Αν έχετε μόνο μία μέρα διαθέσιμη στη Νάξο και πρέπει να διαλέξετε πού θα δειπνήσετε, ώστε να γευθείτε Νάξο, η απάντηση, με βάση τις μέχρι τώρα εμπειρίες μου, είναι μία και μοναδική: στην ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ (προσοχή, χωρίς Ν στην αρχή!) στο Καστράκι, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από τη Χώρα προς νότο. Γιατί η ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ μπορεί να μην προσφέρει την ασύλληπτη θέα που έχεις στη ΡΟΤΟΝΤΑ, να μην έχει τη φινέτσα του DAL PROFESSORE, το σέρβις να μη φθάνει ίσως το επίπεδο του ΔΟΥΚΑΤΟΥ, όμως στην ποιότητα του φαγητού έρχεται αναμφισβήτητα πρώτη, χωρίς να υστερεί στα άλλα. Όποια ώρα, από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδι, κι αν περάσετε από εκείνο το σημείο, θα δείτε ένα εστιατόριο, κρυμμένο λίγο πίσω από δέντρα, γεμάτο κόσμο έως κυριολεκτικά κατάμεστο. Γι’ αυτό η πρώτη συμβουλή είναι: Προγραμματίστε το γεύμα σας στην ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ εγκαίρως και κάντε κράτηση μέρες ή ίσως και μια βδομάδα πριν, ειδικά αν πρόκειται για ώρα αιχμής, από τις 9 το βράδι και μετά, και αν θέλετε τραπέζι στην πράσινη αυλή με θέα, και όχι στον τριγυρισμένο με τζαμαρία υπερυψωμένο χώρο, τον πρώτο που βλέπετε μπαίνοντας στο εστιατόριο. Το τηλέφωνο χτυπά ασταματητα και οφείλω να ομολογήσω ότι οι υπεύθυνοι είναι ευγενικοί, υπομονετικοί και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να εξυπηρετήσουν την πολυπληθή μεικτή ελληνοαλλοδαπή πελατεία. Ευτυχώς που ο χώρος στάθμευσης είναι επαρκής για τα 30 και βάλε αυτοκίνητα που φιλοξενεί.
Το πρώτο που μας έκανε εντύπωση είναι η πιστή εφαρμογή των κανόνων προστασίας από τον κορωνοϊό. Ευγενικά μας παρακάλεσαν να καθίσουμε έτσι ώστε να υπάρχει απόσταση προς το διπλανό τραπέζι, ενώ ο κατάλογος είναι τυπωμένος επάνω στα sous plats με QR-Code που ανοίγει με την αντίστοιχη εφαρμογή στο κινητό – για τους αδαείς υπάρχουν tablet για την εξυπηρέτησή τους. Με τον τρόπο αυτό έχεις μπροστά σου τον κατάλογο ημέρας, όχι υπερβολικά μεγάλο σε έκταση, αλλά επαρκέστατο για όλα τα γούστα. Αφού λοιπόν πήραμε θέση στην αυλή και όσο μελετούσαμε τον κατάλογο, ήρθε – μαζί με τα ποτά και το απαραίτητο νεράκι – το κλασικό καλαθάκι με ψωμάκι συνοδευόμενο από ένα νόστιμο ντιπάκι.
Στην ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ μαγειρεύουν με ντόπια, φρέσκα υλικά. Θα έλεγα ότι η κουζίνα της είναι ελληνική με πινελιές που κάνουν σχεδόν κάθε πιάτο να ξεχωρίζει. Σαφώς γίνεται προσπάθεια να υπάρχει ανταπόκριση στα γούστα των Γαλλογερμανοϊταλοβρεταννών και λοιπών εθνικοτήτων επισκεπτών, ορισμένοι από τους οποίους δεν είναι μαθημένοι στο «όλα στη μέση και τσιμπάμε». Εμείς ως Έλληνες απολαύσαμε ένα ελαφρύ δείπνο, που το κάθε πιάτο του εντυπώθηκε βαθιά στη γαστρονομική μνήμη μας.
Ήδη το πρώτο πιάτο έβαλε τον πήχυ ψηλά: Σαλάτα με γλυστρίδα, ελιές, ναξιώτικη ξινομυζήθρα, κρεμμύδι ξερό και πιπέρι σετσουάν. Τα κλωναράκια της τραγανής, ολόφρεσκης γλυστρίδας έσκαγαν κυριολεκτικά στο στόμα και άπλωναν την ευωδιά του ταπεινού και σε πολλούς άγνωστου χορταρικού. Καμιά σχέση με τη γλυστρίδα που αγοράζουμε, αν τη βρούμε, συσκευασμένη σε νάϊλον σακουλάκια στο σούπερ-μάρκετ.
Το δεύτερο πιάτο που προσγειώθηκε στο τραπέζι μας ήταν σαρδέλες φιλεταρισμένες άριστοτεχνικά, πασπαλισμένες με μπόλικο σουσάμι και περασμένες μαστόρικα από το τηγάνι. Συνοδευόταν από κρέμα αβοκάντο, η οποία τους πήγαινε πολύ. Απλό φαγάκι, κάπως αλλιώτικο λόγω αβοκάντο, που μύριζε θάλασσα.
Το πιο απλό απ΄ όλα τα πιάτα ήταν το σεβίτσε γαρίδας. Μεσαίου μεγέθους γαρίδες σε υπόξινη σάλτσα, ίσως θα έπρεπε να έχουν μαριναριστεί περισσότερο.
Τελευταία κατέφθασε μια ζυμωτή τυρόπιτα με γέμιση από νοστιμότατο μαλακό τυρί και φρέσκα σύκα, που με τη γλύκα τους αντιστάθμιζαν την αλμύρα της υπόλοιπης γέμισης. Απλό στην έμπνευση, μοναδικό στην εκτέλεση και συνεπώς στη γεύση.
Για επιδόρπιο προτιμήσαμε τα δύο σπιτικά παγωτά του καταλόγου, τριαντάφυλλο πασπαλισμένο με τριμμένο αμύγδαλο, και βανίλια με κροκάν αμυγδάλου, θεϊκά αμφότερα. Ο σερβιτόρος επέμεινε να μας κεράσει πεπόνι και καρπούζι από το μποστάνι τους και ψημένη ρακή δική τους, δεν μπορούσαμε βέβαια να του χαλάσουμε το χατήρι. Για ποτό επιλέξαμε από τον πολύ πλούσιο κατάλογο να δοκιμάσουμε τη φρέσκια μπύρα Χίου, άλλη μία επιτυχημένη τοπική μπύρα που βάζει τα γυαλιά σε όλες τις μπύρες μικρών παραγωγών που έχω πιει όλα αυτά τα χρόνια στη Γερμανία. Αν την πετύχετε πουθενά, δώστε της να καταλάβει!
Η εξυπηρέτηση, μετά από ένα διάστημα αμηχανίας μέχρι να μας τακτοποιήσουν στο τραπέζι της επιλογής μας, κύλησε ρολόι, καλοσυντονισμένη, γελαστή και γλωσσομαθέστατη. Τα πιάτα έφθαναν στο τραπέζι ένα ένα, υπήρχε έτσι μια σχετική ρέγουλα, απαραίτητη όταν έχεις στην ουσία παραγγείλει μεζέδες και όχι πρώτα και κύρια πιάτα. Κανένα παράπονο. Όσο για το λογαριασμό, λίγο πάνω από τα 50 ευρώ για όλα όσα φάγαμε και ήπιαμε, ποσό απόλυτα αντίστοιχο προς την ποσότητα και ποιότητα του μενού μας. Συνεπώς έχετε το νου σας, όταν (ξανα)βρεθείτε στη Νάξο, η ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ σας περιμένει.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Αν έχετε μόνο μία μέρα διαθέσιμη στη Νάξο και πρέπει να διαλέξετε πού θα δειπνήσετε, ώστε να γευθείτε Νάξο, η απάντηση, με βάση τις μέχρι τώρα εμπειρίες μου, είναι μία και μοναδική: στην ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ (προσοχή, χωρίς Ν στην αρχή!) στο Καστράκι, πάνω στο δρόμο που οδηγεί από τη Χώρα προς νότο. Γιατί η ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ μπορεί να μην προσφέρει την ασύλληπτη θέα που έχεις στη ΡΟΤΟΝΤΑ, να μην έχει τη φινέτσα του DAL PROFESSORE, το σέρβις να μη φθάνει ίσως το επίπεδο του ΔΟΥΚΑΤΟΥ, όμως στην ποιότητα του φαγητού έρχεται αναμφισβήτητα πρώτη, χωρίς να υστερεί στα άλλα. Όποια ώρα, από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδι, κι αν περάσετε από εκείνο το σημείο, θα δείτε ένα εστιατόριο, κρυμμένο λίγο πίσω από δέντρα, γεμάτο κόσμο έως κυριολεκτικά κατάμεστο. Γι’ αυτό η πρώτη συμβουλή είναι: Προγραμματίστε το γεύμα σας στην ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ εγκαίρως και κάντε κράτηση μέρες ή ίσως και μια βδομάδα πριν, ειδικά αν πρόκειται για ώρα αιχμής, από τις 9 το βράδι και μετά, και αν θέλετε τραπέζι στην πράσινη αυλή με θέα, και όχι στον τριγυρισμένο με τζαμαρία υπερυψωμένο χώρο, τον πρώτο που βλέπετε μπαίνοντας στο εστιατόριο. Το τηλέφωνο χτυπά ασταματητα και οφείλω να ομολογήσω ότι οι υπεύθυνοι είναι ευγενικοί, υπομονετικοί και κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να εξυπηρετήσουν την πολυπληθή μεικτή ελληνοαλλοδαπή πελατεία. Ευτυχώς που ο χώρος στάθμευσης είναι επαρκής για τα 30 και βάλε αυτοκίνητα που φιλοξενεί.
Το πρώτο που μας έκανε εντύπωση είναι η πιστή εφαρμογή των κανόνων προστασίας από τον κορωνοϊό. Ευγενικά μας παρακάλεσαν να καθίσουμε έτσι ώστε να υπάρχει απόσταση προς το διπλανό τραπέζι, ενώ ο κατάλογος είναι τυπωμένος επάνω στα sous plats με QR-Code που ανοίγει με την αντίστοιχη εφαρμογή στο κινητό – για τους αδαείς υπάρχουν tablet για την εξυπηρέτησή τους. Με τον τρόπο αυτό έχεις μπροστά σου τον κατάλογο ημέρας, όχι υπερβολικά μεγάλο σε έκταση, αλλά επαρκέστατο για όλα τα γούστα. Αφού λοιπόν πήραμε θέση στην αυλή και όσο μελετούσαμε τον κατάλογο, ήρθε – μαζί με τα ποτά και το απαραίτητο νεράκι – το κλασικό καλαθάκι με ψωμάκι συνοδευόμενο από ένα νόστιμο ντιπάκι.
Στην ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ μαγειρεύουν με ντόπια, φρέσκα υλικά. Θα έλεγα ότι η κουζίνα της είναι ελληνική με πινελιές που κάνουν σχεδόν κάθε πιάτο να ξεχωρίζει. Σαφώς γίνεται προσπάθεια να υπάρχει ανταπόκριση στα γούστα των Γαλλογερμανοϊταλοβρεταννών και λοιπών εθνικοτήτων επισκεπτών, ορισμένοι από τους οποίους δεν είναι μαθημένοι στο «όλα στη μέση και τσιμπάμε». Εμείς ως Έλληνες απολαύσαμε ένα ελαφρύ δείπνο, που το κάθε πιάτο του εντυπώθηκε βαθιά στη γαστρονομική μνήμη μας.
Ήδη το πρώτο πιάτο έβαλε τον πήχυ ψηλά: Σαλάτα με γλυστρίδα, ελιές, ναξιώτικη ξινομυζήθρα, κρεμμύδι ξερό και πιπέρι σετσουάν. Τα κλωναράκια της τραγανής, ολόφρεσκης γλυστρίδας έσκαγαν κυριολεκτικά στο στόμα και άπλωναν την ευωδιά του ταπεινού και σε πολλούς άγνωστου χορταρικού. Καμιά σχέση με τη γλυστρίδα που αγοράζουμε, αν τη βρούμε, συσκευασμένη σε νάϊλον σακουλάκια στο σούπερ-μάρκετ.
Το δεύτερο πιάτο που προσγειώθηκε στο τραπέζι μας ήταν σαρδέλες φιλεταρισμένες άριστοτεχνικά, πασπαλισμένες με μπόλικο σουσάμι και περασμένες μαστόρικα από το τηγάνι. Συνοδευόταν από κρέμα αβοκάντο, η οποία τους πήγαινε πολύ. Απλό φαγάκι, κάπως αλλιώτικο λόγω αβοκάντο, που μύριζε θάλασσα.
Το πιο απλό απ΄ όλα τα πιάτα ήταν το σεβίτσε γαρίδας. Μεσαίου μεγέθους γαρίδες σε υπόξινη σάλτσα, ίσως θα έπρεπε να έχουν μαριναριστεί περισσότερο.
Τελευταία κατέφθασε μια ζυμωτή τυρόπιτα με γέμιση από νοστιμότατο μαλακό τυρί και φρέσκα σύκα, που με τη γλύκα τους αντιστάθμιζαν την αλμύρα της υπόλοιπης γέμισης. Απλό στην έμπνευση, μοναδικό στην εκτέλεση και συνεπώς στη γεύση.
Για επιδόρπιο προτιμήσαμε τα δύο σπιτικά παγωτά του καταλόγου, τριαντάφυλλο πασπαλισμένο με τριμμένο αμύγδαλο, και βανίλια με κροκάν αμυγδάλου, θεϊκά αμφότερα. Ο σερβιτόρος επέμεινε να μας κεράσει πεπόνι και καρπούζι από το μποστάνι τους και ψημένη ρακή δική τους, δεν μπορούσαμε βέβαια να του χαλάσουμε το χατήρι. Για ποτό επιλέξαμε από τον πολύ πλούσιο κατάλογο να δοκιμάσουμε τη φρέσκια μπύρα Χίου, άλλη μία επιτυχημένη τοπική μπύρα που βάζει τα γυαλιά σε όλες τις μπύρες μικρών παραγωγών που έχω πιει όλα αυτά τα χρόνια στη Γερμανία. Αν την πετύχετε πουθενά, δώστε της να καταλάβει!
Η εξυπηρέτηση, μετά από ένα διάστημα αμηχανίας μέχρι να μας τακτοποιήσουν στο τραπέζι της επιλογής μας, κύλησε ρολόι, καλοσυντονισμένη, γελαστή και γλωσσομαθέστατη. Τα πιάτα έφθαναν στο τραπέζι ένα ένα, υπήρχε έτσι μια σχετική ρέγουλα, απαραίτητη όταν έχεις στην ουσία παραγγείλει μεζέδες και όχι πρώτα και κύρια πιάτα. Κανένα παράπονο. Όσο για το λογαριασμό, λίγο πάνω από τα 50 ευρώ για όλα όσα φάγαμε και ήπιαμε, ποσό απόλυτα αντίστοιχο προς την ποσότητα και ποιότητα του μενού μας. Συνεπώς έχετε το νου σας, όταν (ξανα)βρεθείτε στη Νάξο, η ΑΞΙΩΤΙΣΣΑ σας περιμένει.