Εγώ και ο περίεργος, σε νέες περιπέτειες. Και λέω σε νέες γιατί το να πάρεις έναν τύπο μονομανή με το κρέας και τους υδατάνθρακες, που δεν τρώει λαχανικά, σάλτσες και γενικώς νόστιμα και να τον πας σε «γκουρμέ μαγειρείο», το λες και ιεροσυλία, από αυτές που ξέρει η Γαρμπή πολύ καλά. . Τον πήγα όμως στα μικρά, κρυμμένα από τον κόσμο και το φως τραπεζάκια του και τον τάισα κιόλας, οπότε τώρα φέρτε μου λιοντάρια να δαμασω.
Ο χώρος δεν είναι ούτε για 1, οριακά να του αξίζει το 0,20/5 και αυτό επειδή σπορτάρει τουλάχιστον σουπλά στο τραπέζι. Τρία τραπεζάκια μέσα σε μια στοά στην Πανεπιστημίου, μερικά ακόμα μέσα στο μαγαζί που έχει να δει καλή μέρα από την εποχή που μεσουρανούσε το ΠΑΣΟΚ, και ένας κατάλογος ημέρας. Το σέρβις είναι ακριβώς αυτό που του ταιριάζει. Ένα παλικάρι που θα ήταν εξαιρετικός δημόσιος υπάλληλος αλλά δεν συμπλήρωσε τα μόρια, με αργό βήμα και βαριά καρδιά, η συμμετοχή του στην αίσθηση ότι είναι σελφ σέρβις και τον ξεβολεύεις είναι σημαντική. Ο δε μάγειρας, όταν πήγαμε να πληρώσουμε σε αυτόν γιατί ο σερβιτόρος αγνοούνταν, γεγονός που τουλάχιστον εξηγεί γιατί δεν μας έφερε ποτέ το νερό που του ζητήσαμε, μας είπε πόσο ξεκάθαρα θα ήθελε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού στον κόσμο πέρα από την κουζίνα του. Εγώ, γι αυτή την αφοπλιστική ειλικρινά, βάζω ένα βαθμό παραπάνω πάντως.
Ο λόγος για να πας, πέρα από το να περηφανεύεσαι μετά ότι έφαγες σε vegan friendly, cooperative γκουρμέ μαγειρείο ογκρατέν, είναι σαφώς το φαγητό. Έχει ένα μενού ημέρας με 3 σαλάτες, μερικά κυρίως και δυο γλυκά σε τίμιες ποσότητες και καλές τιμές, με τα πιάτα να τελειώνουν σταδιακά όσο περνάει η μέρα. Τίποτα από όσα φάγαμε δεν ήταν συνηθισμένο, και αυτό από μόνο του είναι ένας καλός λόγος να ξαναπάω. Αυτό και το πολύ φιλικό σέρβις.
Εμείς, εγώ δηλαδή, γιατί ο περίεργος παραμένει περίεργος και μόλις διάβασε τον κατάλογο ξεροκαταπιε αγχωμένος, πήραμε:
Μια πληγουροσαλάτα ατομική, που μόνο ατομική δεν ήταν. Με χρέωση 2,80€ η ατομική, περίμενα δέκα σπυριά πλιγούρι και μια ανάσα μυρωδικών από πάνω, αλλά ήρθε ένα μπολ ΝΑ με το συμπάθιο, κανονικότατη μερίδα, με τα πράσινα, τα κόκκινα και τα κίτρινα της μέσα γενναία. Για μένα το καλύτερο πράγμα που ήρθε και, αν δεν είχε τόσο έντονη την αίσθηση του λαδιού που την επέτεινε ότι έλειπαν αρκετά λεμόνι και αλάτι, θα της έβαζα 10 με τόνο, αριστείο και επίδομα. Επειδή η ανεύρεση σερβιτόρου ήταν λίγο πιο απίθανη από ανεύρεση λιγνίτη, την έφαγα ξενερωτη.
Ο περίεργος πήρε κοτόπουλο τραγανό, που προέκυψε πανέ, με πατάτες τηγανιτές γιατί οι καρέ είχαν τελειώσει. Μαζί και μια σως γιαουρτιού με μυρωδικά που επιμελώς σπρώχτηκε προς το μέρος μου γιατί, όπως είπαμε, σάλτσες και κάλτσες δεν αγγίζει. Το κοτόπουλο είχε πολύ χοντρή και τραγανή κρουστά και εγκρίθηκε ανάμεσα σε μουγγανιτά. Επειδή το δοκίμασα, μου φάνηκε καλύτερο από το δικό μου….
….Χοιρινό πανέ με σως μέλι, μουστάρδα και κρέμα γάλακτος. Ενώ το κρέας ήταν το πιο τρυφερό πράγμα που έχω πιάσει ποτέ, μετά από την κόρη μου όταν κοιμάται, και έλιωσε στο πιρούνι εντυπωσιακά, η σάλτσα κάπου με χάλασε, και δικαιώθηκε και ο γρουσούζης απέναντι που τις αποφεύγει. Είχε πολύ έντονη την μουστάρδα, που γενικά δεν αγαπώ με πάθος, δίνοντας ένα κάπως αταίριαστο αποτέλεσμα. Είναι όμως τόσο Καινούργια γεύση που θέλεις να το φας, γιατί αποκλείεται να το ξαναβρείς.
Κάπου εδώ θα έπρεπε να έχουμε σταματήσει, γιατί οι μερίδες είναι τροφαντές. Λέω θα έπρεπε γιατί η αυτοσυγκράτηση δεν ήταν ποτέ από τα δυνατά μου σημεία και, μόλις είδα το πιάτο στο διπλανό τραπέζι ζήλεψα κατάφωρα και παράφορα. Κάπως έτσι διέπραξε και το μεγαλύτερο έγκλημα της χρονιάς, αποκρύπτοντας από τον περίεργο επιμελώς ότι το mac n’ cheese Ήταν μεν με μανιτάρια, τυριά και κρέμα, απλώς η κρέμα ήταν από κουνουπίδι. Η τελευταία φορά που ο συγκεκριμένος άνθρωπος έφαγε κουνουπίδι ήταν στην κοιλιά της μαμάς του και άρχισε να κλωτσάει τόσο δυνατά που από τότε ήξεραν ότι θα γίνει ο Μεσσι της Βεΐκου. Το πιάτο πάντως ήταν πολύ καλό, και κουνουπίδι δεν καταλάβαινες.
Με την κοιλιά πρησμένη σαν του Μπουλη Φαταούλη, διψασμένοι απίστευτα από τα πολλά μπαχαρικά και με ζημιά 11,30 το άτομο, κατηφορισαμε την Πανεπιστημίου, εγώ για το γραφείο και ο περίεργος για προσευχή στο ναό της Μπριζολας, να εξαγνιστεί που έφαγε, έστω και κατά λάθος, το λαχανικό από την κόλαση.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Εγώ και ο περίεργος, σε νέες περιπέτειες. Και λέω σε νέες γιατί το να πάρεις έναν τύπο μονομανή με το κρέας και τους υδατάνθρακες, που δεν τρώει λαχανικά, σάλτσες και γενικώς νόστιμα και να τον πας σε «γκουρμέ μαγειρείο», το λες και ιεροσυλία, από αυτές που ξέρει η Γαρμπή πολύ καλά. . Τον πήγα όμως στα μικρά, κρυμμένα από τον κόσμο και το φως τραπεζάκια του και τον τάισα κιόλας, οπότε τώρα φέρτε μου λιοντάρια να δαμασω.
Ο χώρος δεν είναι ούτε για 1, οριακά να του αξίζει το 0,20/5 και αυτό επειδή σπορτάρει τουλάχιστον σουπλά στο τραπέζι. Τρία τραπεζάκια μέσα σε μια στοά στην Πανεπιστημίου, μερικά ακόμα μέσα στο μαγαζί που έχει να δει καλή μέρα από την εποχή που μεσουρανούσε το ΠΑΣΟΚ, και ένας κατάλογος ημέρας. Το σέρβις είναι ακριβώς αυτό που του ταιριάζει. Ένα παλικάρι που θα ήταν εξαιρετικός δημόσιος υπάλληλος αλλά δεν συμπλήρωσε τα μόρια, με αργό βήμα και βαριά καρδιά, η συμμετοχή του στην αίσθηση ότι είναι σελφ σέρβις και τον ξεβολεύεις είναι σημαντική. Ο δε μάγειρας, όταν πήγαμε να πληρώσουμε σε αυτόν γιατί ο σερβιτόρος αγνοούνταν, γεγονός που τουλάχιστον εξηγεί γιατί δεν μας έφερε ποτέ το νερό που του ζητήσαμε, μας είπε πόσο ξεκάθαρα θα ήθελε να βρίσκεται οπουδήποτε αλλού στον κόσμο πέρα από την κουζίνα του. Εγώ, γι αυτή την αφοπλιστική ειλικρινά, βάζω ένα βαθμό παραπάνω πάντως.
Ο λόγος για να πας, πέρα από το να περηφανεύεσαι μετά ότι έφαγες σε vegan friendly, cooperative γκουρμέ μαγειρείο ογκρατέν, είναι σαφώς το φαγητό. Έχει ένα μενού ημέρας με 3 σαλάτες, μερικά κυρίως και δυο γλυκά σε τίμιες ποσότητες και καλές τιμές, με τα πιάτα να τελειώνουν σταδιακά όσο περνάει η μέρα. Τίποτα από όσα φάγαμε δεν ήταν συνηθισμένο, και αυτό από μόνο του είναι ένας καλός λόγος να ξαναπάω. Αυτό και το πολύ φιλικό σέρβις.
Εμείς, εγώ δηλαδή, γιατί ο περίεργος παραμένει περίεργος και μόλις διάβασε τον κατάλογο ξεροκαταπιε αγχωμένος, πήραμε:
Μια πληγουροσαλάτα ατομική, που μόνο ατομική δεν ήταν. Με χρέωση 2,80€ η ατομική, περίμενα δέκα σπυριά πλιγούρι και μια ανάσα μυρωδικών από πάνω, αλλά ήρθε ένα μπολ ΝΑ με το συμπάθιο, κανονικότατη μερίδα, με τα πράσινα, τα κόκκινα και τα κίτρινα της μέσα γενναία. Για μένα το καλύτερο πράγμα που ήρθε και, αν δεν είχε τόσο έντονη την αίσθηση του λαδιού που την επέτεινε ότι έλειπαν αρκετά λεμόνι και αλάτι, θα της έβαζα 10 με τόνο, αριστείο και επίδομα. Επειδή η ανεύρεση σερβιτόρου ήταν λίγο πιο απίθανη από ανεύρεση λιγνίτη, την έφαγα ξενερωτη.
Ο περίεργος πήρε κοτόπουλο τραγανό, που προέκυψε πανέ, με πατάτες τηγανιτές γιατί οι καρέ είχαν τελειώσει. Μαζί και μια σως γιαουρτιού με μυρωδικά που επιμελώς σπρώχτηκε προς το μέρος μου γιατί, όπως είπαμε, σάλτσες και κάλτσες δεν αγγίζει. Το κοτόπουλο είχε πολύ χοντρή και τραγανή κρουστά και εγκρίθηκε ανάμεσα σε μουγγανιτά. Επειδή το δοκίμασα, μου φάνηκε καλύτερο από το δικό μου….
….Χοιρινό πανέ με σως μέλι, μουστάρδα και κρέμα γάλακτος. Ενώ το κρέας ήταν το πιο τρυφερό πράγμα που έχω πιάσει ποτέ, μετά από την κόρη μου όταν κοιμάται, και έλιωσε στο πιρούνι εντυπωσιακά, η σάλτσα κάπου με χάλασε, και δικαιώθηκε και ο γρουσούζης απέναντι που τις αποφεύγει. Είχε πολύ έντονη την μουστάρδα, που γενικά δεν αγαπώ με πάθος, δίνοντας ένα κάπως αταίριαστο αποτέλεσμα. Είναι όμως τόσο Καινούργια γεύση που θέλεις να το φας, γιατί αποκλείεται να το ξαναβρείς.
Κάπου εδώ θα έπρεπε να έχουμε σταματήσει, γιατί οι μερίδες είναι τροφαντές. Λέω θα έπρεπε γιατί η αυτοσυγκράτηση δεν ήταν ποτέ από τα δυνατά μου σημεία και, μόλις είδα το πιάτο στο διπλανό τραπέζι ζήλεψα κατάφωρα και παράφορα. Κάπως έτσι διέπραξε και το μεγαλύτερο έγκλημα της χρονιάς, αποκρύπτοντας από τον περίεργο επιμελώς ότι το mac n’ cheese Ήταν μεν με μανιτάρια, τυριά και κρέμα, απλώς η κρέμα ήταν από κουνουπίδι. Η τελευταία φορά που ο συγκεκριμένος άνθρωπος έφαγε κουνουπίδι ήταν στην κοιλιά της μαμάς του και άρχισε να κλωτσάει τόσο δυνατά που από τότε ήξεραν ότι θα γίνει ο Μεσσι της Βεΐκου. Το πιάτο πάντως ήταν πολύ καλό, και κουνουπίδι δεν καταλάβαινες.
Με την κοιλιά πρησμένη σαν του Μπουλη Φαταούλη, διψασμένοι απίστευτα από τα πολλά μπαχαρικά και με ζημιά 11,30 το άτομο, κατηφορισαμε την Πανεπιστημίου, εγώ για το γραφείο και ο περίεργος για προσευχή στο ναό της Μπριζολας, να εξαγνιστεί που έφαγε, έστω και κατά λάθος, το λαχανικό από την κόλαση.