Αυτό που ζω όλη μου τη ζωή στα βόρεια και πρέπει να έρθει ο άκυρος, ο ξενομεριτης, ο εκ Πηλίου ορμώμενος για να μάθω τα μαγαζιά της γειτονιάς μου, κάπως πρέπει να το κοιτάξω σαν προβληματάκι. Ότι ο άκυρος και με τα πόδια να ερχόταν απ το Βολο, πάλι θα προλάβαινε να φτάσει πριν από μένα την ντόπια που τον έστησα μερικά ακαδημαϊκά τέταρτα, το λες και προβληματαρα, αλλά ας στρουνθοκαμηλισω και ας το ρίξω στο υπερκινητικό δίχρονο που μας συνόδευσε.
Τι κάνουν δυόμιση άτομα Τρίτη βράδυ σε ένα εντελώς άδειο μαγαζί; Αν η απάντηση σας ήταν Παίζουν ποδόσφαιρο με ένα λεμόνι, απαντήσατε περιέργως σωστά, και ανησυχώ για την πνευματική σας ισορροπία. Η υπομονή του ενός και μοναδικού σερβιτόρου με την κόρη μου τους δίνει επάξια καλό βαθμό στο σέρβις, γιατί το τεστ των ορίων του το πέρασε επιτυχώς! Κατά τα λοιπά ήταν ένας ήσυχος, διακριτικός άνθρωπος, χωρίς τον ενθουσιασμό του πρωτοσερβιτορου, αλλά μάλλον αυτό δικαιολογείται αν είναι ο ιδιοκτήτης (Που πιθανολογώ ότι είναι) αφού το μαγαζί ήταν πιο άδειο από το ψυγείο μου και αυτή την εποχή η ΔΕΗ δεν αστειεύεται. Θα ήθελα να μας έχει προτείνει κάποιο πιάτο, ή να μας έχει πει ότι το λουκάνικο συνοδεύεται από αρκετές πατάτες ώστε να νιώθει περήφανος ο Καποδιστριας, για να ξανασκεφτούμε την παραγγελία έξτρα μερίδας, αλλά από την άλλη με ρώτησε τι σερβίτσιο να φέρει στην ζημιά με μπούκλες με το κωδικό όνομα Ελπίδα η Μεγαλοπρεπής, της έφερε μικρό πηρουνακι και ποτηράκι, μάζευε τα πιάτα αμέσως και την άφησε να του βάλει και γκολ με το λεμόνι.
Ο χώρος είναι χαριτωμενουλης, με τα τραπεζάκια του και την υπερβολική καθαριότητα μαγαζιού που δεν έχει ακόμα γίνει μηχανή παραγωγής χρημάτων, οπότε τις νεκρές ώρες όλοι, από τον ψηστη μέχρι το αφεντικό καθαρίζουν με μπατονέτα τις γρίλιες των παραθύρων. Είναι επι της πλατείας οπότε έχει ησυχία, όταν δεν κάνουν παντηλικια ανεγκέφαλοι κάγκουρες με πειραγμένα Σαξο που έχουν ξεμείνει αιωνίως στα 17 τους και πανεύκολο παρκάρισμα.
Τι φάγαμε; Ότι φάγαμε, φάγαμε. Στην αρχή ήρθαν φέτες ψημένο ψωμάκι, νερό εμφιαλωμένο καθότι γνωστή λειψυδρη περιοχή η Νέα Ερυθραια, και μια μπίρα Μάμος, που αργότερα απόκτησε και συντροφιά την δίδυμη αδερφή της. Το μαγαζί έχει μετρημένα πιατάκια, και τα περισσότερα θαλασσινά. Γι αυτό εμείς, ως γνήσιοι αντιρρησίες (βλαμμενοι λέγεται, αλλά θα συγκρατηθώ γιατί έχω και ένα επίπεδο!) πήραμε όλα τα αλλά εκτός από θαλασσινά, για τα οποία θα ξαναπάω.
Σε δυο μεταλλικές σκάφες μας ήρθαν πατάτες και κολοκυθάκια τηγανητά. Και ενώ οι μεν πατάτες ήταν σχετικά λεπτοκομμενες, τραγανες κι ουδέτερες, τα κολοκυθάκια ήταν έπος. Μακρουλά στικ ελαφρώς παναρισμενα, τραγανά και κρουστά, με κάτι μπαλίτσες που ο κατάλογος περιγράφει ως πέστο φέτας, το στομάχι μου, όμως, τις αντιλήφθηκε ως συμπαγείς πέρλες τυριού με μυρωδικά που δεν επικρατούν γευστικά. Πέστο δεν θα το έλεγα, πάντως και τα πε και τα σπάσε. Η σαλάτα, που περιγράφεται σαν Κυκλαδίτικη είναι μακράν το καλύτερο, πιο άρτια εκτελεσμένο πιάτο που φάγαμε. Ένα μπολ με ντοματίνια, αγγουράκι, ρόκα, φρέσκο κρεμμύδι, κάπαρη, κριταμο,και από πάνω μια μπαλίτσα μυζήθρας, παξιμαδάκια και ντρεσινγκ από ντομάτα και δυόσμο. Όλα έχουν ποτίσει πολύ νόστιμα στα ζουμιά της και χωρίς να κολυμπάνε, ούτε να μουλιαζουν, ήταν πεντανόστιμη. Άνετα ξαναπηγαινα μόνο για τη σαλάτα.
Στα «κυρίως» που δεν είναι κυρίως αλλά μεζέδες, με τιμή αντίστοιχη, πήραμε δυο πιάτα. Το πρώτο ήταν πολύ ξενέρωτο, όπως είναι όλα τα παραδοσιακά πιάτα, νόστιμα και ξενέρωτα, γιατί δεν μπορείς να ερωτευτείς μια κλασσικη γεύση, όπως δεν ερωτεύεσαι τον επι 30 χρόνια σύζυγο σου μια μέρα ξαφνικά. Λουκάνικο σε λίμνη από πατάτες, τώρα θα πείτε ότι το κάνω επίτηδες, αλλά ήταν χοντρό, ζουμερό και λαχταριστό, ακόμα για το πιάτο μιλάω, μην βάζετε με το νου σας. Έλειπε σίγουρα ένα ντιπακι τύπου μουστάρδα -μαγιονέζα, γιατί είναι πολύ στεγνό και ένα λουκάνικο δεν φέρνει μόνο του την άνοιξη. Η χοιρινή τηγανιά ήταν πολύ πιο ψαγμένη και ιδιαίτερη, με μια σάλτσα πολύ ενδιαφέρουσα σαν γεύση που, όπως και η μυστική συνταγή της καβουροπάτι, δεν θα μάθουμε ποτε τι έχει μέσα, κομματάκια τυρί μέσα και από πάνω έναν θάμνο από άχυρο πατάτας. Έχω φάει και πιο μαλακό και καλομαγειρεμένο γουρουνάκι στο παρελθόν αλλά η σάλτσα του ήταν όνειρο.
Μην κοιτάτε που γκρινιάζω, έσκασα στο φαγητό. Ο ένας ήταν στη δίαιτα, η άλλη την είχε δει Ζιντάν με το λεμόνι, μόνη μου έφαγα. Τα λέω στη νύφη να τα ακούει η πεθερά, να κάνει κάποιες ψιλό διορθώσεις για να στεριώσει πολλά χρόνια και να μη στερηθώ τη σαλάτα τους ποτε!
Από τιμές είναι πολύ νορμαλ, εμείς δυο άνθρωποι και ένα χόμπιτ φάγαμε πολύ καλά με λιγότερο από 50€ και την πλάστιγγα να γέρνει προς την υπόσχεση ότι θα επιστρέψω για θαλασσινά, που είναι και ο κυριος όγκος του μενού τους, ευελπιστώ πριν ο Βολιώτης επαναπατριστεί.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Αυτό που ζω όλη μου τη ζωή στα βόρεια και πρέπει να έρθει ο άκυρος, ο ξενομεριτης, ο εκ Πηλίου ορμώμενος για να μάθω τα μαγαζιά της γειτονιάς μου, κάπως πρέπει να το κοιτάξω σαν προβληματάκι. Ότι ο άκυρος και με τα πόδια να ερχόταν απ το Βολο, πάλι θα προλάβαινε να φτάσει πριν από μένα την ντόπια που τον έστησα μερικά ακαδημαϊκά τέταρτα, το λες και προβληματαρα, αλλά ας στρουνθοκαμηλισω και ας το ρίξω στο υπερκινητικό δίχρονο που μας συνόδευσε.
Τι κάνουν δυόμιση άτομα Τρίτη βράδυ σε ένα εντελώς άδειο μαγαζί; Αν η απάντηση σας ήταν Παίζουν ποδόσφαιρο με ένα λεμόνι, απαντήσατε περιέργως σωστά, και ανησυχώ για την πνευματική σας ισορροπία. Η υπομονή του ενός και μοναδικού σερβιτόρου με την κόρη μου τους δίνει επάξια καλό βαθμό στο σέρβις, γιατί το τεστ των ορίων του το πέρασε επιτυχώς! Κατά τα λοιπά ήταν ένας ήσυχος, διακριτικός άνθρωπος, χωρίς τον ενθουσιασμό του πρωτοσερβιτορου, αλλά μάλλον αυτό δικαιολογείται αν είναι ο ιδιοκτήτης (Που πιθανολογώ ότι είναι) αφού το μαγαζί ήταν πιο άδειο από το ψυγείο μου και αυτή την εποχή η ΔΕΗ δεν αστειεύεται. Θα ήθελα να μας έχει προτείνει κάποιο πιάτο, ή να μας έχει πει ότι το λουκάνικο συνοδεύεται από αρκετές πατάτες ώστε να νιώθει περήφανος ο Καποδιστριας, για να ξανασκεφτούμε την παραγγελία έξτρα μερίδας, αλλά από την άλλη με ρώτησε τι σερβίτσιο να φέρει στην ζημιά με μπούκλες με το κωδικό όνομα Ελπίδα η Μεγαλοπρεπής, της έφερε μικρό πηρουνακι και ποτηράκι, μάζευε τα πιάτα αμέσως και την άφησε να του βάλει και γκολ με το λεμόνι.
Ο χώρος είναι χαριτωμενουλης, με τα τραπεζάκια του και την υπερβολική καθαριότητα μαγαζιού που δεν έχει ακόμα γίνει μηχανή παραγωγής χρημάτων, οπότε τις νεκρές ώρες όλοι, από τον ψηστη μέχρι το αφεντικό καθαρίζουν με μπατονέτα τις γρίλιες των παραθύρων. Είναι επι της πλατείας οπότε έχει ησυχία, όταν δεν κάνουν παντηλικια ανεγκέφαλοι κάγκουρες με πειραγμένα Σαξο που έχουν ξεμείνει αιωνίως στα 17 τους και πανεύκολο παρκάρισμα.
Τι φάγαμε; Ότι φάγαμε, φάγαμε. Στην αρχή ήρθαν φέτες ψημένο ψωμάκι, νερό εμφιαλωμένο καθότι γνωστή λειψυδρη περιοχή η Νέα Ερυθραια, και μια μπίρα Μάμος, που αργότερα απόκτησε και συντροφιά την δίδυμη αδερφή της. Το μαγαζί έχει μετρημένα πιατάκια, και τα περισσότερα θαλασσινά. Γι αυτό εμείς, ως γνήσιοι αντιρρησίες (βλαμμενοι λέγεται, αλλά θα συγκρατηθώ γιατί έχω και ένα επίπεδο!) πήραμε όλα τα αλλά εκτός από θαλασσινά, για τα οποία θα ξαναπάω.
Σε δυο μεταλλικές σκάφες μας ήρθαν πατάτες και κολοκυθάκια τηγανητά. Και ενώ οι μεν πατάτες ήταν σχετικά λεπτοκομμενες, τραγανες κι ουδέτερες, τα κολοκυθάκια ήταν έπος. Μακρουλά στικ ελαφρώς παναρισμενα, τραγανά και κρουστά, με κάτι μπαλίτσες που ο κατάλογος περιγράφει ως πέστο φέτας, το στομάχι μου, όμως, τις αντιλήφθηκε ως συμπαγείς πέρλες τυριού με μυρωδικά που δεν επικρατούν γευστικά. Πέστο δεν θα το έλεγα, πάντως και τα πε και τα σπάσε. Η σαλάτα, που περιγράφεται σαν Κυκλαδίτικη είναι μακράν το καλύτερο, πιο άρτια εκτελεσμένο πιάτο που φάγαμε. Ένα μπολ με ντοματίνια, αγγουράκι, ρόκα, φρέσκο κρεμμύδι, κάπαρη, κριταμο,και από πάνω μια μπαλίτσα μυζήθρας, παξιμαδάκια και ντρεσινγκ από ντομάτα και δυόσμο. Όλα έχουν ποτίσει πολύ νόστιμα στα ζουμιά της και χωρίς να κολυμπάνε, ούτε να μουλιαζουν, ήταν πεντανόστιμη. Άνετα ξαναπηγαινα μόνο για τη σαλάτα.
Στα «κυρίως» που δεν είναι κυρίως αλλά μεζέδες, με τιμή αντίστοιχη, πήραμε δυο πιάτα. Το πρώτο ήταν πολύ ξενέρωτο, όπως είναι όλα τα παραδοσιακά πιάτα, νόστιμα και ξενέρωτα, γιατί δεν μπορείς να ερωτευτείς μια κλασσικη γεύση, όπως δεν ερωτεύεσαι τον επι 30 χρόνια σύζυγο σου μια μέρα ξαφνικά. Λουκάνικο σε λίμνη από πατάτες, τώρα θα πείτε ότι το κάνω επίτηδες, αλλά ήταν χοντρό, ζουμερό και λαχταριστό, ακόμα για το πιάτο μιλάω, μην βάζετε με το νου σας. Έλειπε σίγουρα ένα ντιπακι τύπου μουστάρδα -μαγιονέζα, γιατί είναι πολύ στεγνό και ένα λουκάνικο δεν φέρνει μόνο του την άνοιξη. Η χοιρινή τηγανιά ήταν πολύ πιο ψαγμένη και ιδιαίτερη, με μια σάλτσα πολύ ενδιαφέρουσα σαν γεύση που, όπως και η μυστική συνταγή της καβουροπάτι, δεν θα μάθουμε ποτε τι έχει μέσα, κομματάκια τυρί μέσα και από πάνω έναν θάμνο από άχυρο πατάτας. Έχω φάει και πιο μαλακό και καλομαγειρεμένο γουρουνάκι στο παρελθόν αλλά η σάλτσα του ήταν όνειρο.
Μην κοιτάτε που γκρινιάζω, έσκασα στο φαγητό. Ο ένας ήταν στη δίαιτα, η άλλη την είχε δει Ζιντάν με το λεμόνι, μόνη μου έφαγα. Τα λέω στη νύφη να τα ακούει η πεθερά, να κάνει κάποιες ψιλό διορθώσεις για να στεριώσει πολλά χρόνια και να μη στερηθώ τη σαλάτα τους ποτε!
Από τιμές είναι πολύ νορμαλ, εμείς δυο άνθρωποι και ένα χόμπιτ φάγαμε πολύ καλά με λιγότερο από 50€ και την πλάστιγγα να γέρνει προς την υπόσχεση ότι θα επιστρέψω για θαλασσινά, που είναι και ο κυριος όγκος του μενού τους, ευελπιστώ πριν ο Βολιώτης επαναπατριστεί.