– Και τι είναι αυτό το θεϊκό έδεσμα ρε μάστορα που μας σέρβιρες στην αρχή και μας πήρε το μυαλό;
– Όταν ήμουνα στον Πειραιά και το δοκίμασα πρώτη φορά, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και το ονόμασα ‘’μπινιά στον ουρανίσκο’’. Έτσι μου το ζητούν οι φίλοι.
Η κανονική του ονομασία είναι τζιμένι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. 6 φίλοι που παλιότερα ήταν 7 και 8, ένα βροχερό (raining cats and dogs), μεσημέρι προς απόγευμα Σαββάτου του Γενάρη, κινήσανε ανατολικά κατόπιν πρότασης του γιατρού της παρέας.
– Και που θα πάμε ντόκτορα, ρωτάει ο μικρότερος της παρέας;
– Απόψε θα σας πάω στον ‘’Πανορμίτη’’ στον Μαραθώνα. Θα φάμε εκπληκτικά ότι ψάρι και θαλασσινό έχει το μαγαζί, θα ακούσουμε ιστορίες για γέλια και για κλάματα από τον Γιώργο τον owner, πολιτικό μηχανικό στο επάγγελμα, παλιό πολιτευτή του Πειραιά και θα πληρώσουμε λογικά.
– Πολύ θα ήθελα να σε πιστέψω απάντησε ο άπιστος Θωμάς της παρέας και αδερφός του γιατρού.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, πάει η Νέα Μάκρη και κάπου εκεί στρίβουν δεξιά για Μαραθώνα. Σαν πας λοιπόν στον πηγαιμό για Μαραθώνα, αφήνεις στο αριστερό σου χέρι τον τύμβο, περνάς την πλατεία, αφήνεις πίσω σου ότι ψαρο γκουρμεδο και μη, ταβέρνα υπάρχει και συνεχίζεις. Όχι πολύ μακριά και στο αριστερό σου χέρι, συναντάς ένα μικρό μαγαζί με πολλές γλαστρούλες στη βεράντα του, που σίγουρα δεν σου γεμίζει το μάτι.
Έφτασες στον ‘’Πανορμίτη’’.
Το όνομα του, προς τιμή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη, πολιούχου της Σύμης για αυτό και η ταμπέλα του μαγαζιού γράφει μόνο το όνομα του Αρχαγγέλου. Το μαγαζί λιτά διακοσμημένο σε νησιώτικα ελληνικά χρώματα, άσπρο και γαλάζιο. Κάποια διακοσμητικά στους τοίχους που θυμίζουν θάλασσα, κουζίνα κεντρικά στο βάθος, τζάκι αναμμένο να τρώει συνέχεια ξύλα καθ’ όλη την παραμονή μας, τραπέζια λίγα κλασσικά ψαροταβέρνας με άσπρο χάρτινο τραπεζομάντηλο από πάνω και χώρος που διακρίνεται για την καθαριότητα.
Μαζί με τον Γιώργο που ήρθε για παραγγελία, έπεσε στο τραπέζι μας το καλωσόρισμα του ‘’Πανορμίτη’’. 2 πιάτα με σκουμπρί και ταραμά και ένα πιάτο με κάτι σαν παστό ψάρι μέσα σε λάδι. Το τζιμένι. Το οποίο τζιμένι με το που το δοκιμάσαμε, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, κόψαμε κίνηση και ορμήσαμε να πάρουμε ότι είχε μείνει στο πιάτο. Δεν έχω λόγια. Χειροποίητος, ντελικάτα φτιαγμένος, παστουρμάς ψαριού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μπακαλιάρος.
Ποίημα, ο ουρανίσκος τα είδε όλα. Και ενώ η βροχή έπεφτε straight through στο τζάμι του ‘’Πανορμίτη’’, άρχισαν να φτάνουν στο τραπέζι μας τα πρώτα πιάτα. Ψωμί μπόλικο και φρέσκο, χρεωμένο μεν, 2 γιούρο στο σύνολο δε, νερό εμφιαλωμένο μεν, αχρέωτο δε, 1 τηγανιά πατάτες χεράτες, χρυσαφένιες, τραγανές και αλατισμένες, 2 σαγανάκια με φέτα βεβαίως βεβαίως και μόνο λεμόνι από πάνω, όπως το τρώγαμε παλιά, που δεν ψάχναμε με τι τυρί θα κάναμε σαγανάκι και 2 μεριδάρες χόρτα ζεστά.
Τα χόρτα ήταν ότι βρήκε ο Γιώργος εκείνη την μέρα στον μανάβη. Δεν χαρίστηκε στη μερίδα, ούτε στο λάδι. Ρίξαμε λεμόνι και τα χτυπήσαμε αλύπητα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή συνοδεύαμε τα πρώτα πιάτα, με φοβερό τσίπουρο άνευ. Στη συνέχεια μπαίνοντας στο κυρίως θέμα, το γυρίσαμε σε πολύ καλό χύμα ξηρό κρασί και ο μουσάτος της παρέας, μπύρα.
Το κυρίως θέμα ξεκίνησε με το ‘’κτήνος’’. Όταν το παραγγείλαμε, όλοι πλην γιατρού που ήξερε, περιμέναμε με το ζόρι ένα πλοκάμι. Ήρθε πλήρες, με όλα τα πλοκάμια και το σώμα σε βαθύ πιάτο, με κόκκινη κρασάτη σάλτα, ρίγανη και κάπαρη. Μπουκιά και συχώριο, μαλακό, τρυφερό και νόστιμο. Χρεώθηκε, σα να μην χρεώθηκε. Θεωρώ τον κλέψαμε!!!
Συνεχίσαμε με το ‘’σαγάνι’’. Ήρθε ένα οβάλ πυρέξ, σαν αυτό που έκανε η μάνα μου σουφλέ ή παστίτσιο, γεμάτο γαρίδες σαγανάκι, φρέσκια σάλτσα ντομάτας, μυρωδικά και τυρί, πολύ τυρί τριμμένο από πάνω, φέτα και κεφαλοτύρι. Θα πω μόνο ότι έκανε ακριβά, αλλά άξιζε τα λεφτά του μέχρι τελευταίας βούτας.
Δεν συστήνεται για ζευγάρι γιατί δεν ξέρω πως θα το πάρει πακέτο. Σειρά, βλέποντας τη θάλασσα που αγρίευε και τον ουρανό που μαύριζε, πήρανε τα ψάρια. Στην αρχή τα ψιλά. Μαρίδα μικρούλα μαστορικά ψημένη χωρίς ίχνος λαδίλας, τρωγόταν όπως την έβλεπες. Ρίξαμε λεμόνι, τσουγκρίσαμε τα κρασοπότηρα και πήγαμε στα επόμενα. Μπαρμπούνια 500 γρ. και φαγκρί 700 γρ. Εγώ που ξέρω θεωρητικά και μόνο που να κοιτάξω, λέω ότι ήταν φρέσκα. Αυτοί που ήξεραν και στην πράξη το φρέσκο, το επιβεβαίωσαν. Μαεστρικά και αυτά ψημένα, στρουμπουλά και κόκκινα, μας χόρτασαν και τους 6.
Στο τραπέζι που τα πίναμε είχε μείνει ακόμα λίγο κρασί. Οπότε μίλησαν τα μάτια και πήραμε ένα ακόμα τζιμένι. Μαζί με τις ιστορίες του Γιώργου, έγινε και ο λογαριασμός. Σύνολο κοντά στα 30 pp. – Δώστε και tip και φύγατε, Γιώργος speaking.
Κέρασμα γιαούρτι με γλυκό του κουταλιού και σφηνάκι μαστίχα για να με θυμάστε και να ξανάρθετε. Αυτό είναι το σίγουρο. Ότι θα ξαναπάμε. Μας άρεσε η παρέα του Γιώργου, οι ιστορίες του, η πίστη του στον Πανορμίτη, οι φρέσκιες πρώτες ύλες, οι ωραίες γεύσεις, το τζιμένι και το σαγάνι, η αυθεντικότητα και η απλοϊκότητα του.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι o ‘’Πανορμίτης’’ ήταν γεμάτος κόσμο, όταν την ίδια ώρα οι άλλες ψαροταβέρνες του Μαραθώνα είχαν 1-2 παρέες. Δεν προτείνεται για αυτούς που θα ψάξουν τον κατάλογο για να παραγγείλουν.
Προτείνεται για όσους θέλουν να περάσουν χαλαρά, να φάνε καλά ότι έχει εκείνη τη μέρα, σα να τρώνε σε φίλο τους, να ακούσουν το κύμα, να ονειρευτούν.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
– Και τι είναι αυτό το θεϊκό έδεσμα ρε μάστορα που μας σέρβιρες στην αρχή και μας πήρε το μυαλό;
– Όταν ήμουνα στον Πειραιά και το δοκίμασα πρώτη φορά, έμεινα με το στόμα ανοιχτό και το ονόμασα ‘’μπινιά στον ουρανίσκο’’. Έτσι μου το ζητούν οι φίλοι.
Η κανονική του ονομασία είναι τζιμένι.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
6 φίλοι που παλιότερα ήταν 7 και 8, ένα βροχερό (raining cats and dogs), μεσημέρι προς απόγευμα Σαββάτου του Γενάρη, κινήσανε ανατολικά κατόπιν πρότασης του γιατρού της παρέας.
– Και που θα πάμε ντόκτορα, ρωτάει ο μικρότερος της παρέας;
– Απόψε θα σας πάω στον ‘’Πανορμίτη’’ στον Μαραθώνα. Θα φάμε εκπληκτικά ότι ψάρι και θαλασσινό έχει το μαγαζί, θα ακούσουμε ιστορίες για γέλια και για κλάματα από τον Γιώργο τον owner, πολιτικό μηχανικό στο επάγγελμα, παλιό πολιτευτή του Πειραιά και θα πληρώσουμε λογικά.
– Πολύ θα ήθελα να σε πιστέψω απάντησε ο άπιστος Θωμάς της παρέας και αδερφός του γιατρού.
Δρόμο παίρνουν, δρόμο αφήνουν, πάει η Νέα Μάκρη και κάπου εκεί στρίβουν δεξιά για Μαραθώνα. Σαν πας λοιπόν στον πηγαιμό για Μαραθώνα, αφήνεις στο αριστερό σου χέρι τον τύμβο, περνάς την πλατεία, αφήνεις πίσω σου ότι ψαρο γκουρμεδο και μη, ταβέρνα υπάρχει και συνεχίζεις. Όχι πολύ μακριά και στο αριστερό σου χέρι, συναντάς ένα μικρό μαγαζί με πολλές γλαστρούλες στη βεράντα του, που σίγουρα δεν σου γεμίζει το μάτι.
Έφτασες στον ‘’Πανορμίτη’’.
Το όνομα του, προς τιμή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Πανορμίτη, πολιούχου της Σύμης για αυτό και η ταμπέλα του μαγαζιού γράφει μόνο το όνομα του Αρχαγγέλου.
Το μαγαζί λιτά διακοσμημένο σε νησιώτικα ελληνικά χρώματα, άσπρο και γαλάζιο. Κάποια διακοσμητικά στους τοίχους που θυμίζουν θάλασσα, κουζίνα κεντρικά στο βάθος, τζάκι αναμμένο να τρώει συνέχεια ξύλα καθ’ όλη την παραμονή μας, τραπέζια λίγα κλασσικά ψαροταβέρνας με άσπρο χάρτινο τραπεζομάντηλο από πάνω και χώρος που διακρίνεται για την καθαριότητα.
Μαζί με τον Γιώργο που ήρθε για παραγγελία, έπεσε στο τραπέζι μας το καλωσόρισμα του ‘’Πανορμίτη’’.
2 πιάτα με σκουμπρί και ταραμά και ένα πιάτο με κάτι σαν παστό ψάρι μέσα σε λάδι. Το τζιμένι. Το οποίο τζιμένι με το που το δοκιμάσαμε, κοιταχτήκαμε μεταξύ μας, κόψαμε κίνηση και ορμήσαμε να πάρουμε ότι είχε μείνει στο πιάτο. Δεν έχω λόγια. Χειροποίητος, ντελικάτα φτιαγμένος, παστουρμάς ψαριού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν μπακαλιάρος.
Ποίημα, ο ουρανίσκος τα είδε όλα. Και ενώ η βροχή έπεφτε straight through στο τζάμι του ‘’Πανορμίτη’’, άρχισαν να φτάνουν στο τραπέζι μας τα πρώτα πιάτα.
Ψωμί μπόλικο και φρέσκο, χρεωμένο μεν, 2 γιούρο στο σύνολο δε, νερό εμφιαλωμένο μεν, αχρέωτο δε, 1 τηγανιά πατάτες χεράτες, χρυσαφένιες, τραγανές και αλατισμένες, 2 σαγανάκια με φέτα βεβαίως βεβαίως και μόνο λεμόνι από πάνω, όπως το τρώγαμε παλιά, που δεν ψάχναμε με τι τυρί θα κάναμε σαγανάκι και 2 μεριδάρες χόρτα ζεστά.
Τα χόρτα ήταν ότι βρήκε ο Γιώργος εκείνη την μέρα στον μανάβη. Δεν χαρίστηκε στη μερίδα, ούτε στο λάδι. Ρίξαμε λεμόνι και τα χτυπήσαμε αλύπητα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή συνοδεύαμε τα πρώτα πιάτα, με φοβερό τσίπουρο άνευ. Στη συνέχεια μπαίνοντας στο κυρίως θέμα, το γυρίσαμε σε πολύ καλό χύμα ξηρό κρασί και ο μουσάτος της παρέας, μπύρα.
Το κυρίως θέμα ξεκίνησε με το ‘’κτήνος’’. Όταν το παραγγείλαμε, όλοι πλην γιατρού που ήξερε, περιμέναμε με το ζόρι ένα πλοκάμι. Ήρθε πλήρες, με όλα τα πλοκάμια και το σώμα σε βαθύ πιάτο, με κόκκινη κρασάτη σάλτα, ρίγανη και κάπαρη. Μπουκιά και συχώριο, μαλακό, τρυφερό και νόστιμο. Χρεώθηκε, σα να μην χρεώθηκε. Θεωρώ τον κλέψαμε!!!
Συνεχίσαμε με το ‘’σαγάνι’’. Ήρθε ένα οβάλ πυρέξ, σαν αυτό που έκανε η μάνα μου σουφλέ ή παστίτσιο, γεμάτο γαρίδες σαγανάκι, φρέσκια σάλτσα ντομάτας, μυρωδικά και τυρί, πολύ τυρί τριμμένο από πάνω, φέτα και κεφαλοτύρι. Θα πω μόνο ότι έκανε ακριβά, αλλά άξιζε τα λεφτά του μέχρι τελευταίας βούτας.
Δεν συστήνεται για ζευγάρι γιατί δεν ξέρω πως θα το πάρει πακέτο. Σειρά, βλέποντας τη θάλασσα που αγρίευε και τον ουρανό που μαύριζε, πήρανε τα ψάρια. Στην αρχή τα ψιλά. Μαρίδα μικρούλα μαστορικά ψημένη χωρίς ίχνος λαδίλας, τρωγόταν όπως την έβλεπες. Ρίξαμε λεμόνι, τσουγκρίσαμε τα κρασοπότηρα και πήγαμε στα επόμενα. Μπαρμπούνια 500 γρ. και φαγκρί 700 γρ. Εγώ που ξέρω θεωρητικά και μόνο που να κοιτάξω, λέω ότι ήταν φρέσκα. Αυτοί που ήξεραν και στην πράξη το φρέσκο, το επιβεβαίωσαν. Μαεστρικά και αυτά ψημένα, στρουμπουλά και κόκκινα, μας χόρτασαν και τους 6.
Στο τραπέζι που τα πίναμε είχε μείνει ακόμα λίγο κρασί. Οπότε μίλησαν τα μάτια και πήραμε ένα ακόμα τζιμένι. Μαζί με τις ιστορίες του Γιώργου, έγινε και ο λογαριασμός. Σύνολο κοντά στα 30 pp. – Δώστε και tip και φύγατε, Γιώργος speaking.
Κέρασμα γιαούρτι με γλυκό του κουταλιού και σφηνάκι μαστίχα για να με θυμάστε και να ξανάρθετε. Αυτό είναι το σίγουρο. Ότι θα ξαναπάμε. Μας άρεσε η παρέα του Γιώργου, οι ιστορίες του, η πίστη του στον Πανορμίτη, οι φρέσκιες πρώτες ύλες, οι ωραίες γεύσεις, το τζιμένι και το σαγάνι, η αυθεντικότητα και η απλοϊκότητα του.
Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι o ‘’Πανορμίτης’’ ήταν γεμάτος κόσμο, όταν την ίδια ώρα οι άλλες ψαροταβέρνες του Μαραθώνα είχαν 1-2 παρέες. Δεν προτείνεται για αυτούς που θα ψάξουν τον κατάλογο για να παραγγείλουν.
Προτείνεται για όσους θέλουν να περάσουν χαλαρά, να φάνε καλά ότι έχει εκείνη τη μέρα, σα να τρώνε σε φίλο τους, να ακούσουν το κύμα, να ονειρευτούν.