Ίσως το ‘’Μπράιτον’’, πέφτει πολύ για την πόλη που η εστίαση ζει από το τσίπουρο. Ίσως δεν του έχει δοθεί και η πρέπουσα σημασία εντός πόλης. Ούτε βέβαια από τους ‘’περίφημους’’ γνώστες και κριτικούς φαγητού της πρωτεύουσας.
Σίγουρα όμως, αρκετοί εκτός εστίασης έχουν ασχοληθεί με τους 2 φίλους που κάπου ανάμεσα στα βιβλία του πανεπιστημίου του Μπράιτον ανακάλυψαν την αγάπη τους για την μαγειρική και είπαν να την κάνουν πράξη ασχολούμενοι με την εστίαση.
Έτσι δημιουργήθηκε το μικρούλι ‘’Μπράιτον’’ στα Παλιά του Βόλου, το οποίο είχα επισκεφτεί 2-3 φορές καθότι μ’ άρεσε ο τρόπος σκέψης των ιδιοκτητών που μεταφράζονταν σε μια μικρή κάρτα φαγητού, με ελληνική δημιουργική κουζίνα, φρέσκες ντόπιες πρώτες ύλες, φαντασία και sous vide.
Το Μπράιτον μεγάλωσε και μεταφέρθηκε στον Τσαλαπάτα (πολυχώρος, μουσείο, παλιό εργοστάσιο κεραμοποιίας) και το βρήκα γευστικά όπως το άφησα. Μέχρι να ζητήσει ο μικρός refill τα εκπληκτικά gnocchi.
Ο χώρος βιομηχανικός, ξεχωρίζει για τις λιτές γραμμές στη διακόσμηση, με αποχρώσεις του γκρι στους τοίχους, τζαμαρία στο μεγαλύτερο μέρος και συμπαθητικό εξωτερικό με μεγάλες ομπρέλες, οι οποίες δεν σε καλύπτουν με μέτρια προς δυνατή βροχή.
Η ανοιχτή κουζίνα σε μαγεύει. Επικρατεί φοβερή τάξη, όλα τακτοποιημένα στρατιωτικά, ότι χρησιμοποιείται πηγαίνει για καθάρισμα, εφαρμόζονται όλα τα μέτρα υγιεινής και γενικά αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα για όσους θέλουν να δουλεύουν σε ανοιχτή κουζίνα.
Η εξυπηρέτηση είναι όσο γρήγορη γίνεται, μιας και ποτέ ένας κούκος δεν έφερε την άνοιξη. Με 4 τραπέζια γεμάτα ο ένας και μοναδικός σερβιτόρος έβγαλε φωτιές στα πόδια του για να προλαβαίνει τη σωστή κίνηση των πιάτων, αλλά θεωρώ δεν επαρκεί, χρειάζεται βοήθεια.
Η κάρτα του μενού αποτελείται από 14 πιάτα και 2 γλυκά, η δε λίστα κρασιών μικρή αλλά καλύπτει όλα τα γούστα. Θεωρώ ότι το μενού ανά τακτά διαστήματα θα πρέπει να ανανεώνεται.
Είναι σίγουρο ότι οι παραστάσεις των chef/owners είναι τέτοιες ώστε να υπάρχει ένα amuse bouche στον χώρο τους. Πολλαπλή η χρήση του αλλά ουσιαστικά, δίνει το στίγμα της γαστρονομικής κατεύθυνσης του εστιατορίου και είναι το καλωσόρισμα του chef στον πελάτη.
Αφού λοιπόν καλωσόρισμα δεν υπήρχε, διαλέξαμε αυτά που θέλαμε να γευτούμε, ενημερώσαμε για τη σειρά και περιμέναμε τα πρώτα πιάτα.
Ξεκινήσαμε με gazpacho (γκασπάτσο), κρύα ντοματόσουπα, ισπανικής προέλευσης με εξαιρετικά ελληνικά υλικά εντός. Ντοματίνια και αγγούρι ψιλοκομμένα, μαζί με φρέσκο κρεμμύδι, πίκλα από ξερό κρεμμύδι, κάπαρη και βελούδινη mousse φέτας έγιναν ένα γευστικό μείγμα όταν έπεσε πάνω τους η δροσερή υγρή ντομάτα. Το λάδι βασιλικού και το μαυροκούκι έδωσε την έξτρα ώθηση στο πιάτο. Συνδυάστηκε όμορφα με τα αφράτα ψωμάκια πού ήρθαν στο τραπέζι, κομμένα σε μεγάλες μπουκιές.
Συνεχίσαμε με gnocchi πατάτας, ομόφωνα το καλύτερο πιάτο της βραδιάς. Ωραία τηγανισμένα και γευστικά τα gnocchi, με απίθανη κρούστα, αναπαύονταν σε μια εξαιρετική mousse αρακά και συνοδευόταν από θεσπέσιο νιβατό (ξινοτύρι κρεμμώδες από Βερδικούσα, όπου το βρείτε δοκιμάστε το) ντομάτα, διάφορες πίκλες και λάδια. Σύλληψη και εκτέλεση top.
Στα κυρίως, μιας και έλειπε το φανταστικό λουκάνικο τη μέρα που επισκεφτήκαμε τον χώρο, πήραμε την πανσέτα, το κοτόπουλο και το μοσχάρι.
Το μοσχάρι έκλεψε την παράσταση. Αντί για τον τραχανά του καταλόγου είχε ψιλοκομμένη μελιτζάνα, ντομάτα και τριμμένη φέτα τα οποία το μετέτρεψαν σε ένα κλασσικό μαμαδίστικο πιάτο, από αυτά που πάντα άπλωνες το άδειο πιάτο στη μητέρα σου και ζητούσες συμπλήρωμα.
Η πανσέτα πολύ καλή, μαγειρεμένη υποδειγματικά, ο πουρές μήλου χανόταν στις πίκλες και τα αρωματικά λάδια του πιάτου, το κοτόπουλο λόγω μαγειρέματος σε sous vide άνευρο αλλά σε συνδυασμό με την υπέροχη σαλάτα από πλιγούρι, λαχανικά και guagamole πάνω στην οποία ξεκουραζόταν, εκπληκτικό.
Και κάπου εκεί έγινε το κακό. Ο μικρός ζήτησε επανάληψη τα απίθανα gnocchi και δεν του χαλάσαμε χατίρι. Το πιάτο προσγειώθηκε μετά από λίγο στο τραπέζι αλλά, τα gnocchi ήταν καμένα και μάλιστα η καμένη πλευρά ήταν από κάτω!!! Ενημερώθηκε ο σερβιτόρος ο οποίος προσπάθησε να μας πει ότι μαγειρεύονται και με αυτό το ψήσιμο, αλλά ευτυχώς το ‘’μάζεψε’’.
Σίγουρα μπορεί να τύχει σε οποιαδήποτε κουζίνα, αλλά δεν νοείται ο chef να μην το είδε και να άφησε το πιάτο να περάσει το πάσο.
Από τα γλυκά που δοκιμάσαμε η πανακότα με το τριμμένο φιστίκι Αιγίνης και το κουλί από βερίκοκο είχε φοβερή ημίγλυκη γεύση και σε ταξίδευε στη νότια Ιταλία, η mousse σοκολάτας με το μπισκότο και τη sauce κεράσι είχε ωραία υφή και γεύση, ήθελε για να ανέβει επίπεδο, άλλο πιάτο ή διαφορετική προσέγγιση στην τοποθέτηση των υλικών.
Ο λογαριασμός μαζί με κάποιες μπύρες, νερό και αναψυκτικά και τα γλυκά κερασμένα, ανήλθε περί τα 27 ευρώ το άτομο, ελαφρά τσιμπημένος αφού οι τιμές του κάθε πιάτου δεν ξεφεύγουν και είναι αντάξιες της ποιότητας του χώρου.
Το ‘’Μπράιτον’’ πέραν του λάθους που έτυχε σε εμάς, είναι ένας χώρος που κοσμεί την πόλη του Βόλου και ξεφεύγει από την κλασσική τσιπουροκατάσταση του συνόλου της εστίασης στην πόλη. Αξίζει να το επισκεφτεί κανείς και να το προτείνει.
Κλείνοντας να αναφέρω ότι η κράτηση έγινε μέσω της φίλης πλατφόρμας e restaurants και την άμεση εξυπηρέτηση των ατόμων που την απαρτίζουν.
Το Μπράιτον Γαστρονομικό Μεζεδοπωλείο, όπως είναι το πλήρες όνομά του, βρίσκεται στα Παλαιά του Βόλου, μια πάρα πολύ ζωντανή περιοχή της πόλης, με αρκετά μεζεδοπωλεία, μπαράκια, τσιπουράδικα κλπ. Σε έναν τέτοιο πολύβουο και γεμάτο κόσμο πεζόδρομο στεγάζεται (τουλάχιστον για κάποιο διάστημα ακόμη) και το Μπράιτον. Τέλη Αυγούστου λοιπόν, σε μια αρκετά ζεστή βραδιά, επισκεφθήκαμε το Μπράιτον, με ανυπομονησία να δοκιμάσουμε τα πιάτα του και να επιβεβαιώσουμε τα πολύ θετικά σχόλια που είχαμε ακούσει από γνωστούς και είχαμε διαβάσει στο διαδίκτυο.
Παρά την πολυκοσμία και τη σχετική φασαρία, στο Μπράιτον τηρούνται οι αποστάσεις, τα τραπέζια είναι αρκετά ευρύχωρα και άνετα, ανεμιστήρες ψηλά βοηθούν για τη ζέστη, χωρίς να ενοχλούν, τίποτε δεν θα σε εμποδίσει σε γενικές γραμμές να απολαύσεις την έξοδό σου. Ίσως ο φωτισμός σε κάποια πιο απόμερα τραπέζια, όπως το δικό μας, να είναι χαμηλός, λεπτομέρειες ωστόσο. Ο εσωτερικός χώρος, εκτός λειτουργίας, λόγω εποχής και covid, ήταν καθαρός και περιποιημένος, με την ανοιχτή κουζίνα σε κεντρικό σημείο να τραβάει τα βλέμματα, μου φάνηκε ωστόσο αρκετά μικρός και περιορισμένος. Ο σερβιτόρος, βέβαια, μας ενημέρωσε ότι σχετικά σύντομα θα μεταφερθούν σε άλλο πιο άνετο χώρο, οπότε λάβετέ το υπόψη σας.
Το service χωρίς προβλήματα, ευγενέστατος και πολύ φιλικός ο νεαρός που μας εξυπηρέτησε, με διάθεση να δώσει πληροφορίες για τα πιάτα (και κατά την παραγγελία και κατά το σερβίρισμα). Επίσης, σημαντικό ότι ρωτηθήκαμε για τη ροή των πιάτων που παραγγείλαμε, τα οποία σερβιρίστηκαν σταδιακά, όπως ακριβώς ζητήσαμε. Ένα κερασματάκι στο τέλος ή, έστω ένα καλωσόρισμα στην αρχή έστω, θα ήταν καλοδεχούμενο, κατά τα άλλα κάποιο παράπονο δεν είχαμε.
Ο κατάλογος μικρός σχετικά (δεν νομίζω ο συνολικός αριθμός των πιάτων να ξεπερνά τα 15), με επιλογές που κινούνται κατά βάση σε πιάτα για να τα μοιραστείς στη μέση. 2 άτομα παραγγείλαμε :
– για αρχή ήρθε ένα πολύ νόστιμο ψωμί (1 € ανά άτομο).
– σαλάτα σπανάκι-ρόκα, με κολοκύθι, ανθότυρο, κολοκυθόσπορους και βινεγκρέτ σύκου (7 €). Φρέσκα υλικά, σε σωστές αναλογίες, ίσως λίγη υγρασία περισσότερη στο πιάτο να ήταν επιθυμητή. Νόστιμη σαλάτα, χωρίς ωστόσο, να έχει κάτι αξιομνημόνευτο να αναφέρεις. Η ποσότητα επαρκέστατη για 2 και παραπάνω άτομα.
– μανιτάρια με πουρέ σελινόριζας και λάδι από δεντρολίβανο (8.5 €). Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς. Εξαιρετικά μαγειρεμένα τα μανιτάρια, με το λάδι από δεντρολίβανο να είναι αρκετά έντονο και να δίνει μια ξεχωριστή γεύση στο πιάτο (ας το λάβουν ωστόσο υπόψη τους όσοι δεν είναι “φίλοι” του συγκεκριμένου αρωματικού-μυρωδικού, εγώ ευτυχώς δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία). Πιάτο που προτείνεται άφοβα κατά τα λοιπά.
– νιόκι πατάτας (9.5 €), με αρακά, νιβατό, πίκλα κρεμμυδιού και ντομάτα κονφί (σίγουρα ξεχνάω και 1-2 υλικά ακόμη). Πιάτο που έδειχνε αρκετά λαχταριστό, μας ικανοποίησε σε πολύ μεγάλο βαθμό, ίσως όμως όχι όσο θα αναμέναμε. Νόστιμα τα νιόκι πατάτας, μας άρεσε και η ντομάτα και τα λοιπά μυρωδικά, ωραίο και το νιβατό (αλοιφώδες, σχετικά αλμυρό τυρί). Η φάβα από αρακά, αν και νόστιμη από μόνη της, δεν μας ταίριαξε με τα υπόλοιπα υλικά, μας φάνηκε αρκετά ουδέτερη, ίσως προτιμούσα κάποια πιο έντονη γεύση. Γενικά ο συνδυασμός αρακά και πατάτας νομίζω ότι αδίκησε το τελικό αποτέλεσμα του πιάτου.
– χοιρινή πανσέτα, με πουρέ μήλου και πίκλες από καρότο και ραπανάκι (11.5 €). Πιάτο που ήρθε στο τέλος και επισκίασε όλα τα υπόλοιπα. Η πανσέτα πεντανόστιμη και τέλεια μαγειρεμένη, πραγματικά έλιωνε στο στόμα. Παράλληλα, είχε και το απαραίτητο “κάψιμο” εξωτερικά, καθώς λογικά περάστηκε στο τέλος και από σχάρα, ενώ ο πολύ νόστιμος πουρές μήλου και η απαραίτητη οξύτητα από τις πίκλες ολοκλήρωναν ένα από τα πιο νόστιμα πιάτα που έχω δοκιμάσει τον τελευταίο καιρό.
– από ποτά υπάρχουν κάποιες επιλογές σε εμφιαλωμένο κρασί σε λογικές τιμές, μπύρες και ορισμένες επιλογές σε τσίπουρο. Λόγω της μεσημεριανής τσιπουροποσίας μας, αρκεστήκαμε με μισό λίτρο ροζέ κρασί, το οποίο, εάν και γλύκιζε ελαφρώς, μας ικανοποίησε αρκετά (5 €).
– για γλυκό στο τέλος δεν υπήρχε χώρος, εξάλλου δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές (νομίζω μονάχα 1). Σίγουρα 1-2 ακόμη επιλογές σε επιδόρπιο θα ήταν ευπρόσδεκτες.
Η συνολική γευστική εμπειρία μας ήταν επιτυχημένη. Όμορφα παρουσιασμένα πιάτα, προσεγμένα και περιποιημένα, κάποια από αυτά εξαιρετικά (όπως κατά πρώτο λόγο η πανσέτα και δευτερευόντως τα μανιτάρια), κάποια λιγότερο πετυχημένα, σίγουρα όμως όλα κέντριζαν το ενδιαφέρον σου και στο τέλος σε άφηναν ικανοποιημένο. Ως γενικότερο
Αν σας φέρει λοιπόν ο δρόμος στο Βόλο, και θέλετε να γευτείτε κάτι πιο ιδιαίτερο, πέρα από τα γνωστά τσιπουράδικα της πόλης, το Μπράιτον αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή. Δοκιμάστε το!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Ίσως το ‘’Μπράιτον’’, πέφτει πολύ για την πόλη που η εστίαση ζει από το τσίπουρο. Ίσως δεν του έχει δοθεί και η πρέπουσα σημασία εντός πόλης. Ούτε βέβαια από τους ‘’περίφημους’’ γνώστες και κριτικούς φαγητού της πρωτεύουσας.
Σίγουρα όμως, αρκετοί εκτός εστίασης έχουν ασχοληθεί με τους 2 φίλους που κάπου ανάμεσα στα βιβλία του πανεπιστημίου του Μπράιτον ανακάλυψαν την αγάπη τους για την μαγειρική και είπαν να την κάνουν πράξη ασχολούμενοι με την εστίαση.
Έτσι δημιουργήθηκε το μικρούλι ‘’Μπράιτον’’ στα Παλιά του Βόλου, το οποίο είχα επισκεφτεί 2-3 φορές καθότι μ’ άρεσε ο τρόπος σκέψης των ιδιοκτητών που μεταφράζονταν σε μια μικρή κάρτα φαγητού, με ελληνική δημιουργική κουζίνα, φρέσκες ντόπιες πρώτες ύλες, φαντασία και sous vide.
Το Μπράιτον μεγάλωσε και μεταφέρθηκε στον Τσαλαπάτα (πολυχώρος, μουσείο, παλιό εργοστάσιο κεραμοποιίας) και το βρήκα γευστικά όπως το άφησα. Μέχρι να ζητήσει ο μικρός refill τα εκπληκτικά gnocchi.
Ο χώρος βιομηχανικός, ξεχωρίζει για τις λιτές γραμμές στη διακόσμηση, με αποχρώσεις του γκρι στους τοίχους, τζαμαρία στο μεγαλύτερο μέρος και συμπαθητικό εξωτερικό με μεγάλες ομπρέλες, οι οποίες δεν σε καλύπτουν με μέτρια προς δυνατή βροχή.
Η ανοιχτή κουζίνα σε μαγεύει. Επικρατεί φοβερή τάξη, όλα τακτοποιημένα στρατιωτικά, ότι χρησιμοποιείται πηγαίνει για καθάρισμα, εφαρμόζονται όλα τα μέτρα υγιεινής και γενικά αποτελεί πρότυπο και παράδειγμα για όσους θέλουν να δουλεύουν σε ανοιχτή κουζίνα.
Η εξυπηρέτηση είναι όσο γρήγορη γίνεται, μιας και ποτέ ένας κούκος δεν έφερε την άνοιξη. Με 4 τραπέζια γεμάτα ο ένας και μοναδικός σερβιτόρος έβγαλε φωτιές στα πόδια του για να προλαβαίνει τη σωστή κίνηση των πιάτων, αλλά θεωρώ δεν επαρκεί, χρειάζεται βοήθεια.
Η κάρτα του μενού αποτελείται από 14 πιάτα και 2 γλυκά, η δε λίστα κρασιών μικρή αλλά καλύπτει όλα τα γούστα. Θεωρώ ότι το μενού ανά τακτά διαστήματα θα πρέπει να ανανεώνεται.
Είναι σίγουρο ότι οι παραστάσεις των chef/owners είναι τέτοιες ώστε να υπάρχει ένα amuse bouche στον χώρο τους. Πολλαπλή η χρήση του αλλά ουσιαστικά, δίνει το στίγμα της γαστρονομικής κατεύθυνσης του εστιατορίου και είναι το καλωσόρισμα του chef στον πελάτη.
Αφού λοιπόν καλωσόρισμα δεν υπήρχε, διαλέξαμε αυτά που θέλαμε να γευτούμε, ενημερώσαμε για τη σειρά και περιμέναμε τα πρώτα πιάτα.
Ξεκινήσαμε με gazpacho (γκασπάτσο), κρύα ντοματόσουπα, ισπανικής προέλευσης με εξαιρετικά ελληνικά υλικά εντός. Ντοματίνια και αγγούρι ψιλοκομμένα, μαζί με φρέσκο κρεμμύδι, πίκλα από ξερό κρεμμύδι, κάπαρη και βελούδινη mousse φέτας έγιναν ένα γευστικό μείγμα όταν έπεσε πάνω τους η δροσερή υγρή ντομάτα. Το λάδι βασιλικού και το μαυροκούκι έδωσε την έξτρα ώθηση στο πιάτο. Συνδυάστηκε όμορφα με τα αφράτα ψωμάκια πού ήρθαν στο τραπέζι, κομμένα σε μεγάλες μπουκιές.
Συνεχίσαμε με gnocchi πατάτας, ομόφωνα το καλύτερο πιάτο της βραδιάς. Ωραία τηγανισμένα και γευστικά τα gnocchi, με απίθανη κρούστα, αναπαύονταν σε μια εξαιρετική mousse αρακά και συνοδευόταν από θεσπέσιο νιβατό (ξινοτύρι κρεμμώδες από Βερδικούσα, όπου το βρείτε δοκιμάστε το) ντομάτα, διάφορες πίκλες και λάδια. Σύλληψη και εκτέλεση top.
Στα κυρίως, μιας και έλειπε το φανταστικό λουκάνικο τη μέρα που επισκεφτήκαμε τον χώρο, πήραμε την πανσέτα, το κοτόπουλο και το μοσχάρι.
Το μοσχάρι έκλεψε την παράσταση. Αντί για τον τραχανά του καταλόγου είχε ψιλοκομμένη μελιτζάνα, ντομάτα και τριμμένη φέτα τα οποία το μετέτρεψαν σε ένα κλασσικό μαμαδίστικο πιάτο, από αυτά που πάντα άπλωνες το άδειο πιάτο στη μητέρα σου και ζητούσες συμπλήρωμα.
Η πανσέτα πολύ καλή, μαγειρεμένη υποδειγματικά, ο πουρές μήλου χανόταν στις πίκλες και τα αρωματικά λάδια του πιάτου, το κοτόπουλο λόγω μαγειρέματος σε sous vide άνευρο αλλά σε συνδυασμό με την υπέροχη σαλάτα από πλιγούρι, λαχανικά και guagamole πάνω στην οποία ξεκουραζόταν, εκπληκτικό.
Και κάπου εκεί έγινε το κακό. Ο μικρός ζήτησε επανάληψη τα απίθανα gnocchi και δεν του χαλάσαμε χατίρι. Το πιάτο προσγειώθηκε μετά από λίγο στο τραπέζι αλλά, τα gnocchi ήταν καμένα και μάλιστα η καμένη πλευρά ήταν από κάτω!!! Ενημερώθηκε ο σερβιτόρος ο οποίος προσπάθησε να μας πει ότι μαγειρεύονται και με αυτό το ψήσιμο, αλλά ευτυχώς το ‘’μάζεψε’’.
Σίγουρα μπορεί να τύχει σε οποιαδήποτε κουζίνα, αλλά δεν νοείται ο chef να μην το είδε και να άφησε το πιάτο να περάσει το πάσο.
Από τα γλυκά που δοκιμάσαμε η πανακότα με το τριμμένο φιστίκι Αιγίνης και το κουλί από βερίκοκο είχε φοβερή ημίγλυκη γεύση και σε ταξίδευε στη νότια Ιταλία, η mousse σοκολάτας με το μπισκότο και τη sauce κεράσι είχε ωραία υφή και γεύση, ήθελε για να ανέβει επίπεδο, άλλο πιάτο ή διαφορετική προσέγγιση στην τοποθέτηση των υλικών.
Ο λογαριασμός μαζί με κάποιες μπύρες, νερό και αναψυκτικά και τα γλυκά κερασμένα, ανήλθε περί τα 27 ευρώ το άτομο, ελαφρά τσιμπημένος αφού οι τιμές του κάθε πιάτου δεν ξεφεύγουν και είναι αντάξιες της ποιότητας του χώρου.
Το ‘’Μπράιτον’’ πέραν του λάθους που έτυχε σε εμάς, είναι ένας χώρος που κοσμεί την πόλη του Βόλου και ξεφεύγει από την κλασσική τσιπουροκατάσταση του συνόλου της εστίασης στην πόλη. Αξίζει να το επισκεφτεί κανείς και να το προτείνει.
Κλείνοντας να αναφέρω ότι η κράτηση έγινε μέσω της φίλης πλατφόρμας e restaurants και την άμεση εξυπηρέτηση των ατόμων που την απαρτίζουν.
Το Μπράιτον Γαστρονομικό Μεζεδοπωλείο, όπως είναι το πλήρες όνομά του, βρίσκεται στα Παλαιά του Βόλου, μια πάρα πολύ ζωντανή περιοχή της πόλης, με αρκετά μεζεδοπωλεία, μπαράκια, τσιπουράδικα κλπ. Σε έναν τέτοιο πολύβουο και γεμάτο κόσμο πεζόδρομο στεγάζεται (τουλάχιστον για κάποιο διάστημα ακόμη) και το Μπράιτον. Τέλη Αυγούστου λοιπόν, σε μια αρκετά ζεστή βραδιά, επισκεφθήκαμε το Μπράιτον, με ανυπομονησία να δοκιμάσουμε τα πιάτα του και να επιβεβαιώσουμε τα πολύ θετικά σχόλια που είχαμε ακούσει από γνωστούς και είχαμε διαβάσει στο διαδίκτυο.
Παρά την πολυκοσμία και τη σχετική φασαρία, στο Μπράιτον τηρούνται οι αποστάσεις, τα τραπέζια είναι αρκετά ευρύχωρα και άνετα, ανεμιστήρες ψηλά βοηθούν για τη ζέστη, χωρίς να ενοχλούν, τίποτε δεν θα σε εμποδίσει σε γενικές γραμμές να απολαύσεις την έξοδό σου. Ίσως ο φωτισμός σε κάποια πιο απόμερα τραπέζια, όπως το δικό μας, να είναι χαμηλός, λεπτομέρειες ωστόσο. Ο εσωτερικός χώρος, εκτός λειτουργίας, λόγω εποχής και covid, ήταν καθαρός και περιποιημένος, με την ανοιχτή κουζίνα σε κεντρικό σημείο να τραβάει τα βλέμματα, μου φάνηκε ωστόσο αρκετά μικρός και περιορισμένος. Ο σερβιτόρος, βέβαια, μας ενημέρωσε ότι σχετικά σύντομα θα μεταφερθούν σε άλλο πιο άνετο χώρο, οπότε λάβετέ το υπόψη σας.
Το service χωρίς προβλήματα, ευγενέστατος και πολύ φιλικός ο νεαρός που μας εξυπηρέτησε, με διάθεση να δώσει πληροφορίες για τα πιάτα (και κατά την παραγγελία και κατά το σερβίρισμα). Επίσης, σημαντικό ότι ρωτηθήκαμε για τη ροή των πιάτων που παραγγείλαμε, τα οποία σερβιρίστηκαν σταδιακά, όπως ακριβώς ζητήσαμε. Ένα κερασματάκι στο τέλος ή, έστω ένα καλωσόρισμα στην αρχή έστω, θα ήταν καλοδεχούμενο, κατά τα άλλα κάποιο παράπονο δεν είχαμε.
Ο κατάλογος μικρός σχετικά (δεν νομίζω ο συνολικός αριθμός των πιάτων να ξεπερνά τα 15), με επιλογές που κινούνται κατά βάση σε πιάτα για να τα μοιραστείς στη μέση. 2 άτομα παραγγείλαμε :
– για αρχή ήρθε ένα πολύ νόστιμο ψωμί (1 € ανά άτομο).
– σαλάτα σπανάκι-ρόκα, με κολοκύθι, ανθότυρο, κολοκυθόσπορους και βινεγκρέτ σύκου (7 €). Φρέσκα υλικά, σε σωστές αναλογίες, ίσως λίγη υγρασία περισσότερη στο πιάτο να ήταν επιθυμητή. Νόστιμη σαλάτα, χωρίς ωστόσο, να έχει κάτι αξιομνημόνευτο να αναφέρεις. Η ποσότητα επαρκέστατη για 2 και παραπάνω άτομα.
– μανιτάρια με πουρέ σελινόριζας και λάδι από δεντρολίβανο (8.5 €). Η πρώτη ευχάριστη έκπληξη της βραδιάς. Εξαιρετικά μαγειρεμένα τα μανιτάρια, με το λάδι από δεντρολίβανο να είναι αρκετά έντονο και να δίνει μια ξεχωριστή γεύση στο πιάτο (ας το λάβουν ωστόσο υπόψη τους όσοι δεν είναι “φίλοι” του συγκεκριμένου αρωματικού-μυρωδικού, εγώ ευτυχώς δεν ανήκω σε αυτήν την κατηγορία). Πιάτο που προτείνεται άφοβα κατά τα λοιπά.
– νιόκι πατάτας (9.5 €), με αρακά, νιβατό, πίκλα κρεμμυδιού και ντομάτα κονφί (σίγουρα ξεχνάω και 1-2 υλικά ακόμη). Πιάτο που έδειχνε αρκετά λαχταριστό, μας ικανοποίησε σε πολύ μεγάλο βαθμό, ίσως όμως όχι όσο θα αναμέναμε. Νόστιμα τα νιόκι πατάτας, μας άρεσε και η ντομάτα και τα λοιπά μυρωδικά, ωραίο και το νιβατό (αλοιφώδες, σχετικά αλμυρό τυρί). Η φάβα από αρακά, αν και νόστιμη από μόνη της, δεν μας ταίριαξε με τα υπόλοιπα υλικά, μας φάνηκε αρκετά ουδέτερη, ίσως προτιμούσα κάποια πιο έντονη γεύση. Γενικά ο συνδυασμός αρακά και πατάτας νομίζω ότι αδίκησε το τελικό αποτέλεσμα του πιάτου.
– χοιρινή πανσέτα, με πουρέ μήλου και πίκλες από καρότο και ραπανάκι (11.5 €). Πιάτο που ήρθε στο τέλος και επισκίασε όλα τα υπόλοιπα. Η πανσέτα πεντανόστιμη και τέλεια μαγειρεμένη, πραγματικά έλιωνε στο στόμα. Παράλληλα, είχε και το απαραίτητο “κάψιμο” εξωτερικά, καθώς λογικά περάστηκε στο τέλος και από σχάρα, ενώ ο πολύ νόστιμος πουρές μήλου και η απαραίτητη οξύτητα από τις πίκλες ολοκλήρωναν ένα από τα πιο νόστιμα πιάτα που έχω δοκιμάσει τον τελευταίο καιρό.
– από ποτά υπάρχουν κάποιες επιλογές σε εμφιαλωμένο κρασί σε λογικές τιμές, μπύρες και ορισμένες επιλογές σε τσίπουρο. Λόγω της μεσημεριανής τσιπουροποσίας μας, αρκεστήκαμε με μισό λίτρο ροζέ κρασί, το οποίο, εάν και γλύκιζε ελαφρώς, μας ικανοποίησε αρκετά (5 €).
– για γλυκό στο τέλος δεν υπήρχε χώρος, εξάλλου δεν υπήρχαν και πολλές επιλογές (νομίζω μονάχα 1). Σίγουρα 1-2 ακόμη επιλογές σε επιδόρπιο θα ήταν ευπρόσδεκτες.
Η συνολική γευστική εμπειρία μας ήταν επιτυχημένη. Όμορφα παρουσιασμένα πιάτα, προσεγμένα και περιποιημένα, κάποια από αυτά εξαιρετικά (όπως κατά πρώτο λόγο η πανσέτα και δευτερευόντως τα μανιτάρια), κάποια λιγότερο πετυχημένα, σίγουρα όμως όλα κέντριζαν το ενδιαφέρον σου και στο τέλος σε άφηναν ικανοποιημένο. Ως γενικότερο
Αν σας φέρει λοιπόν ο δρόμος στο Βόλο, και θέλετε να γευτείτε κάτι πιο ιδιαίτερο, πέρα από τα γνωστά τσιπουράδικα της πόλης, το Μπράιτον αποτελεί μια εξαιρετική επιλογή. Δοκιμάστε το!