Κριτική για τις Μουριές ευκολάκι, σα να κλέβεις εκκλησία. Και όχι μόνο για τις Μουριές αλλά και για όλα τα παρόμοια εστιατόρια-ταβέρνες παλαιάς κοπής.
Πόσο δύσκολο είναι να περιγράψεις τη μπριζόλα που έφαγες, αν ήταν σιτεμένη, καλά ψημένη, μεγάλο κομμάτι, αν οι πατάτες ήταν καλά τηγανισμένες, αν το τζατζίκι τσιμπούσε λίγο κλπ;
Πάμε να κάνουμε μια γενική και μια ειδική ανασκόπηση.
Οι Μουριές και η περιβόητη πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι αποτέλεσαν, την επιτομή της διασκέδασης στην Ελλάδα την δεκαετία του ‘80. Τότε που ο πατέρας φορούσε τα καλά του και έβγαζε την οικογένεια για φαγητό. Πήγαιναν στον Μήτσο, που έβγαζε και τραπεζάκια στην πλατεία, αμολούσαν τα παιδιά χωρίς έγνοια να παίξουν μέχρι να έρθει το φαγητό, χαιρετούσαν τον κυρ Γιώργο με την κυρά Ρούλα που είχαν πάει και αυτοί για το ωραίο συκώτι, σχολίαζαν την καθημερινότητα και μετά ξεκοκάλιζαν τις μπριζόλες συνοδεία κρασιού ή ζύθου, μέχρι τελικής πτώσεως.
Έτσι και η πλατεία Βαρνάβα. Συνδυάζει μαζί με τις Μουριές αλλά και 1-2 ακόμα ταβέρνες πέριξ της πλατείας, την παλιά διασκέδαση. Οι γονείς αλλά και οι παππούδες περιμένουν τα κρέατα και τα παιδιά παίζουν ανέμελα στην πλατεία.
Την όλη εικόνα χαλάνε μόνο κάτι νεανίες που αντί για την πλατεία κάθονται στο τραπέζι και έχουν απορροφηθεί στο tablet ή στο κινητό.
Πλατεία Βαρνάβα Σάββατο βράδυ 9 παρά αρκετές φορές στο παρελθόν και κάποιες στο εγγύς μέλλον. Ο κουμπάρος στην τρίχα όπως πάντα ντυμένος, μας περίμενε στο τραπέζι κάτω από τα αναρριχητικά φυτά και δίπλα από την πλατεία. Δροσιά αρκετή αν και η Αθήνα μέχρι λίγη ώρα πριν, έβραζε.
Ο μικρός πήρε την άγουσα για την πλατεία, εμείς ανοίξαμε τους χοντρόδετους καταλόγους, παραγγείλαμε και αρχίσαμε να σχολιάζουμε την καθημερινότητα.
Τη στιγμή που είχαμε φθάσει στα κυβερνητικά δρώμενα έφθασε το ψωμί σχεδόν μισό καρβέλι, εννοείται φρέσκο μαζί με την χωριάτικη. Δροσερή αρκετά, με φρέσκα υλικά, μεγάλο κομμάτι φέτας, ρίγανη, κάππαρη, ελιές και τα υπόλοιπα τα κλασικά. Βούτες όπως τα παλιά τα χρόνια που δεν σε απασχολούσε αν θα σε δει ο διπλανός να παπαριάζεις το ψωμί στο ελαιολαδον.
Ο σερβιτόρος βγαλμένος από ελληνική ταινία, χρησιμοποιούνταν από το μαγαζί μόνο ως κουβαλητής των εδεσμάτων. Παρ’ όλα αυτά λάθος δεν έκανε και τα έφερε και σε σωστούς χρόνους. Έφερε κα παγωμένο νεράκι σε κανάτα, το ανανέωνε με νεύμα του κουμπάρου, που γνωρίζονταν από τις πολλές φορές που είχε πάει, εργένης γαρ και όλα καλά.
Ένα τζατζίκι με έντονη τη γεύση του σκόρδου, με κυβάκια αγγουριού, όπως το τρώγαμε παλιά, φαγώθηκε άμεσα βουτώντας τις πατάτες, που αποτελούσαν το μόνιμο συνοδευτικό των κρεάτων τα χρόνια προ gourmet εποχής.
Σαγανάκι το κλασσικόν, τετράγωνο με φέτα λεμόνι δίπλα του, χωρίς συνοδεία μαρμελάδας ή chutney, κόπηκε στα 4, έφυγε άμεσα γιατί ήταν ωραίο όπως πάντα, με την κλασσική κρούστα παξιμαδιού και μαστιχωτό κεφαλοτύρι. Έτσι το τρώγαμε, έτσι μας αρέσει.
Τα κρέατα ψήθηκαν με τον σωστό τρόπο, χωρίς ερωτήσεις του στυλ, ‘’πως θέλετε να το ψήσουμε κύριε;’’ και χωρίς να έχουν καεί, κρατούσαν τους χυμούς τους ειδικά η μοσχαρίσια γάλακτος και το σουβλάκι, δεν είχαν ίχνος κοκκινίλας, η χοιρινή είχε μικρό κοκαλάκι, ξεροψημένο λιπάκι στην άκρη και ήταν γευστική και αυτή.
Στο διπλανό τραπέζι έτρωγαν θαλασσινά, αλλά σιγά μη πάω στις Μουριές για να φάω θαλασσινά.
Φάγαμε στο τέλος και ένα παγωτάκι, από το απέναντι μαγαζί που ανήκει και αυτό στον ιδιοκτήτη των Μουριών, μας κέρασε πλούσια ποσότητα δροσερού φρούτου, τελείωσε το παιγνίδι ο μικρός, πληρώσαμε ψιλοτσιμπημένα (18 per person), χαιρετηθήκαμε και φύγαμε ανανεώνοντας για την επόμενη φορά.
Άξια μνείας πάντως αποτελούν τα μαγειρευτά του, που έχω δοκιμάσει σε παλαιότερη επίσκεψη και που τα τίμησαν αρκετοί εκείνο το δροσερό βράδυ του Σαββάτου. Αλλά δεν είμαι ο τύπος που θα φάω βράδυ γεμιστά, παπουτσάκι ή μοσχάρι νουά (δοκιμάστε το).
Η διακόσμηση μέσα έχει μείνει στο παρελθόν. Βαριά πολύ βαριά με πολύ ξύλο, σε τοίχους, τραπέζια, καρέκλες και τα κλασικά καρό τραπεζομάντηλα. Κουράζει πλέον στο μάτι. Καθαριότητα, εννοούμενη στο μέγιστο μιας και στο μαγαζί αποτελεί ολόκληρη αρχοντιά.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Κριτική για τις Μουριές ευκολάκι, σα να κλέβεις εκκλησία. Και όχι μόνο για τις Μουριές αλλά και για όλα τα παρόμοια εστιατόρια-ταβέρνες παλαιάς κοπής.
Πόσο δύσκολο είναι να περιγράψεις τη μπριζόλα που έφαγες, αν ήταν σιτεμένη, καλά ψημένη, μεγάλο κομμάτι, αν οι πατάτες ήταν καλά τηγανισμένες, αν το τζατζίκι τσιμπούσε λίγο κλπ;
Πάμε να κάνουμε μια γενική και μια ειδική ανασκόπηση.
Οι Μουριές και η περιβόητη πλατεία Βαρνάβα στο Παγκράτι αποτέλεσαν, την επιτομή της διασκέδασης στην Ελλάδα την δεκαετία του ‘80. Τότε που ο πατέρας φορούσε τα καλά του και έβγαζε την οικογένεια για φαγητό. Πήγαιναν στον Μήτσο, που έβγαζε και τραπεζάκια στην πλατεία, αμολούσαν τα παιδιά χωρίς έγνοια να παίξουν μέχρι να έρθει το φαγητό, χαιρετούσαν τον κυρ Γιώργο με την κυρά Ρούλα που είχαν πάει και αυτοί για το ωραίο συκώτι, σχολίαζαν την καθημερινότητα και μετά ξεκοκάλιζαν τις μπριζόλες συνοδεία κρασιού ή ζύθου, μέχρι τελικής πτώσεως.
Έτσι και η πλατεία Βαρνάβα. Συνδυάζει μαζί με τις Μουριές αλλά και 1-2 ακόμα ταβέρνες πέριξ της πλατείας, την παλιά διασκέδαση. Οι γονείς αλλά και οι παππούδες περιμένουν τα κρέατα και τα παιδιά παίζουν ανέμελα στην πλατεία.
Την όλη εικόνα χαλάνε μόνο κάτι νεανίες που αντί για την πλατεία κάθονται στο τραπέζι και έχουν απορροφηθεί στο tablet ή στο κινητό.
Πλατεία Βαρνάβα Σάββατο βράδυ 9 παρά αρκετές φορές στο παρελθόν και κάποιες στο εγγύς μέλλον. Ο κουμπάρος στην τρίχα όπως πάντα ντυμένος, μας περίμενε στο τραπέζι κάτω από τα αναρριχητικά φυτά και δίπλα από την πλατεία. Δροσιά αρκετή αν και η Αθήνα μέχρι λίγη ώρα πριν, έβραζε.
Ο μικρός πήρε την άγουσα για την πλατεία, εμείς ανοίξαμε τους χοντρόδετους καταλόγους, παραγγείλαμε και αρχίσαμε να σχολιάζουμε την καθημερινότητα.
Τη στιγμή που είχαμε φθάσει στα κυβερνητικά δρώμενα έφθασε το ψωμί σχεδόν μισό καρβέλι, εννοείται φρέσκο μαζί με την χωριάτικη. Δροσερή αρκετά, με φρέσκα υλικά, μεγάλο κομμάτι φέτας, ρίγανη, κάππαρη, ελιές και τα υπόλοιπα τα κλασικά. Βούτες όπως τα παλιά τα χρόνια που δεν σε απασχολούσε αν θα σε δει ο διπλανός να παπαριάζεις το ψωμί στο ελαιολαδον.
Ο σερβιτόρος βγαλμένος από ελληνική ταινία, χρησιμοποιούνταν από το μαγαζί μόνο ως κουβαλητής των εδεσμάτων. Παρ’ όλα αυτά λάθος δεν έκανε και τα έφερε και σε σωστούς χρόνους. Έφερε κα παγωμένο νεράκι σε κανάτα, το ανανέωνε με νεύμα του κουμπάρου, που γνωρίζονταν από τις πολλές φορές που είχε πάει, εργένης γαρ και όλα καλά.
Ένα τζατζίκι με έντονη τη γεύση του σκόρδου, με κυβάκια αγγουριού, όπως το τρώγαμε παλιά, φαγώθηκε άμεσα βουτώντας τις πατάτες, που αποτελούσαν το μόνιμο συνοδευτικό των κρεάτων τα χρόνια προ gourmet εποχής.
Σαγανάκι το κλασσικόν, τετράγωνο με φέτα λεμόνι δίπλα του, χωρίς συνοδεία μαρμελάδας ή chutney, κόπηκε στα 4, έφυγε άμεσα γιατί ήταν ωραίο όπως πάντα, με την κλασσική κρούστα παξιμαδιού και μαστιχωτό κεφαλοτύρι. Έτσι το τρώγαμε, έτσι μας αρέσει.
Τα κρέατα ψήθηκαν με τον σωστό τρόπο, χωρίς ερωτήσεις του στυλ, ‘’πως θέλετε να το ψήσουμε κύριε;’’ και χωρίς να έχουν καεί, κρατούσαν τους χυμούς τους ειδικά η μοσχαρίσια γάλακτος και το σουβλάκι, δεν είχαν ίχνος κοκκινίλας, η χοιρινή είχε μικρό κοκαλάκι, ξεροψημένο λιπάκι στην άκρη και ήταν γευστική και αυτή.
Στο διπλανό τραπέζι έτρωγαν θαλασσινά, αλλά σιγά μη πάω στις Μουριές για να φάω θαλασσινά.
Φάγαμε στο τέλος και ένα παγωτάκι, από το απέναντι μαγαζί που ανήκει και αυτό στον ιδιοκτήτη των Μουριών, μας κέρασε πλούσια ποσότητα δροσερού φρούτου, τελείωσε το παιγνίδι ο μικρός, πληρώσαμε ψιλοτσιμπημένα (18 per person), χαιρετηθήκαμε και φύγαμε ανανεώνοντας για την επόμενη φορά.
Άξια μνείας πάντως αποτελούν τα μαγειρευτά του, που έχω δοκιμάσει σε παλαιότερη επίσκεψη και που τα τίμησαν αρκετοί εκείνο το δροσερό βράδυ του Σαββάτου. Αλλά δεν είμαι ο τύπος που θα φάω βράδυ γεμιστά, παπουτσάκι ή μοσχάρι νουά (δοκιμάστε το).
Η διακόσμηση μέσα έχει μείνει στο παρελθόν. Βαριά πολύ βαριά με πολύ ξύλο, σε τοίχους, τραπέζια, καρέκλες και τα κλασικά καρό τραπεζομάντηλα. Κουράζει πλέον στο μάτι. Καθαριότητα, εννοούμενη στο μέγιστο μιας και στο μαγαζί αποτελεί ολόκληρη αρχοντιά.