Διαβάζοντας πριν από πολλές εβδομάδες στη LIFO ένα λίαν αναλυτικό άρθρο για την επιστροφή και τη νέα, αυτόνομη προσπάθεια στη γαστρονομική σκηνή της πρωτεύουσας του κυρίου Herve Pronzato, τον οποίο θυμόμουν ως πρωτοκλασάτο όνομα, δεν είχε όμως τύχει να δοκιμάσω την τέχνη του, πήρα αυθόρμητα την απόφαση και έκανα την ίδια κιόλας μέρα κράτηση για πέντε άτομα Σάββατο βράδυ. Αφού μεσολάβησαν τρία ή τέσσερα επιβεβαιωτικά τηλεφωνήματα για το ότι η παρέα μας ήθελε οπωσδήποτε τραπέζι στην αυλή και όχι στη μέσα αίθουσα, η μεγάλη μέρα να γιορτάσουμε, οικογενειακώς, τα γενέθλια της κυρίας μου έφθασε, βάλαμε τα καλά μας και σε λιγότερο από δέκα λεπτά φθάσαμε – με μεγάλες προσδοκίες, ομολογώ – από τη Νέα Σμύρνη στην άκρη των Πετραλώνων, όπου βρίσκεται το εστιατόριο με το όνομα του σεφ και ιδιοκτήτη: HERVE.
Από το τέρμα της οδού Τριών Ιεραρχών περνάω σχεδόν καθημερινά επιστρέφοντας το απόγευμα από το γραφείο στο σπίτι. Η απορία πώς δεν είχα δει όλον αυτό τον καιρό το καινούριο εστιατόριο λύθηκε όταν φθάσαμε μπροστά στο νούμερο 170: Το HERVE βρίσκεται στο ισόγειο μιας μονοκατοικίας της δεκαετίας του ’60, δίπλα σε ένα βενζινάδικο. Ο επάνω όροφος δείχνει ακατοίκητος, ενώ το ισόγειο, που παλιά προφανώς ήταν μαγαζί ή αποθήκη, δείχνει απ’ έξω σκοτεινό και, καθώς είναι κατεβασμένα τα ρολλά (!) σε όλη την πρόσοψη, αρχίζεις να αμφιβάλλεις αν ήρθες στο σωστό μέρος. Πλησιάζοντας ωστόσο τη σιδερένια πόρτα διακρίναμε αριστερά μια σεμνή μπρούντζινη επιγραφή με το όνομα “Herve” και δεξιά ένα πληκτρολόγιο, όπου πληκτρολογήσαμε τον κωδικό που μας είχαν στείλει πριν λίγες ώρες και … σουσάμι άνοιξε!
Μπήκαμε σε έναν χώρο αρκετά μεγάλο, τετράγωνο, με μια ευρύχωρη μπάρα σε σχήμα Π (ή μήπως Γ;) μπροστά από την κουζίνα και το μπαρ. Θέσεις κατ’ εκτίμηση: όχι πάνω από 20, σε στουλ. Η ενθουσιώδης υποδοχή δε μας άφησε περισσότερο χρόνο για χάζι, γρήγορα οδηγηθήκαμε στην αυλή όπου μας περίμενε το τραπέζι μας. Δεν είναι ακριβώς αυλή, μιας και είναι κλειστή γύρω γύρω και με τέντα από πάνω. Ο χώρος είναι όμως καταπράσινος, φωτεινός και δροσερός, φιλοξενεί γύρω στα 15 άτομα σε ξύλινα τραπέζια με άνετες πολυθρόνες-καθίσματα. Μας έκανε όμως αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρχαν τραπεζομάντηλα, ούτε καν σουπλά ή σουβέρ, ενώ το ένα τραπέζι ήταν 5 πόντους πιο στενό από το άλλο. Λεπτομέρειες; Δε θα το έλεγα, από τη στιγμή που μιλάμε για fine = expensive dining, όλα οφείλουν να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα πιάτα που σερβίρονται. Και, για να τελειώνω με τα αρνητικά σημεία: Όταν επισκέφθηκα την τουαλέτα (μία καμπίνα για τις κυρίες, μία για τους κυρίους και ένας κοινός νιπτήρας για όλες και όλους), τη βρήκα αφρόντιστη και όχι πεντακάθαρη, ως όφειλε να είναι. Ελπίζω να διαβάσει κάποιος υπεύθυνος αυτές τις καλοπροαίρετες παρατηρήσεις. Κακώς, ίσως, δεν είπα τίποτα στο προσωπικό της σάλας, κάποιος μετρ ή άνωθεν ιστάμενος δεν έκανε στις τέσσερις ώρες της παραμονής μας στο HERVE την εμφάνισή του.
Τέσσερις ώρες; Σοβαρά; Μάλιστα, το καταευχαριστηθήκαμε. Μενού γευσιγνωσίας με 16 πιάτα δεν είναι λίγο πράγμα. Τέρμα η γκρίνια, η κουζίνα κέρδισε το παιχνίδι. Ας ασχοληθούμε λοιπόν αναλυτικά με το τι φάγαμε: 16 πιάτα μεγέθους μίας έως πέντε, έξι μπουκιών το καθένα = 3 τύπου amuse bouche (= μεζεδάκια φτιαγμένα από τον σεφ), 4 ορεκτικά, 3 πιάτα θαλασσινά, 3 γήινα και 3(+1) επιδόρπια, κάθε ένα στο κατάλληλο πιάτο. Καθώς τα πιάτα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, με κενό δύο, τριών λεπτών από πιάτο σε πιάτο, είχαμε άνεση χρόνου να θαυμάσουμε το καλλιτεχνικό στήσιμο όλων ανεξαιρέτως των πιάτων, να τα φωτογραφίσουμε και να σχολιάσουμε τη γεύση, η οποία βαθμολογήθηκε τις περισσότερες φορές από όλες και όλους με «άριστα».
Θα ήταν, μάλλον, κουραστικό και θα απαιτούσε, τουλάχιστο, μία ακόμα σελίδα να περιγράψω αναλυτικά κάθε πιάτο, έτσι θα περιοριστώ, τρόπος του λέγειν, σ’ αυτά που θα ξανάπαιρνα, αν μπορούσα να παραγγείλω a la carte: Από τα amuse bouche το ταρτάρ μαγιάτικου, τυλιγμένο σε χωνάκι νόρι, με ζελέ γιούζου, γρανίτα από αγγούρι και τζιν τόνικ, απίστευτη έκρηξη δροσιάς, με τις γεύσεις να αποκαλύπτονται η μία μετά την άλλη, καθώς έρχονται σε επαφή με τους γευστικούς κάλυκες. Από τα ορεκτικά τις δύο ταρτελέτες, ο ορισμός του τραγανού και νόστιμου φύλλου, η μία με γραβιέρα Σύρου, σελινόριζα και μαύρη τρούφα, η άλλη, που κέρδισε στα σημεία, με σταφύλι, άγρια μανιτάρια και κρασί πόρτο. Από τα θαλασσινά θα διαλέξω δύο: Το καρπάτσιο με λαβράκι, καρύδα, λάιμ, πράσινο τσίλι και κάποιο εσπεριδοειδές, γιατί συνδύαζε αλμυρό με καυτερό και γλυκό, και τη γλώσσα με πατάτες baby που ήταν περιχυμένη με μια, εξαίσια, σάλτσα με αυγά πέστροφας. Δύο οι επιλογές και από τα γήινα: Το μπολ με άγρια μανιτάρια που ακουμπούσαν πάνω σε έναν πεντανόστιμο αφρό από γραβιέρα Τήνου, και το ντουέτο βοδινού, αφενός σε μορφή αποδομημένου χουνκιάρ, με τον ημίρευστο πουρέ μελιτζάνας να τα σπάει, αφετέρου ως μάγουλο πάνω σε λεμόνι κονφί και ιταλικό κουσκούς. Όσο για τα επιδόρπια, θα τα ξανάπαιρνα όλα, όχι επειδή είμαι γνωστός γλυκατζής, αλλά επειδή ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο και νόστιμα: Παγωτό με χαλβά και λεμόνι, αχλάδι ψητό με σοκολάτα μπίτερ και τουίγ αραχνοΰφαντο, μπριός με παγωτό αμαρέτο, μήλο και αμύγδαλο, και – αυτό είναι το +1 που ανέφερα στην αρχή – mignardises (= γλυκές μπουκίτσες, μία σοκολατένια και μία λεμονίσια), με τις οποίες έπεσε η αυλαία. Οφείλω να υπογραμμίσω ότι σε όλα τα πιάτα, κατά βάση εκπροσώπους καλής μεσογειακής κουζίνας, έκανε εντύπωση η χρήση φρέσκων, αγνών, εποχικών προϊόντων.
Σε αντίθεση με παραπλήσια εμπειρία πριν λίγα χρόνια στο FUNKY GOURMET, χθες επιλέξαμε να συνοδεύσουμε το δείπνο όχι με πολλά και διαφορετικά ποτήρια κρασιού, αλλά με μια ΜΕΛΙΣΣΟΠΕΤΡΑ Τσελεπού (ποικιλία Gewürztraminer, σπάνια και αγαπημένη), που απλά ταιριάζει με όλες τις γεύσεις. Και πολύ καλά κάναμε. Ψωμί δεν εμφανίστηκε στο τραπέζι, δε μπορώ να πω ότι μου έλειψε.
Για την εξυπηρέτηση όσα και να πω είναι λίγα. Πανταχού παρόντες και παρούσες, νεανικές παρουσίες, άριστοι γνώστες όλων των πιάτων, επεξηγηματικοί, χωρίς υφάκι, με αίσθηση του χιούμορ, θάρρος της γνώμης και πραγματικό ενδιαφέρον για το τι μας άρεσε ή ποιες παρατηρήσεις είχαμε να κάνουμε. Μπράβο, παιδιά!
Κλείνοντας οφείλω να πάρω θέση και να σας συστήσω μια επίσκεψη ή να σας αποτρέψω διακριτικά. Λοιπόν, το κόστος (all inclusive) των 90 ευρώ κατά κεφαλήν, δεδομένης της ποικιλίας και ποιότητας των εδεσμάτων, κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν είναι αποτρεπτικό. Το HERVE σαφώς δεν είναι για κάθε σαββατοκύριακο, είναι το, αλλιώτικο, εστιατόριο που θα διαλέξεις για μια ειδική περίσταση. Ούτε είσαι υποχρεωμένος να πάρεις το μεγάλο μενού, απλώς εγώ θέλησα να σχηματίσω πλήρη εικόνα. Μπορείς, αν θέλεις, να αράξεις με ένα ποτό ή κοκτέιλ στη μπάρα, να τσιμπήσεις κάτι και να αφήσεις τη μουσική να σε ταξιδέψει. Όλα είναι θέμα διάθεσης.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Διαβάζοντας πριν από πολλές εβδομάδες στη LIFO ένα λίαν αναλυτικό άρθρο για την επιστροφή και τη νέα, αυτόνομη προσπάθεια στη γαστρονομική σκηνή της πρωτεύουσας του κυρίου Herve Pronzato, τον οποίο θυμόμουν ως πρωτοκλασάτο όνομα, δεν είχε όμως τύχει να δοκιμάσω την τέχνη του, πήρα αυθόρμητα την απόφαση και έκανα την ίδια κιόλας μέρα κράτηση για πέντε άτομα Σάββατο βράδυ. Αφού μεσολάβησαν τρία ή τέσσερα επιβεβαιωτικά τηλεφωνήματα για το ότι η παρέα μας ήθελε οπωσδήποτε τραπέζι στην αυλή και όχι στη μέσα αίθουσα, η μεγάλη μέρα να γιορτάσουμε, οικογενειακώς, τα γενέθλια της κυρίας μου έφθασε, βάλαμε τα καλά μας και σε λιγότερο από δέκα λεπτά φθάσαμε – με μεγάλες προσδοκίες, ομολογώ – από τη Νέα Σμύρνη στην άκρη των Πετραλώνων, όπου βρίσκεται το εστιατόριο με το όνομα του σεφ και ιδιοκτήτη: HERVE.
Από το τέρμα της οδού Τριών Ιεραρχών περνάω σχεδόν καθημερινά επιστρέφοντας το απόγευμα από το γραφείο στο σπίτι. Η απορία πώς δεν είχα δει όλον αυτό τον καιρό το καινούριο εστιατόριο λύθηκε όταν φθάσαμε μπροστά στο νούμερο 170: Το HERVE βρίσκεται στο ισόγειο μιας μονοκατοικίας της δεκαετίας του ’60, δίπλα σε ένα βενζινάδικο. Ο επάνω όροφος δείχνει ακατοίκητος, ενώ το ισόγειο, που παλιά προφανώς ήταν μαγαζί ή αποθήκη, δείχνει απ’ έξω σκοτεινό και, καθώς είναι κατεβασμένα τα ρολλά (!) σε όλη την πρόσοψη, αρχίζεις να αμφιβάλλεις αν ήρθες στο σωστό μέρος. Πλησιάζοντας ωστόσο τη σιδερένια πόρτα διακρίναμε αριστερά μια σεμνή μπρούντζινη επιγραφή με το όνομα “Herve” και δεξιά ένα πληκτρολόγιο, όπου πληκτρολογήσαμε τον κωδικό που μας είχαν στείλει πριν λίγες ώρες και … σουσάμι άνοιξε!
Μπήκαμε σε έναν χώρο αρκετά μεγάλο, τετράγωνο, με μια ευρύχωρη μπάρα σε σχήμα Π (ή μήπως Γ;) μπροστά από την κουζίνα και το μπαρ. Θέσεις κατ’ εκτίμηση: όχι πάνω από 20, σε στουλ. Η ενθουσιώδης υποδοχή δε μας άφησε περισσότερο χρόνο για χάζι, γρήγορα οδηγηθήκαμε στην αυλή όπου μας περίμενε το τραπέζι μας. Δεν είναι ακριβώς αυλή, μιας και είναι κλειστή γύρω γύρω και με τέντα από πάνω. Ο χώρος είναι όμως καταπράσινος, φωτεινός και δροσερός, φιλοξενεί γύρω στα 15 άτομα σε ξύλινα τραπέζια με άνετες πολυθρόνες-καθίσματα. Μας έκανε όμως αρνητική εντύπωση το γεγονός ότι δεν υπήρχαν τραπεζομάντηλα, ούτε καν σουπλά ή σουβέρ, ενώ το ένα τραπέζι ήταν 5 πόντους πιο στενό από το άλλο. Λεπτομέρειες; Δε θα το έλεγα, από τη στιγμή που μιλάμε για fine = expensive dining, όλα οφείλουν να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με τα πιάτα που σερβίρονται. Και, για να τελειώνω με τα αρνητικά σημεία: Όταν επισκέφθηκα την τουαλέτα (μία καμπίνα για τις κυρίες, μία για τους κυρίους και ένας κοινός νιπτήρας για όλες και όλους), τη βρήκα αφρόντιστη και όχι πεντακάθαρη, ως όφειλε να είναι. Ελπίζω να διαβάσει κάποιος υπεύθυνος αυτές τις καλοπροαίρετες παρατηρήσεις. Κακώς, ίσως, δεν είπα τίποτα στο προσωπικό της σάλας, κάποιος μετρ ή άνωθεν ιστάμενος δεν έκανε στις τέσσερις ώρες της παραμονής μας στο HERVE την εμφάνισή του.
Τέσσερις ώρες; Σοβαρά; Μάλιστα, το καταευχαριστηθήκαμε. Μενού γευσιγνωσίας με 16 πιάτα δεν είναι λίγο πράγμα. Τέρμα η γκρίνια, η κουζίνα κέρδισε το παιχνίδι. Ας ασχοληθούμε λοιπόν αναλυτικά με το τι φάγαμε: 16 πιάτα μεγέθους μίας έως πέντε, έξι μπουκιών το καθένα = 3 τύπου amuse bouche (= μεζεδάκια φτιαγμένα από τον σεφ), 4 ορεκτικά, 3 πιάτα θαλασσινά, 3 γήινα και 3(+1) επιδόρπια, κάθε ένα στο κατάλληλο πιάτο. Καθώς τα πιάτα έρχονταν το ένα μετά το άλλο, με κενό δύο, τριών λεπτών από πιάτο σε πιάτο, είχαμε άνεση χρόνου να θαυμάσουμε το καλλιτεχνικό στήσιμο όλων ανεξαιρέτως των πιάτων, να τα φωτογραφίσουμε και να σχολιάσουμε τη γεύση, η οποία βαθμολογήθηκε τις περισσότερες φορές από όλες και όλους με «άριστα».
Θα ήταν, μάλλον, κουραστικό και θα απαιτούσε, τουλάχιστο, μία ακόμα σελίδα να περιγράψω αναλυτικά κάθε πιάτο, έτσι θα περιοριστώ, τρόπος του λέγειν, σ’ αυτά που θα ξανάπαιρνα, αν μπορούσα να παραγγείλω a la carte: Από τα amuse bouche το ταρτάρ μαγιάτικου, τυλιγμένο σε χωνάκι νόρι, με ζελέ γιούζου, γρανίτα από αγγούρι και τζιν τόνικ, απίστευτη έκρηξη δροσιάς, με τις γεύσεις να αποκαλύπτονται η μία μετά την άλλη, καθώς έρχονται σε επαφή με τους γευστικούς κάλυκες. Από τα ορεκτικά τις δύο ταρτελέτες, ο ορισμός του τραγανού και νόστιμου φύλλου, η μία με γραβιέρα Σύρου, σελινόριζα και μαύρη τρούφα, η άλλη, που κέρδισε στα σημεία, με σταφύλι, άγρια μανιτάρια και κρασί πόρτο. Από τα θαλασσινά θα διαλέξω δύο: Το καρπάτσιο με λαβράκι, καρύδα, λάιμ, πράσινο τσίλι και κάποιο εσπεριδοειδές, γιατί συνδύαζε αλμυρό με καυτερό και γλυκό, και τη γλώσσα με πατάτες baby που ήταν περιχυμένη με μια, εξαίσια, σάλτσα με αυγά πέστροφας. Δύο οι επιλογές και από τα γήινα: Το μπολ με άγρια μανιτάρια που ακουμπούσαν πάνω σε έναν πεντανόστιμο αφρό από γραβιέρα Τήνου, και το ντουέτο βοδινού, αφενός σε μορφή αποδομημένου χουνκιάρ, με τον ημίρευστο πουρέ μελιτζάνας να τα σπάει, αφετέρου ως μάγουλο πάνω σε λεμόνι κονφί και ιταλικό κουσκούς. Όσο για τα επιδόρπια, θα τα ξανάπαιρνα όλα, όχι επειδή είμαι γνωστός γλυκατζής, αλλά επειδή ήταν τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο και νόστιμα: Παγωτό με χαλβά και λεμόνι, αχλάδι ψητό με σοκολάτα μπίτερ και τουίγ αραχνοΰφαντο, μπριός με παγωτό αμαρέτο, μήλο και αμύγδαλο, και – αυτό είναι το +1 που ανέφερα στην αρχή – mignardises (= γλυκές μπουκίτσες, μία σοκολατένια και μία λεμονίσια), με τις οποίες έπεσε η αυλαία. Οφείλω να υπογραμμίσω ότι σε όλα τα πιάτα, κατά βάση εκπροσώπους καλής μεσογειακής κουζίνας, έκανε εντύπωση η χρήση φρέσκων, αγνών, εποχικών προϊόντων.
Σε αντίθεση με παραπλήσια εμπειρία πριν λίγα χρόνια στο FUNKY GOURMET, χθες επιλέξαμε να συνοδεύσουμε το δείπνο όχι με πολλά και διαφορετικά ποτήρια κρασιού, αλλά με μια ΜΕΛΙΣΣΟΠΕΤΡΑ Τσελεπού (ποικιλία Gewürztraminer, σπάνια και αγαπημένη), που απλά ταιριάζει με όλες τις γεύσεις. Και πολύ καλά κάναμε. Ψωμί δεν εμφανίστηκε στο τραπέζι, δε μπορώ να πω ότι μου έλειψε.
Για την εξυπηρέτηση όσα και να πω είναι λίγα. Πανταχού παρόντες και παρούσες, νεανικές παρουσίες, άριστοι γνώστες όλων των πιάτων, επεξηγηματικοί, χωρίς υφάκι, με αίσθηση του χιούμορ, θάρρος της γνώμης και πραγματικό ενδιαφέρον για το τι μας άρεσε ή ποιες παρατηρήσεις είχαμε να κάνουμε. Μπράβο, παιδιά!
Κλείνοντας οφείλω να πάρω θέση και να σας συστήσω μια επίσκεψη ή να σας αποτρέψω διακριτικά. Λοιπόν, το κόστος (all inclusive) των 90 ευρώ κατά κεφαλήν, δεδομένης της ποικιλίας και ποιότητας των εδεσμάτων, κατά την ταπεινή μου γνώμη δεν είναι αποτρεπτικό. Το HERVE σαφώς δεν είναι για κάθε σαββατοκύριακο, είναι το, αλλιώτικο, εστιατόριο που θα διαλέξεις για μια ειδική περίσταση. Ούτε είσαι υποχρεωμένος να πάρεις το μεγάλο μενού, απλώς εγώ θέλησα να σχηματίσω πλήρη εικόνα. Μπορείς, αν θέλεις, να αράξεις με ένα ποτό ή κοκτέιλ στη μπάρα, να τσιμπήσεις κάτι και να αφήσεις τη μουσική να σε ταξιδέψει. Όλα είναι θέμα διάθεσης.