Άλλο ένα μαύρο που έχει μπει στην καρδιά μου. Αυτή τη φορά μεταφερόμαστε στο κέντρο κατάκεντρο του Χαλανδρίου, ανάμεσα σε αλλά ευαγή ιδρύματα όπως ο Αγοραστός, το ουζερί του Μητσου και το Ψωμί και Αλάτι, κυρίως, όμως, δίπλα στο αγαπημένο μου Beverley, που έγινε αιτία να γνωρίσω το προσωπικό του Χοίρου και να του δώσω την ευκαιρία να μου αλλάξει γνώμη.
Θα μου πεις τώρα, γιατί; Είχες φάει και δεν σ άρεσε; Εμ, άμα είχα φάει θα μου άρεσε και δε θα είχα επιτρέψει στην στενόμυαλη κεφαλα μου να σχηματίσει μια γνώμη αυθαίρετη για το εν λόγω μαγαζί. Το έβλεπα έτσι βιομηχανικά μοντέρνο και ελαφρώς ξενέρωτο, γιατί αυτή την εικόνα δίνει, αποστειρωμένα καθαρό και σταθερά αδιάφορο και είχα βγάλει πόρισμα ότι το φαγητό είναι εξίσου βαρετό. Όπως πάντα, έκανα ένα λάθος Να, με το συμπάθειο.
Πρώτο πράγμα που με κέρδισε στο Μαύρο γουρουνάκι είναι το προσωπικό. Από την ιδιοκτήτρια, ναι αυτή τη δίμετρη, την ξανθιά, την κορμάρα, την παραλίγο Σουηδέζα, την Αδαμαντία, μέχρι την μετρ, αυτή την πληθωρική, επίσης ξανθιά, επίσης γυναικάρα τη Σοφάρα, η οποία τα έχει όλα στον υπερθετικό, δεν μπορώ να βρω ένα κακό να πω. Είναι κεφάτες, πανταχού παρούσες και παρά πολύ ευχάριστες στη συναναστροφή. Σε προσέχουν και σε κανακεύουν από την ώρα που απιθώνεσαι στην καρέκλα μέχρι να φύγεις ταϊσμένος σα χήνα που προορίζεται για φουά γκρα. Στην τελευταία μου επίσκεψη, είχαμε μια προσωπική σερβιτόρα όλη δικιά μας, μαζί με τα κορίτσια του μαγαζιού από πάνω μας, να μας κάνουν κουπέ πε. Εμένα, προσωπικά, πάντα με κερδίζει ένα μαγαζί που τρέχει από νέους ανθρώπους που παλεύουν να δημιουργήσουν κάτι και βάζουν την προσωπική τους περιουσία και εργασία σε αυτό.
Ο Χοίρος σερβίρει πρώτα και πάνω από όλα, χοίρο. Και μαύρο και κόκκινο και πουά. Σε μπριζόλα, κοντοσούβλι και τηγανιά. Γενικώς, το γρουν’ έχει την τιμητική του. Εγώ, όμως, είμαι εδώ, όχι για να εκθειάσω το κρέας του, το οποίο είναι αναμενόμενα τίμιο, αλλά τα επικά χειροποίητα ορεκτικά του. Και θα ξεκινήσω με το υπέρ υπέρ αγαπημένο μου: αυγά μάτια με Στικς πατάτας (5.10€) Πολλά μαγαζιά είναι γνωστά για το εν λόγω πιάτο, εδώ είναι από τις καλύτερες εκδοχές του. Ποσότητα αχυρου πατάτας αχανής με 3 μελάτα αυγά απάνω, είναι πλήρες γεύμα από μόνο του και σε κάθε επίσκεψη το έχω τιμήσει. Η μόνη προσθήκη που ίσως θα έκανα είναι κάποια αλοιφή μεταξύ αυγού και αποβάθρας, τυρένιας κατά προτίμηση, να υγραίνει την πατατοθάλασσα από κάτω, γιατί τα αυγά δεν φτάνουν για ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Και για να είμαστε ξηγημενοι, δε φτάνουν όχι γιατί είναι λίγα αλλά γιατί η πατάτα είναι πολλή, πραγματικά πολλή.
Συνεχίζουμε με ένα άλλο μυστήριο σκεύασμα, τη μους μελιτζάνας με ρόδι (4.5€). Δροσερό σκεύασμα, αρκετά φίνο και ιδιαίτερο, ταιριάζει ταμάμ με το χωριάτικο ψωμάκι που θα σας φέρουν μόλις καθίσετε. Από δίπλα και ένα τηγανόψωμο παντόφλα με μέλι και σουσάμι (4.90€). Μου άρεσε που το ζυμάρι του δεν είχε τραβήξει λαδίλα και είχε ωραία ισορροπία υφάλμυρου τυριού και γλυκού μελιού από πάνω. Προφανώς δεν παραλείψαμε και τα τηγανητά κολοκυθάκια, τον αγαπημένο μου μεζέ of all times. Εδώ σερβίρονται πολλά, παναρισμένα και σε ροδέλες, με ένα ντιπ τζατζίκι από δίπλα (4.50€)
Κάπου εδώ εγώ και η φίλη μου έχουμε σκάσει, γιατί όλες οι μερίδες είναι πλούσιες και τα ορεκτικά τόσο καλά που δεν μπορείς να σταματήσεις να μασουλάς. Εκει που με δυσκολία αναπνέουμε, τσουπ, και μια ποικιλία κρεατικών, η μικρή ντε, στα 14€. Μικρή μόνο κατ’ όνομα, γιατί δυο άτομα τα ταΐζει, και με μια σαλάτα δίπλα, τα χορταίνει και πλήρως. Αν τώρα αυτά τα δυο άτομα δουν τα ορεκτικά και παρασυρθούν, θα φύγουν με κλαρκ. Από προσωπική πείρα μιλάω. Η ποικιλία είχε Μπιφτεκακια μοσχαρίσια και προβατίνας, πανσετακια, φιλέτο κοτόπουλο και λουκάνικο χωριάτικο, όλα ωραία ψημένα, καλής ποιότητας και προβλέψιμης γεύσης. Ήρθε θαμμένη κάτω από ένα λόφο πατάτας τηγανητής, ενώ έκρυβε από κάτω μια έξτρα έκπληξη, χειροποίητη από τον μάγειρα τους σουβλακοπιτα, μασίφ και ωραιότατη. Σε προηγούμενη επίσκεψη τιμήσαμε και τη μπριζόλα μαύρου χοίρου στα 18.90 και μοσχαρίσια ταλιατα στα 13.10€, και τα δυο καλά και τίμια, χωρίς τις εντάσεις άλλων ομοειδών εστιατορίων.
Τιμολογιακά, κυμαίνεται στο μέσο όρο όλων των έντιμων κρεατάδικων της Αττικής, με το προσόν ότι οι μερίδες είναι μεγάλες και όλα τα γύρω γύρω είναι μερακλίδικα και σπιτικά, τόσο που σίγουρα δε θα κλαις το 20ευρω που θα δώσεις ανα άτομο. Εγώ έχω πάει, θα πάω και θα ξαναπάω, γιατί το σερβις και το φαγητό αξίζουν πάντα μια επανάληψη. Ελπίζω και σείς.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Άλλο ένα μαύρο που έχει μπει στην καρδιά μου. Αυτή τη φορά μεταφερόμαστε στο κέντρο κατάκεντρο του Χαλανδρίου, ανάμεσα σε αλλά ευαγή ιδρύματα όπως ο Αγοραστός, το ουζερί του Μητσου και το Ψωμί και Αλάτι, κυρίως, όμως, δίπλα στο αγαπημένο μου Beverley, που έγινε αιτία να γνωρίσω το προσωπικό του Χοίρου και να του δώσω την ευκαιρία να μου αλλάξει γνώμη.
Θα μου πεις τώρα, γιατί; Είχες φάει και δεν σ άρεσε; Εμ, άμα είχα φάει θα μου άρεσε και δε θα είχα επιτρέψει στην στενόμυαλη κεφαλα μου να σχηματίσει μια γνώμη αυθαίρετη για το εν λόγω μαγαζί. Το έβλεπα έτσι βιομηχανικά μοντέρνο και ελαφρώς ξενέρωτο, γιατί αυτή την εικόνα δίνει, αποστειρωμένα καθαρό και σταθερά αδιάφορο και είχα βγάλει πόρισμα ότι το φαγητό είναι εξίσου βαρετό. Όπως πάντα, έκανα ένα λάθος Να, με το συμπάθειο.
Πρώτο πράγμα που με κέρδισε στο Μαύρο γουρουνάκι είναι το προσωπικό. Από την ιδιοκτήτρια, ναι αυτή τη δίμετρη, την ξανθιά, την κορμάρα, την παραλίγο Σουηδέζα, την Αδαμαντία, μέχρι την μετρ, αυτή την πληθωρική, επίσης ξανθιά, επίσης γυναικάρα τη Σοφάρα, η οποία τα έχει όλα στον υπερθετικό, δεν μπορώ να βρω ένα κακό να πω. Είναι κεφάτες, πανταχού παρούσες και παρά πολύ ευχάριστες στη συναναστροφή. Σε προσέχουν και σε κανακεύουν από την ώρα που απιθώνεσαι στην καρέκλα μέχρι να φύγεις ταϊσμένος σα χήνα που προορίζεται για φουά γκρα. Στην τελευταία μου επίσκεψη, είχαμε μια προσωπική σερβιτόρα όλη δικιά μας, μαζί με τα κορίτσια του μαγαζιού από πάνω μας, να μας κάνουν κουπέ πε. Εμένα, προσωπικά, πάντα με κερδίζει ένα μαγαζί που τρέχει από νέους ανθρώπους που παλεύουν να δημιουργήσουν κάτι και βάζουν την προσωπική τους περιουσία και εργασία σε αυτό.
Ο Χοίρος σερβίρει πρώτα και πάνω από όλα, χοίρο. Και μαύρο και κόκκινο και πουά. Σε μπριζόλα, κοντοσούβλι και τηγανιά. Γενικώς, το γρουν’ έχει την τιμητική του. Εγώ, όμως, είμαι εδώ, όχι για να εκθειάσω το κρέας του, το οποίο είναι αναμενόμενα τίμιο, αλλά τα επικά χειροποίητα ορεκτικά του. Και θα ξεκινήσω με το υπέρ υπέρ αγαπημένο μου: αυγά μάτια με Στικς πατάτας (5.10€) Πολλά μαγαζιά είναι γνωστά για το εν λόγω πιάτο, εδώ είναι από τις καλύτερες εκδοχές του. Ποσότητα αχυρου πατάτας αχανής με 3 μελάτα αυγά απάνω, είναι πλήρες γεύμα από μόνο του και σε κάθε επίσκεψη το έχω τιμήσει. Η μόνη προσθήκη που ίσως θα έκανα είναι κάποια αλοιφή μεταξύ αυγού και αποβάθρας, τυρένιας κατά προτίμηση, να υγραίνει την πατατοθάλασσα από κάτω, γιατί τα αυγά δεν φτάνουν για ομοιόμορφο αποτέλεσμα. Και για να είμαστε ξηγημενοι, δε φτάνουν όχι γιατί είναι λίγα αλλά γιατί η πατάτα είναι πολλή, πραγματικά πολλή.
Συνεχίζουμε με ένα άλλο μυστήριο σκεύασμα, τη μους μελιτζάνας με ρόδι (4.5€). Δροσερό σκεύασμα, αρκετά φίνο και ιδιαίτερο, ταιριάζει ταμάμ με το χωριάτικο ψωμάκι που θα σας φέρουν μόλις καθίσετε. Από δίπλα και ένα τηγανόψωμο παντόφλα με μέλι και σουσάμι (4.90€). Μου άρεσε που το ζυμάρι του δεν είχε τραβήξει λαδίλα και είχε ωραία ισορροπία υφάλμυρου τυριού και γλυκού μελιού από πάνω. Προφανώς δεν παραλείψαμε και τα τηγανητά κολοκυθάκια, τον αγαπημένο μου μεζέ of all times. Εδώ σερβίρονται πολλά, παναρισμένα και σε ροδέλες, με ένα ντιπ τζατζίκι από δίπλα (4.50€)
Κάπου εδώ εγώ και η φίλη μου έχουμε σκάσει, γιατί όλες οι μερίδες είναι πλούσιες και τα ορεκτικά τόσο καλά που δεν μπορείς να σταματήσεις να μασουλάς. Εκει που με δυσκολία αναπνέουμε, τσουπ, και μια ποικιλία κρεατικών, η μικρή ντε, στα 14€. Μικρή μόνο κατ’ όνομα, γιατί δυο άτομα τα ταΐζει, και με μια σαλάτα δίπλα, τα χορταίνει και πλήρως. Αν τώρα αυτά τα δυο άτομα δουν τα ορεκτικά και παρασυρθούν, θα φύγουν με κλαρκ. Από προσωπική πείρα μιλάω. Η ποικιλία είχε Μπιφτεκακια μοσχαρίσια και προβατίνας, πανσετακια, φιλέτο κοτόπουλο και λουκάνικο χωριάτικο, όλα ωραία ψημένα, καλής ποιότητας και προβλέψιμης γεύσης. Ήρθε θαμμένη κάτω από ένα λόφο πατάτας τηγανητής, ενώ έκρυβε από κάτω μια έξτρα έκπληξη, χειροποίητη από τον μάγειρα τους σουβλακοπιτα, μασίφ και ωραιότατη. Σε προηγούμενη επίσκεψη τιμήσαμε και τη μπριζόλα μαύρου χοίρου στα 18.90 και μοσχαρίσια ταλιατα στα 13.10€, και τα δυο καλά και τίμια, χωρίς τις εντάσεις άλλων ομοειδών εστιατορίων.
Τιμολογιακά, κυμαίνεται στο μέσο όρο όλων των έντιμων κρεατάδικων της Αττικής, με το προσόν ότι οι μερίδες είναι μεγάλες και όλα τα γύρω γύρω είναι μερακλίδικα και σπιτικά, τόσο που σίγουρα δε θα κλαις το 20ευρω που θα δώσεις ανα άτομο. Εγώ έχω πάει, θα πάω και θα ξαναπάω, γιατί το σερβις και το φαγητό αξίζουν πάντα μια επανάληψη. Ελπίζω και σείς.