Fine dining στη Νάξο – είναι δυνατόν; Ναι, φίλες και φίλοι μου, είναι δυνατόν, αρκεί να επισκεφτείτε – με καλή διάθεση και γεμάτο πορτοφόλι – το BAROZZI, στη δεξιά άκρη του λιμανιού, όπως το βλέπουμε από τη θάλασσα. Εκεί έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε ανάμεσα σε μενού γευσιγνωσίας και οινογνωσίας των 8 ή 5 σταδίων, με κόστος 135+90 και 105+70 ευρώ αντίστοιχα, που έχει επιμεληθεί ο πολύ γνωστός και καταξιωμένος σεφ Γκίκας Ξενάκης. Σε περίπτωση που η όρεξη και το πορτοφόλι σας θεωρήσουν ότι τόσο φαγητό και τόσο χρήμα (ανά άτομο!) είναι πολλά, και κατά την ταπεινή μου γνώμη όντως είναι, υπάρχει η λύση των 3 σταδίων, όπου επιλέγετε ένα ορεκτικό, ένα κυρίως πιάτο και ένα γλυκό, πληρώνετε 85 € συν τα ποτά σας και με 200 και κάτι ευρώ το ζευγάρι ξεμπερδεύετε. Αυτό προτιμούν, από όσο είδα, οι περισσότεροί – απόλυτα λογικό. Εκτός από τα τρία πιάτα άλλωστε το γεύμα συμπληρώνεται με ένα amuse bouche, ένα pre-dessert και ένα αποχαιρετιστήριο apres-dessert.
Πέραν από τις εξαιρετικές παρασκευές το BAROZZI προσφέρει τον καλύτερο, τον πιο φιλόξενο χώρο από όλα τα εστιατόρια της Νάξου. Φανταστείτε ένα καταπράσινο ανοικτό αίθριο με πέτρα στα τρία τέταρτα του χώρου και αναρριχώμενα φυτά στην πλευρά της εισόδου. Άνετα τραπέζια – όλα με βοηθητικό τραπεζάκι δίπλα – σε αραιή διάταξη, ακόμα πιο άνετα καθίσματα, και art de la table αρκούντως πολυτελής. Η εξυπηρέτηση παίρνει 10 με τόνο. Το προσωπικό ντυμένο ομοιόμορφα, χαμογελαστό και με σαφή γνώση του μενού, η πολύ καλή εντύπωση που είχε δημιουργηθεί, όταν πήγαμε για την κράτηση, συνεχίστηκε, δημιουργώντας τις καλύτερες προϋποθέσεις για ένα δείπνο που θα θυμάσαι. Τα πιάτα – όλα instragramικά σε εμφάνιση – ήρθαν στο τραπέζι μας με τρόπο τελετουργικό, χωρίς ίχνος βιασύνης. Το γεγονός ότι Δευτέρα βράδυ ένα τόσο ακριβό εστιατόριο ήταν γεμάτο μέχρι το τελευταίο τραπέζι – με την πλειοψηφία βέβαια να είναι πελάτες από την αλλοδαπή – λέει νομίζω πολλά.
Ας περάσουμε όμως στα της κουζίνας. Το καλό πράγμα από την αρχή φαίνεται, και αυτό επιβεβαιώθηκε με την amuse bouche, που έφτασε μαζί με χειροποίητο προζυμένιο ψωμί δύο ειδών και δήλωνε εμφατικά ότι εδώ τρώμε ναξιώτικα: βούτυρο Νάξου, ντόπιος ανθός αλατιού και ψιλοκομμένη ντομάτα στεφανωμένη με ναξιώτικο ελαιόλαδο. Χωρίς ντροπή σκουπίσαμε μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Είχαμε αποφασίσει αυθόρμητα να αφήσουμε στην άκρη τα πιάτα με κρέας. Έτσι για ορεκτικό εγώ πήρα κολοκυθοανθούς γεμισμένους με ρύζι και θαλασσινά – γαρίδα, καλαμάρι και μύδια – με κρέμα καρότο και σάλτσα που ευωδίαζε κελύφη γαρίδας, ενώ η γυναίκα μου – στην οποία χρωστάμε τα υπέροχα φωτογραφικά κολάζ – διάλεξε παλαμίδα, από την οποία ως γνωστόν βγαίνει η καλύτερη λακέρδα, σε ελαφρά καψαλισμένες μπουκιές (και συγχώριο) με πίκλες, χρένο και βασιλικό, μαριναρισμένες σε εσπεριδοειδή και λουσμένες με ζωμό καπνιστής ρέγγας. Γευστικότατα και τα δύο πιάτα, το δεύτερο μάλιστα εντελώς πρωτότυπο.
Για κύριο παραγγείλαμε σφυρίδα «σαν πλακί» με μαρμελάδα ντομάτας και τραγανό φρέσκο κρεμμυδάκι, η οποία έπλεε σε σάλτσα μαϊντανού, και λαβράκι ψητό με πουρέ από αμπελοφάσουλα, ψητό καλαμπόκι και ντοματίνια, ο οποίος περιχύθηκε με σάλτσα οστρακοειδών. Τόσες πολλές γεύσεις σε ένα πιάτο φοβάσαι ότι μάλλον θα μπερδευτούν, όμως κάθε μία ήταν απόλυτα διακριτή, φτάνει να έτρωγες χωρίς βιασύνη και με σωστές, δηλαδή μικρές μπουκιές – όπως επιτάσσει το fine dining.
Ακολούθησε ως pre-dessert το καθιερωμένο σορμπέ λεμονιού, για να καθαρίσει η γεύση πριν σερβιριστούν τα γλυκά, τα οποία έκλεισαν το δείπνο μας με τον καλύτερο τρόπο. Συγκεκριμένα η γυναίκα μου πήρε ένα κλαφουτί με παγωτό μαστίχα, βερίκοκα και αφράτη κρέμα δενδρολίβανο, ενώ εγώ – ορκισμένος σοκολατόφιλος – προτίμησα ένα γλυκό με τον δηλωτικό τίτλο «σοκολάτα 64%», το οποίο είχε βάση από crumble κακάο, από πάνω αλμυρή καραμέλα και καφέ και δίπλα μια μπαλίτσα παγωτό λεμονοθύμαρο, που έκανε την τέλεια αντίθεση στη γλύκα της σοκολάτας.
Συνοδεύσαμε το φαγητό μας με ένα ποτήρι μαλαγουζιά έκαστος. Καλή επιλογή, ταίριαξε πολύ καλά με τις θαλασσινές γεύσεις.
Μαζί με το λογαριασμό (226 € μαζί με το φιλοδώρημα) ήρθε – για να μας γλυκάνουν άραγε ???? – ένα δισκάκι με τρεις γλυκιές μπουκιές, κάτι σαν mignardise, από τα οποία ομολογώ ότι δεν ενθουσιάστηκα, μόνο το κλασικό σοκολατάκι έλεγε κάτι. Η αλήθεια όμως είναι ότι είχαμε πια όχι μόνο απολαύσει υπέροχες και διαφορετικές γεύσεις αλλά και χορτάσει.
Αν θα ξαναπήγαινα στο BAROZZI; Ασφαλώς ναι, ειδικά αν έχουμε κάτι να γιορτάσουμε, όπως προχθές τα γενέθλιά μου. Ένα γεύμα σε ένα πρωτοκλασάτο εστιατόριο, που για τη Νάξο αποτελεί κόσμημα, δεν είναι κάτι για κάθε βδομάδα, μία στις τόσες όμως μας αξίζει νομίζω η προσφορά μιας τέτοιας ακριβής πολυτέλειας.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Fine dining στη Νάξο – είναι δυνατόν; Ναι, φίλες και φίλοι μου, είναι δυνατόν, αρκεί να επισκεφτείτε – με καλή διάθεση και γεμάτο πορτοφόλι – το BAROZZI, στη δεξιά άκρη του λιμανιού, όπως το βλέπουμε από τη θάλασσα. Εκεί έχετε τη δυνατότητα να επιλέξετε ανάμεσα σε μενού γευσιγνωσίας και οινογνωσίας των 8 ή 5 σταδίων, με κόστος 135+90 και 105+70 ευρώ αντίστοιχα, που έχει επιμεληθεί ο πολύ γνωστός και καταξιωμένος σεφ Γκίκας Ξενάκης. Σε περίπτωση που η όρεξη και το πορτοφόλι σας θεωρήσουν ότι τόσο φαγητό και τόσο χρήμα (ανά άτομο!) είναι πολλά, και κατά την ταπεινή μου γνώμη όντως είναι, υπάρχει η λύση των 3 σταδίων, όπου επιλέγετε ένα ορεκτικό, ένα κυρίως πιάτο και ένα γλυκό, πληρώνετε 85 € συν τα ποτά σας και με 200 και κάτι ευρώ το ζευγάρι ξεμπερδεύετε. Αυτό προτιμούν, από όσο είδα, οι περισσότεροί – απόλυτα λογικό. Εκτός από τα τρία πιάτα άλλωστε το γεύμα συμπληρώνεται με ένα amuse bouche, ένα pre-dessert και ένα αποχαιρετιστήριο apres-dessert.
Πέραν από τις εξαιρετικές παρασκευές το BAROZZI προσφέρει τον καλύτερο, τον πιο φιλόξενο χώρο από όλα τα εστιατόρια της Νάξου. Φανταστείτε ένα καταπράσινο ανοικτό αίθριο με πέτρα στα τρία τέταρτα του χώρου και αναρριχώμενα φυτά στην πλευρά της εισόδου. Άνετα τραπέζια – όλα με βοηθητικό τραπεζάκι δίπλα – σε αραιή διάταξη, ακόμα πιο άνετα καθίσματα, και art de la table αρκούντως πολυτελής. Η εξυπηρέτηση παίρνει 10 με τόνο. Το προσωπικό ντυμένο ομοιόμορφα, χαμογελαστό και με σαφή γνώση του μενού, η πολύ καλή εντύπωση που είχε δημιουργηθεί, όταν πήγαμε για την κράτηση, συνεχίστηκε, δημιουργώντας τις καλύτερες προϋποθέσεις για ένα δείπνο που θα θυμάσαι. Τα πιάτα – όλα instragramικά σε εμφάνιση – ήρθαν στο τραπέζι μας με τρόπο τελετουργικό, χωρίς ίχνος βιασύνης. Το γεγονός ότι Δευτέρα βράδυ ένα τόσο ακριβό εστιατόριο ήταν γεμάτο μέχρι το τελευταίο τραπέζι – με την πλειοψηφία βέβαια να είναι πελάτες από την αλλοδαπή – λέει νομίζω πολλά.
Ας περάσουμε όμως στα της κουζίνας. Το καλό πράγμα από την αρχή φαίνεται, και αυτό επιβεβαιώθηκε με την amuse bouche, που έφτασε μαζί με χειροποίητο προζυμένιο ψωμί δύο ειδών και δήλωνε εμφατικά ότι εδώ τρώμε ναξιώτικα: βούτυρο Νάξου, ντόπιος ανθός αλατιού και ψιλοκομμένη ντομάτα στεφανωμένη με ναξιώτικο ελαιόλαδο. Χωρίς ντροπή σκουπίσαμε μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Είχαμε αποφασίσει αυθόρμητα να αφήσουμε στην άκρη τα πιάτα με κρέας. Έτσι για ορεκτικό εγώ πήρα κολοκυθοανθούς γεμισμένους με ρύζι και θαλασσινά – γαρίδα, καλαμάρι και μύδια – με κρέμα καρότο και σάλτσα που ευωδίαζε κελύφη γαρίδας, ενώ η γυναίκα μου – στην οποία χρωστάμε τα υπέροχα φωτογραφικά κολάζ – διάλεξε παλαμίδα, από την οποία ως γνωστόν βγαίνει η καλύτερη λακέρδα, σε ελαφρά καψαλισμένες μπουκιές (και συγχώριο) με πίκλες, χρένο και βασιλικό, μαριναρισμένες σε εσπεριδοειδή και λουσμένες με ζωμό καπνιστής ρέγγας. Γευστικότατα και τα δύο πιάτα, το δεύτερο μάλιστα εντελώς πρωτότυπο.
Για κύριο παραγγείλαμε σφυρίδα «σαν πλακί» με μαρμελάδα ντομάτας και τραγανό φρέσκο κρεμμυδάκι, η οποία έπλεε σε σάλτσα μαϊντανού, και λαβράκι ψητό με πουρέ από αμπελοφάσουλα, ψητό καλαμπόκι και ντοματίνια, ο οποίος περιχύθηκε με σάλτσα οστρακοειδών. Τόσες πολλές γεύσεις σε ένα πιάτο φοβάσαι ότι μάλλον θα μπερδευτούν, όμως κάθε μία ήταν απόλυτα διακριτή, φτάνει να έτρωγες χωρίς βιασύνη και με σωστές, δηλαδή μικρές μπουκιές – όπως επιτάσσει το fine dining.
Ακολούθησε ως pre-dessert το καθιερωμένο σορμπέ λεμονιού, για να καθαρίσει η γεύση πριν σερβιριστούν τα γλυκά, τα οποία έκλεισαν το δείπνο μας με τον καλύτερο τρόπο. Συγκεκριμένα η γυναίκα μου πήρε ένα κλαφουτί με παγωτό μαστίχα, βερίκοκα και αφράτη κρέμα δενδρολίβανο, ενώ εγώ – ορκισμένος σοκολατόφιλος – προτίμησα ένα γλυκό με τον δηλωτικό τίτλο «σοκολάτα 64%», το οποίο είχε βάση από crumble κακάο, από πάνω αλμυρή καραμέλα και καφέ και δίπλα μια μπαλίτσα παγωτό λεμονοθύμαρο, που έκανε την τέλεια αντίθεση στη γλύκα της σοκολάτας.
Συνοδεύσαμε το φαγητό μας με ένα ποτήρι μαλαγουζιά έκαστος. Καλή επιλογή, ταίριαξε πολύ καλά με τις θαλασσινές γεύσεις.
Μαζί με το λογαριασμό (226 € μαζί με το φιλοδώρημα) ήρθε – για να μας γλυκάνουν άραγε ???? – ένα δισκάκι με τρεις γλυκιές μπουκιές, κάτι σαν mignardise, από τα οποία ομολογώ ότι δεν ενθουσιάστηκα, μόνο το κλασικό σοκολατάκι έλεγε κάτι. Η αλήθεια όμως είναι ότι είχαμε πια όχι μόνο απολαύσει υπέροχες και διαφορετικές γεύσεις αλλά και χορτάσει.
Αν θα ξαναπήγαινα στο BAROZZI; Ασφαλώς ναι, ειδικά αν έχουμε κάτι να γιορτάσουμε, όπως προχθές τα γενέθλιά μου. Ένα γεύμα σε ένα πρωτοκλασάτο εστιατόριο, που για τη Νάξο αποτελεί κόσμημα, δεν είναι κάτι για κάθε βδομάδα, μία στις τόσες όμως μας αξίζει νομίζω η προσφορά μιας τέτοιας ακριβής πολυτέλειας.