Κάποια πράγματα τελικά, έχουν πολύ απλές απαντήσεις στο γιατί πηγαίνουν καλά και αντιστρόφως. Ο λόγος για τη fuga, για την οποία είχα ακούσει πολλά σχόλια, ότι συνεχώς πειραματίζεται με νέες γεύσεις, τεχνικές και περίεργους συνδυασμούς, αλλά το τελικό αποτέλεσμα μάλλον δε σε δικαιώνει.
Ξεκινώντας από το χώρο, η fuga έχει μια υπέροχη αυλή, η οποία για κανένα λόγο δεν αναδεικνύεται. Αναρωτιέμαι γιατί. Επειδή είναι Οκτώβρης; Εκτός ότι ο καιρός είναι ακόμα καλός, θα πρέπει να παραμένει φωταγωγημένη, αφού η επίσημη πρόσβαση είναι από την Κόκκαλη, και όχι, μέσα από το Μέγαρο. Η εντύπωση που περνάει, είναι ότι απλά άνοιξε, με σκοπό να κλείσει. Ο εσωτερικός χώρος είναι λίγο αφιλόξενος. Έχει 5-6 ροτόντες και δυο μακρόστενα τραπέζια, σκοτεινός, και ακόμα και η υπέροχη θέα που έχει, δεν το σώζει.
Η εξυπηρέτηση είναι λίγο ασυντόνιστη. Παιδιά νέα, ανέκφραστα, έτρεχαν ναι μεν, αλλά με σημαντικές αστοχίες. Να προσπαθείς να βάλεις νερό, και ταυτόχρονα, να σε σερβίρει. Δε θεωρώ ότι φταίει η εξυπηρέτηση, αλλά η γενικότερη οργάνωση. Για ένα τέτοιο μαγαζί έχω περισσότερες απαιτήσεις.
Στο φαγητό αποκόμισα μια πολύ καλή εμπειρία τόσο σε ποσοτικό, όσο και ποιοτικό επίπεδο, γιατί δοκίμασα αρκετά πράγματα από τον κατάλογο, από small, μέχρι και κυρίως πιάτα.
§ Ξεκινήσαμε με σεβίτσε μαγιάτικο, τσιπούρα, καλαμπόκι και ένα κράμα τζίντζερ/ αβοκάντο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν λίγο παραπάνω ξυνό από ότι έπρεπε, επηρεάζοντας το τελικό σύνολο.
§ Beef tartare με παστό κρόκο και τυρί, τα οποία όμως δεν ακουγόντουσαν, βγάζοντας ένα πολύ κρεατένιο και μονότονο αποτέλεσμα.
§ Gnocchi πατάτας με μανιτάρια. Αξιόλογο και με διαφορά από τα υπόλοιπα, αλλά ακριβό για να σου μείνει ως ευχάριστη ανάμνηση.
§ Μελιτζάνα με dressing ταχίνι και κάσιους, και ένα τσικ από τζιντζερ. Ίσως το πιο αδύναμο πιάτο της βραδιάς.
Για κυρίως, επιλέξαμε καλαμάρι με guacamole, το οποίο ήταν καλό σε γεύση, αλλά η μερίδα είχε κυρίως πλοκάμια, και ταλιάτα flat με ασιατική μαρινάδα με σουσάμι και country potatoes. Ήρθε σερβιρισμένο σαν να είναι κουτάκι, με ένα μυρωδικό και μια σχαρίτσα μικρή και επάνω ήταν η ταλιάτα σε μέγεθος κεμπάπ. Μην ξεχνιόμαστε. Στα συνοδευτικά, την παράσταση έκλεψαν οι πατάτες, οι οποίες ήταν πραγματικά εκπληκτικές. Όταν όμως το κυρίως έχει 17 ευρώ και τα συνοδευτικά χρεώνονται ξεχωριστά, τότε το μέγεθος της μερίδας μετράει και μαζί με τη μερίδα μετράω και εγώ ανάποδα.
Στα επιδόρπια διαλέξαμε το chocolate tart με πικρή σοκολάτα και καραμελωμένο φουντούκι, και churros που σερβίρονται σαν λουκουμαδάκια sticks πασπαλισμένα με ζάχαρη και εσύ βάζεις την πραλίνα και το παγωτό καρύδας. Απλή γεύση για ένα τέτοιο μαγαζί.
Το value for money, είναι μάλλον μια ιστορία με πολλά μικρά κεφάλαια. Αν και σε πρώτη ματιά, τα πιάτα φαίνονται να προσφέρονται σε ανάλογες τιμές, σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, παρατηρείς ότι τα 17 ευρώ των κυρίως πιάτων γίνονται με τα συνοδευτικά 25, τα κρύα πιάτα είναι πολύ μικρά, άνευρα και χωρίς μια γεύση που θα τη συζητάς για καιρό, και οι τιμές δυσανάλογες. Δεν είναι ένα μέρος που θα ξανά πήγαινα, και κατάλαβα γιατί δεν ήθελα τόσο καιρό να πάω. Το λένε ένστικτο!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Κάποια πράγματα τελικά, έχουν πολύ απλές απαντήσεις στο γιατί πηγαίνουν καλά και αντιστρόφως. Ο λόγος για τη fuga, για την οποία είχα ακούσει πολλά σχόλια, ότι συνεχώς πειραματίζεται με νέες γεύσεις, τεχνικές και περίεργους συνδυασμούς, αλλά το τελικό αποτέλεσμα μάλλον δε σε δικαιώνει.
Ξεκινώντας από το χώρο, η fuga έχει μια υπέροχη αυλή, η οποία για κανένα λόγο δεν αναδεικνύεται. Αναρωτιέμαι γιατί. Επειδή είναι Οκτώβρης; Εκτός ότι ο καιρός είναι ακόμα καλός, θα πρέπει να παραμένει φωταγωγημένη, αφού η επίσημη πρόσβαση είναι από την Κόκκαλη, και όχι, μέσα από το Μέγαρο. Η εντύπωση που περνάει, είναι ότι απλά άνοιξε, με σκοπό να κλείσει. Ο εσωτερικός χώρος είναι λίγο αφιλόξενος. Έχει 5-6 ροτόντες και δυο μακρόστενα τραπέζια, σκοτεινός, και ακόμα και η υπέροχη θέα που έχει, δεν το σώζει.
Η εξυπηρέτηση είναι λίγο ασυντόνιστη. Παιδιά νέα, ανέκφραστα, έτρεχαν ναι μεν, αλλά με σημαντικές αστοχίες. Να προσπαθείς να βάλεις νερό, και ταυτόχρονα, να σε σερβίρει. Δε θεωρώ ότι φταίει η εξυπηρέτηση, αλλά η γενικότερη οργάνωση. Για ένα τέτοιο μαγαζί έχω περισσότερες απαιτήσεις.
Στο φαγητό αποκόμισα μια πολύ καλή εμπειρία τόσο σε ποσοτικό, όσο και ποιοτικό επίπεδο, γιατί δοκίμασα αρκετά πράγματα από τον κατάλογο, από small, μέχρι και κυρίως πιάτα.
§ Ξεκινήσαμε με σεβίτσε μαγιάτικο, τσιπούρα, καλαμπόκι και ένα κράμα τζίντζερ/ αβοκάντο. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν λίγο παραπάνω ξυνό από ότι έπρεπε, επηρεάζοντας το τελικό σύνολο.
§ Beef tartare με παστό κρόκο και τυρί, τα οποία όμως δεν ακουγόντουσαν, βγάζοντας ένα πολύ κρεατένιο και μονότονο αποτέλεσμα.
§ Gnocchi πατάτας με μανιτάρια. Αξιόλογο και με διαφορά από τα υπόλοιπα, αλλά ακριβό για να σου μείνει ως ευχάριστη ανάμνηση.
§ Μελιτζάνα με dressing ταχίνι και κάσιους, και ένα τσικ από τζιντζερ. Ίσως το πιο αδύναμο πιάτο της βραδιάς.
Για κυρίως, επιλέξαμε καλαμάρι με guacamole, το οποίο ήταν καλό σε γεύση, αλλά η μερίδα είχε κυρίως πλοκάμια, και ταλιάτα flat με ασιατική μαρινάδα με σουσάμι και country potatoes. Ήρθε σερβιρισμένο σαν να είναι κουτάκι, με ένα μυρωδικό και μια σχαρίτσα μικρή και επάνω ήταν η ταλιάτα σε μέγεθος κεμπάπ. Μην ξεχνιόμαστε. Στα συνοδευτικά, την παράσταση έκλεψαν οι πατάτες, οι οποίες ήταν πραγματικά εκπληκτικές. Όταν όμως το κυρίως έχει 17 ευρώ και τα συνοδευτικά χρεώνονται ξεχωριστά, τότε το μέγεθος της μερίδας μετράει και μαζί με τη μερίδα μετράω και εγώ ανάποδα.
Στα επιδόρπια διαλέξαμε το chocolate tart με πικρή σοκολάτα και καραμελωμένο φουντούκι, και churros που σερβίρονται σαν λουκουμαδάκια sticks πασπαλισμένα με ζάχαρη και εσύ βάζεις την πραλίνα και το παγωτό καρύδας. Απλή γεύση για ένα τέτοιο μαγαζί.
Το value for money, είναι μάλλον μια ιστορία με πολλά μικρά κεφάλαια. Αν και σε πρώτη ματιά, τα πιάτα φαίνονται να προσφέρονται σε ανάλογες τιμές, σε μια πιο προσεκτική ανάγνωση, παρατηρείς ότι τα 17 ευρώ των κυρίως πιάτων γίνονται με τα συνοδευτικά 25, τα κρύα πιάτα είναι πολύ μικρά, άνευρα και χωρίς μια γεύση που θα τη συζητάς για καιρό, και οι τιμές δυσανάλογες. Δεν είναι ένα μέρος που θα ξανά πήγαινα, και κατάλαβα γιατί δεν ήθελα τόσο καιρό να πάω. Το λένε ένστικτο!