Τον Κούβελο τον έβλεπα πολλά χρόνια περνώντας,αλλά δεν είχε τύχει να κάτσω ποτέ.
Τα άρθρα που τον προτείνουν είναι πολλά και μου είχαν δημιουργήσει την προσδοκία να τον δοκιμάσω.
Σάββατο μεσημέρι φίλη που μετακόμισε πρόσφατα στην περιοχή πρότεινε βόλτα και φαγητό εκεί.
Κλείσαμε τραπέζι με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο κόσμος ήταν ελάχιστος,λόγω μέρας και ώρας.
Κάτσαμε στον ενδιάμεσο χώρο με σόμπες επαρκείς, δυστυχώς δε συμβαίνει το ίδιο και με τις αποστάσεις ευτυχώς που τα γύρω τραπέζια ήταν άδεια.
Η εξυπηρέτηση έχει ταχύτητα και επαγγελματισμό και κέρασμα λικερακι στο τέλος. Επίσης ρώτησαν εάν μας άρεσαν τα πιάτα δύο φορές οπότε πήραμε το θάρρος και τους αναλύσαμε τις διαφωνίες μας.
Βάλαμε στη μέση:
– φάβα με κρεμμυδάκι, σε γενναιόδωρη μερίδα, της έλλειπε η ένταση, εξισορρόπησαμε όμως με αλάτι και πιπέρι επιπλέον. 5.5€
– κασσιωτικα ντολμαδάκια με συνοδεία γιαουρτιού νόστιμα μεν αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν λόγο επιστροφης 7.20€
-μπιφτεκι νεροβουβαλου με καραμελωμένα κρεμμύδια,κατσικίσιο τυρί και λάδι τρούφας συνοδεύεται με χωριάτικες πατάτες τηγανιτές (έτσι έγραφε στον κατάλογο) στο τραπέζι μας ήρθε ένα αδιαφορο μπιφτέκι,το λάδι τρούφας δεν “ακουγόταν” την κατάσταση έσωζε το καραμελωμένο κρεμμύδι. Οι πατάτες ηταν οι κλασικές προτηγανισμενες με τη φλούδα. 13.50€ (δε φαγώθηκε και εξηγήσαμε στο σερβιτόρο το λόγο)
-ροσμπιφ με χοντρό μακαρόνι (προτάθηκε από το σερβιτόρο , σε σχετική ερώτηση μας) αδιαφορο πιάτο που το μέσο “μαγειρείο” της γειτονιάς το πετυχαίνει καλύτερα. 12.80€
Εν γένει όλα τα πιάτα ήταν στην κατηγορία τρώγονται μεν αλλά δε θέλω να τα ξαναφαω δε.
Οι τιμές τους όμως ήταν εξωπραγματικες σε συνάρτηση με τη γεύση και την ποιότητα.
Με μια μπύρα και ένα αναψυκτικό ο λογαριασμός έφτασε τα 25€ το άτομο.
Πραγματικά έφυγα με τη λογική ότι θα μπορούσα οπουδήποτε αλλού να είχα φάει καλύτερα με τα μισά χρήματα.
Ο ΚΟΥΒΕΛΟΣ, παλαιότερα γνωστός και ως Η ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΚΟΥΒΕΛΟΥ, βρίσκεται στα σύνορα Κουκακίου – Πετραλώνων και είναι ένας από τους αγαπημένους μου χώρους φαγητού στην Αθήνα. Επιγραμματικά θα τον χαρακτήριζα «η πιο ωραία, η πιο ατμοσφαιρική αυλή της Αθήνας» γιατί πράγματι είναι ένας ωραιότατος χώρος παντός καιρού, φιλόξενος όποια εποχή κι αν πας.
Το μαγαζί είναι γωνιακό, απ’ έξω βλέπεις μόνο τον κυκλαδίτικα λευκό ασβεστωμένο τοίχο με την καλλιγραφική ονομασία του μαγαζιού, που αν μη τι άλλο σου εξάπτει την περιέργεια για το τι μπορεί να κρύβεται πίσω του. Ανεβαίνετε λοιπόν τη μικρή μεταλλική σκάλα και βρίσκεστε σε μια ήσυχη χαλικόστρωτη αυλή με μικρά και μεγάλα δέντρα, κληματαριές, φυτά και λουλούδια κάθε είδους, που σας μεταφέρει αυτομάτως αρκετές δεκαετίες πριν, τότε που η περιοχή κοντά στην Ακρόπολη ήταν εξοχικός χώρος περιπάτου και αναψυχής. Μια πέργκολα καλύπτει όλη σχεδόν την έκταση της αυλής. Κλασική επίπλωση με ξύλινα τραπέζια σε τόνους γκρι-φιστικί στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα και art de la table καλού εστιατορίου και όχι ταβέρνας. Στα δεξιά ένας ημιυπαίθριος χώρος και στο βάθος μια ελαφρά υπερυψωμένη, λιγότερο φωτεινή και φαντάζομαι περισσότερο δροσερή εξέδρα, ένα είδος κρυμμένου κήπου, όπου πάντα λέω ότι θα ζητήσω τραπέζι την επόμενη φορά και πάντα το ξεχνώ.
Τώρα που η διάταξη των τραπεζιών έχει αραιώσει, η αυλή μπορεί να φιλοξενήσει άνετα γύρω στα 40+ άτομα. Η πελατεία από όλα τα μέρη της πρωτεύουσας, ζευγάρια, οικογένειες, αντροπαρέες και γυναικοπαρέες, και αρκετοί τουρίστες βέβαια, ένα χαρούμενο συνονθύλευμα ηλικιών. Οι μέσα τοίχοι λευκοί όπως και η μάντρα της αυλής, διακοσμητικά στοιχεία μετρημένα, αυτό που μένει να θυμάται κανείς είναι μάλλον οι βιτρίνες της κάβας. Η αλήθεια είναι ότι για να γεμίσει ο μέσα χώρος πρέπει έξω να βρέχει καρεκλοπόδαρα ή να έχει πολύ κρύο, υπό κανονικές συνθήκες τους τραβά και τους κρατά όλους η γλυκιά αγκαλιά της αυλής. Το σέρβις, όπως με ικανοποίηση διαπίστωσα κατά την τελευταία μου επίσκεψη, έχει βελτιωθεί αρκετά, κυρίως επειδή αυξήθηκε, μένει όμως ακόμα δουλειά να γίνει. Κατά τα άλλα δεν μπορώ να παραπονεθώ, με το που θα καθίσετε, έρχεται – χωρίς ερώτηση – μπουκάλι με κρύο νερό, σας ρωτάνε αν θέλετε ψωμί και αν απαντήσετε θετικά έρχεται πανεράκι με δύο ειδών φρέσκο ψωμί που συνοδεύεται από ελίτσες και ένα πολύ νόστιμο ντιπ με αραιά μαγιονέζα. Στο τέλος μάς πρόσφεραν ένα λικεράκι φουντουκιού, δεν είχα ξαναδοκιμάσει και μου άρεσε πολύ, γιατί «άκουγες» το φουντούκι.
Η κουζίνα στα δεκαπέντε και βάλε χρόνια που είμαι πελάτης στον ΚΟΥΒΕΛΟ (ημερομηνία πρώτης κριτικής: 25/5/2009) έχει αλλάξει κάποια πιάτα (βγήκαν π. χ. από τον κατάλογο τα περίφημα μπιφτέκια με τριών ειδών κιμά, ενώ και το κοκορέτσι νομίζω ότι σβήστηκε από τον κατάλογο), δεν έχει εγκαταλείψει όμως ποτέ τον αστικό της, γνήσια ελληνικό προσανατολισμό. Ο κατάλογος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπαρτιάτικος (σαλάτες, τυριά, ορεκτικά, μαγειρευτά, κυρίως πιάτα και σπιτικά επιδόρπια), συνολικά 25 επιλογές, συν τα περίπου 10 πιάτα ημέρας σε χωριστό κατάλογο. Πολλές και καλές οι επιλογές σε ποτά. Προς θεού, μη νομίσετε ότι αυτό το βρίσκω αρνητικό, ου γαρ εν τω πολλώ το ευ. Λίγα και καλά. Οι μερίδες είναι ικανοποιητικές σε μέγεθος και τα υλικά που χρησιμοποιούνται εμφανώς καλής ποιότητας. Θα σας συστήσω δύο πιάτα με βάση τη μελιτζάνα (καπνιστή με καρεδάκια ντομάτας, φέτα τριμμένη και πρασινάδα ψιλοκομμένη, καθώς και το all time classic χουνκιάρ, με το κρέας να λιώνει στο στόμα). Η τετραμελής χθεσινή παρέα μας δοκίμασε ακόμα σαλάτα με αμπελοφάσουλα και κολοκυθάκια (εξαιρετική), κολοκυθοκεφτέδες (έχω φάει και καλύτερους), μαραθοπιτάκια (τέλεια) και σουτζουκάκια ψητά (άψογα) . Υπάρχουν και γλυκά, επί πληρωμή, όπου, αν έχει χώρο στο στομάχι, θα προτιμήσετε να βάλετε στη μέση μια ελαφριά πορτοκαλόπιτα ή μια στιβαρή σοκολατόπιτα με παγωτό. Μιλώντας για τιμές, δύο άτομα θα δαπανήσουν γύρω στα 40 ευρώ για ένα καθώς πρέπει γεύμα, ποσό που θεωρώ λογικό. Ευκαιρίας δοθείσης λοιπόν, ειδικά με καλοκαιρία, κάνετε μια επίσκεψη στον ΚΟΥΒΕΛΟ, δεν θα το μετανιώσετε!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Τον Κούβελο τον έβλεπα πολλά χρόνια περνώντας,αλλά δεν είχε τύχει να κάτσω ποτέ.
Τα άρθρα που τον προτείνουν είναι πολλά και μου είχαν δημιουργήσει την προσδοκία να τον δοκιμάσω.
Σάββατο μεσημέρι φίλη που μετακόμισε πρόσφατα στην περιοχή πρότεινε βόλτα και φαγητό εκεί.
Κλείσαμε τραπέζι με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο κόσμος ήταν ελάχιστος,λόγω μέρας και ώρας.
Κάτσαμε στον ενδιάμεσο χώρο με σόμπες επαρκείς, δυστυχώς δε συμβαίνει το ίδιο και με τις αποστάσεις ευτυχώς που τα γύρω τραπέζια ήταν άδεια.
Η εξυπηρέτηση έχει ταχύτητα και επαγγελματισμό και κέρασμα λικερακι στο τέλος. Επίσης ρώτησαν εάν μας άρεσαν τα πιάτα δύο φορές οπότε πήραμε το θάρρος και τους αναλύσαμε τις διαφωνίες μας.
Βάλαμε στη μέση:
– φάβα με κρεμμυδάκι, σε γενναιόδωρη μερίδα, της έλλειπε η ένταση, εξισορρόπησαμε όμως με αλάτι και πιπέρι επιπλέον. 5.5€
– κασσιωτικα ντολμαδάκια με συνοδεία γιαουρτιού νόστιμα μεν αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν λόγο επιστροφης 7.20€
-μπιφτεκι νεροβουβαλου με καραμελωμένα κρεμμύδια,κατσικίσιο τυρί και λάδι τρούφας συνοδεύεται με χωριάτικες πατάτες τηγανιτές (έτσι έγραφε στον κατάλογο) στο τραπέζι μας ήρθε ένα αδιαφορο μπιφτέκι,το λάδι τρούφας δεν “ακουγόταν” την κατάσταση έσωζε το καραμελωμένο κρεμμύδι. Οι πατάτες ηταν οι κλασικές προτηγανισμενες με τη φλούδα. 13.50€ (δε φαγώθηκε και εξηγήσαμε στο σερβιτόρο το λόγο)
-ροσμπιφ με χοντρό μακαρόνι (προτάθηκε από το σερβιτόρο , σε σχετική ερώτηση μας) αδιαφορο πιάτο που το μέσο “μαγειρείο” της γειτονιάς το πετυχαίνει καλύτερα. 12.80€
Εν γένει όλα τα πιάτα ήταν στην κατηγορία τρώγονται μεν αλλά δε θέλω να τα ξαναφαω δε.
Οι τιμές τους όμως ήταν εξωπραγματικες σε συνάρτηση με τη γεύση και την ποιότητα.
Με μια μπύρα και ένα αναψυκτικό ο λογαριασμός έφτασε τα 25€ το άτομο.
Πραγματικά έφυγα με τη λογική ότι θα μπορούσα οπουδήποτε αλλού να είχα φάει καλύτερα με τα μισά χρήματα.
Ο ΚΟΥΒΕΛΟΣ, παλαιότερα γνωστός και ως Η ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΚΟΥΒΕΛΟΥ, βρίσκεται στα σύνορα Κουκακίου – Πετραλώνων και είναι ένας από τους αγαπημένους μου χώρους φαγητού στην Αθήνα. Επιγραμματικά θα τον χαρακτήριζα «η πιο ωραία, η πιο ατμοσφαιρική αυλή της Αθήνας» γιατί πράγματι είναι ένας ωραιότατος χώρος παντός καιρού, φιλόξενος όποια εποχή κι αν πας.
Το μαγαζί είναι γωνιακό, απ’ έξω βλέπεις μόνο τον κυκλαδίτικα λευκό ασβεστωμένο τοίχο με την καλλιγραφική ονομασία του μαγαζιού, που αν μη τι άλλο σου εξάπτει την περιέργεια για το τι μπορεί να κρύβεται πίσω του. Ανεβαίνετε λοιπόν τη μικρή μεταλλική σκάλα και βρίσκεστε σε μια ήσυχη χαλικόστρωτη αυλή με μικρά και μεγάλα δέντρα, κληματαριές, φυτά και λουλούδια κάθε είδους, που σας μεταφέρει αυτομάτως αρκετές δεκαετίες πριν, τότε που η περιοχή κοντά στην Ακρόπολη ήταν εξοχικός χώρος περιπάτου και αναψυχής. Μια πέργκολα καλύπτει όλη σχεδόν την έκταση της αυλής. Κλασική επίπλωση με ξύλινα τραπέζια σε τόνους γκρι-φιστικί στρωμένα με λευκά τραπεζομάντιλα και art de la table καλού εστιατορίου και όχι ταβέρνας. Στα δεξιά ένας ημιυπαίθριος χώρος και στο βάθος μια ελαφρά υπερυψωμένη, λιγότερο φωτεινή και φαντάζομαι περισσότερο δροσερή εξέδρα, ένα είδος κρυμμένου κήπου, όπου πάντα λέω ότι θα ζητήσω τραπέζι την επόμενη φορά και πάντα το ξεχνώ.
Τώρα που η διάταξη των τραπεζιών έχει αραιώσει, η αυλή μπορεί να φιλοξενήσει άνετα γύρω στα 40+ άτομα. Η πελατεία από όλα τα μέρη της πρωτεύουσας, ζευγάρια, οικογένειες, αντροπαρέες και γυναικοπαρέες, και αρκετοί τουρίστες βέβαια, ένα χαρούμενο συνονθύλευμα ηλικιών. Οι μέσα τοίχοι λευκοί όπως και η μάντρα της αυλής, διακοσμητικά στοιχεία μετρημένα, αυτό που μένει να θυμάται κανείς είναι μάλλον οι βιτρίνες της κάβας. Η αλήθεια είναι ότι για να γεμίσει ο μέσα χώρος πρέπει έξω να βρέχει καρεκλοπόδαρα ή να έχει πολύ κρύο, υπό κανονικές συνθήκες τους τραβά και τους κρατά όλους η γλυκιά αγκαλιά της αυλής. Το σέρβις, όπως με ικανοποίηση διαπίστωσα κατά την τελευταία μου επίσκεψη, έχει βελτιωθεί αρκετά, κυρίως επειδή αυξήθηκε, μένει όμως ακόμα δουλειά να γίνει. Κατά τα άλλα δεν μπορώ να παραπονεθώ, με το που θα καθίσετε, έρχεται – χωρίς ερώτηση – μπουκάλι με κρύο νερό, σας ρωτάνε αν θέλετε ψωμί και αν απαντήσετε θετικά έρχεται πανεράκι με δύο ειδών φρέσκο ψωμί που συνοδεύεται από ελίτσες και ένα πολύ νόστιμο ντιπ με αραιά μαγιονέζα. Στο τέλος μάς πρόσφεραν ένα λικεράκι φουντουκιού, δεν είχα ξαναδοκιμάσει και μου άρεσε πολύ, γιατί «άκουγες» το φουντούκι.
Η κουζίνα στα δεκαπέντε και βάλε χρόνια που είμαι πελάτης στον ΚΟΥΒΕΛΟ (ημερομηνία πρώτης κριτικής: 25/5/2009) έχει αλλάξει κάποια πιάτα (βγήκαν π. χ. από τον κατάλογο τα περίφημα μπιφτέκια με τριών ειδών κιμά, ενώ και το κοκορέτσι νομίζω ότι σβήστηκε από τον κατάλογο), δεν έχει εγκαταλείψει όμως ποτέ τον αστικό της, γνήσια ελληνικό προσανατολισμό. Ο κατάλογος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σπαρτιάτικος (σαλάτες, τυριά, ορεκτικά, μαγειρευτά, κυρίως πιάτα και σπιτικά επιδόρπια), συνολικά 25 επιλογές, συν τα περίπου 10 πιάτα ημέρας σε χωριστό κατάλογο. Πολλές και καλές οι επιλογές σε ποτά. Προς θεού, μη νομίσετε ότι αυτό το βρίσκω αρνητικό, ου γαρ εν τω πολλώ το ευ. Λίγα και καλά. Οι μερίδες είναι ικανοποιητικές σε μέγεθος και τα υλικά που χρησιμοποιούνται εμφανώς καλής ποιότητας. Θα σας συστήσω δύο πιάτα με βάση τη μελιτζάνα (καπνιστή με καρεδάκια ντομάτας, φέτα τριμμένη και πρασινάδα ψιλοκομμένη, καθώς και το all time classic χουνκιάρ, με το κρέας να λιώνει στο στόμα). Η τετραμελής χθεσινή παρέα μας δοκίμασε ακόμα σαλάτα με αμπελοφάσουλα και κολοκυθάκια (εξαιρετική), κολοκυθοκεφτέδες (έχω φάει και καλύτερους), μαραθοπιτάκια (τέλεια) και σουτζουκάκια ψητά (άψογα) . Υπάρχουν και γλυκά, επί πληρωμή, όπου, αν έχει χώρο στο στομάχι, θα προτιμήσετε να βάλετε στη μέση μια ελαφριά πορτοκαλόπιτα ή μια στιβαρή σοκολατόπιτα με παγωτό. Μιλώντας για τιμές, δύο άτομα θα δαπανήσουν γύρω στα 40 ευρώ για ένα καθώς πρέπει γεύμα, ποσό που θεωρώ λογικό. Ευκαιρίας δοθείσης λοιπόν, ειδικά με καλοκαιρία, κάνετε μια επίσκεψη στον ΚΟΥΒΕΛΟ, δεν θα το μετανιώσετε!