Η επίσκεψη στην Θεσσαλονίκη αποτελεί εμπειρία διαχρονική, που κρατάει χρόνια και ποτέ δεν παραλείπεται. Θες λόγω δουλείας, θες τα χρόνια που έζησα κοντά της, θες η βόλτα στη Νίκης με την απίστευτη θαλασσινή αύρα, θες ο φιλικός κόσμος της, θες η Παλιά Πόλη με τα όμορφα ταβερνάκια της και τα κάστρα του Γεντί Γκουλέ, ποτέ δεν την ξεχνάω και αυτή ποτέ δεν με απογοητεύει.
Στην τελευταία μου επίσκεψη έτυχε να γνωρίσω έναν όμορφο χώρο που θυμίζει έντονα κουζίνα εξωτερικού, είτε λόγω της –κλασσικά πλέον- minilal διακοσμημένης σάλας με ξύλο και σίδερο, είτε του φωτιζόμενου χώρου λόγω του περιμετρικού τζαμιού, ακόμη και για την στενόμακρη κουζίνα αλλά κυρίως για την ευγένεια και την γνώση του προσωπικού.
Βρίσκεται ακριβώς πίσω από τα Δικαστήρια και κοντά στα Βυζαντινά τείχη της περιοχής, 2 λεπτά από την αρχή της Εγνατίας και τα φανάρι των δικαστηρίων. Περιοχή ταχέως αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια.
Το όνομα του το οφείλει στην επίσκεψη του διάβολου στη Μόσχα, βιβλίο και ταινία που αξίζουν να τα προσέξεις. Όπως ακριβώς και το εστιατόριο.
Ο χώρος γεμίζει από ανθρώπους όλων των ηλικιών και επαγγελμάτων. Χρειάζεται σίγουρα να κλείσεις ειδικά μεσημέρι, διότι γεμίζει από άτομα των Δικαστηρίων, που το προτιμούν για ένα πέρασμα ανάμεσα στις δίκες ή στο μεσημεριανό διάλειμμα.
Ο κατάλογος απλός και αναλυτικός με τα συστατικά του κάθε πιάτου. Θα περίμενα περισσότερα ορεκτικά από κυρίως πιάτα, όπως και λιγότερο comfort εμφάνιση κάποιων πιάτων για να χορτάσει και το μάτι, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη γεύση που ήταν αρκετά καλή.
Η λίστα κρασιών ενημερωμένη, σε νορμάλ επίπεδα τιμών. Κυρίαρχοι των καταλόγων οι μικροί παραγωγοί και τα ντόπια προϊόντα.
Αυτό φαίνεται καλύτερα στα τυριά που προσφέρει, αφού θα δεις ποικιλίες που δεν ήξερες ότι υπάρχουν.
Το ορεκτικό που μας έκανε αίσθηση από την αρχή ήταν το κιουνεφέ. Έφτασε ζεστό- ζεστό με τραγανό φύλλο, τριμμένο φιστίκι Αιγίνης, ισορροπημένα σιροπιασμένο, στο εσωτερικό του δε σολογούνι, τυρί ποντιακό (ή γεωργιανό, το ήξερα ως σολγκούν) ημίσκληρο αγελαδινό που συνδυάζει την τεχνική του κασεριού και της φέτας. Για πρώτη φορά που δοκίμασα, αρκετά μεστό σε γεύση, έδωσε μια έξτρα ώθηση στο κιουνεφέ.
Από σαλάτες δοκιμάσαμε μια πειραγμένη και αρκετά γευστική με δροσερό παντζάρι, γλυκοπατάτα σε πίκλα, κύβους φέτας, ελιά, περασμένη με dressing πορτοκαλιού και μια πράσινη δροσερή και φρέσκια, με μήλο, παστράμι και τριμμένο λευκό τυρί από την Ιθάκη κάτι σαν φέτα, με περισσότερα βότανα και πιο αλμυρή γεύση λόγω της ιδιαιτερότητας του πρόβατου που παράγει το γάλα (κάτσενο).
Στα κυρίως η safe επιλογή λέγεται πανσέτα, που στην περίπτωση μου είχε λίγο παραπάνω λιπάκι απ’ ότι έχω συνηθίσει, αφράτο πουρέ, πίκλα κρεμμυδιού και περασμένη σε σάλτσα από ξιδόμελο.
Η επιλογή που εξέπληξε αν και το φοβηθήκαμε ήταν το σιταρότο με τα μάγουλα. Σωστά χυλωμένο, γευστικό όσο δεν έπαιρνε, με ευχάριστη την παρουσία της τρούφας, σε αντίθεση με τα μανιτάρια που πέρασαν απαρατήρητα.
Οι χυλοπίτες όπως και οι φέτες τυριού στην κορυφή, κέρδιζαν σε γεύση τον pulled black pork ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, η δε κρέμα κολοκυθιού ήταν αρκετά γλυκιά και αφαιρούσε τελείως την αίσθηση του ότι τρως χοιρινό.
Τέλος το κατσικάκι (pulled και αυτό) ταίριαζε απόλυτα με τον τραχανά (θα διαφωνήσω με τον κατάλογο δεν ήταν ξινόχοντρος), το δε νεράντζι και η μαστίχα δημιουργούσαν ένα όμορφο contrast συναισθημάτων.
Κλείσαμε με ένα απίθανο πειραγμένο millefeille με αφράτη κρέμα λεμονιού, dots από λεμόνι, συνοδευόμενο με γευστικό sorbet λεμόνι βασιλικός.
Ο λογαριασμός, μαζί με 2 κρασιά νορμάλ τιμής, ανήλθε στα 30 ευρώ το άτομο, με το vfm ολίγον τι προς τα πάνω. Προσωπικά θα το δοκίμαζα για άλλη μια φορά.
Αν σας φέρει ο δρόμος από Θεσσαλονίκη βάλτε το στις επιλογές σας.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η επίσκεψη στην Θεσσαλονίκη αποτελεί εμπειρία διαχρονική, που κρατάει χρόνια και ποτέ δεν παραλείπεται. Θες λόγω δουλείας, θες τα χρόνια που έζησα κοντά της, θες η βόλτα στη Νίκης με την απίστευτη θαλασσινή αύρα, θες ο φιλικός κόσμος της, θες η Παλιά Πόλη με τα όμορφα ταβερνάκια της και τα κάστρα του Γεντί Γκουλέ, ποτέ δεν την ξεχνάω και αυτή ποτέ δεν με απογοητεύει.
Στην τελευταία μου επίσκεψη έτυχε να γνωρίσω έναν όμορφο χώρο που θυμίζει έντονα κουζίνα εξωτερικού, είτε λόγω της –κλασσικά πλέον- minilal διακοσμημένης σάλας με ξύλο και σίδερο, είτε του φωτιζόμενου χώρου λόγω του περιμετρικού τζαμιού, ακόμη και για την στενόμακρη κουζίνα αλλά κυρίως για την ευγένεια και την γνώση του προσωπικού.
Βρίσκεται ακριβώς πίσω από τα Δικαστήρια και κοντά στα Βυζαντινά τείχη της περιοχής, 2 λεπτά από την αρχή της Εγνατίας και τα φανάρι των δικαστηρίων. Περιοχή ταχέως αναπτυσσόμενη τα τελευταία χρόνια.
Το όνομα του το οφείλει στην επίσκεψη του διάβολου στη Μόσχα, βιβλίο και ταινία που αξίζουν να τα προσέξεις. Όπως ακριβώς και το εστιατόριο.
Ο χώρος γεμίζει από ανθρώπους όλων των ηλικιών και επαγγελμάτων. Χρειάζεται σίγουρα να κλείσεις ειδικά μεσημέρι, διότι γεμίζει από άτομα των Δικαστηρίων, που το προτιμούν για ένα πέρασμα ανάμεσα στις δίκες ή στο μεσημεριανό διάλειμμα.
Ο κατάλογος απλός και αναλυτικός με τα συστατικά του κάθε πιάτου. Θα περίμενα περισσότερα ορεκτικά από κυρίως πιάτα, όπως και λιγότερο comfort εμφάνιση κάποιων πιάτων για να χορτάσει και το μάτι, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με τη γεύση που ήταν αρκετά καλή.
Η λίστα κρασιών ενημερωμένη, σε νορμάλ επίπεδα τιμών. Κυρίαρχοι των καταλόγων οι μικροί παραγωγοί και τα ντόπια προϊόντα.
Αυτό φαίνεται καλύτερα στα τυριά που προσφέρει, αφού θα δεις ποικιλίες που δεν ήξερες ότι υπάρχουν.
Το ορεκτικό που μας έκανε αίσθηση από την αρχή ήταν το κιουνεφέ. Έφτασε ζεστό- ζεστό με τραγανό φύλλο, τριμμένο φιστίκι Αιγίνης, ισορροπημένα σιροπιασμένο, στο εσωτερικό του δε σολογούνι, τυρί ποντιακό (ή γεωργιανό, το ήξερα ως σολγκούν) ημίσκληρο αγελαδινό που συνδυάζει την τεχνική του κασεριού και της φέτας. Για πρώτη φορά που δοκίμασα, αρκετά μεστό σε γεύση, έδωσε μια έξτρα ώθηση στο κιουνεφέ.
Από σαλάτες δοκιμάσαμε μια πειραγμένη και αρκετά γευστική με δροσερό παντζάρι, γλυκοπατάτα σε πίκλα, κύβους φέτας, ελιά, περασμένη με dressing πορτοκαλιού και μια πράσινη δροσερή και φρέσκια, με μήλο, παστράμι και τριμμένο λευκό τυρί από την Ιθάκη κάτι σαν φέτα, με περισσότερα βότανα και πιο αλμυρή γεύση λόγω της ιδιαιτερότητας του πρόβατου που παράγει το γάλα (κάτσενο).
Στα κυρίως η safe επιλογή λέγεται πανσέτα, που στην περίπτωση μου είχε λίγο παραπάνω λιπάκι απ’ ότι έχω συνηθίσει, αφράτο πουρέ, πίκλα κρεμμυδιού και περασμένη σε σάλτσα από ξιδόμελο.
Η επιλογή που εξέπληξε αν και το φοβηθήκαμε ήταν το σιταρότο με τα μάγουλα. Σωστά χυλωμένο, γευστικό όσο δεν έπαιρνε, με ευχάριστη την παρουσία της τρούφας, σε αντίθεση με τα μανιτάρια που πέρασαν απαρατήρητα.
Οι χυλοπίτες όπως και οι φέτες τυριού στην κορυφή, κέρδιζαν σε γεύση τον pulled black pork ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο, η δε κρέμα κολοκυθιού ήταν αρκετά γλυκιά και αφαιρούσε τελείως την αίσθηση του ότι τρως χοιρινό.
Τέλος το κατσικάκι (pulled και αυτό) ταίριαζε απόλυτα με τον τραχανά (θα διαφωνήσω με τον κατάλογο δεν ήταν ξινόχοντρος), το δε νεράντζι και η μαστίχα δημιουργούσαν ένα όμορφο contrast συναισθημάτων.
Κλείσαμε με ένα απίθανο πειραγμένο millefeille με αφράτη κρέμα λεμονιού, dots από λεμόνι, συνοδευόμενο με γευστικό sorbet λεμόνι βασιλικός.
Ο λογαριασμός, μαζί με 2 κρασιά νορμάλ τιμής, ανήλθε στα 30 ευρώ το άτομο, με το vfm ολίγον τι προς τα πάνω. Προσωπικά θα το δοκίμαζα για άλλη μια φορά.
Αν σας φέρει ο δρόμος από Θεσσαλονίκη βάλτε το στις επιλογές σας.