Λίγα πράγματα με κάνουν πραγματικά χαρούμενη, τα περισσότερα από τα οποία σχετίζονται με το προφιτερόλ. Τα ταξίδια δεν είναι σε αυτή την κατηγορία. Και, ούσα αντικαβαφικη τελείως, το ταξίδι το ίδιο θα το απέφευγα και με διακτινισμό αν μπορούσα και θα κρατούσα μόνο τον προορισμό! Άμα, λοιπόν, βρίσκεις, ως εκ του θαύματος, κάποιον που καταφέρνει να κάνει και τη διαδρομή διασκεδαστική, αναγκάζεσαι να αναθεωρήσεις και να αποδεχτείς ότι και ο Γκιούλιβερ κάτι θα ήξερε.
Κάπως έτσι βρέθηκα για πολύ λίγο στα Τρίκαλα Κορινθίας, τα οποία, εδώ που τα λέμε, πολύ ωραίος προορισμός μόλις κλείσουν τα χιονοδρομικά. Εμείς και οι γάτες ήμαστε μόνο. Ως γνωστόν, αν πήγες, είδες και δεν έφαγες, είναι σαν να μην πήγες, οπότε αναγκαστικά και πιεσμένοι από τις κοινωνικές νόρμες, όχι από τα χιλιόμετρα περπάτημα που κάναμε – μην το ξαναπείς-, βρεθήκαμε σε ένα από τα τραπέζια του Καταφυγίου των γεύσεων. Για σουβλατζίδικο ακούγεται, το ξέρω, αλλά καμία σχέση. Σερβίρει τοπική ελληνική κουζίνα με πινελιές δημιουργικές. Γιατί το βάφτισαν με το όνομα Οβελιστηριου, παραμένει μυστήριο.
Ο χώρος είναι ο κλασικός που περιμένεις από τα μαγαζιά σε χειμερινούς προορισμούς, είτε είναι εστιατόρια, είτε είναι βενζινάδικα: ξύλινος, ημιυπαίθριος και με μια αίσθηση σαλούν. Είναι πεντακάθαρος, που βασικά είναι το μόνο δικό μου κριτήριο, με μεγάλα ξύλινα τραπέζια και τζαμαρία, που απλώνεται σε όλο το μήκος της πρόσοψης και κοιτάζει σε έναν τοίχο χτισμένο από μπουκάλια κρασί.
Το σέρβις ήταν ευγενέστατο. Ο σερβιτόρος έφερνε τα πιάτα με μια κάποια λογική σειρά και όχι όλα μαζί να πρέπει να τρώμε σαν το Pac-Man, ενώ παραγγελία δώσαμε στον μάγειρα και, πιθανώς ιδιοκτήτη, ο οποίος μας πρότεινε και ένα πιάτο που κατέληξα να τρώω μόνη μου γιατί τον βρήκα όμορφο και ευγενικό, δεν τον βρήκα και εύκολο στο φαγητό.
Ξεκινήσαμε με την ομώνυμη σαλάτα, που βασικά το μόνο που έλειπε από μέσα ήταν ο ίδιος ο Πετρετζίκης. Εσκαρόλ, λόλα, ρόκα, σπανακι, ντοματίνια, μαρμελάδα από πιπεριά φλωρινης, βινεγκρέτ πορτοκαλι, κρουτόν και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και μια μπάλα μπουρατα από πάνω, η οποία έρχεται κατακόκκινη από την μαρμελάδα. Είναι πλήρες γεύμα από μόνη της, πεντανόστιμη και νομίζω αν ποτέ ξαναβρεθω εκεί, θα το σκεφτώ αν θα τη μοιραστώ, εκτός και αν πάω με την ίδια παρέα, οπότε δεν κινδυνεύω.
Το πιάτο που μας πρότειναν ήταν η Φλαμπουρίτσα με καραμελωμένα μήλα. (7€) Όπου φλαμπουριτσα βάλε τοπικό τυρί που μοιάζει κάτι ανάμεσα σε χαλούμι και ταλαγανι και όπου μήλα βάλε κυβάκια ψημένου, καραμελωμένου μήλου με ένα κλωνάρι δεντρολίβανο για ντεκόρ. Πολύ νόστιμο και ταίριαζε με το μήλο, που στην αρχή με ξάφνιασε γιατί παραείναι γλυκό, και μάλλον θα το προτιμούσα με κάτι πιο πικάντικο ή με τη μαρμελάδα πιπεριάς της σαλάτας, αλλά συνολικά πολύ καλό. Αν συνυπολογίσουμε ότι το έφαγα μόνη μου τελικά, ακόμα καλύτερο.
Στα κυρίως πιάτα ο μακαρονάς διάλεξε τα σκιουφιχτά καρμπονάρα με απάκι και κρέμα γάλακτος (10€), που ήξερα ότι θα γίνουν δικά του αμέσως μόλις τα εντόπισε στον κατάλογο, και τα οποία του επιφύλασσαν και ψητά ντοματίνια και φρέσκο κρεμμύδι που δεν αναγράφονταν και τα οποία υποψιάζομαι ότι θα προτιμούσε να έλειπαν, αν και το κρεμμυδάκι ταίριαζε άριστα. Τα ντοματίνια πράγματι αχρείαστα! Πολύ παχύ πιάτο, που για μένα που γενικώς δεν είμαι πολύ φίλη των ζυμαρικών δεν ήταν κάτι συναρπαστικό, αν και σίγουρα νόστιμο, αλλά αυτός που το λιγουρεύτηκε το απόλαυσε, άρα ποια είμαι εγώ που θα κρίνω; Εγώ από την άλλη, γνωστό σαρκοβόρο, κατέληξα να πασαλείβω μυτη, μάγουλα και αγκώνες με καπνιστή bbq στην οποία είχαν μαριναριστεί οι πανσέτες που εξαφάνισα, γιατί άλλωστε το savoir vivre και γώ είμαστε παλιοί γνώριμοι. Μπόνους οι χειροποίητες πατάτες τηγανίτες. Ήταν τέλεια ψημένες και ζουμερές, για να δικαιώνουν το γουρουνάκι που θυσιάστηκε για να φάω εγώ σαν γουρούνα.
Ήπιαμε 2 μπίρες Canal, που είναι φρέσκια Κορινθιακή μπίρα (4,5€/500ml), που βασικά σημαίνει ότι από το ένα λίτρο εγώ ήπια ένα καπάκι και αυτός αναγκάστηκε να πιει τη δική μου, τη δική του και του γείτονα, αλλά επειδή είμαι καλός άνθρωπος ισοφάρισα την αδικία το ίδιο βράδυ κλέβοντας το κοκτέιλ του. Τι; Για το καλό του νοιάζομαι, ο αλκοολισμός δεν είναι παιχνίδι.
Στο σύνολο δε δώσαμε ούτε 50€, τα οποία δεν είναι πολλά για την ποσότητα που φάγαμε και ήπιαμε, πήραμε πίσω τις θερμίδες που είχαμε κάψει περπατώντας στα ποτάμια όλη μέρα και μας έμεινε και απόθεμα για το περπάτημα της επόμενης μέρας.
Τα άξιζε; Ναι. Δεν ξέρω αν τα άξιζε από μόνο του ή από το πόσο χαρούμενη ήμουν και συμπαρέσυρε και το φαγητό τους, πάντως εμένα θετική ανάμνηση έμεινε μέσα μου και ως τέτοια θα το προτείνω.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Λίγα πράγματα με κάνουν πραγματικά χαρούμενη, τα περισσότερα από τα οποία σχετίζονται με το προφιτερόλ. Τα ταξίδια δεν είναι σε αυτή την κατηγορία. Και, ούσα αντικαβαφικη τελείως, το ταξίδι το ίδιο θα το απέφευγα και με διακτινισμό αν μπορούσα και θα κρατούσα μόνο τον προορισμό! Άμα, λοιπόν, βρίσκεις, ως εκ του θαύματος, κάποιον που καταφέρνει να κάνει και τη διαδρομή διασκεδαστική, αναγκάζεσαι να αναθεωρήσεις και να αποδεχτείς ότι και ο Γκιούλιβερ κάτι θα ήξερε.
Κάπως έτσι βρέθηκα για πολύ λίγο στα Τρίκαλα Κορινθίας, τα οποία, εδώ που τα λέμε, πολύ ωραίος προορισμός μόλις κλείσουν τα χιονοδρομικά. Εμείς και οι γάτες ήμαστε μόνο. Ως γνωστόν, αν πήγες, είδες και δεν έφαγες, είναι σαν να μην πήγες, οπότε αναγκαστικά και πιεσμένοι από τις κοινωνικές νόρμες, όχι από τα χιλιόμετρα περπάτημα που κάναμε – μην το ξαναπείς-, βρεθήκαμε σε ένα από τα τραπέζια του Καταφυγίου των γεύσεων. Για σουβλατζίδικο ακούγεται, το ξέρω, αλλά καμία σχέση. Σερβίρει τοπική ελληνική κουζίνα με πινελιές δημιουργικές. Γιατί το βάφτισαν με το όνομα Οβελιστηριου, παραμένει μυστήριο.
Ο χώρος είναι ο κλασικός που περιμένεις από τα μαγαζιά σε χειμερινούς προορισμούς, είτε είναι εστιατόρια, είτε είναι βενζινάδικα: ξύλινος, ημιυπαίθριος και με μια αίσθηση σαλούν. Είναι πεντακάθαρος, που βασικά είναι το μόνο δικό μου κριτήριο, με μεγάλα ξύλινα τραπέζια και τζαμαρία, που απλώνεται σε όλο το μήκος της πρόσοψης και κοιτάζει σε έναν τοίχο χτισμένο από μπουκάλια κρασί.
Το σέρβις ήταν ευγενέστατο. Ο σερβιτόρος έφερνε τα πιάτα με μια κάποια λογική σειρά και όχι όλα μαζί να πρέπει να τρώμε σαν το Pac-Man, ενώ παραγγελία δώσαμε στον μάγειρα και, πιθανώς ιδιοκτήτη, ο οποίος μας πρότεινε και ένα πιάτο που κατέληξα να τρώω μόνη μου γιατί τον βρήκα όμορφο και ευγενικό, δεν τον βρήκα και εύκολο στο φαγητό.
Ξεκινήσαμε με την ομώνυμη σαλάτα, που βασικά το μόνο που έλειπε από μέσα ήταν ο ίδιος ο Πετρετζίκης. Εσκαρόλ, λόλα, ρόκα, σπανακι, ντοματίνια, μαρμελάδα από πιπεριά φλωρινης, βινεγκρέτ πορτοκαλι, κρουτόν και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, έχει και μια μπάλα μπουρατα από πάνω, η οποία έρχεται κατακόκκινη από την μαρμελάδα. Είναι πλήρες γεύμα από μόνη της, πεντανόστιμη και νομίζω αν ποτέ ξαναβρεθω εκεί, θα το σκεφτώ αν θα τη μοιραστώ, εκτός και αν πάω με την ίδια παρέα, οπότε δεν κινδυνεύω.
Το πιάτο που μας πρότειναν ήταν η Φλαμπουρίτσα με καραμελωμένα μήλα. (7€) Όπου φλαμπουριτσα βάλε τοπικό τυρί που μοιάζει κάτι ανάμεσα σε χαλούμι και ταλαγανι και όπου μήλα βάλε κυβάκια ψημένου, καραμελωμένου μήλου με ένα κλωνάρι δεντρολίβανο για ντεκόρ. Πολύ νόστιμο και ταίριαζε με το μήλο, που στην αρχή με ξάφνιασε γιατί παραείναι γλυκό, και μάλλον θα το προτιμούσα με κάτι πιο πικάντικο ή με τη μαρμελάδα πιπεριάς της σαλάτας, αλλά συνολικά πολύ καλό. Αν συνυπολογίσουμε ότι το έφαγα μόνη μου τελικά, ακόμα καλύτερο.
Στα κυρίως πιάτα ο μακαρονάς διάλεξε τα σκιουφιχτά καρμπονάρα με απάκι και κρέμα γάλακτος (10€), που ήξερα ότι θα γίνουν δικά του αμέσως μόλις τα εντόπισε στον κατάλογο, και τα οποία του επιφύλασσαν και ψητά ντοματίνια και φρέσκο κρεμμύδι που δεν αναγράφονταν και τα οποία υποψιάζομαι ότι θα προτιμούσε να έλειπαν, αν και το κρεμμυδάκι ταίριαζε άριστα. Τα ντοματίνια πράγματι αχρείαστα! Πολύ παχύ πιάτο, που για μένα που γενικώς δεν είμαι πολύ φίλη των ζυμαρικών δεν ήταν κάτι συναρπαστικό, αν και σίγουρα νόστιμο, αλλά αυτός που το λιγουρεύτηκε το απόλαυσε, άρα ποια είμαι εγώ που θα κρίνω; Εγώ από την άλλη, γνωστό σαρκοβόρο, κατέληξα να πασαλείβω μυτη, μάγουλα και αγκώνες με καπνιστή bbq στην οποία είχαν μαριναριστεί οι πανσέτες που εξαφάνισα, γιατί άλλωστε το savoir vivre και γώ είμαστε παλιοί γνώριμοι. Μπόνους οι χειροποίητες πατάτες τηγανίτες. Ήταν τέλεια ψημένες και ζουμερές, για να δικαιώνουν το γουρουνάκι που θυσιάστηκε για να φάω εγώ σαν γουρούνα.
Ήπιαμε 2 μπίρες Canal, που είναι φρέσκια Κορινθιακή μπίρα (4,5€/500ml), που βασικά σημαίνει ότι από το ένα λίτρο εγώ ήπια ένα καπάκι και αυτός αναγκάστηκε να πιει τη δική μου, τη δική του και του γείτονα, αλλά επειδή είμαι καλός άνθρωπος ισοφάρισα την αδικία το ίδιο βράδυ κλέβοντας το κοκτέιλ του. Τι; Για το καλό του νοιάζομαι, ο αλκοολισμός δεν είναι παιχνίδι.
Στο σύνολο δε δώσαμε ούτε 50€, τα οποία δεν είναι πολλά για την ποσότητα που φάγαμε και ήπιαμε, πήραμε πίσω τις θερμίδες που είχαμε κάψει περπατώντας στα ποτάμια όλη μέρα και μας έμεινε και απόθεμα για το περπάτημα της επόμενης μέρας.
Τα άξιζε; Ναι. Δεν ξέρω αν τα άξιζε από μόνο του ή από το πόσο χαρούμενη ήμουν και συμπαρέσυρε και το φαγητό τους, πάντως εμένα θετική ανάμνηση έμεινε μέσα μου και ως τέτοια θα το προτείνω.