Τον ΤΑΚΗ μού τον σύστησε κουμπάρος Πειραιώτης, όταν πάνω στην κουβέντα – για φαγητό, τι άλλο – ανέφερα την πολύ γνωστή ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ, για την οποία θα γράψω σύντομα, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω, όμως σε πολύ πιο στρατηγικό σημείο για το κοινό. «Πήγαινε και θα με θυμηθείς» ήταν τα λόγια του – και είχε απόλυτο δίκαιο.
Ο ΤΑΚΗΣ λοιπόν βρίσκεται στο δεύτερο παράλληλο δρόμο της Λεωφόρου Ειρήνης που οδηγεί στο Πέραμα, σε μια γωνία απέναντι από το γήπεδο του Περάματος. Εύκολα θα το βρείτε και εύκολα θα παρκάρετε (3 στα 10). Είναι αρκετά μεγάλο μαγαζί, με το μέσα χώρο ντυμένο στα κυανόλευκα σαν σωστή ελληνική ψαροταβέρνα και λίγα τραπέζια περιμετρικά στο πεζοδρόμιο. Η επίπλωση όπως τη φαντάζεστε, λευκό πλαστικό, δεν πρόκειται να σας εντυπωσιάσει. Πελατεία από τα πέριξ, οι περισσότεροι έρχονται με τα πόδια, χαιρετούν τον μαγαζάτορα με το όνομά του και δε ζητούν κατάλογο, γιατί ξέρουν τι θα παραγγείλουν – και τι θα πληρώσουν.
Ελπίζω να μη σας έχω αποθαρρύνει με την εισαγωγή της κριτικής μου – τα καλά έρχονται. Γιατί Ο ΤΑΚΗΣ είναι, ως προς το φαγητό που προσφέρει, πραγματικό διαμάντι, δείγμα τυπικό αυτού που χαρακτηρίζουμε «τίμια ταβέρνα», όπου το κοσμητικό επίθετο αναφέρεται βέβαια και στην τιμολόγηση, πρωτίστως όμως στην ποιότητα. Αν δεν έχει φέρει καλό ψάρι για κάρβουνα, δε θα σας πασάρει το προχθεσινό από την κατάψυξη. Αν έχουν τελειώσει οι χταποδοκεφτέδες, θα φέρει χωρίς χρέωση τυροκροκέτες – μαζί με την ειλικρινή του συγνώμη. Σε κοιτάει στα μάτια και πάντα θα ρωτήσει αν όλα ήταν εντάξει. Μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί είναι πια σπάνιοι.
Αυτά που βγάζει η κουζίνα μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες: Καταρχάς ουζομεζέδες, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο συμιακό γαριδάκι, το ψητό χταποδάκι και τις τυροκροκέτες. Στην τελευταία μας επίσκεψη δοκιμάσαμε και την ποικιλία των αλίπαστων, με μια λέξη καταπληκτική. Κατόπιν γαρίδες, καραβίδες και όστρακα, όπου το γιουβετσάκι με γαρίδες τα σπάει, αν όμως είστε λάτρεις της καβουροφαγίας εδώ είστε στο σωστό μέρος. Τέλος φρέσκο ψάρι, από ταπεινό ψαράκι, που υπάρχει πάντα, μέχρι καλό σαργό, που ψήνει ο ίδιος ο Τάκης στα κάρβουνα, και κουτσομούρα γλύκισμα στο τηγάνι. Ο κατάλογος πιάνει, μαζί με τα ποτά, δύο σελίδες Α4 και είναι πολύ πιο φροντισμένος από τα κουρέλια που σου πασάρουν ενίοτε σε κάποιες – ο θεός να τις κάνει – «παραδοσιακές ψαροταβέρνες».
Τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Ο ΤΑΚΗΣ αδικείται κάπως από το σημείο όπου βρίσκεται, πρέπει να τον ξέρεις για να πας. Αν όμως τα καταφέρεις, τον έχεις κάνει στέκι σου με την πρώτη επίσκεψη.
Παρέλειψα δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: Το μαγαζί είναι πεντακάθαρο και οι μερίδες, ακόμα και των απλών μεζέδων, πραγματικά μεγάλες, σαφώς για τέσσερα και όχι με το ζόρι για δύο άτομα. Για δύο άτομα υπολογίστε, ανάλογα με την παραγγελία, 30- έως 30+ ευρώ.
Έχει καλούτσικο δικό του κρασί, το τσίπουρο θα το ήθελα όμως πιο δυνατό. Νερό κρύο σε γυάλινο μπουκάλι μαζί με φρέσκο ψωμί με το καλωσόρισμα και τον κατάλογο, επιδόρπιο είτε καρπουζάκι το καλοκαίρι είτε κάτι άλλο το χειμώνα. Συνιστάται ανεπιφύλακτα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Τον ΤΑΚΗ μού τον σύστησε κουμπάρος Πειραιώτης, όταν πάνω στην κουβέντα – για φαγητό, τι άλλο – ανέφερα την πολύ γνωστή ΛΑΓΟΥΔΕΡΑ, για την οποία θα γράψω σύντομα, που βρίσκεται λίγο πιο κάτω, όμως σε πολύ πιο στρατηγικό σημείο για το κοινό. «Πήγαινε και θα με θυμηθείς» ήταν τα λόγια του – και είχε απόλυτο δίκαιο.
Ο ΤΑΚΗΣ λοιπόν βρίσκεται στο δεύτερο παράλληλο δρόμο της Λεωφόρου Ειρήνης που οδηγεί στο Πέραμα, σε μια γωνία απέναντι από το γήπεδο του Περάματος. Εύκολα θα το βρείτε και εύκολα θα παρκάρετε (3 στα 10). Είναι αρκετά μεγάλο μαγαζί, με το μέσα χώρο ντυμένο στα κυανόλευκα σαν σωστή ελληνική ψαροταβέρνα και λίγα τραπέζια περιμετρικά στο πεζοδρόμιο. Η επίπλωση όπως τη φαντάζεστε, λευκό πλαστικό, δεν πρόκειται να σας εντυπωσιάσει. Πελατεία από τα πέριξ, οι περισσότεροι έρχονται με τα πόδια, χαιρετούν τον μαγαζάτορα με το όνομά του και δε ζητούν κατάλογο, γιατί ξέρουν τι θα παραγγείλουν – και τι θα πληρώσουν.
Ελπίζω να μη σας έχω αποθαρρύνει με την εισαγωγή της κριτικής μου – τα καλά έρχονται. Γιατί Ο ΤΑΚΗΣ είναι, ως προς το φαγητό που προσφέρει, πραγματικό διαμάντι, δείγμα τυπικό αυτού που χαρακτηρίζουμε «τίμια ταβέρνα», όπου το κοσμητικό επίθετο αναφέρεται βέβαια και στην τιμολόγηση, πρωτίστως όμως στην ποιότητα. Αν δεν έχει φέρει καλό ψάρι για κάρβουνα, δε θα σας πασάρει το προχθεσινό από την κατάψυξη. Αν έχουν τελειώσει οι χταποδοκεφτέδες, θα φέρει χωρίς χρέωση τυροκροκέτες – μαζί με την ειλικρινή του συγνώμη. Σε κοιτάει στα μάτια και πάντα θα ρωτήσει αν όλα ήταν εντάξει. Μου αρέσουν αυτοί οι άνθρωποι, γιατί είναι πια σπάνιοι.
Αυτά που βγάζει η κουζίνα μπορούν να χωριστούν σε τρεις ομάδες: Καταρχάς ουζομεζέδες, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο συμιακό γαριδάκι, το ψητό χταποδάκι και τις τυροκροκέτες. Στην τελευταία μας επίσκεψη δοκιμάσαμε και την ποικιλία των αλίπαστων, με μια λέξη καταπληκτική. Κατόπιν γαρίδες, καραβίδες και όστρακα, όπου το γιουβετσάκι με γαρίδες τα σπάει, αν όμως είστε λάτρεις της καβουροφαγίας εδώ είστε στο σωστό μέρος. Τέλος φρέσκο ψάρι, από ταπεινό ψαράκι, που υπάρχει πάντα, μέχρι καλό σαργό, που ψήνει ο ίδιος ο Τάκης στα κάρβουνα, και κουτσομούρα γλύκισμα στο τηγάνι. Ο κατάλογος πιάνει, μαζί με τα ποτά, δύο σελίδες Α4 και είναι πολύ πιο φροντισμένος από τα κουρέλια που σου πασάρουν ενίοτε σε κάποιες – ο θεός να τις κάνει – «παραδοσιακές ψαροταβέρνες».
Τα πολλά λόγια είναι φτώχια. Ο ΤΑΚΗΣ αδικείται κάπως από το σημείο όπου βρίσκεται, πρέπει να τον ξέρεις για να πας. Αν όμως τα καταφέρεις, τον έχεις κάνει στέκι σου με την πρώτη επίσκεψη.
Παρέλειψα δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: Το μαγαζί είναι πεντακάθαρο και οι μερίδες, ακόμα και των απλών μεζέδων, πραγματικά μεγάλες, σαφώς για τέσσερα και όχι με το ζόρι για δύο άτομα. Για δύο άτομα υπολογίστε, ανάλογα με την παραγγελία, 30- έως 30+ ευρώ.
Έχει καλούτσικο δικό του κρασί, το τσίπουρο θα το ήθελα όμως πιο δυνατό. Νερό κρύο σε γυάλινο μπουκάλι μαζί με φρέσκο ψωμί με το καλωσόρισμα και τον κατάλογο, επιδόρπιο είτε καρπουζάκι το καλοκαίρι είτε κάτι άλλο το χειμώνα. Συνιστάται ανεπιφύλακτα.