ΑΝΕΤΟΝ
Μετά την πρώτη μου επίσκεψη στο ΑΝΕΤΟΝ, εκστρατεία κανονική από τη Νέα Σμύρνη στα βάθη του Αμαρουσίου, τον Ιανουάριο του 2014, είχα ξεκινήσει την κριτική μου ως εξής: «Επιχειρηματικά το να ανοίξεις εστιατόριο σε μια καθαρά οικιστική περιοχή, χωρίς ούτε σουβλατζίδικο σε ακτίνα 500 μέτρων, είναι δίκοπο μαχαίρι. Αν πιάσει, έχεις πολλά πλεονεκτήματα: απουσία ανταγωνισμού, με ότι θετικό – και αρνητικό – συνεπάγεται, κοντινή «αποκλειστική» πελατεία, άνεση στο παρκάρισμα. Αν πάλι δεν πάει καλά, ποιος θα θυμάται, περνώντας από αυτόν τον ήσυχο δρόμο, ότι εδώ στέγασε, κάποτε, ένας φιλόδοξος σεφ από τη συμπρωτεύουσα τα όνειρά του.» Ο σεφ στον οποίο αναφερόμουν είναι ο Βασίλης Καλλίδης.
Τα χρόνια πέρασαν, ο κύριος Καλλίδης δε μένει πια εδώ, ούτε όμως και το ΑΝΕΤΟΝ, το οποίο πριν λίγους μήνες πήρε τον ομματιών του και, με άλλον σεφ στο τιμόνι, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, μετακόμισε στο κέντρο της Αθήνας, πολύ κοντά στη διασταύρωση της Ναυάρχου Νικοδήμου με τη Φιλελλήνων. Στο σημείο αυτό έχει δημιουργηθεί μια πολύχρωμη εστιατορική πιάτσα, πολύ κοντά βρίσκεται π.χ. το NOLAN, που προσελκύει κόσμο. Η νέα θέση του ΑΝΕΤΟΝ έχει απλώς το μειονέκτημα να βρίσκεται κοντά σε φανάρι με κίνηση και απέναντι από ένα πάρκινγκ, πράγμα που ίσως, όμως, μπορεί να το δει κανείς θετικά, δεδομένης της πολύ μεγάλης δυσκολίας για παρκάρισμα στην περιοχή (6 στα 10).
Το, σχετικά, στενό πεζοδρόμιο δεν επιτρέπει παρά ελάχιστα τραπέζια έξω, κάτι που για τα περισσότερα μαγαζιά του κέντρου είναι δεδομένο, αναγκαίο κακό. Ευτυχώς η τζαμαρία σε όλο το μήκος της πρόσοψης διευκολύνει τη θέα προς τα μέσα, και από μέσα προς τα έξω, βέβαια. Μπαίνοντας βρίσκεστε σε έναν ενιαίο, μεσαίων διαστάσεων χώρο, αίθουσα φαγητού και μπαρ, που μπορεί να φιλοξενήσει καμιά 30ριά άτομα. Υπάρχει και ένα ενδιαφέρον παταράκι στη μια άκρη, πιο ήσυχο και ρομαντικό, και εκεί όμως, με το ζόρι, τρία μικρά τραπέζια, αν θυμάμαι καλά. Τα χρώματα – τοίχοι και επίπλωση – γήινα και ξεκούραστα σε όλες τις διαβαθμίσεις του καφέ. Οφείλω να επαινέσω τα πολύ άνετα καθίσματα, που πιάνουν τέλεια την πλάτη και δεν αφήνουν τα χέρια να κρέμονται ή να ακουμπούν υποχρεωτικά στο τραπέζι. Η art de la table, όπως περιμένει κανείς σε ένα ουσιαστικά καινούριο μαγαζί, πολύ γουστόζικη.
Η εξυπηρέτηση, ξεκινώντας από το τηλέφωνο για κράτηση μέχρι το ξεπροβόδισμα, δύσκολα μπορεί να γίνει καλύτερη. Με πολύ τακτ μου διευκρίνισαν ότι το ΑΝΕΤΟΝ έχει πια άλλο αφεντικό στην κουζίνα, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι η ταυτότητα της κουζίνας παραμένει η ίδια: δημιουργική ελληνική κουζίνα, που εξιτάρει και το μάτι και τη γεύση, με ευλαβική τήρηση του κανόνα ότι αγοράζουμε και μαγειρεύουμε ό,τι είναι φρέσκο και της εποχής. Και, για να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, μου «αποκάλυψε», καταλαβαίνοντας ότι είχα ξαναφάει στο «παλιό» ΑΝΕΤΟΝ, ότι στον κατάλογο δεν έχουν αλλάξει τα πάντα. Επιτρέψτε μου συνεπώς ένα δεύτερο copy paste από την παλιά μου κριτική: «Από τα ορεκτικά με διαφορά το καλύτερο η πιατέλα με τις πατάτες, που μπορείτε να επιλέξετε αν τις θέλετε με τυρί ή με αυγό στην κορυφή – Από τα επιδόρπια ξεχωρίζει το πράγματι πολύ γλυκό γκανάς πικρής σοκολάτας, το οποίο είναι το μόνο πιάτο που η εμφάνισή του, ένα σκούρο καφέ βουναλάκι χωρίς καμιά οπτική αντίθεση, προκαλεί αρχικά ένα αμήχανο ανασήκωμα των φρυδιών, από γεύση όμως σκίζει.» Η εμφάνιση και των δύο πιάτων, ειδικά αυτού με τις πατάτες, σε διακτινίζει στο παρελθόν, σας συνιστώ να τα δοκιμάσετε οπωσδήποτε. Η τετραμελής παρέα μας δοκίμασε επίσης από τα πρώτα το καρπάτσιο με λαυράκι, φρέσκο κρεμμυδάκι (ή μήπως φινόκιο;) και χυμό από πορτοκάλι + λεμόνι (άψογη η παρασκευή, ταίριαζε πολύ με το ψωμί made by ΑΝΕΤΟΝ) και τους ρεβιθοκεφτέδες με μέντα και αβοκάντο, για χάρη της vegan της παρέας. Στα κυρίως πιάτα οι κύριοι επέλεξαν φιλέτο μπακαλιάρου τηγανιτό με πέστο αγκινάρας και φιστίκια Αιγίνης (πολύ επιτυχημένος συνδυασμός υλικών και γεύσεων), ενώ οι κυρίες μοιράστηκαν ένα ριζότο με λαχανικά, όπου ξεχώριζαν οι κολοκυθοανθοί, και λάδι μυρωδικών και μια δεύτερη μερίδα καρπάτσιο (μιλάμε για έρωτα μεγάλο). Το επιδόρπιο προαναφέρθηκε, ενώ ήπιαμε – κατά σύσταση της σομελιέ – ένα ξηρό λευκό από τη Νότια Αφρική.
Περάσαμε καλά στο ΑΝΕΤΟΝ, σίγουρα επέδρασε θετικά η σύνδεση με το παρελθόν, καθώς είχαμε βρεθεί οι ίδιοι ακριβώς τέσσερις πριν έξι χρόνια στο Μαρούσι. Ο λογαριασμός στα 40 € το άτομο είναι ίσως ένα κλικ υψηλότερος του αναμενόμενου, οι μερίδες όμως είναι πραγματικά γενναίες. Μας αποχαιρέτησαν με την πληροφορία ότι το μενού αλλάζει κάθε δύο, τρεις μήνες. Συνωμοτικά οι δύο άνδρες συμφωνήσαμε, την άλλη φορά, που ελπίζουμε να μην είναι σε έξι χρόνια πάλι, να χτυπήσουμε οπωσδήποτε από μια πανσέτα γουρουνόπουλου με πουρέ πατάτας + σκόρδου, που είδαμε να προσγειώνεται σε κοντινό τραπέζι και μας έτρεχαν τα σάλια.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
ΑΝΕΤΟΝ
Μετά την πρώτη μου επίσκεψη στο ΑΝΕΤΟΝ, εκστρατεία κανονική από τη Νέα Σμύρνη στα βάθη του Αμαρουσίου, τον Ιανουάριο του 2014, είχα ξεκινήσει την κριτική μου ως εξής: «Επιχειρηματικά το να ανοίξεις εστιατόριο σε μια καθαρά οικιστική περιοχή, χωρίς ούτε σουβλατζίδικο σε ακτίνα 500 μέτρων, είναι δίκοπο μαχαίρι. Αν πιάσει, έχεις πολλά πλεονεκτήματα: απουσία ανταγωνισμού, με ότι θετικό – και αρνητικό – συνεπάγεται, κοντινή «αποκλειστική» πελατεία, άνεση στο παρκάρισμα. Αν πάλι δεν πάει καλά, ποιος θα θυμάται, περνώντας από αυτόν τον ήσυχο δρόμο, ότι εδώ στέγασε, κάποτε, ένας φιλόδοξος σεφ από τη συμπρωτεύουσα τα όνειρά του.» Ο σεφ στον οποίο αναφερόμουν είναι ο Βασίλης Καλλίδης.
Τα χρόνια πέρασαν, ο κύριος Καλλίδης δε μένει πια εδώ, ούτε όμως και το ΑΝΕΤΟΝ, το οποίο πριν λίγους μήνες πήρε τον ομματιών του και, με άλλον σεφ στο τιμόνι, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει, μετακόμισε στο κέντρο της Αθήνας, πολύ κοντά στη διασταύρωση της Ναυάρχου Νικοδήμου με τη Φιλελλήνων. Στο σημείο αυτό έχει δημιουργηθεί μια πολύχρωμη εστιατορική πιάτσα, πολύ κοντά βρίσκεται π.χ. το NOLAN, που προσελκύει κόσμο. Η νέα θέση του ΑΝΕΤΟΝ έχει απλώς το μειονέκτημα να βρίσκεται κοντά σε φανάρι με κίνηση και απέναντι από ένα πάρκινγκ, πράγμα που ίσως, όμως, μπορεί να το δει κανείς θετικά, δεδομένης της πολύ μεγάλης δυσκολίας για παρκάρισμα στην περιοχή (6 στα 10).
Το, σχετικά, στενό πεζοδρόμιο δεν επιτρέπει παρά ελάχιστα τραπέζια έξω, κάτι που για τα περισσότερα μαγαζιά του κέντρου είναι δεδομένο, αναγκαίο κακό. Ευτυχώς η τζαμαρία σε όλο το μήκος της πρόσοψης διευκολύνει τη θέα προς τα μέσα, και από μέσα προς τα έξω, βέβαια. Μπαίνοντας βρίσκεστε σε έναν ενιαίο, μεσαίων διαστάσεων χώρο, αίθουσα φαγητού και μπαρ, που μπορεί να φιλοξενήσει καμιά 30ριά άτομα. Υπάρχει και ένα ενδιαφέρον παταράκι στη μια άκρη, πιο ήσυχο και ρομαντικό, και εκεί όμως, με το ζόρι, τρία μικρά τραπέζια, αν θυμάμαι καλά. Τα χρώματα – τοίχοι και επίπλωση – γήινα και ξεκούραστα σε όλες τις διαβαθμίσεις του καφέ. Οφείλω να επαινέσω τα πολύ άνετα καθίσματα, που πιάνουν τέλεια την πλάτη και δεν αφήνουν τα χέρια να κρέμονται ή να ακουμπούν υποχρεωτικά στο τραπέζι. Η art de la table, όπως περιμένει κανείς σε ένα ουσιαστικά καινούριο μαγαζί, πολύ γουστόζικη.
Η εξυπηρέτηση, ξεκινώντας από το τηλέφωνο για κράτηση μέχρι το ξεπροβόδισμα, δύσκολα μπορεί να γίνει καλύτερη. Με πολύ τακτ μου διευκρίνισαν ότι το ΑΝΕΤΟΝ έχει πια άλλο αφεντικό στην κουζίνα, τονίζοντας ταυτόχρονα ότι η ταυτότητα της κουζίνας παραμένει η ίδια: δημιουργική ελληνική κουζίνα, που εξιτάρει και το μάτι και τη γεύση, με ευλαβική τήρηση του κανόνα ότι αγοράζουμε και μαγειρεύουμε ό,τι είναι φρέσκο και της εποχής. Και, για να μου κεντρίσει το ενδιαφέρον, μου «αποκάλυψε», καταλαβαίνοντας ότι είχα ξαναφάει στο «παλιό» ΑΝΕΤΟΝ, ότι στον κατάλογο δεν έχουν αλλάξει τα πάντα. Επιτρέψτε μου συνεπώς ένα δεύτερο copy paste από την παλιά μου κριτική: «Από τα ορεκτικά με διαφορά το καλύτερο η πιατέλα με τις πατάτες, που μπορείτε να επιλέξετε αν τις θέλετε με τυρί ή με αυγό στην κορυφή – Από τα επιδόρπια ξεχωρίζει το πράγματι πολύ γλυκό γκανάς πικρής σοκολάτας, το οποίο είναι το μόνο πιάτο που η εμφάνισή του, ένα σκούρο καφέ βουναλάκι χωρίς καμιά οπτική αντίθεση, προκαλεί αρχικά ένα αμήχανο ανασήκωμα των φρυδιών, από γεύση όμως σκίζει.» Η εμφάνιση και των δύο πιάτων, ειδικά αυτού με τις πατάτες, σε διακτινίζει στο παρελθόν, σας συνιστώ να τα δοκιμάσετε οπωσδήποτε. Η τετραμελής παρέα μας δοκίμασε επίσης από τα πρώτα το καρπάτσιο με λαυράκι, φρέσκο κρεμμυδάκι (ή μήπως φινόκιο;) και χυμό από πορτοκάλι + λεμόνι (άψογη η παρασκευή, ταίριαζε πολύ με το ψωμί made by ΑΝΕΤΟΝ) και τους ρεβιθοκεφτέδες με μέντα και αβοκάντο, για χάρη της vegan της παρέας. Στα κυρίως πιάτα οι κύριοι επέλεξαν φιλέτο μπακαλιάρου τηγανιτό με πέστο αγκινάρας και φιστίκια Αιγίνης (πολύ επιτυχημένος συνδυασμός υλικών και γεύσεων), ενώ οι κυρίες μοιράστηκαν ένα ριζότο με λαχανικά, όπου ξεχώριζαν οι κολοκυθοανθοί, και λάδι μυρωδικών και μια δεύτερη μερίδα καρπάτσιο (μιλάμε για έρωτα μεγάλο). Το επιδόρπιο προαναφέρθηκε, ενώ ήπιαμε – κατά σύσταση της σομελιέ – ένα ξηρό λευκό από τη Νότια Αφρική.
Περάσαμε καλά στο ΑΝΕΤΟΝ, σίγουρα επέδρασε θετικά η σύνδεση με το παρελθόν, καθώς είχαμε βρεθεί οι ίδιοι ακριβώς τέσσερις πριν έξι χρόνια στο Μαρούσι. Ο λογαριασμός στα 40 € το άτομο είναι ίσως ένα κλικ υψηλότερος του αναμενόμενου, οι μερίδες όμως είναι πραγματικά γενναίες. Μας αποχαιρέτησαν με την πληροφορία ότι το μενού αλλάζει κάθε δύο, τρεις μήνες. Συνωμοτικά οι δύο άνδρες συμφωνήσαμε, την άλλη φορά, που ελπίζουμε να μην είναι σε έξι χρόνια πάλι, να χτυπήσουμε οπωσδήποτε από μια πανσέτα γουρουνόπουλου με πουρέ πατάτας + σκόρδου, που είδαμε να προσγειώνεται σε κοντινό τραπέζι και μας έτρεχαν τα σάλια.