Είμαι λάτρης της παλιάς εποχής. Εραστής του παρελθόντος. Θα ήθελα να είχα ζήσει στα 60’ς εκεί που έζησε ο πατέρας μου. Να συχνάζω σε κλαμπάκια και να χορεύω rock ‘ n’ roll και να πίνω vermouth. Να παίζω με το groupάκι μου και να αλαλάζουν από κάτω τα κοριτσόπουλα. Να μην ζητάνε να παίξω το τάδε και το δείνα τραγούδι αλλά ότι με τρελαίνει. Να πηγαίνω σε party και πάνω στους slow χορούς να ρίχνω και κανένα κλεφτό φιλί. Να τρώω στα ταβερνάκια και να γουστάρω να βλέπω τον σερβιτόρο να φοράει την παραδοσιακή άσπρη ποδιά της ταβέρνας. Να βάζω και κανένα τραγούδι, επιλογές από Καζαντζίδη έως Paul Anka στο juke box του μαγαζιού. Δεν τα έζησα τότε.
Έζησα στα 80’ς. Rock ‘n‘ roll χόρεψα ελάχιστα, γιατί το ροκ σκέτο ήταν τότε στα καλύτερα του. Σε clubάκια σύχναζα αλλά η disco κυριαρχούσε και αισθανόμουν περιθωριακός. Έπαιξα και ότι ζητούσαν τα κοριτσάκια ακόμα και το ‘’wake up’’ που εγώ το ήξερα ‘’serenade’’ του Steve Miller γιατί αλλιώς δεν θα μαζεύαμε κόσμο. Στα slow τραγούδια έδινα φιλιά αλλά όχι κλεφτά και μου την έσπαγε, έχανε την χάρη του. Ότι juke box βρήκα σε ταβερνάκια δεν λειτουργούσαν και οι σερβιτόροι είχαν αρχίσει να εκμοντερνίζονται.
Οπότε όταν ξεκίνησα να πάω στην ‘’Μπακαλοταβέρνα’’ βρήκα μια όαση του παρελθόντος. Ειδικά στην ταράτσα. Ο μέσα χώρος καλός, αλλά η ταράτσα είναι η έκπληξη.
Περπατάς λοιπόν στον πεζόδρομο της Θουκιδίδου, ακούς τα ντάπα ντούπα αριστερά και δεξιά από τα μπαράκια του ‘24 και ξαφνικά το σκηνικό για 10 μέτρα όσο η πρόσοψη του μαγαζιού αλλάζει. Σκηνικό 60.
Παλιό σπίτι της περιοχής με ελάχιστες παρεμβάσεις από έξω. Ανεβαίνεις τα σκαλάκια υπό τους ήχους Καζαντζίδη, Ρεπάνη, Περπινιάδη και αντικρίζεις σκηνικό βγαλμένο από ελληνική ταινία. Παλιά ξύλινα παντζούρια, ζαρντινιέρες με λουλούδια στους τοίχους, λαμπιόνια να κρέμονται από την μια άκρη στην άλλη, βρυσούλα χωριάτικη, λουλούδια, δέντρα στην αυλή που φθάνουν μέχρι την ταράτσα, δροσιά μέσα στο Καλοκαίρι. Κλασσικές καφέ ξύλινες καρέκλες και στη μέση το σπαστό μεταλλικό τραπέζι. Εδώ είμαστε για να αναπολήσουμε τα χρόνια που δεν προλάβαμε. Λαδόκολλα στο τραπέζι και βουρ. Καλή παρέα, τσίπουρο και συζήτηση για τα παλιά.
Οι σερβιτόροι ροκάδες και μη, του τότε. Νεαροί χαμογελαστοί και γρήγοροι. Με τις προτάσεις τους και την πλάκα τους στα όρια πάντα. Με τις γνωστές ελληνικές δικαιολογίες για την απόδειξη που ήρθε λειψή. Χρόνοι τέλειοι κανένα παράπονο.
Ο κατάλογος σε διπλωμένη κόλλα γραμμένος ομοιόμορφα στο χέρι. Ψωμί σε τσίγκινη ψωμιέρα ζυμωτό μισό καρβέλι, ζεστό, αφράτο τέλειο. Χρεωμένο βέβαια για 2 άτομα σαν να ψώνιζες 1 ½ κιλό.
Βλήτα λεμονάτα μέσα σε καλό λάδι, επιτέλους μια φορά κρύα όπως τα προτιμώ. Ήρθαν όπως και οι περισσότεροι μεζέδες σε εμαγιέ σκεύος, τι μου θύμισες τώρα.
Τηγανιτή σφέλα Μεσσηνίας, 2 μεγάλα κομμάτια τυριού καταλάμβαναν όλο το τηγανάκι, λίγο παραπάνω αλμυρό από ότι το ήθελα αλλά το τακτοποίησα με το λεμόνι που έριξα. Σαγανάκι στα καλύτερά του.
Ρεβίθια με λουκάνικο. Ήρθαν στο γνωστό εμαγιέ πιάτο, λευκό από μέσα κόκκινο από έξω. Απολαυστικός μεζές. Σωστά βρασμένα, καθόλου χυλωμένα, χωρίς ζουμί, συντροφιά με ψιλοκομμένο λουκάνικο με πράσο, ψιλοκομμένη ντοματούλα, άνηθο και μυρωδικά.
Μοσχαράκι με χαρουπόμελο. Πολύ μαλακό, χωρίς ίνες, πολλά και μεγάλα τα κομμάτια του κρέατος. Έδενε τέλεια με την σάλτσα χωρίς να γλυκίζει καθόλου. Βούτα – βούτα στη σάλτσα δεν κατάλαβα πως τελείωσε το ψωμί.
Χοιρινή τηγανιά με μπόλικη τριμμένη φέτα και μυρωδικά. Το κρέας προφανώς είχε βράσει λίγο παραπάνω πριν τηγανιστεί και είχε γίνει αχταρμάς στο πιάτο, αλλά ήταν ένα γλύκισμα, χωρίς ίχνος λίπους.
Πατάτες χεράτες, κομμένες σε μεγάλα τεμάχια, χρυσαφένιες και ολίγον crispy για να συνοδεύσουμε τα κρέατα.
Για ποτό ελληνικές μπύρες, χύμα κρασιά σερβιρισμένα σε παλιές μποτίλιες, για τους λάτρεις της Β. Ελλάδας ρετσίνα η γνωστή και αρκετά αποστάγματα.
Το τσίπουρο που δοκιμάσαμε το δικό τους, αρκετά καλό χωρίς μετέπειτα παρενέργειες.
Τιμές; Νορμάλ για αυτά που φάγαμε και ήπιαμε. Βέβαια μεζέδες τρως μη φανταστείς πιάτα τεράστια αλλά χορταίνεις με νορμάλ ποσό.
Αν θέλετε να γευτείτε λίγη από την λάμψη του παρελθόντος, οπλιστείτε με υπομονή γιατί το μαγαζί δεν κλείνει τραπέζι και επισκεφτείτε το. Αν δεν βρείτε, αφήστε το νούμερο του τηλεφώνου σας σε έναν από τους σερβιτόρους, κάντε μια βόλτα στο Χαλάνδρι, έχει ωραία αγορά και θα σας ειδοποιήσουν.
Θα αναπολήσετε τα παιδικά σας χρόνια ή θα θυμηθείτε τις ιστορίες από την ταβέρνα του ‘’Μπάμπη του χοντρού’’ που σας διηγούνταν οι γονείς σας.
Κυριακή πριν ανακοινωθεί το δεύτερο lockdown και αποφασίζουμε με φίλη να επισκεφθούμε το Χαλάνδρι και συγκεκριμένα την Μπακαλοταβέρνα. Δεν προβλέπονται κρατήσεις στο συγκεκριμένο μαγαζί, οπότε, απλώς, ελπίζαμε να βρούμε τραπέζι καθώς ήταν νωρίς το μεσημέρι. Παρόλα αυτά είχε αρκετό κόσμο αν και καταφέραμε να βρούμε ένα τραπεζάκι στον εξωτερικό χώρο του μαγαζιού όπου καθόντουσαν και οι περισσότεροι. Ο χώρος, τόσο ο εξωτερικός όσο και ο εσωτερικός, ήταν πολύ ωραίος, ο κατάλογος είχε, μεγάλη ποικιλία, κάτι το οποίο για εμένα είναι στα θετικά στοιχεία και μπορώ να πω ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά να επιλέξουμε τα πιάτα μας. Τελικά μετά από “σύσκεψη” επιλέξαμε πιπεριές Φλωρίνης (3,50 ευρώ), φιλετάκια κοτόπουλου (7,10 ευρώ), πατάτα οφτή (3,50 ευρώ), μυζηθροπιτάκια με μέλι (4,50 ευρώ), σπετζοφάι (6,50 ευρώ), πατατοσαλάτα (3,50 ευρώ) και κρασί ημίγλυκο κόκκινο (6,10 ευρώ). Έμεινα κατενθουσιασμένη από τις επιλογές μας, ειδικά από την πατάτα οφτή, το σπετζοφάι, τα μυζηθροπιτάκια και τα φιλετάκια. Ίσως η πατατοσαλάτα να ήταν περιττή εφόσον είχαμε ήδη επιλέξει την πατάτα οφτή. Το κρασί από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει. Να επισημάνω ότι το service ήταν άψογο και ο κύριος που μας σέρβιρε πολύ πρόσχαρος. Θα συνέστηνα ανεπιφύλακτα μια επίσκεψη στην Μπακαλοταβέρνα καθώς είναι ό,τι πρέπει για δοκιμή απλού, αλλά πολύ νόστιμου, φαγητού. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφθώ καθώς συνδυάζει ωραίο χώρο, άψογο φαγητό και καλές τιμές!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Είμαι λάτρης της παλιάς εποχής. Εραστής του παρελθόντος. Θα ήθελα να είχα ζήσει στα 60’ς εκεί που έζησε ο πατέρας μου. Να συχνάζω σε κλαμπάκια και να χορεύω rock ‘ n’ roll και να πίνω vermouth. Να παίζω με το groupάκι μου και να αλαλάζουν από κάτω τα κοριτσόπουλα. Να μην ζητάνε να παίξω το τάδε και το δείνα τραγούδι αλλά ότι με τρελαίνει. Να πηγαίνω σε party και πάνω στους slow χορούς να ρίχνω και κανένα κλεφτό φιλί. Να τρώω στα ταβερνάκια και να γουστάρω να βλέπω τον σερβιτόρο να φοράει την παραδοσιακή άσπρη ποδιά της ταβέρνας. Να βάζω και κανένα τραγούδι, επιλογές από Καζαντζίδη έως Paul Anka στο juke box του μαγαζιού. Δεν τα έζησα τότε.
Έζησα στα 80’ς. Rock ‘n‘ roll χόρεψα ελάχιστα, γιατί το ροκ σκέτο ήταν τότε στα καλύτερα του. Σε clubάκια σύχναζα αλλά η disco κυριαρχούσε και αισθανόμουν περιθωριακός. Έπαιξα και ότι ζητούσαν τα κοριτσάκια ακόμα και το ‘’wake up’’ που εγώ το ήξερα ‘’serenade’’ του Steve Miller γιατί αλλιώς δεν θα μαζεύαμε κόσμο. Στα slow τραγούδια έδινα φιλιά αλλά όχι κλεφτά και μου την έσπαγε, έχανε την χάρη του. Ότι juke box βρήκα σε ταβερνάκια δεν λειτουργούσαν και οι σερβιτόροι είχαν αρχίσει να εκμοντερνίζονται.
Οπότε όταν ξεκίνησα να πάω στην ‘’Μπακαλοταβέρνα’’ βρήκα μια όαση του παρελθόντος. Ειδικά στην ταράτσα. Ο μέσα χώρος καλός, αλλά η ταράτσα είναι η έκπληξη.
Περπατάς λοιπόν στον πεζόδρομο της Θουκιδίδου, ακούς τα ντάπα ντούπα αριστερά και δεξιά από τα μπαράκια του ‘24 και ξαφνικά το σκηνικό για 10 μέτρα όσο η πρόσοψη του μαγαζιού αλλάζει. Σκηνικό 60.
Παλιό σπίτι της περιοχής με ελάχιστες παρεμβάσεις από έξω. Ανεβαίνεις τα σκαλάκια υπό τους ήχους Καζαντζίδη, Ρεπάνη, Περπινιάδη και αντικρίζεις σκηνικό βγαλμένο από ελληνική ταινία. Παλιά ξύλινα παντζούρια, ζαρντινιέρες με λουλούδια στους τοίχους, λαμπιόνια να κρέμονται από την μια άκρη στην άλλη, βρυσούλα χωριάτικη, λουλούδια, δέντρα στην αυλή που φθάνουν μέχρι την ταράτσα, δροσιά μέσα στο Καλοκαίρι. Κλασσικές καφέ ξύλινες καρέκλες και στη μέση το σπαστό μεταλλικό τραπέζι. Εδώ είμαστε για να αναπολήσουμε τα χρόνια που δεν προλάβαμε. Λαδόκολλα στο τραπέζι και βουρ. Καλή παρέα, τσίπουρο και συζήτηση για τα παλιά.
Οι σερβιτόροι ροκάδες και μη, του τότε. Νεαροί χαμογελαστοί και γρήγοροι. Με τις προτάσεις τους και την πλάκα τους στα όρια πάντα. Με τις γνωστές ελληνικές δικαιολογίες για την απόδειξη που ήρθε λειψή. Χρόνοι τέλειοι κανένα παράπονο.
Ο κατάλογος σε διπλωμένη κόλλα γραμμένος ομοιόμορφα στο χέρι. Ψωμί σε τσίγκινη ψωμιέρα ζυμωτό μισό καρβέλι, ζεστό, αφράτο τέλειο. Χρεωμένο βέβαια για 2 άτομα σαν να ψώνιζες 1 ½ κιλό.
Βλήτα λεμονάτα μέσα σε καλό λάδι, επιτέλους μια φορά κρύα όπως τα προτιμώ. Ήρθαν όπως και οι περισσότεροι μεζέδες σε εμαγιέ σκεύος, τι μου θύμισες τώρα.
Τηγανιτή σφέλα Μεσσηνίας, 2 μεγάλα κομμάτια τυριού καταλάμβαναν όλο το τηγανάκι, λίγο παραπάνω αλμυρό από ότι το ήθελα αλλά το τακτοποίησα με το λεμόνι που έριξα. Σαγανάκι στα καλύτερά του.
Ρεβίθια με λουκάνικο. Ήρθαν στο γνωστό εμαγιέ πιάτο, λευκό από μέσα κόκκινο από έξω. Απολαυστικός μεζές. Σωστά βρασμένα, καθόλου χυλωμένα, χωρίς ζουμί, συντροφιά με ψιλοκομμένο λουκάνικο με πράσο, ψιλοκομμένη ντοματούλα, άνηθο και μυρωδικά.
Μοσχαράκι με χαρουπόμελο. Πολύ μαλακό, χωρίς ίνες, πολλά και μεγάλα τα κομμάτια του κρέατος. Έδενε τέλεια με την σάλτσα χωρίς να γλυκίζει καθόλου. Βούτα – βούτα στη σάλτσα δεν κατάλαβα πως τελείωσε το ψωμί.
Χοιρινή τηγανιά με μπόλικη τριμμένη φέτα και μυρωδικά. Το κρέας προφανώς είχε βράσει λίγο παραπάνω πριν τηγανιστεί και είχε γίνει αχταρμάς στο πιάτο, αλλά ήταν ένα γλύκισμα, χωρίς ίχνος λίπους.
Πατάτες χεράτες, κομμένες σε μεγάλα τεμάχια, χρυσαφένιες και ολίγον crispy για να συνοδεύσουμε τα κρέατα.
Για ποτό ελληνικές μπύρες, χύμα κρασιά σερβιρισμένα σε παλιές μποτίλιες, για τους λάτρεις της Β. Ελλάδας ρετσίνα η γνωστή και αρκετά αποστάγματα.
Το τσίπουρο που δοκιμάσαμε το δικό τους, αρκετά καλό χωρίς μετέπειτα παρενέργειες.
Τιμές; Νορμάλ για αυτά που φάγαμε και ήπιαμε. Βέβαια μεζέδες τρως μη φανταστείς πιάτα τεράστια αλλά χορταίνεις με νορμάλ ποσό.
Αν θέλετε να γευτείτε λίγη από την λάμψη του παρελθόντος, οπλιστείτε με υπομονή γιατί το μαγαζί δεν κλείνει τραπέζι και επισκεφτείτε το. Αν δεν βρείτε, αφήστε το νούμερο του τηλεφώνου σας σε έναν από τους σερβιτόρους, κάντε μια βόλτα στο Χαλάνδρι, έχει ωραία αγορά και θα σας ειδοποιήσουν.
Θα αναπολήσετε τα παιδικά σας χρόνια ή θα θυμηθείτε τις ιστορίες από την ταβέρνα του ‘’Μπάμπη του χοντρού’’ που σας διηγούνταν οι γονείς σας.
Κυριακή πριν ανακοινωθεί το δεύτερο lockdown και αποφασίζουμε με φίλη να επισκεφθούμε το Χαλάνδρι και συγκεκριμένα την Μπακαλοταβέρνα. Δεν προβλέπονται κρατήσεις στο συγκεκριμένο μαγαζί, οπότε, απλώς, ελπίζαμε να βρούμε τραπέζι καθώς ήταν νωρίς το μεσημέρι. Παρόλα αυτά είχε αρκετό κόσμο αν και καταφέραμε να βρούμε ένα τραπεζάκι στον εξωτερικό χώρο του μαγαζιού όπου καθόντουσαν και οι περισσότεροι. Ο χώρος, τόσο ο εξωτερικός όσο και ο εσωτερικός, ήταν πολύ ωραίος, ο κατάλογος είχε, μεγάλη ποικιλία, κάτι το οποίο για εμένα είναι στα θετικά στοιχεία και μπορώ να πω ότι δυσκολευτήκαμε αρκετά να επιλέξουμε τα πιάτα μας. Τελικά μετά από “σύσκεψη” επιλέξαμε πιπεριές Φλωρίνης (3,50 ευρώ), φιλετάκια κοτόπουλου (7,10 ευρώ), πατάτα οφτή (3,50 ευρώ), μυζηθροπιτάκια με μέλι (4,50 ευρώ), σπετζοφάι (6,50 ευρώ), πατατοσαλάτα (3,50 ευρώ) και κρασί ημίγλυκο κόκκινο (6,10 ευρώ). Έμεινα κατενθουσιασμένη από τις επιλογές μας, ειδικά από την πατάτα οφτή, το σπετζοφάι, τα μυζηθροπιτάκια και τα φιλετάκια. Ίσως η πατατοσαλάτα να ήταν περιττή εφόσον είχαμε ήδη επιλέξει την πατάτα οφτή. Το κρασί από τα καλύτερα που έχω δοκιμάσει. Να επισημάνω ότι το service ήταν άψογο και ο κύριος που μας σέρβιρε πολύ πρόσχαρος. Θα συνέστηνα ανεπιφύλακτα μια επίσκεψη στην Μπακαλοταβέρνα καθώς είναι ό,τι πρέπει για δοκιμή απλού, αλλά πολύ νόστιμου, φαγητού. Σίγουρα θα την ξαναεπισκεφθώ καθώς συνδυάζει ωραίο χώρο, άψογο φαγητό και καλές τιμές!