Όρεξη να υπάρχει και μπορείς να δημιουργήσεις τα πάντα.
2 φίλοι Ιταλοί αποφάσισαν να αφήσουν τη Νότια Ιταλία και συγκεκριμένα τη Νάπολη και να εγκατασταθούν στα Τρίκαλα. Εκεί βρήκαν έναν Μιλανέζο και όλοι μαζί, ένωσαν τις ιδέες, τη φιλοσοφία, την όρεξη για καλό Ιταλικό φαγητό και σε ένα νεοκλασικό του 1906, που τα τελευταία χρόνια μαράζωνε έρημο στα Μανάβικα, έστησαν μια όμορφη osteria.
Όπου osteria το αντίστοιχο ταβερνάκι της Ιταλίας – ristorante, trattoria, osteria – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το φαγητό είναι πρόχειρο. Ίσα ίσα που οι γείτονες συγκρίνουν το φαγητό της με το μαμαδίστικο.
Όμορφο, ανοιχτόκαρδο, φιλικό, καλοστημένο, γνήσιο και φιλόξενο. Μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που κολλάνε γάντι στο Cucinotto. Αν προσθέσεις το θερμό και ενημερωμένο service μαζί με τις καλές τιμές, τότε θα πρέπει να κακίζεις τον εαυτό σου που δεν έχεις πάει ακόμα.
Διασχίζοντας έναν από τους πεζόδρομους των Μανάβικων και πριν περάσω την βαριά μεταλλική πόρτα για την αυλή, έριξα κλεφτές ματιές στο εσωτερικό του κτηρίου.
Άνετο, ζεστό, ψηλοτάβανο, με παράθυρα περασμένης δεκαετίας, όμορφα καθίσματα, κυρίαρχη την πέτρα, το πλακάκι, τα απαλά χρώματα και τα λιτά minimal φωτιστικά. Η αυλή ξεχωρίζει για την εντυπωσιακή μπάρα στο αριστερό, που ο bartender παίζει με τις γεύσεις των cocktails που θα συνοδεύσουν το φαγητό σου.
Δοκίμασα στο ξεκίνημα μια Paloma πειραγμένη, με έντονο το Ιταλικό στοιχείο (aperol) που μου άφησε μια απαλή γλυκόπικρη επίγευση. Στο τελείωμα και πριν το κερασμένο limoncello, έκλεισα με άλλο ένα πειραγμένο cocktail (Mai Tai bitter) όπου η προσθήκη του campari το οδήγησε σε ένα πιο προσιτό συνοδευτικό των γεύσεων του τραπεζιού.
Στην επιλογή των πιάτων είχα συμβουλευτικό ρόλο, μιας και αυτή έγινε από τους μικρούς του τραπεζιού, υιό και ανιψιό. Πατέρα η επόμενη επίσκεψη μαζί σου να θυμηθείς τα χρόνια της Νάπολης.
Ξεκινήσαμε με arancini και bruschette vino rosso. Οι χρυσαφένιες κροκέτες ρυζιού αναπαύονταν νωχελικά σε εξαιρετική σάλτσα ραγού, παρέα με τριμμένο και λιωμένο τυρί. Στο εσωτερικό η γεύση του ραγού εναλλάσσονταν με scamorza, ένα καπνιστό ημίσκληρο τυρί από τα νότια της γείτονος χώρας. Όλη η Σικελία στο πιάτο.
Οι μπρουσκέτες σε βοηθούσαν να συνεχίσεις την ονειροπόληση. Ξεκινούσες ήπια με αυτή με την μελιτζάνα και την scamorza, ανέβαινες επίπεδο με αυτή με τις πολύχρωμες πιπεριές και το ιταλικό λουκάνικο (salsiccia παραδοσιακό από γενιά σε γενιά) και έφτανες στην κορύφωση με αυτή με Καλαβρέζικη nduja (πάστα από πικάντικο χοιρινό λουκάνικο) που αν και καυτερή αρκετά για Καλοκαίρι, φαγώθηκε συνοδεία επιφωνημάτων χαράς.
Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε χωρίς pasta fresca. Παραδοσιακή ιταλική συνταγή με αυγό και caserecce Genovese, αυτά τα γνωστά κοντά ζυμαρικά με τη σχισμή κατά μήκος, με κομματάκια τρυφερού μοσχαριού και ψιλοκομμένο ξερό κρεμμύδι στη σάλτσα, πασπαλισμένο με απαλό τυρί και μαύρο πιπέρι, τριμμένο την ώρα του σερβιρίσματος, για να πάρεις το 100% της γεύσης. Ανάλαφρο και μυρωδάτο πιάτο της Ιταλικής επαρχίας.
Τη σκυτάλη πήρε η pizza, η οποία φουρνίστηκε στον ανοιχτό παραδοσιακό ναπολιτάνικο ξυλόφουρνο, στην πίσω πλευρά της μπάρας.
Ζύμη ναπολιτάνικη, ναι αυτή που είναι τόσο λεπτή που θέλει ιδιαίτερο τρόπο να την κρατήσεις, που η γέυση της δεν καλύπτει τη γεύση των υλικών που περιέχει, σάλτσα ντομάτας αρωματική και γλυκιά, ποικιλία ναπολιτάνικη, καπνιστό τυρί και πέρλες από mozzarella και στο τελείωμα, φλοίδες από χοιρινή pancetta. Ντελίριο.
Κλείσαμε με Σισιλιάνικο cannoli –δεν συζητήθηκε καν- με απαλή ημίγλυκη κρέμα από ricotta, κομματάκια σοκολάτας και τριμμένο πράσινο φιστίκι. Όλα αυτά μέσα σε τραγανή μπισκοτένια καλοψημένη ζύμη που άφηνε τη ricotta να έχει τον πρώτο ρόλο.
Με αυτά και με αυτά, κλείσαμε θαυμάσια το δείπνο, πληρώσαμε κανονικό ποσό και ανανεώσαμε το ραντεβού, το συντομότερο δυνατό.
Το ‘’Cucinotto’’ έγινε με αγάπη και μεράκι, έφερε αέρα Ναπολιτάνικο στα Τρίκαλα και γεύσεις εξαιρετικές που εφάμιλλες βρίσκεις μετρημένες σε ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Όρεξη να υπάρχει και μπορείς να δημιουργήσεις τα πάντα.
2 φίλοι Ιταλοί αποφάσισαν να αφήσουν τη Νότια Ιταλία και συγκεκριμένα τη Νάπολη και να εγκατασταθούν στα Τρίκαλα. Εκεί βρήκαν έναν Μιλανέζο και όλοι μαζί, ένωσαν τις ιδέες, τη φιλοσοφία, την όρεξη για καλό Ιταλικό φαγητό και σε ένα νεοκλασικό του 1906, που τα τελευταία χρόνια μαράζωνε έρημο στα Μανάβικα, έστησαν μια όμορφη osteria.
Όπου osteria το αντίστοιχο ταβερνάκι της Ιταλίας – ristorante, trattoria, osteria – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το φαγητό είναι πρόχειρο. Ίσα ίσα που οι γείτονες συγκρίνουν το φαγητό της με το μαμαδίστικο.
Όμορφο, ανοιχτόκαρδο, φιλικό, καλοστημένο, γνήσιο και φιλόξενο. Μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που κολλάνε γάντι στο Cucinotto. Αν προσθέσεις το θερμό και ενημερωμένο service μαζί με τις καλές τιμές, τότε θα πρέπει να κακίζεις τον εαυτό σου που δεν έχεις πάει ακόμα.
Διασχίζοντας έναν από τους πεζόδρομους των Μανάβικων και πριν περάσω την βαριά μεταλλική πόρτα για την αυλή, έριξα κλεφτές ματιές στο εσωτερικό του κτηρίου.
Άνετο, ζεστό, ψηλοτάβανο, με παράθυρα περασμένης δεκαετίας, όμορφα καθίσματα, κυρίαρχη την πέτρα, το πλακάκι, τα απαλά χρώματα και τα λιτά minimal φωτιστικά. Η αυλή ξεχωρίζει για την εντυπωσιακή μπάρα στο αριστερό, που ο bartender παίζει με τις γεύσεις των cocktails που θα συνοδεύσουν το φαγητό σου.
Δοκίμασα στο ξεκίνημα μια Paloma πειραγμένη, με έντονο το Ιταλικό στοιχείο (aperol) που μου άφησε μια απαλή γλυκόπικρη επίγευση. Στο τελείωμα και πριν το κερασμένο limoncello, έκλεισα με άλλο ένα πειραγμένο cocktail (Mai Tai bitter) όπου η προσθήκη του campari το οδήγησε σε ένα πιο προσιτό συνοδευτικό των γεύσεων του τραπεζιού.
Στην επιλογή των πιάτων είχα συμβουλευτικό ρόλο, μιας και αυτή έγινε από τους μικρούς του τραπεζιού, υιό και ανιψιό. Πατέρα η επόμενη επίσκεψη μαζί σου να θυμηθείς τα χρόνια της Νάπολης.
Ξεκινήσαμε με arancini και bruschette vino rosso. Οι χρυσαφένιες κροκέτες ρυζιού αναπαύονταν νωχελικά σε εξαιρετική σάλτσα ραγού, παρέα με τριμμένο και λιωμένο τυρί. Στο εσωτερικό η γεύση του ραγού εναλλάσσονταν με scamorza, ένα καπνιστό ημίσκληρο τυρί από τα νότια της γείτονος χώρας. Όλη η Σικελία στο πιάτο.
Οι μπρουσκέτες σε βοηθούσαν να συνεχίσεις την ονειροπόληση. Ξεκινούσες ήπια με αυτή με την μελιτζάνα και την scamorza, ανέβαινες επίπεδο με αυτή με τις πολύχρωμες πιπεριές και το ιταλικό λουκάνικο (salsiccia παραδοσιακό από γενιά σε γενιά) και έφτανες στην κορύφωση με αυτή με Καλαβρέζικη nduja (πάστα από πικάντικο χοιρινό λουκάνικο) που αν και καυτερή αρκετά για Καλοκαίρι, φαγώθηκε συνοδεία επιφωνημάτων χαράς.
Δεν υπήρχε περίπτωση να φύγουμε χωρίς pasta fresca. Παραδοσιακή ιταλική συνταγή με αυγό και caserecce Genovese, αυτά τα γνωστά κοντά ζυμαρικά με τη σχισμή κατά μήκος, με κομματάκια τρυφερού μοσχαριού και ψιλοκομμένο ξερό κρεμμύδι στη σάλτσα, πασπαλισμένο με απαλό τυρί και μαύρο πιπέρι, τριμμένο την ώρα του σερβιρίσματος, για να πάρεις το 100% της γεύσης. Ανάλαφρο και μυρωδάτο πιάτο της Ιταλικής επαρχίας.
Τη σκυτάλη πήρε η pizza, η οποία φουρνίστηκε στον ανοιχτό παραδοσιακό ναπολιτάνικο ξυλόφουρνο, στην πίσω πλευρά της μπάρας.
Ζύμη ναπολιτάνικη, ναι αυτή που είναι τόσο λεπτή που θέλει ιδιαίτερο τρόπο να την κρατήσεις, που η γέυση της δεν καλύπτει τη γεύση των υλικών που περιέχει, σάλτσα ντομάτας αρωματική και γλυκιά, ποικιλία ναπολιτάνικη, καπνιστό τυρί και πέρλες από mozzarella και στο τελείωμα, φλοίδες από χοιρινή pancetta. Ντελίριο.
Κλείσαμε με Σισιλιάνικο cannoli –δεν συζητήθηκε καν- με απαλή ημίγλυκη κρέμα από ricotta, κομματάκια σοκολάτας και τριμμένο πράσινο φιστίκι. Όλα αυτά μέσα σε τραγανή μπισκοτένια καλοψημένη ζύμη που άφηνε τη ricotta να έχει τον πρώτο ρόλο.
Με αυτά και με αυτά, κλείσαμε θαυμάσια το δείπνο, πληρώσαμε κανονικό ποσό και ανανεώσαμε το ραντεβού, το συντομότερο δυνατό.
Το ‘’Cucinotto’’ έγινε με αγάπη και μεράκι, έφερε αέρα Ναπολιτάνικο στα Τρίκαλα και γεύσεις εξαιρετικές που εφάμιλλες βρίσκεις μετρημένες σε ολόκληρη τη Θεσσαλία.
Ας ελπίσουμε να αγαπηθεί και να στεριώσει.