Ευρηματικό όνομα στα κεντρικά του Εύοσμου, με πράσινη και δροσερή αυλή, άψογη εξυπηρέτηση, εξαιρετικές τιμές, αγαπημένη παρέα και πολύ καλό φαγητό. Μεγάλη μεν η λίστα του μενού, πολυποικιλιακό από αυτά που αποφεύγω, αλλά υποστηρίζεται πλήρως. Τι άλλο λοιπόν θέλει ο handsome and mature man για να περάσει καλά στη γιορτή του;
Όσο αδιάφορο σου είναι το μαγαζί βλέποντας το από έξω, τόσο όμορφο είναι μπαίνοντας στα ενδότερα και αντικρίζοντας την αυλή του. Η θέση του τραπεζιού μας, στρατηγική και σε σημείο που ήμασταν πολύ άνετα για γεμάτο μαγαζί. Το μενούαπαγγέλθηκε από τον βάρδο του τραπεζιού -γνωστό γιατρό στο επάγγελμα- σε ιαμβικό 15ασύλλαβο και μεταφράστηκε από τον Πάτον εις την αγγλική, για να καταλάβουν όλοι τι θα γευματίσουμε με συνοδεία λευκού ημίξηρου, draft και αναψυκτικών. Και επειδή, η πολυλογία δεν βοηθάει και τα πιάτα πολλά, μπαίνω άμεσα “στο ψητό”.
Σαλάτες 2 διότι ήμασταν αρκετοί νοματαίοι και τρώμε και πολύ. Κρητική με παξιμάδι χαρουπιού, πλούσια σε ντοματίνια και ψητά λαχανικά, πάστα τυριού στην κορυφή και λάδι βασιλικού για την έξτρα γεύση. Καλοκαιρινή αν και Νοέμβριος, στην οποία το παστέλι το αλήτικο, το χεράτο, πήρε τα υπόλοιπα υλικά από το χέρι και απογείωσε το πιάτο. Γλυκοπατάτες για το αχτύπητο δίδυμο Bonnie και Clyde στην άκρη του τραπεζιού, στην καλύτερη έκδοση που τις έχω φάει με τρουφομαγιονέζα και pico de gallo. Εξαιρετικός συνδυασμός ελληνικού και λατινοαμερικάνικου στοιχείου και εννοείται μετά την πρώτη πιρουνιά έγινε μάχη ποιος θα ξαναπάρει. Ναι, έγινε refill, δεν θα μπορούσε άλλωστε. Μπαμπάτσικοι κολοκυθοκεφτέδες, με μπόλικα μυρωδικά και φέτα για το έξτρα της υπόθεσης, αραγμένοι πάνω σε δροσερό γιαούρτι. Γαλλικό –σφάλμα υπάρχουν ελληνικά πολύ καλύτερα- κατσικίσιο τυρί με μια νόστιμη πάστα από φιστίκι Αιγίνης και σάλτσα από φρούτα του δάσους. Και αυτή η γεύση ήταν ιδιαίτερη και αν και αρκετά γλυκιά, ήταν νόστιμη.
Μετά την καλοκαιρινή μας εξόρμηση η ποικιλία dip είναι καθιερωμένη σε κάθε τραπέζι μας αν την βρούμε βεβαίως βεβαίως. Οπότε εδώ την βρήκαμε, την πήραμε. Η καπνιστή πάπρικα σήμα κατατεθέν της συμπρωτεύουσας τα “έσπαγε”, κατά πόδας η νόστιμη κοπανιστή, μεγάλη η απόσταση από το τρίτο της παρέας, τζατζίκι. Ωραία η παρουσίαση του πιάτου με πίτες διαφορετικών υφών.
Και κάπου εκεί μπήκαμε στον αγώνα με τα κυρίως. Στη μέση και αυτά, είμαστε της μέσης, για να εξασφαλίσουμε την ποικιλία των γεύσεων στον ουρανίσκο. Σούβλα (ο ορισμός αυτού που λέμε κοντοσούβλι) κοτόπουλο με τραγανές χρυσαφένιες πατάτες και τυροκαυτερή λευκή χεράτη. Ωραίο ψήσιμο και χωρίς κόκκαλο, όπως πρέπει να σερβίρεται. Λουκούμι, γιατί υπάρχουν και αυτοί που δεν ξέρουν να διαχειρίζονται το κοτόπουλο. Μας έλειψε το χοιρινό κοντοσούβλι η αλήθεια είναι, το αρνίσιο δεν το θέλαμε οπότε, έγινε κλασσικά refill. Μίξη κρεάτων στην τηγανιά με το χοιρινό και το λουκάνικο να ξεχωρίζουν, ωραίο το λεμονόλαδο, λίγη παραπάνω ρίγανη δεν θα το χαλούσε. Πανσετάκια ξαπλωμένα πάνω σε βραχάκια πατάτας και γιαούρτι με τόσο – όσο σκόρδο γιατί η αλήθεια είναι, μας είχε λείψει το μουγκρητό ευχαρίστησης του γιατρού. Κεμπαπάκια πάνω σε πίτα ανατολίτικη, σάλτσα ντομάτας, γιαούρτι αρωματισμένο με δυόσμο και νιφάδες πάπρικας. Αν και τιτλοφορούνταν Φλώρινας ήταν πιο μεγάλα από τα κλασσικά Φλωρινιώτικα, γευστικά όσο δεν πάει, θεωρώ αυτή η κιμαδίσια Παρασκευή, θα πρέπει να είναι το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης.
Τέλος, ριζότο με ραγού μανιταριών, ο πιο αδύναμος κρίκος των πιάτων που πήραμε. Χρειαζόταν και άλλο δέσιμο, είχε μια ουδέτερη γεύση, έπαιρνε και άλλη παρμεζάνα.
Κλείσαμε με κερασματάκι, φύγαμε χορτασμένοι, ανάψαμε και το κερί μας στην Παναγία, κάναμε περατζάδα στην παραλία, ήπιαμε και καφέ και συνεχίσαμε το βράδυ με ιρλανδέζικα ποτά. Αλλά αυτά είναι εν οίκω και εκτός θέματος.
Ωραία επιλογή ο “backξες” ή “μπαξές” για τα δυτικά της Θεσσαλονίκης, σίγουρα περνάς ευχάριστες γευστικές ώρες και σίγουρα θα ξαναπάς.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Ευρηματικό όνομα στα κεντρικά του Εύοσμου, με πράσινη και δροσερή αυλή, άψογη εξυπηρέτηση, εξαιρετικές τιμές, αγαπημένη παρέα και πολύ καλό φαγητό. Μεγάλη μεν η λίστα του μενού, πολυποικιλιακό από αυτά που αποφεύγω, αλλά υποστηρίζεται πλήρως. Τι άλλο λοιπόν θέλει ο handsome and mature man για να περάσει καλά στη γιορτή του;
Όσο αδιάφορο σου είναι το μαγαζί βλέποντας το από έξω, τόσο όμορφο είναι μπαίνοντας στα ενδότερα και αντικρίζοντας την αυλή του. Η θέση του τραπεζιού μας, στρατηγική και σε σημείο που ήμασταν πολύ άνετα για γεμάτο μαγαζί. Το μενού απαγγέλθηκε από τον βάρδο του τραπεζιού -γνωστό γιατρό στο επάγγελμα- σε ιαμβικό 15ασύλλαβο και μεταφράστηκε από τον Πάτον εις την αγγλική, για να καταλάβουν όλοι τι θα γευματίσουμε με συνοδεία λευκού ημίξηρου, draft και αναψυκτικών. Και επειδή, η πολυλογία δεν βοηθάει και τα πιάτα πολλά, μπαίνω άμεσα “στο ψητό”.
Σαλάτες 2 διότι ήμασταν αρκετοί νοματαίοι και τρώμε και πολύ. Κρητική με παξιμάδι χαρουπιού, πλούσια σε ντοματίνια και ψητά λαχανικά, πάστα τυριού στην κορυφή και λάδι βασιλικού για την έξτρα γεύση.
Καλοκαιρινή αν και Νοέμβριος, στην οποία το παστέλι το αλήτικο, το χεράτο, πήρε τα υπόλοιπα υλικά από το χέρι και απογείωσε το πιάτο.
Γλυκοπατάτες για το αχτύπητο δίδυμο Bonnie και Clyde στην άκρη του τραπεζιού, στην καλύτερη έκδοση που τις έχω φάει με τρουφομαγιονέζα και pico de gallo. Εξαιρετικός συνδυασμός ελληνικού και λατινοαμερικάνικου στοιχείου και εννοείται μετά την πρώτη πιρουνιά έγινε μάχη ποιος θα ξαναπάρει. Ναι, έγινε refill, δεν θα μπορούσε άλλωστε.
Μπαμπάτσικοι κολοκυθοκεφτέδες, με μπόλικα μυρωδικά και φέτα για το έξτρα της υπόθεσης, αραγμένοι πάνω σε δροσερό γιαούρτι.
Γαλλικό –σφάλμα υπάρχουν ελληνικά πολύ καλύτερα- κατσικίσιο τυρί με μια νόστιμη πάστα από φιστίκι Αιγίνης και σάλτσα από φρούτα του δάσους. Και αυτή η γεύση ήταν ιδιαίτερη και αν και αρκετά γλυκιά, ήταν νόστιμη.
Μετά την καλοκαιρινή μας εξόρμηση η ποικιλία dip είναι καθιερωμένη σε κάθε τραπέζι μας αν την βρούμε βεβαίως βεβαίως. Οπότε εδώ την βρήκαμε, την πήραμε. Η καπνιστή πάπρικα σήμα κατατεθέν της συμπρωτεύουσας τα “έσπαγε”, κατά πόδας η νόστιμη κοπανιστή, μεγάλη η απόσταση από το τρίτο της παρέας, τζατζίκι. Ωραία η παρουσίαση του πιάτου με πίτες διαφορετικών υφών.
Και κάπου εκεί μπήκαμε στον αγώνα με τα κυρίως. Στη μέση και αυτά, είμαστε της μέσης, για να εξασφαλίσουμε την ποικιλία των γεύσεων στον ουρανίσκο.
Σούβλα (ο ορισμός αυτού που λέμε κοντοσούβλι) κοτόπουλο με τραγανές χρυσαφένιες πατάτες και τυροκαυτερή λευκή χεράτη. Ωραίο ψήσιμο και χωρίς κόκκαλο, όπως πρέπει να σερβίρεται. Λουκούμι, γιατί υπάρχουν και αυτοί που δεν ξέρουν να διαχειρίζονται το κοτόπουλο.
Μας έλειψε το χοιρινό κοντοσούβλι η αλήθεια είναι, το αρνίσιο δεν το θέλαμε οπότε, έγινε κλασσικά refill.
Μίξη κρεάτων στην τηγανιά με το χοιρινό και το λουκάνικο να ξεχωρίζουν, ωραίο το λεμονόλαδο, λίγη παραπάνω ρίγανη δεν θα το χαλούσε.
Πανσετάκια ξαπλωμένα πάνω σε βραχάκια πατάτας και γιαούρτι με τόσο – όσο σκόρδο γιατί η αλήθεια είναι, μας είχε λείψει το μουγκρητό ευχαρίστησης του γιατρού.
Κεμπαπάκια πάνω σε πίτα ανατολίτικη, σάλτσα ντομάτας, γιαούρτι αρωματισμένο με δυόσμο και νιφάδες πάπρικας. Αν και τιτλοφορούνταν Φλώρινας ήταν πιο μεγάλα από τα κλασσικά Φλωρινιώτικα, γευστικά όσο δεν πάει, θεωρώ αυτή η κιμαδίσια Παρασκευή, θα πρέπει να είναι το σήμα κατατεθέν της Θεσσαλονίκης.
Τέλος, ριζότο με ραγού μανιταριών, ο πιο αδύναμος κρίκος των πιάτων που πήραμε. Χρειαζόταν και άλλο δέσιμο, είχε μια ουδέτερη γεύση, έπαιρνε και άλλη παρμεζάνα.
Κλείσαμε με κερασματάκι, φύγαμε χορτασμένοι, ανάψαμε και το κερί μας στην Παναγία, κάναμε περατζάδα στην παραλία, ήπιαμε και καφέ και συνεχίσαμε το βράδυ με ιρλανδέζικα ποτά. Αλλά αυτά είναι εν οίκω και εκτός θέματος.
Ωραία επιλογή ο “backξες” ή “μπαξές” για τα δυτικά της Θεσσαλονίκης, σίγουρα περνάς ευχάριστες γευστικές ώρες και σίγουρα θα ξαναπάς.