Καθώς πλησιάζει Τσικνοπέμπτη, είπα να σας θυμίσω μια απόλυτα αξιόπιστη λύση για τσίκνισμα για παρέα δύο έως είκοσι δύο ατόμων: την ταβέρνα του ΜΑΝΑΡΑ, ιδρυθείσα εν έτει 1936, στο τέλος του δρόμου που βγάζει στον vintage σιδηροδρομικό σταθμό των Αφιδνών (και συνεπώς πολύ εύκολο να τη βρείτε, απλά βγαίνετε από την Εθνική στην έξοδο για Καπανδρίτι – Αφίδνες και ακολουθείτε τις πινακίδες), με άπλετο χώρο για παρκάρισμα, με πάρα πολύ πράσινο γύρω του. Εμείς προτιμάμε λόγω Τέσσας (= η πιο γλυκιά σκυλίτσα του κόσμου) τον έξω χώρο, κάτω από τις μουριές, όπου τα τραπέζια είναι τοποθετημένα σχετικά αραιά και νοιώθεις ότι είσαι πραγματικά στην εξοχή. Υπάρχει βέβαια και η χειμωνιάτικη κλειστή αίθουσα, με διπλά τζάκια, η οποία στη μία άκρη της έχει πτυσσόμενη τζαμαρία και προσελκύει κυρίως τις οικογένειες με παιδιά και τους κρυουλιάρηδες. Η ησυχία του τοπίου διακόπτεται μόνο από το σφύριγμα των τρένων που περνούν, χωρίς συνήθως να σταματούν.
Σαββατοκύριακα μεσημέρι, η ταβέρνα σχεδόν πάντα γεμάτη με τη συνήθη πελατεία αυτής της ώρας, δηλαδή μεγάλες παρέες και οικογένειες, όμως το σέρβις λειτουργεί μια χαρά. Σε πέντε λεπτά έχει στρωθεί το χάρτινο τραπεζομάντηλο, έχει έρθει στο τραπέζι κρύο νερό σε κανάτα και υπέροχο ζεστό ψωμί και ο έμπειρος σερβιτόρος είναι έτοιμος για την παραγγελία, διαδικασία που γίνεται άνευ καταλόγου με τη γνωστή μέθοδο της απαγγελίας των εδεσμάτων ανά ομάδα. Με τον τρόπο αυτό, και δεδομένου ότι όλες ανεξαιρέτως οι μερίδες είναι πραγματικά μεγάλες, όλοι παραγγέλνουν περισσότερα από όσα αντέχει το στομάχι τους, έτσι στο τέλος όλοι σχεδόν φεύγουν με πακέτο για το σπίτι.
Τα φαγητά έρχονται όπως βγαίνουν από την κουζίνα, πρώτα τα έτοιμα κρύα και οι σαλάτες, κατόπιν οι ζεστοί μεζέδες και τελευταία τα ψητά. Επειδή όπως είπα δεν είδα να κυκλοφορούν κατάλογοι, η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζονται, αν έχετε πάει δέκα φορές σε χασαποταβέρνα, μπορείτε να παραγγείλετε και χωρίς τη βοήθεια του σερβιτόρου, υπάρχουν κυριολεκτικά τα πάντα, όλα φρέσκα και καλοψημένα και οι μερίδες – επαναλαμβάνω – γενναίες.
Ως must θα σας συστήσω το κοκορέτσι, που αλλού συχνά έρχεται υπό μορφή δείγματος και χλιαρό. Εδώ έρχεται μια μερίδα για τέσσερις, καυτό με μπόλικο τραγανό εντεράκι απ’ έξω και άλλο τόσο συκώτι με γλυκάδια στο εσωτερικό, άριστα 10. Παραλείπω το σχολιασμό των υπόλοιπων κρύων και ζεστών μεζέδων ως ευκόλως εννοουμένων και έρχομαι στο ψητό, δηλαδή σ’ αυτά που βγαίνουν από τη σούβλα και τη σχάρα. Όλα ψημένα όσο πρέπει, μια ιδέα πάνω από medium, ώστε να μην έχετε να παλέψετε με το μαχαιροπίρουνο, για να τα τεμαχίσετε. Συνήθως παίρνουμε από μία σταβλίσια μοσχαρίσια, που λόγω μεγέθους δεν είναι η ευκολότερη στο ψήσιμο, και όμως έρχονται πάντα ζουμερές και μαλακές. Τη μία από τις δύο συχνά καταλήγουμε τα την πάρουμε πακέτο, τα’παμε αυτά.
Ο λογαριασμός για ένα πλήρες γεύμα δύο ατόμων με κόκα-κόλα ή/και μπίρα ανέρχεται σε 60 ευρώ και κάτι, από τα οποία τα μισά και βάλε θα είναι για το 1,5 κιλό που ζυγίζουν οι δύο σπαλομπριζόλες. Να σημειώσω ότι τα ψητά έρχονται ασυνόδευτα, αν δεν αρκείστε δηλαδή στη σαλάτα και το θεσπέσιο ψωμί, θα πρέπει να παραγγείλετε τις θαυμάσιες τηγανιτές πατάτες έξτρα. Η όλη εμπειρία όχι ανεπανάληπτη, πλην όμως θετική και σχεδόν χωρίς ψεγάδι. Συνιστώ τον ΜΑΝΑΡΑ με κλειστά μάτια και των εντάσσω στην κατηγορία των δύο αστεριών (= αξίζει να κάνετε λίγα χιλιόμετρα παραπάνω για χάρη του).
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Καθώς πλησιάζει Τσικνοπέμπτη, είπα να σας θυμίσω μια απόλυτα αξιόπιστη λύση για τσίκνισμα για παρέα δύο έως είκοσι δύο ατόμων: την ταβέρνα του ΜΑΝΑΡΑ, ιδρυθείσα εν έτει 1936, στο τέλος του δρόμου που βγάζει στον vintage σιδηροδρομικό σταθμό των Αφιδνών (και συνεπώς πολύ εύκολο να τη βρείτε, απλά βγαίνετε από την Εθνική στην έξοδο για Καπανδρίτι – Αφίδνες και ακολουθείτε τις πινακίδες), με άπλετο χώρο για παρκάρισμα, με πάρα πολύ πράσινο γύρω του. Εμείς προτιμάμε λόγω Τέσσας (= η πιο γλυκιά σκυλίτσα του κόσμου) τον έξω χώρο, κάτω από τις μουριές, όπου τα τραπέζια είναι τοποθετημένα σχετικά αραιά και νοιώθεις ότι είσαι πραγματικά στην εξοχή. Υπάρχει βέβαια και η χειμωνιάτικη κλειστή αίθουσα, με διπλά τζάκια, η οποία στη μία άκρη της έχει πτυσσόμενη τζαμαρία και προσελκύει κυρίως τις οικογένειες με παιδιά και τους κρυουλιάρηδες. Η ησυχία του τοπίου διακόπτεται μόνο από το σφύριγμα των τρένων που περνούν, χωρίς συνήθως να σταματούν.
Σαββατοκύριακα μεσημέρι, η ταβέρνα σχεδόν πάντα γεμάτη με τη συνήθη πελατεία αυτής της ώρας, δηλαδή μεγάλες παρέες και οικογένειες, όμως το σέρβις λειτουργεί μια χαρά. Σε πέντε λεπτά έχει στρωθεί το χάρτινο τραπεζομάντηλο, έχει έρθει στο τραπέζι κρύο νερό σε κανάτα και υπέροχο ζεστό ψωμί και ο έμπειρος σερβιτόρος είναι έτοιμος για την παραγγελία, διαδικασία που γίνεται άνευ καταλόγου με τη γνωστή μέθοδο της απαγγελίας των εδεσμάτων ανά ομάδα. Με τον τρόπο αυτό, και δεδομένου ότι όλες ανεξαιρέτως οι μερίδες είναι πραγματικά μεγάλες, όλοι παραγγέλνουν περισσότερα από όσα αντέχει το στομάχι τους, έτσι στο τέλος όλοι σχεδόν φεύγουν με πακέτο για το σπίτι.
Τα φαγητά έρχονται όπως βγαίνουν από την κουζίνα, πρώτα τα έτοιμα κρύα και οι σαλάτες, κατόπιν οι ζεστοί μεζέδες και τελευταία τα ψητά. Επειδή όπως είπα δεν είδα να κυκλοφορούν κατάλογοι, η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζονται, αν έχετε πάει δέκα φορές σε χασαποταβέρνα, μπορείτε να παραγγείλετε και χωρίς τη βοήθεια του σερβιτόρου, υπάρχουν κυριολεκτικά τα πάντα, όλα φρέσκα και καλοψημένα και οι μερίδες – επαναλαμβάνω – γενναίες.
Ως must θα σας συστήσω το κοκορέτσι, που αλλού συχνά έρχεται υπό μορφή δείγματος και χλιαρό. Εδώ έρχεται μια μερίδα για τέσσερις, καυτό με μπόλικο τραγανό εντεράκι απ’ έξω και άλλο τόσο συκώτι με γλυκάδια στο εσωτερικό, άριστα 10. Παραλείπω το σχολιασμό των υπόλοιπων κρύων και ζεστών μεζέδων ως ευκόλως εννοουμένων και έρχομαι στο ψητό, δηλαδή σ’ αυτά που βγαίνουν από τη σούβλα και τη σχάρα. Όλα ψημένα όσο πρέπει, μια ιδέα πάνω από medium, ώστε να μην έχετε να παλέψετε με το μαχαιροπίρουνο, για να τα τεμαχίσετε. Συνήθως παίρνουμε από μία σταβλίσια μοσχαρίσια, που λόγω μεγέθους δεν είναι η ευκολότερη στο ψήσιμο, και όμως έρχονται πάντα ζουμερές και μαλακές. Τη μία από τις δύο συχνά καταλήγουμε τα την πάρουμε πακέτο, τα’παμε αυτά.
Ο λογαριασμός για ένα πλήρες γεύμα δύο ατόμων με κόκα-κόλα ή/και μπίρα ανέρχεται σε 60 ευρώ και κάτι, από τα οποία τα μισά και βάλε θα είναι για το 1,5 κιλό που ζυγίζουν οι δύο σπαλομπριζόλες. Να σημειώσω ότι τα ψητά έρχονται ασυνόδευτα, αν δεν αρκείστε δηλαδή στη σαλάτα και το θεσπέσιο ψωμί, θα πρέπει να παραγγείλετε τις θαυμάσιες τηγανιτές πατάτες έξτρα. Η όλη εμπειρία όχι ανεπανάληπτη, πλην όμως θετική και σχεδόν χωρίς ψεγάδι. Συνιστώ τον ΜΑΝΑΡΑ με κλειστά μάτια και των εντάσσω στην κατηγορία των δύο αστεριών (= αξίζει να κάνετε λίγα χιλιόμετρα παραπάνω για χάρη του).