Η αλήθεια είναι ότι μόνο ο γιός θα μπορούσε να ξετρυπώσει τέτοιο μαγαζί.
Κτίριο που δεν το ενδιαφέρει αν το απειλούν οι πέριξ πολυκατοικίες.
Στέκει εκεί αναλλοίωτο στον χρόνο, φρεσκοβαμμένο σε ροζ απόχρωση, με εκείνες τις παλιές καρέκλες των θερινών κινηματογράφων με το πλεκτό πλαστικό κορδόνι σε κόκκινο χρώμα και τα τραπέζια καφενείου, έτοιμο να υποδεχτεί τους πειναλέους Αθηναίους αλλά και άλλους που μόλις τέλειωσαν τη δουλεία και θέλουν να πιούν μια μπύρα ή ένα κρασάκι, με ένα πιάτο στο κέντρο, πριν επιστρέψουν σπίτι. Λίγα τραπεζάκια μέσα και έξω, έξω στο πεζοδρόμιο χωρίς να ενοχλεί το πήγαινε – έλα των αυτοκινήτων, ταμπέλα από την παλιά του χρήση ως λογιστικό γραφείο ‘’Ευλαλία Λογιστικά και κάτι ψιλά’’, αλλά και σε μια γωνία τοποθετημένη για να θυμόμαστε το παρελθόν, η μαρμάρινη πλάκα που σε 5 γραμμές περιγράφει τους πρώτους ιδιοκτήτες, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό.
Σε ένα τέτοιο μαγαζί θα περίμενες ένα σπιρτόζικο, ευχάριστο, χαμογελαστό και οικείο προς τον πελάτη – επισκέπτη service. Κάτι τέτοιο δεν είδα, είδα άνευρο και μουτρωμένο προσωπικό, που κοιτούσες αλλού για να μη σου χαλάσει τη διάθεση. Μικρή η κάρτα του μενού, θα έλεγα δυσανάλογη με τα ποτά που με εξέπληξαν ευχάριστα αφού απουσιάζουν οι πολυεθνικές και όλα είναι από Έλληνες παραγωγούς ανά την Ελλάδα.Δοκίμασα μέχρι να έρθει ο γιός, εξαιρετικό παστουρμά από ψάρι, το γνωστό τζιμένι, με έντονο το κάπνισμα και απίθανα τα μπαχαρικά του, σε μια τεράστια μερίδα που άνετα δοκίμαζε και το δίπλα τραπέζι. Σωστά μαγειρεμένο το ταμπουλέ που μόνο με το συνοδευτικό λεμόνι είναι από τα πιάτα που το τρως μόνος σου και ακούν οι γύρω, μουγκρητά ευχαρίστησης. Εκεί που ο μάγειρας έδωσε ρέστα ήταν το πιάτο με τις μπουκίτσες κοτόπουλου με σάλτσα φέτας.
Πιάτο για πολλά μπράβο, αφού η ισορροπία της σάλτσας και των μπαχαρικών ήταν υποδειγματική. Τέλος χοιρινό μπριζολάκι, ριγανολεμονάτο χωρίς περιττά επάνω του και με ελάχιστο κόκκαλο, φαγώθηκε σα να μην υπάρχει αύριο.
Συνοδέψαμε με μια πολύ καλή μαλαγουζιά που πήγαινε γάντι με όλα τα πιάτα. Ο λογαριασμός υποδειγματικός, είναι για σεμινάριο για αυτούς που έχουν καραμέλα το ‘’δεν βγαίνω μάνα μου’’.
Άνοιξε αθόρυβα χωρίς το απαραίτητο χαμό στα social, εκεί που το Μετς συναντάει το Παγκράτι, στη γειτονιά που κάποτε λεγόταν Γούβα αλλά και πιο παλιά Άγιο Αρτέμιος, διαδόθηκε στόμα με στόμα και γεμίζει κόσμο πολύ γρήγορα γιατί είναι παρεΐστικο, ζωντανό, με καλό φαγητό στη μέση και προσιτές τιμές.
Σου βγάζει έντονα αναμνήσεις γειτονιάς και παλιάς Ελλάδας που τόσο μας έχουν λείψει. Ευελπιστώ να διατηρήσει αυτό του το προφίλ για να το επισκεφτώ και στον μέσα χώρο που είναι πανέμορφος.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η αλήθεια είναι ότι μόνο ο γιός θα μπορούσε να ξετρυπώσει τέτοιο μαγαζί.
Κτίριο που δεν το ενδιαφέρει αν το απειλούν οι πέριξ πολυκατοικίες.
Στέκει εκεί αναλλοίωτο στον χρόνο, φρεσκοβαμμένο σε ροζ απόχρωση, με εκείνες τις παλιές καρέκλες των θερινών κινηματογράφων με το πλεκτό πλαστικό κορδόνι σε κόκκινο χρώμα και τα τραπέζια καφενείου, έτοιμο να υποδεχτεί τους πειναλέους Αθηναίους αλλά και άλλους που μόλις τέλειωσαν τη δουλεία και θέλουν να πιούν μια μπύρα ή ένα κρασάκι, με ένα πιάτο στο κέντρο, πριν επιστρέψουν σπίτι.
Λίγα τραπεζάκια μέσα και έξω, έξω στο πεζοδρόμιο χωρίς να ενοχλεί το πήγαινε – έλα των αυτοκινήτων, ταμπέλα από την παλιά του χρήση ως λογιστικό γραφείο ‘’Ευλαλία Λογιστικά και κάτι ψιλά’’, αλλά και σε μια γωνία τοποθετημένη για να θυμόμαστε το παρελθόν, η μαρμάρινη πλάκα που σε 5 γραμμές περιγράφει τους πρώτους ιδιοκτήτες, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Ε ξ α ι ρ ε τ ι κ ό.
Σε ένα τέτοιο μαγαζί θα περίμενες ένα σπιρτόζικο, ευχάριστο, χαμογελαστό και οικείο προς τον πελάτη – επισκέπτη service. Κάτι τέτοιο δεν είδα, είδα άνευρο και μουτρωμένο προσωπικό, που κοιτούσες αλλού για να μη σου χαλάσει τη διάθεση.
Μικρή η κάρτα του μενού, θα έλεγα δυσανάλογη με τα ποτά που με εξέπληξαν ευχάριστα αφού απουσιάζουν οι πολυεθνικές και όλα είναι από Έλληνες παραγωγούς ανά την Ελλάδα.Δοκίμασα μέχρι να έρθει ο γιός, εξαιρετικό παστουρμά από ψάρι, το γνωστό τζιμένι, με έντονο το κάπνισμα και απίθανα τα μπαχαρικά του, σε μια τεράστια μερίδα που άνετα δοκίμαζε και το δίπλα τραπέζι. Σωστά μαγειρεμένο το ταμπουλέ που μόνο με το συνοδευτικό λεμόνι είναι από τα πιάτα που το τρως μόνος σου και ακούν οι γύρω, μουγκρητά ευχαρίστησης. Εκεί που ο μάγειρας έδωσε ρέστα ήταν το πιάτο με τις μπουκίτσες κοτόπουλου με σάλτσα φέτας.
Πιάτο για πολλά μπράβο, αφού η ισορροπία της σάλτσας και των μπαχαρικών ήταν υποδειγματική. Τέλος χοιρινό μπριζολάκι, ριγανολεμονάτο χωρίς περιττά επάνω του και με ελάχιστο κόκκαλο, φαγώθηκε σα να μην υπάρχει αύριο.
Συνοδέψαμε με μια πολύ καλή μαλαγουζιά που πήγαινε γάντι με όλα τα πιάτα.
Ο λογαριασμός υποδειγματικός, είναι για σεμινάριο για αυτούς που έχουν καραμέλα το ‘’δεν βγαίνω μάνα μου’’.
Άνοιξε αθόρυβα χωρίς το απαραίτητο χαμό στα social, εκεί που το Μετς συναντάει το Παγκράτι, στη γειτονιά που κάποτε λεγόταν Γούβα αλλά και πιο παλιά Άγιο Αρτέμιος, διαδόθηκε στόμα με στόμα και γεμίζει κόσμο πολύ γρήγορα γιατί είναι παρεΐστικο, ζωντανό, με καλό φαγητό στη μέση και προσιτές τιμές.
Σου βγάζει έντονα αναμνήσεις γειτονιάς και παλιάς Ελλάδας που τόσο μας έχουν λείψει. Ευελπιστώ να διατηρήσει αυτό του το προφίλ για να το επισκεφτώ και στον μέσα χώρο που είναι πανέμορφος.