Η περιπετειώδης επίσκεψη στον ‘’Πανούλη’’.
Ήταν γραφτό να φάμε στον ‘’Πανούλη’’. Καρμικό θα έλεγα και ας μην το ξέραμε από τη μέρα που φτάσαμε, ας μην τον είχα προσέξει, όταν δημιουργούσα την στήλη ‘’to eat’’ στον οδηγό, πριν την αναχώρηση για Αλόννησο. Η πρώτη φορά.
Ακριβώς δίπλα από το Πατητήρι και σχεδόν ενωμένος μαζί του, βρίσκεται ο γιαλός του Βότση. Ένα γραφικό λιμανάκι με αρκετά σκάφη και μερικές ταβερνούλες, κάποιες από αυτές σκαρφαλωμένες στο μπαλκόνι του γιαλού. Αφού η παραλιακή ταβέρνα μας φάνηκε τουριστική, κινήσαμε για τη φωτισμένη σαν μαγαζί ελληνικής ταινίας επόμενη επιλογή. Θες το στριμωξίδι στο παρκάρισμα των αυτοκινήτων, θες ο ωχαδερφισμός που μας έπιασε εκείνο το σούρουπο, θες η πανσέληνος, η ουσία είναι ‘’Πανούλης’’ γιοκ. Οι ενδιάμεσες φορές.
– Πάμε Βότση για φαγητό;
– Ωωωωχοοοού, έχεις κολλήσει με του Βότση. Εγώ και οι άλλοι! Η επίσκεψη.
Μετά από τρομερή μπανάρα στην πολυδιαφημισμένη παραλία του Αγίου Δημητρίου, μεγάλη η χάρη του και αφού φάγαμε άσχημη πόρτα σε πολυδιαφημισμένο εστιατόριο του νησιού, συν ότι και το άλλο εστιατόριο του Βότση δεν είχε ανοίξει ακόμα, που λέτε να πήγαμε; Στον Πάνο, τον ‘’Πανούλη’’, που αν και κουρασμένος από τον μεσημεριανό κόσμο και πριν προετοιμάσει τον χώρο για τους βραδινούς πεινασμένους, μας είδε ‘’φάντης μπαστούνι’’ και παρ’ όλο το αρχικό ξάφνιασμα, μας περιποιήθηκε εξαιρετικά.
Κρεμασμένοι λοιπόν στο μπαλκόνι του μαγαζιού και με τρομερή θέα στον ρομαντικό κόλπο, ήρθε η ώρα του φαγητού. Το φαγητό. (Επιτέλους) Καρβέλι φρέσκο λευκό, χωρίς σουσάμι, για να αλείψουμε τη λευκή νόστιμη και με υποψία καψίματος τυροσαλάτα. Δεν μας χάλασε καθόλου. Αν μας χαλούσε θα παίρναμε τυροκαυτερή.
Και μόλις την τελειώσαμε και αρχίσαμε και κοιτιόμασταν, νάσου και τα zucchini με το τζατζικάκι στη μέση, αλάδωτα, κρατσανιστά αλλά λίγα. Θα μου πεις ορεκτικό είναι, ναι θα σου πω αλλά ποιος να πρωτοφάει; Τα παιδιά ή οι μεγάλοι;
Μάλλον μας πήρε είδηση ο σερβιτόρος και τρέχοντας έφτασε ο αλλιώτικος ο ντάκος, με μπόλικο τόνο Αλοννήσου (νοστιμότατος όπου τον βρείτε δοκιμάστε τον) κρεμμύδι ελιές, ρίγανη, και στη βάση ψιλοκομμένη ντοματούλα και μπόλικο εκλεκτό κρίταμο, καρπό συν φύλλα. Σαλάτα με τα όλα της.
Άνοιξε ή όρεξη; Όχι ακριβώς, οπότε ήρθε η τυρόπιτα Αλοννήσου να κλείσει τα κενά. Τραγανό στριφτό φύλλο, χωρίς κενά στο στρίψιμο, με μπόλικη φέτα να γεμίζει τα κενά, ήταν ό,τι χρειαζόμασταν πριν τα κρέατα.
Διότι κρέατα θα τρώγαμε, όχι ξανά θαλασσινά. Τηγανιτοί κεφτέδες της κυρίας που αν δεν τους έπαιρνε, θα γεννούσε και δεν το θέλαμε και σουτζουκάκια, μαμαδίσια πιάτα και τα δύο, ένιωθες τον κιμά που υπερτερούσε στον ουρανίσκο. Ωραία η κόκκινη σάλτσα, νοστίμισε και τις πατάτες που δεν ήταν χεράτες αλλά ήταν χρυσαφένιες, άψογο το τηγάνισμα στα κρεατοσφαιρίδια.
Και κάπου εκεί γίνεται μια φιλολογική συζήτηση για το βάρος της χοιρινής tomahawk που ζητήσαμε. Επειδή με το 10 πάνω 10 κάτω, μάλλον θα μέναμε νηστικοί, άκουσα τους υπόλοιπους κα νάσου και η τρομερή τηγανιά του μπεκρή. Γευστικότατη κρασάτη και ριγανάτη, ήρθε να βοηθήσει την μικρούλα, αλλά ζουμερή και εξαιρετικά ψημένη tomahawk, να χορτάσουμε.
Και σίγουρα χορτάσαμε, ήπιαμε και λίγο κρασάκι, λευκό ξηρό και δροσερό, τα είπαμε, τα ξαναείπαμε, γελάσαμε αρκετά, μαζί με τον λογαριασμό (22 pp) μας κέρασε και παγωτίνια (I think) και ευχαριστημένοι τα μαζέψαμε, διότι είχαμε και βραδινή έξοδο! Να πάτε στον ‘’Πανούλη’’, να πάτε για κρέατα αφού σε αυτό ειδικεύεται, αν και υπάρχουν και θαλασσινές επιλογές, να πάτε να καθίσετε στο μπαλκονάκι, γιατί ο γιαλός του Βότση είναι όμορφος και σίγουρα θα ξαναερωτευτείτε…
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η περιπετειώδης επίσκεψη στον ‘’Πανούλη’’.
Ήταν γραφτό να φάμε στον ‘’Πανούλη’’. Καρμικό θα έλεγα και ας μην το ξέραμε από τη μέρα που φτάσαμε, ας μην τον είχα προσέξει, όταν δημιουργούσα την στήλη ‘’to eat’’ στον οδηγό, πριν την αναχώρηση για Αλόννησο.
Η πρώτη φορά.
Ακριβώς δίπλα από το Πατητήρι και σχεδόν ενωμένος μαζί του, βρίσκεται ο γιαλός του Βότση. Ένα γραφικό λιμανάκι με αρκετά σκάφη και μερικές ταβερνούλες, κάποιες από αυτές σκαρφαλωμένες στο μπαλκόνι του γιαλού. Αφού η παραλιακή ταβέρνα μας φάνηκε τουριστική, κινήσαμε για τη φωτισμένη σαν μαγαζί ελληνικής ταινίας επόμενη επιλογή. Θες το στριμωξίδι στο παρκάρισμα των αυτοκινήτων, θες ο ωχαδερφισμός που μας έπιασε εκείνο το σούρουπο, θες η πανσέληνος, η ουσία είναι ‘’Πανούλης’’ γιοκ.
Οι ενδιάμεσες φορές.
– Πάμε Βότση για φαγητό;
– Ωωωωχοοοού, έχεις κολλήσει με του Βότση. Εγώ και οι άλλοι!
Η επίσκεψη.
Μετά από τρομερή μπανάρα στην πολυδιαφημισμένη παραλία του Αγίου Δημητρίου, μεγάλη η χάρη του και αφού φάγαμε άσχημη πόρτα σε πολυδιαφημισμένο εστιατόριο του νησιού, συν ότι και το άλλο εστιατόριο του Βότση δεν είχε ανοίξει ακόμα, που λέτε να πήγαμε;
Στον Πάνο, τον ‘’Πανούλη’’, που αν και κουρασμένος από τον μεσημεριανό κόσμο και πριν προετοιμάσει τον χώρο για τους βραδινούς πεινασμένους, μας είδε ‘’φάντης μπαστούνι’’ και παρ’ όλο το αρχικό ξάφνιασμα, μας περιποιήθηκε εξαιρετικά.
Κρεμασμένοι λοιπόν στο μπαλκόνι του μαγαζιού και με τρομερή θέα στον ρομαντικό κόλπο, ήρθε η ώρα του φαγητού.
Το φαγητό. (Επιτέλους)
Καρβέλι φρέσκο λευκό, χωρίς σουσάμι, για να αλείψουμε τη λευκή νόστιμη και με υποψία καψίματος τυροσαλάτα. Δεν μας χάλασε καθόλου. Αν μας χαλούσε θα παίρναμε τυροκαυτερή.
Και μόλις την τελειώσαμε και αρχίσαμε και κοιτιόμασταν, νάσου και τα zucchini με το τζατζικάκι στη μέση, αλάδωτα, κρατσανιστά αλλά λίγα. Θα μου πεις ορεκτικό είναι, ναι θα σου πω αλλά ποιος να πρωτοφάει; Τα παιδιά ή οι μεγάλοι;
Μάλλον μας πήρε είδηση ο σερβιτόρος και τρέχοντας έφτασε ο αλλιώτικος ο ντάκος, με μπόλικο τόνο Αλοννήσου (νοστιμότατος όπου τον βρείτε δοκιμάστε τον) κρεμμύδι ελιές, ρίγανη, και στη βάση ψιλοκομμένη ντοματούλα και μπόλικο εκλεκτό κρίταμο, καρπό συν φύλλα. Σαλάτα με τα όλα της.
Άνοιξε ή όρεξη; Όχι ακριβώς, οπότε ήρθε η τυρόπιτα Αλοννήσου να κλείσει τα κενά. Τραγανό στριφτό φύλλο, χωρίς κενά στο στρίψιμο, με μπόλικη φέτα να γεμίζει τα κενά, ήταν ό,τι χρειαζόμασταν πριν τα κρέατα.
Διότι κρέατα θα τρώγαμε, όχι ξανά θαλασσινά.
Τηγανιτοί κεφτέδες της κυρίας που αν δεν τους έπαιρνε, θα γεννούσε και δεν το θέλαμε και σουτζουκάκια, μαμαδίσια πιάτα και τα δύο, ένιωθες τον κιμά που υπερτερούσε στον ουρανίσκο. Ωραία η κόκκινη σάλτσα, νοστίμισε και τις πατάτες που δεν ήταν χεράτες αλλά ήταν χρυσαφένιες, άψογο το τηγάνισμα στα κρεατοσφαιρίδια.
Και κάπου εκεί γίνεται μια φιλολογική συζήτηση για το βάρος της χοιρινής tomahawk που ζητήσαμε. Επειδή με το 10 πάνω 10 κάτω, μάλλον θα μέναμε νηστικοί, άκουσα τους υπόλοιπους κα νάσου και η τρομερή τηγανιά του μπεκρή. Γευστικότατη κρασάτη και ριγανάτη, ήρθε να βοηθήσει την μικρούλα, αλλά ζουμερή και εξαιρετικά ψημένη tomahawk, να χορτάσουμε.
Και σίγουρα χορτάσαμε, ήπιαμε και λίγο κρασάκι, λευκό ξηρό και δροσερό, τα είπαμε, τα ξαναείπαμε, γελάσαμε αρκετά, μαζί με τον λογαριασμό (22 pp) μας κέρασε και παγωτίνια (I think) και ευχαριστημένοι τα μαζέψαμε, διότι είχαμε και βραδινή έξοδο!
Να πάτε στον ‘’Πανούλη’’, να πάτε για κρέατα αφού σε αυτό ειδικεύεται, αν και υπάρχουν και θαλασσινές επιλογές, να πάτε να καθίσετε στο μπαλκονάκι, γιατί ο γιαλός του Βότση είναι όμορφος και σίγουρα θα ξαναερωτευτείτε…