Ως τίτλο αυτής της κριτικής θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω παραφθαρμένο τον τίτλο ενός κλασικού μυθιστορήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «Η πίτσα στα χρόνια του εγκλεισμού». Και εξηγούμαι: Σαν φανατικός φίλος της πίτσας (ειρήσθω εν παρόδω ότι φτιάχνω και μόνος μου εξαιρετικές πιτσούλες) δεν παραλείπω να παραγγέλνω κάθε τόσο μια πίτσα, συνήθως από το DEI FRATELLI πίσω από τον Άγιο Σώστη, που ειδικεύεται στο νεοϋρκέζικο τύπο πίτσας, καλοψημένη και κομμένη στα οκτώ, ώστε να μπορείς να τη φας πιάνοντας το τρίγωνο από την περιφέρεια και λυγίζοντας το ελαφρά στη μέση. Ειδικά η πρώτη μπουκιά, το κέντρο της κόλασης, είναι όλα τα λεφτά.
Τον περασμένο Αύγουστο, σερφάροντας στο φατσοβιβλίο, έπεσα πάνω στην ορεκτική και πολλά υποσχόμενη ιστοσελίδα μιας άλλης πιτσαρίας, που βρίσκεται επίσης κοντά στη γειτονιά μου. Το όνομα αυτής: LA BELLA NAPOLI. Αυτόματος ο συνειρμός «πίτσα = Νάπολι», το μυαλό μου πήγε αμέσως 10, 12 χρόνια πίσω: Διακοπές στη Λίνδο της Ρόδου (ακούς indulge;), και κάθε δεύτερη, τρίτη μέρα δείπνο στο αγαπημένο μας BROCCOLINO, που ξεκινούσε πάντα με μια ναπολιτάνικη πίτσα στη μέση. Τη χαζεύαμε καθώς ψηνόταν στον ξυλόφουρνο και μετά από δύο λεπτά προσγειωνόταν αχνιστή και τραγανή στο τραπέζι μας. Το τέλειο ορεκτικό. Να μην τα πολυλογώ, ένα Σάββατο βράδυ έπεσε το πρώτο τηλεφώνημα. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, η απάντηση, χωρίς παραπέρα εξηγήσεις, ήταν ότι το κατάστημα δεν κάνει delivery (!).
Πέρασε ο καιρός, ήρθε το δεύτερο lockdown και μαζί μ’ αυτό, ουδέν κακόν αμιγές καλού, η ανακάλυψη της Wolt, της οποίας έχω γίνει πιστός πελάτης, παραγγέλνω πια μόνο από μαγαζιά που εξυπηρετεί. Την περασμένη Κυριακή λοιπόν το μενού έγραφε «πίτσα». Το DEI FRATELLI έλειπε από τον κατάλογο, όπου όμως προς μεγάλη μου έκπληξη εμφανίστηκε το LA BELLA NAPOLI. Δεν το σκέφθηκα πολύ, έδωσα την παραγγελία και σε 20 λεπτά ο ευγενικός ντελιβεράς χτύπησε την πόρτα μας. Η παραγγελία απλή και στάνταρ: μία πίτσα απλή (Bufalina Dop) και μία ψαγμένη (Manco li cani), και οι δύο ατομικές διαμέτρου 30 cm, για να τεστάρουμε τις δυνατότητες της νέας μας ανακάλυψης.
Η Bufalina Dop (10 €) περιγράφεται ως εξής: σάλτσα ντομάτας, 125 gr βουβαλίσια μοτσαρέλα, βασιλικός και ελαιόλαδο. Η αποθέωση της απλότητας, όπως ξεκίνησε κάποτε να φτιάχνεται η πίτσα στη Νάπολι. Ανοίγοντας το κουτί όμως τόμπολα! Δεν υπήρχε σάλτσα ντομάτας, αλλά ζουμί και κομμάτια φρέσκιας ντομάτας, που είχαν ποτίσει τη βάση και έτρεχαν γύρω γύρω στο κουτί. Σοκ! Η μοτσαρέλα, όντως βουβαλίσια, και τα λίγα φύλλα βασιλικού δεν έφθαναν για να κερδηθεί η μάχη. Το γιατί το καταλάβαμε, όταν προσπαθήσαμε να σερβιριστούμε. Η ναπολιτάνικη πίτσα δεν έρχεται κομμένη σε τρίγωνα, την κόβεις εσύ με το μαχαιράκι σου. Κανένα πρόβλημα, όμως αμέσως αντιληφθήκαμε ότι η – λεπτή – ζύμη ήταν σχεδόν άψητη! Με τα πολλά φτιάξαμε κάτι που θύμιζε κρουασάν, και έσταζε βέβαια ζουμί από παντού, για να δούμε τι γεύση είχε. Τι γεύση περιμέναμε να έχει άψητο ζυμάρι, δεν ξέρω, μάλλον επικράτησε η πείνα της στιγμής. Εκ των υστέρων κακίζω τον εαυτό μου που δεν τους πήρα τηλέφωνο να τους τα ψάλω. Ούτε μου πέρασε από το μυαλό να τη βάλω στην τοστιέρα, μήπως και σώζαμε κάτι. Απλά τη βάλαμε στην άκρη και ανοίξαμε με κρύα καρδιά το δεύτερο κουτί.
Η Manco li cani (12 €) ήταν ευτυχώς σωστά ψημένη, απλώς φαγώθηκε δεύτερη, οπότε φυσικό ήταν να έχει χάσει τη φρεσκάδα της. Τα συστατικά: Φρέσκια μοτσαρέλα, γκοργκοντζόλα, (λίγα) ντοματίνια, (ελάχιστα) φύλλα βασιλικού και (απλώς αρκετά) κομμάτια nduja (= καυτερό πατέ χοιρινού, είχα μάθει πρόσφατα την ύπαρξή του παίζοντας Quizduell, η περιέργεια λοιπόν μεγάλη). Εμένα, που δε φοβάμαι τα καυτερά φαγητά, αυτή η πίτσα μου άρεσε. Τα υλικά κατά την άποψή μου μάλλον τσιγκούνικα. Μπορείς βέβαια να παραγγείλεις τα πάντα όλα έξτρα, αλλά τότε η μία πίτσα θα έφθανε και θα ξεπερνούσε τα 15 €. Η nduja έβαζε τη σφραγίδα της. Στη βάση βέβαια μοτσαρέλα και γκοργκοντζόλα είχαν πιαστεί αγκαζέ και έλιωσαν, δεν διέκρινες ούτε χρώματα ούτε γεύσεις, το σύνολο όμως τρωγόταν ευχάριστα, αν δεν είχες πρόβλημα με την κάψα που έβγαζε η nduja.
Δεν μπορώ φυσικά να συστήσω παραγγελία από το LA BELLA NAPOLI. Επειδή μελέτησα σχετικά άρθρα και είδα μπόλικες φωτογραφίες, η εικόνα που έχω είναι η εξής: Συμπαθητικό στενόμακρο μαγαζάκι, ο φούρνος αριστερά και λίγα τραπέζια δεξιά, υπάρχουν όμως και τραπεζάκια έξω. Αν μένετε κοντά, μπορείτε ίσως να τολμήσετε μια επίσκεψη. Είμαι σίγουρος ότι αν η πρώτη πίτσα ήταν ψημένη σωστά, η κριτική αυτή θα είχε διαφορετικό ύφος. Με βάση την εμπειρία μας όμως δεν μου μένει παρά να κλείσω με αυθεντικό Σαίξπηρ: «Πολύ κακό για το τίποτα».
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Ως τίτλο αυτής της κριτικής θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω παραφθαρμένο τον τίτλο ενός κλασικού μυθιστορήματος του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες: «Η πίτσα στα χρόνια του εγκλεισμού». Και εξηγούμαι: Σαν φανατικός φίλος της πίτσας (ειρήσθω εν παρόδω ότι φτιάχνω και μόνος μου εξαιρετικές πιτσούλες) δεν παραλείπω να παραγγέλνω κάθε τόσο μια πίτσα, συνήθως από το DEI FRATELLI πίσω από τον Άγιο Σώστη, που ειδικεύεται στο νεοϋρκέζικο τύπο πίτσας, καλοψημένη και κομμένη στα οκτώ, ώστε να μπορείς να τη φας πιάνοντας το τρίγωνο από την περιφέρεια και λυγίζοντας το ελαφρά στη μέση. Ειδικά η πρώτη μπουκιά, το κέντρο της κόλασης, είναι όλα τα λεφτά.
Τον περασμένο Αύγουστο, σερφάροντας στο φατσοβιβλίο, έπεσα πάνω στην ορεκτική και πολλά υποσχόμενη ιστοσελίδα μιας άλλης πιτσαρίας, που βρίσκεται επίσης κοντά στη γειτονιά μου. Το όνομα αυτής: LA BELLA NAPOLI. Αυτόματος ο συνειρμός «πίτσα = Νάπολι», το μυαλό μου πήγε αμέσως 10, 12 χρόνια πίσω: Διακοπές στη Λίνδο της Ρόδου (ακούς indulge;), και κάθε δεύτερη, τρίτη μέρα δείπνο στο αγαπημένο μας BROCCOLINO, που ξεκινούσε πάντα με μια ναπολιτάνικη πίτσα στη μέση. Τη χαζεύαμε καθώς ψηνόταν στον ξυλόφουρνο και μετά από δύο λεπτά προσγειωνόταν αχνιστή και τραγανή στο τραπέζι μας. Το τέλειο ορεκτικό. Να μην τα πολυλογώ, ένα Σάββατο βράδυ έπεσε το πρώτο τηλεφώνημα. Προς μεγάλη μου απογοήτευση, η απάντηση, χωρίς παραπέρα εξηγήσεις, ήταν ότι το κατάστημα δεν κάνει delivery (!).
Πέρασε ο καιρός, ήρθε το δεύτερο lockdown και μαζί μ’ αυτό, ουδέν κακόν αμιγές καλού, η ανακάλυψη της Wolt, της οποίας έχω γίνει πιστός πελάτης, παραγγέλνω πια μόνο από μαγαζιά που εξυπηρετεί. Την περασμένη Κυριακή λοιπόν το μενού έγραφε «πίτσα». Το DEI FRATELLI έλειπε από τον κατάλογο, όπου όμως προς μεγάλη μου έκπληξη εμφανίστηκε το LA BELLA NAPOLI. Δεν το σκέφθηκα πολύ, έδωσα την παραγγελία και σε 20 λεπτά ο ευγενικός ντελιβεράς χτύπησε την πόρτα μας. Η παραγγελία απλή και στάνταρ: μία πίτσα απλή (Bufalina Dop) και μία ψαγμένη (Manco li cani), και οι δύο ατομικές διαμέτρου 30 cm, για να τεστάρουμε τις δυνατότητες της νέας μας ανακάλυψης.
Η Bufalina Dop (10 €) περιγράφεται ως εξής: σάλτσα ντομάτας, 125 gr βουβαλίσια μοτσαρέλα, βασιλικός και ελαιόλαδο. Η αποθέωση της απλότητας, όπως ξεκίνησε κάποτε να φτιάχνεται η πίτσα στη Νάπολι. Ανοίγοντας το κουτί όμως τόμπολα! Δεν υπήρχε σάλτσα ντομάτας, αλλά ζουμί και κομμάτια φρέσκιας ντομάτας, που είχαν ποτίσει τη βάση και έτρεχαν γύρω γύρω στο κουτί. Σοκ! Η μοτσαρέλα, όντως βουβαλίσια, και τα λίγα φύλλα βασιλικού δεν έφθαναν για να κερδηθεί η μάχη. Το γιατί το καταλάβαμε, όταν προσπαθήσαμε να σερβιριστούμε. Η ναπολιτάνικη πίτσα δεν έρχεται κομμένη σε τρίγωνα, την κόβεις εσύ με το μαχαιράκι σου. Κανένα πρόβλημα, όμως αμέσως αντιληφθήκαμε ότι η – λεπτή – ζύμη ήταν σχεδόν άψητη! Με τα πολλά φτιάξαμε κάτι που θύμιζε κρουασάν, και έσταζε βέβαια ζουμί από παντού, για να δούμε τι γεύση είχε. Τι γεύση περιμέναμε να έχει άψητο ζυμάρι, δεν ξέρω, μάλλον επικράτησε η πείνα της στιγμής. Εκ των υστέρων κακίζω τον εαυτό μου που δεν τους πήρα τηλέφωνο να τους τα ψάλω. Ούτε μου πέρασε από το μυαλό να τη βάλω στην τοστιέρα, μήπως και σώζαμε κάτι. Απλά τη βάλαμε στην άκρη και ανοίξαμε με κρύα καρδιά το δεύτερο κουτί.
Η Manco li cani (12 €) ήταν ευτυχώς σωστά ψημένη, απλώς φαγώθηκε δεύτερη, οπότε φυσικό ήταν να έχει χάσει τη φρεσκάδα της. Τα συστατικά: Φρέσκια μοτσαρέλα, γκοργκοντζόλα, (λίγα) ντοματίνια, (ελάχιστα) φύλλα βασιλικού και (απλώς αρκετά) κομμάτια nduja (= καυτερό πατέ χοιρινού, είχα μάθει πρόσφατα την ύπαρξή του παίζοντας Quizduell, η περιέργεια λοιπόν μεγάλη). Εμένα, που δε φοβάμαι τα καυτερά φαγητά, αυτή η πίτσα μου άρεσε. Τα υλικά κατά την άποψή μου μάλλον τσιγκούνικα. Μπορείς βέβαια να παραγγείλεις τα πάντα όλα έξτρα, αλλά τότε η μία πίτσα θα έφθανε και θα ξεπερνούσε τα 15 €. Η nduja έβαζε τη σφραγίδα της. Στη βάση βέβαια μοτσαρέλα και γκοργκοντζόλα είχαν πιαστεί αγκαζέ και έλιωσαν, δεν διέκρινες ούτε χρώματα ούτε γεύσεις, το σύνολο όμως τρωγόταν ευχάριστα, αν δεν είχες πρόβλημα με την κάψα που έβγαζε η nduja.
Δεν μπορώ φυσικά να συστήσω παραγγελία από το LA BELLA NAPOLI. Επειδή μελέτησα σχετικά άρθρα και είδα μπόλικες φωτογραφίες, η εικόνα που έχω είναι η εξής: Συμπαθητικό στενόμακρο μαγαζάκι, ο φούρνος αριστερά και λίγα τραπέζια δεξιά, υπάρχουν όμως και τραπεζάκια έξω. Αν μένετε κοντά, μπορείτε ίσως να τολμήσετε μια επίσκεψη. Είμαι σίγουρος ότι αν η πρώτη πίτσα ήταν ψημένη σωστά, η κριτική αυτή θα είχε διαφορετικό ύφος. Με βάση την εμπειρία μας όμως δεν μου μένει παρά να κλείσω με αυθεντικό Σαίξπηρ: «Πολύ κακό για το τίποτα».