευταίο και μόνο ήρθε το θράψαλο. Τώρα, εδώ, μια παρανόηση υπήρξε. Εγώ, που γενικώς θράψαλα έχω ξεκληρίσει οικογένειες ολόκληρες και είμαι επικηρυγμένη μέχρι και στον βυθό του Μπικίνι, περίμενα να δω το μικρό το θραψαλάκι σε ροδέλες. Αυτό που ήρθε πολλά μπορείς να το πεις, μικρό σίγουρα όχι. Ήταν ένα θράψαλο γίγας, τηγανισμένο λίαν καλώς, το οποίο αναμενόμενα και λόγω μεγέθους ήταν αρκετά σκληρό και ελαφρώς λαστιχένιο. Δεν ήταν άσχημο, ήταν απλώς αρκετά διαφορετικό από αυτό που περιμέναμε. Το φάγαμε και εμείς και οι γάτες που μας περιτριγύριζαν μόλις το εντόπισαν.
Σαν γευστική εμπειρία ήταν σίγουρα κλάσεις ανώτερη από την αντίστοιχη της προηγούμενης νύχτας αλλά ήταν πολύ καλή και χωρίς τη σύγκριση. Οι τιμές για φρέσκα θαλασσινά ήταν στα φυσιολογικά για την εποχή επίπεδα, αφού με λιγότερα από 20 ευρώ φάγαμε τρεις άνθρωποι, ένα μωρό και δυο γάτες. Από άποψη φαγητού και ποσοτήτων σκάσαμε και βρεθήκαμε μεταμεσονύχτια σε άγρα σόδας για να ηρεμήσει το φούσκωμα στο στομάχι μας. Γι αυτό, για τα ελαστικά σας να προτιμάτε ελληνική ψαροταβέρνα, τους μάστορες στο φούσκωμα!