Βρίσκομαι στην Ικαρία τον Δεκαπενταύγουστο, ημέρα ονομαστικής εορτής, όπως συμβαίνει, αδιαλείπτως, το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, μεσημέρι σε οικογενειακό τραπέζι, όταν χτυπά το τηλέφωνό μου για πολλοστή φορά.
Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο ένας (από τους πολλούς) κουμπάρος. Για ευχές φυσικά αλλά, μεταξύ των πολλών χαζών και χαριτωμένων που ανταλλάσσουμε, μου λέει…
– Σας κλείνουμε από τώρα για τις τάδε Σεπτέμβρη.
Εννοείται ότι θυμάμαι την ημερομηνία, φημίζομαι για την τερατώδη μνήμη μου εξάλλου. Αυτό όμως που με κάνει να λυθώ στα γέλια, είναι η φωνή της κουμπάρας η οποία απορεί…
– Γιατί? Τι είναι τότε?
Είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει να θυμάται ο σύζυγος επέτειο γάμου και να την έχει ξεχάσει, παντελώς, το έτερο εμπλεκόμενο μέλος. Όχι για να μη βρίζουμε μόνον τους άνδρες…
Σεπτέμβρη λοιπόν, τη μέρα της επετείου, κι αφού έχουμε υποπέσει όλοι σε διατροφικές ατασθαλίες κατά τη διάρκεια των διακοπών (με τρία κιλά, παραπάνω, γύρισα), αποφασίζουμε να φάμε κάτι σε ψάρι.
Δε θυμάμαι πως μας ήρθε η ιδέα για το συγκεκριμένο αφού, κανένας από μας, δεν το είχε επισκεφθεί. Πάντως είχαμε σχηματίσει μία, ακαθόριστα, θετική εικόνα στο μυαλό μας.
Για κάποιον, αδιευκρίνιστο, λόγο το είχα τοποθετήσει, χωροταξικώς, στα ορεινά της Ηλιούπολης. Αποδείχθηκε ότι είναι, κάπου, στα ορεινά του Καρέα. Δεν υπήρξε δυσκολία στον εντοπισμό του, ούτε στο παρκάρισμα. Δυστυχώς δεν ξέρω τι γίνεται μέρα και ώρα αιχμής αφού η επίσκεψή μας έγινε καθημερινή κι όχι Σαββατοκύριακο.
Η πρώτη δυσκολία ήρθε στην προσπάθεια μου να βγω από το αυτοκίνητο. Μιλάμε για κλίση δρόμου όχι αστεία. Αν σ’ αυτό προσθέσετε τις πλατφόρμες που φόραγα το εγχείρημα απεδείχθη tricky business. Τα κατάφερα, ισορρόπησα και βρέθηκα αντιμέτωπη με τη δεύτερη δυσκολία. Σκάλες, πολλές σκάλες, πάρα πολλές σκάλες. Δυστυχώς αυτό είναι και το πρώτο default του μαγαζιού αφού η πρόσβαση από ηλικιωμένα, ή άτομα με κινητικά προβλήματα, καθίσταται, πρακτικά, αδύνατη. Η ύπαρξη πιθανού ανελκυστήρα δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου. Αν υφίσταται ζητώ συγγνώμη από το εστιατόριο και το παίρνω πίσω.
Αφού λοιπόν ολοκληρώσαμε την “Άνοδο των Μυρίων” βρεθήκαμε στον εξωτερικό χώρο ο οποίος δικαιολογεί, απόλυτα, την ονομασία του μαγαζιού “Μπαλκόνι στις Κυκλάδες” αν και η λέξη μπαλκόνι μάλλον τον αδικεί.
Ένας όμορφος, μεγάλος χώρος του οποίου ένα μέρος στεγάζεται. Ανοιχτός με απεριόριστη θέα σε Αθήνα, Πειραιά, Σαρωνικό. Η καλύτερη του ώρα, φαντάζομαι ότι, είναι πριν σκοτεινιάσει εντελώς. Εμείς δυστυχώς πήγαμε αργότερα αλλά και πάλι η θέα ήταν εντυπωσιακή.
Πέτρα, ξύλο, γήινα κι υπόλευκα χρώματα, άνετα τραπέζια και καρέκλες σε αραιή διάταξη όπως επιβάλουν οι κανόνες της εποχής, λιτά αλλά πολυτελή σερβίτσια, διακριτική, comme il faut, art de la table.
Εικόνα που απέχει παρασάγγες της ψαροταβέρνας παραπέμποντας σε ψαγμένο, δημιουργικό, θαλασσινό εστιατόριο, γεγονός το οποίο δικαιώνεται από τις επιλογές της κάρτας τους.
– Αρχή με δύο ντιπάκια και αρτοσκευάσματα.
– Σαλάτα με τραγανά λαχανικά (8€).
Με ωμό κουνουπίδι, μπρόκολο, ραπανάκι και χειροποίητο γλυκό του κουταλιού μαύρης ελιάς η οποία ήταν εξαιρετική, διαφορετική, τραγανή, ελαφρά ξινούτσικη, με γλυκές νότες ταυτόχρονα, λόγω του ιδιαίτερου γλυκού ελιάς.
– Ταραμοσαλάτα (5,5€).
Από λευκό ταραμά με τρίμμα αυγοτάραχου που έκανε τη διαφορά όπως και τα chips από μελάνι σουπιάς, με τα οποία συνοδεύεται. Φίνα κι αέρινη.
– Σεβίτσε από ψάρι ημέρας (12€).
Σε χυμό εσπεριδοειδών, κόλιανδρο και κουμ κουάτ. Χάρμα ιδέσθαι και γεύσης το συγκεκριμένο πιάτο.
– Μύδια αχνιστά (9,50€).
Με σέλερι, λεμόνι και τοματίνια κονφί. Συμπαθητικό αλλά, σαφώς, υποδεέστερο των άλλων ορεκτικών.
Ως κυρίως επιλέγησαν :
– Κυκλαδίτικη ψαρόσουπα (9,50€).
Δεν ξέρω γιατί ονομάζεται κυκλαδίτικη συγκεκριμένα. Ήταν μία, μέτριας πυκνότητας, βελουτέ σούπα με αρκετά εμφανή τη γεύση του ψαριού. Δε μου λέει κάτι το συγκεκριμένο πιάτο, άρα δεν είμαι και ο πλέον κατάλληλος κριτής, αλλά δε μου έκανε εντύπωση. Δυστυχώς την ίδια άποψη συμμερίστηκε και η κουμπάρα που τη διάλεξε.
– Κριθαρότο με γαρίδα (17€).
Με γάμπαρη Αμβρακικού και μπισκ καραβίδας όπως αναγράφεται. Ωραία βρασμένο το ζυμαρικό, κρουστές οι γαρίδες, άφηνε παρόλα αυτά, μια γεύση λιπαρότητας και δεν είχε την τσαχπινιά που θα το έκανε να καταγραφεί στη γευστική μνήμη.
– Φέτα συναγρίδας στη σχάρα (24€).
Το δικό μου πιάτο. Δε θα πω ψέματα. Με απογοήτευσε. Ούτε ιδιαίτερης νοστιμιάς, ούτε φρεσκάδας. Συνοδευόταν από βραστά λαχανικά τα οποία ήταν μια χαρά. Σε ένα τόσο απλό πιάτο το ψάρι οφείλει να ξεχωρίζει, δε νομίζετε?
– Κοτόπουλο φιλέτο σε τραγανή κρούστα (12€).
Με γλυκόξινη σάλτσα από σταφίδες και καραμελωμένα φουντούκια. Μη γελάτε παρακαλώ. Τι να κάνουμε? Ο κουμπάρος, αν και Ναξιώτης, έχει συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες. Αρκούντως ικανοποιητικό σύμφωνα με δήλωση του τρώγοντα.
Κλείσαμε με μια ωραιότατη τάρτα λεμονιού με άρωμα λεβάντας. Ανάλαφρη, ξινούτσικη, με τραγανή, μπισκοτένια βάση (6€), αποτέλεσε επιτυχές κλείσιμο του δείπνου, ενώ ήπιαμε κι ένα ωραιότατο μοσχάτο Τυρνάβου του κτήματος Μίγα (18€). Μας κεράστηκε, μαζί με τον λογαριασμό, ένα μπουκάλι μαστίχας η οποία είναι εκτιμητέα κίνηση.
Οι εντυπώσεις από το φαγητό και την εξυπηρέτηση είναι ανάμεικτες. Ενώ υπήρξε ένα δυναμικό ξεκίνημα το οποίο μας δημιούργησε υψηλές προσδοκίες η συνέχεια δεν τις επιβεβαίωσε.
Η ανωτέρω πρόταση μεταφράζεται σε εξαιρετικά, ευφάνταστα, δημιουργικά, πρώτα πιάτα, με τα κυρίως να υστερούν, ενώ στο κομμάτι της εξυπηρέτησης χρειάστηκε η όχληση εκ μέρους μας, τουλάχιστον, τεσσάρων φορών έτσι ώστε να μας έρθει νερό βρύσης γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά προκαλώντας έναν, σχετικό, εκνευρισμό.
Καθώς βλέπω εξαιρετικές δυνατότητες στο μαγαζί θα τους προτρέψω να δώσουν περισσότερη προσοχή στις λεπτομέρειες οι οποίες είναι κι αυτές οι οποίες κάνουν τη διαφορά, ειδικά, στους περίεργους καιρούς που ζούμε.
Το Eatingout γίνεται μια καθημερινή, αγαπημένη συνήθεια, βρίσκω πάλι τη χαρά της συγγραφής κριτικών σε ένα site που εμπιστεύομαι και ταξιδεύω μέσα από τις δικές σας.
Λέω κι εγώ να πάω ένα ταξίδι, θέλετε να πάμε παρέα? Αν ναι, ετοιμαστείτε γιατί φεύγουμε εκτός Αθηνών.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Βρίσκομαι στην Ικαρία τον Δεκαπενταύγουστο, ημέρα ονομαστικής εορτής, όπως συμβαίνει, αδιαλείπτως, το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, μεσημέρι σε οικογενειακό τραπέζι, όταν χτυπά το τηλέφωνό μου για πολλοστή φορά.
Στην άλλη άκρη της γραμμής, ο ένας (από τους πολλούς) κουμπάρος. Για ευχές φυσικά αλλά, μεταξύ των πολλών χαζών και χαριτωμένων που ανταλλάσσουμε, μου λέει…
– Σας κλείνουμε από τώρα για τις τάδε Σεπτέμβρη.
Εννοείται ότι θυμάμαι την ημερομηνία, φημίζομαι για την τερατώδη μνήμη μου εξάλλου. Αυτό όμως που με κάνει να λυθώ στα γέλια, είναι η φωνή της κουμπάρας η οποία απορεί…
– Γιατί? Τι είναι τότε?
Είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει να θυμάται ο σύζυγος επέτειο γάμου και να την έχει ξεχάσει, παντελώς, το έτερο εμπλεκόμενο μέλος. Όχι για να μη βρίζουμε μόνον τους άνδρες…
Σεπτέμβρη λοιπόν, τη μέρα της επετείου, κι αφού έχουμε υποπέσει όλοι σε διατροφικές ατασθαλίες κατά τη διάρκεια των διακοπών (με τρία κιλά, παραπάνω, γύρισα), αποφασίζουμε να φάμε κάτι σε ψάρι.
Δε θυμάμαι πως μας ήρθε η ιδέα για το συγκεκριμένο αφού, κανένας από μας, δεν το είχε επισκεφθεί. Πάντως είχαμε σχηματίσει μία, ακαθόριστα, θετική εικόνα στο μυαλό μας.
Για κάποιον, αδιευκρίνιστο, λόγο το είχα τοποθετήσει, χωροταξικώς, στα ορεινά της Ηλιούπολης. Αποδείχθηκε ότι είναι, κάπου, στα ορεινά του Καρέα. Δεν υπήρξε δυσκολία στον εντοπισμό του, ούτε στο παρκάρισμα. Δυστυχώς δεν ξέρω τι γίνεται μέρα και ώρα αιχμής αφού η επίσκεψή μας έγινε καθημερινή κι όχι Σαββατοκύριακο.
Η πρώτη δυσκολία ήρθε στην προσπάθεια μου να βγω από το αυτοκίνητο. Μιλάμε για κλίση δρόμου όχι αστεία. Αν σ’ αυτό προσθέσετε τις πλατφόρμες που φόραγα το εγχείρημα απεδείχθη tricky business. Τα κατάφερα, ισορρόπησα και βρέθηκα αντιμέτωπη με τη δεύτερη δυσκολία. Σκάλες, πολλές σκάλες, πάρα πολλές σκάλες. Δυστυχώς αυτό είναι και το πρώτο default του μαγαζιού αφού η πρόσβαση από ηλικιωμένα, ή άτομα με κινητικά προβλήματα, καθίσταται, πρακτικά, αδύνατη. Η ύπαρξη πιθανού ανελκυστήρα δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου. Αν υφίσταται ζητώ συγγνώμη από το εστιατόριο και το παίρνω πίσω.
Αφού λοιπόν ολοκληρώσαμε την “Άνοδο των Μυρίων” βρεθήκαμε στον εξωτερικό χώρο ο οποίος δικαιολογεί, απόλυτα, την ονομασία του μαγαζιού “Μπαλκόνι στις Κυκλάδες” αν και η λέξη μπαλκόνι μάλλον τον αδικεί.
Ένας όμορφος, μεγάλος χώρος του οποίου ένα μέρος στεγάζεται. Ανοιχτός με απεριόριστη θέα σε Αθήνα, Πειραιά, Σαρωνικό. Η καλύτερη του ώρα, φαντάζομαι ότι, είναι πριν σκοτεινιάσει εντελώς. Εμείς δυστυχώς πήγαμε αργότερα αλλά και πάλι η θέα ήταν εντυπωσιακή.
Πέτρα, ξύλο, γήινα κι υπόλευκα χρώματα, άνετα τραπέζια και καρέκλες σε αραιή διάταξη όπως επιβάλουν οι κανόνες της εποχής, λιτά αλλά πολυτελή σερβίτσια, διακριτική, comme il faut, art de la table.
Εικόνα που απέχει παρασάγγες της ψαροταβέρνας παραπέμποντας σε ψαγμένο, δημιουργικό, θαλασσινό εστιατόριο, γεγονός το οποίο δικαιώνεται από τις επιλογές της κάρτας τους.
– Αρχή με δύο ντιπάκια και αρτοσκευάσματα.
– Σαλάτα με τραγανά λαχανικά (8€).
Με ωμό κουνουπίδι, μπρόκολο, ραπανάκι και χειροποίητο γλυκό του κουταλιού μαύρης ελιάς η οποία ήταν εξαιρετική, διαφορετική, τραγανή, ελαφρά ξινούτσικη, με γλυκές νότες ταυτόχρονα, λόγω του ιδιαίτερου γλυκού ελιάς.
– Ταραμοσαλάτα (5,5€).
Από λευκό ταραμά με τρίμμα αυγοτάραχου που έκανε τη διαφορά όπως και τα chips από μελάνι σουπιάς, με τα οποία συνοδεύεται. Φίνα κι αέρινη.
– Σεβίτσε από ψάρι ημέρας (12€).
Σε χυμό εσπεριδοειδών, κόλιανδρο και κουμ κουάτ. Χάρμα ιδέσθαι και γεύσης το συγκεκριμένο πιάτο.
– Μύδια αχνιστά (9,50€).
Με σέλερι, λεμόνι και τοματίνια κονφί. Συμπαθητικό αλλά, σαφώς, υποδεέστερο των άλλων ορεκτικών.
Ως κυρίως επιλέγησαν :
– Κυκλαδίτικη ψαρόσουπα (9,50€).
Δεν ξέρω γιατί ονομάζεται κυκλαδίτικη συγκεκριμένα. Ήταν μία, μέτριας πυκνότητας, βελουτέ σούπα με αρκετά εμφανή τη γεύση του ψαριού. Δε μου λέει κάτι το συγκεκριμένο πιάτο, άρα δεν είμαι και ο πλέον κατάλληλος κριτής, αλλά δε μου έκανε εντύπωση. Δυστυχώς την ίδια άποψη συμμερίστηκε και η κουμπάρα που τη διάλεξε.
– Κριθαρότο με γαρίδα (17€).
Με γάμπαρη Αμβρακικού και μπισκ καραβίδας όπως αναγράφεται. Ωραία βρασμένο το ζυμαρικό, κρουστές οι γαρίδες, άφηνε παρόλα αυτά, μια γεύση λιπαρότητας και δεν είχε την τσαχπινιά που θα το έκανε να καταγραφεί στη γευστική μνήμη.
– Φέτα συναγρίδας στη σχάρα (24€).
Το δικό μου πιάτο. Δε θα πω ψέματα. Με απογοήτευσε. Ούτε ιδιαίτερης νοστιμιάς, ούτε φρεσκάδας. Συνοδευόταν από βραστά λαχανικά τα οποία ήταν μια χαρά. Σε ένα τόσο απλό πιάτο το ψάρι οφείλει να ξεχωρίζει, δε νομίζετε?
– Κοτόπουλο φιλέτο σε τραγανή κρούστα (12€).
Με γλυκόξινη σάλτσα από σταφίδες και καραμελωμένα φουντούκια. Μη γελάτε παρακαλώ. Τι να κάνουμε? Ο κουμπάρος, αν και Ναξιώτης, έχει συγκεκριμένες διατροφικές συνήθειες. Αρκούντως ικανοποιητικό σύμφωνα με δήλωση του τρώγοντα.
Κλείσαμε με μια ωραιότατη τάρτα λεμονιού με άρωμα λεβάντας. Ανάλαφρη, ξινούτσικη, με τραγανή, μπισκοτένια βάση (6€), αποτέλεσε επιτυχές κλείσιμο του δείπνου, ενώ ήπιαμε κι ένα ωραιότατο μοσχάτο Τυρνάβου του κτήματος Μίγα (18€). Μας κεράστηκε, μαζί με τον λογαριασμό, ένα μπουκάλι μαστίχας η οποία είναι εκτιμητέα κίνηση.
Οι εντυπώσεις από το φαγητό και την εξυπηρέτηση είναι ανάμεικτες. Ενώ υπήρξε ένα δυναμικό ξεκίνημα το οποίο μας δημιούργησε υψηλές προσδοκίες η συνέχεια δεν τις επιβεβαίωσε.
Η ανωτέρω πρόταση μεταφράζεται σε εξαιρετικά, ευφάνταστα, δημιουργικά, πρώτα πιάτα, με τα κυρίως να υστερούν, ενώ στο κομμάτι της εξυπηρέτησης χρειάστηκε η όχληση εκ μέρους μας, τουλάχιστον, τεσσάρων φορών έτσι ώστε να μας έρθει νερό βρύσης γεγονός που σχολιάστηκε αρνητικά προκαλώντας έναν, σχετικό, εκνευρισμό.
Καθώς βλέπω εξαιρετικές δυνατότητες στο μαγαζί θα τους προτρέψω να δώσουν περισσότερη προσοχή στις λεπτομέρειες οι οποίες είναι κι αυτές οι οποίες κάνουν τη διαφορά, ειδικά, στους περίεργους καιρούς που ζούμε.
Το Eatingout γίνεται μια καθημερινή, αγαπημένη συνήθεια, βρίσκω πάλι τη χαρά της συγγραφής κριτικών σε ένα site που εμπιστεύομαι και ταξιδεύω μέσα από τις δικές σας.
Λέω κι εγώ να πάω ένα ταξίδι, θέλετε να πάμε παρέα? Αν ναι, ετοιμαστείτε γιατί φεύγουμε εκτός Αθηνών.