Η πρώτη επίσκεψη στην ΨΑΡΟΥ της Γλυφάδας, τρίτο αδελφάκι της οικογένειας μετά τη Σαρωνίδα και το Λαύριο, είχε γίνει λίγο πριν μας επισκεφθεί ο Covid. Με μεγάλη χαρά ξαναπήγαμε πριν λίγες μέρες και φύγαμε με τις ίδιες θετικές εντυπώσεις.
Γωνιακό μαγαζί, σε εξαιρετικά βολική θέση, μπορείτε να καταλήξετε εδώ μετά από βόλτα στην παραλιακή, Θα σας συμβούλευα να προτιμήσετε το τραμ, με το ΙΧ ίσως δυσκολευθείτε λίγο στο παρκάρισμα (5 στα 10). Λόγω Covid το σύστημα “no reservations” έχει καταργηθεί, οπότε φροντίστε, ανάλογα με την ώρα και το μέγεθος της παρέας, να κάνετε μια κρατησούλα. Το σέρβις στο σύνολό του, από την υποδοχή μέχρι τους βοηθούς, λειτουργεί άψογα και με χαμόγελο, όσο μεγάλος χαμός κι αν γίνεται, πραγματικά μπράβο τους.
Στήσιμο και διακόσμηση νεοταβερνική, Τραπέζια και καρέκλες ξύλινα, λευκά τραπεζομάντιλα, art de la table άνω του μέσου όρου, χρώματα απαλά μέσα (όπου και οι περισσότερες θέσεις) και έξω (λίγες σχετικά, προνομιακές θέσεις περιμετρικά). Νερό και ψωμί αφού ερωτηθείτε, κατάλογοι στο χέρι και, μέχρι να αποφασίσετε για τα περαιτέρω, να και ο παραδοσιακός δίσκος με τους γνωστούς, φθηνούς μεζέδες. Ο κατάλογος στη λογική του «λίγα και καλά».
Η τετραμελής παρέα μας παρήγγειλε και δοκίμασε τα εξής: Για εισαγωγή χειροποίητη τυροκαυτερή τόσο όσο – εννοώ κάψα, όχι ποσότητα – να τη δοκιμάσετε, όπως και την αφράτη λευκή ταραμοσαλάτα (στα 4 € εκάστη), μπακαλιάρο καπνιστό (7 €) λεπτοκομμένο και σωστά αρτυμένο, ιδανικό τσιπουρομεζέ, και μια τραγανή σαλάτα ρόκα με καπελάκι από ανεβατό (8,50 €). Κατόπιν γόνο καλαμάρι τηγανιτό, σαρδέλα ψητή (στα 8 € αμφότερα) και μύδια με ντομάτα, μάραθο, ούζο και φέτα (10 €), ενδιαφέρουσα παραλλαγή του κλασικού «μύδια σαχανάκι». Η δεύτερη τετράδα έκλεισε με ένα καρπάτσιο με λαβράκι (15 €), σωστή οξύτητα, κανένα παράπονο. Στον τρίτο γύρο βάλαμε στη μέση ένα μυλοκόπι φρικασέ (15 €) με σταμναγκάθι εποχής, μια παέγια (13 €), νόστιμη μεν αλλά μικρή σε ποσότητα για να τη μοιραστούν τέσσερις φαγανοί τύποι, μια μερίδα μπακαλιάρο με – light – σκορδαλιά (11 €), και γλώσσα τυλιγμένη σε κανταΐφι (8,50 €), πεντανόστιμο πιάτο που θυμόμουν από την πρώτη επίσκεψη στην ΨΑΡΟΥ.
Ορκισμένοι τσιπουρόφιλοι συνοδεύσαμε το γεύμα μας με το «τυρναβίτικο 10» από μοσχάτο Αμβούργου, εννοείται χωρίς γλυκάνισο. Στο τέλος κερασματάκι δεν θυμάμαι τι, εν πάση περιπτώσει όσο χρειάζεται για να αλλάξει η γεύση στο στόμα.
Ο λογαριασμός για φαγητά και ποτά πλησίασε βέβαια τα 150 €, ήταν όμως ένα πραγματικά λουκούλλειο γεύμα. Από την ΨΑΡΟΥ φύγαμε σχεδόν απόλυτα ευχαριστημένοι, είναι ένα τίμιο, προσεγμένο και γαστρονομικά φιλόδοξο μαγαζί που δεν έχει καβαλήσει το καλάμι της επιτυχίας, και ο κόσμος αυτό προφανώς το επιβραβεύει. Δοκιμάστε το!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η πρώτη επίσκεψη στην ΨΑΡΟΥ της Γλυφάδας, τρίτο αδελφάκι της οικογένειας μετά τη Σαρωνίδα και το Λαύριο, είχε γίνει λίγο πριν μας επισκεφθεί ο Covid. Με μεγάλη χαρά ξαναπήγαμε πριν λίγες μέρες και φύγαμε με τις ίδιες θετικές εντυπώσεις.
Γωνιακό μαγαζί, σε εξαιρετικά βολική θέση, μπορείτε να καταλήξετε εδώ μετά από βόλτα στην παραλιακή, Θα σας συμβούλευα να προτιμήσετε το τραμ, με το ΙΧ ίσως δυσκολευθείτε λίγο στο παρκάρισμα (5 στα 10). Λόγω Covid το σύστημα “no reservations” έχει καταργηθεί, οπότε φροντίστε, ανάλογα με την ώρα και το μέγεθος της παρέας, να κάνετε μια κρατησούλα. Το σέρβις στο σύνολό του, από την υποδοχή μέχρι τους βοηθούς, λειτουργεί άψογα και με χαμόγελο, όσο μεγάλος χαμός κι αν γίνεται, πραγματικά μπράβο τους.
Στήσιμο και διακόσμηση νεοταβερνική, Τραπέζια και καρέκλες ξύλινα, λευκά τραπεζομάντιλα, art de la table άνω του μέσου όρου, χρώματα απαλά μέσα (όπου και οι περισσότερες θέσεις) και έξω (λίγες σχετικά, προνομιακές θέσεις περιμετρικά). Νερό και ψωμί αφού ερωτηθείτε, κατάλογοι στο χέρι και, μέχρι να αποφασίσετε για τα περαιτέρω, να και ο παραδοσιακός δίσκος με τους γνωστούς, φθηνούς μεζέδες. Ο κατάλογος στη λογική του «λίγα και καλά».
Η τετραμελής παρέα μας παρήγγειλε και δοκίμασε τα εξής: Για εισαγωγή χειροποίητη τυροκαυτερή τόσο όσο – εννοώ κάψα, όχι ποσότητα – να τη δοκιμάσετε, όπως και την αφράτη λευκή ταραμοσαλάτα (στα 4 € εκάστη), μπακαλιάρο καπνιστό (7 €) λεπτοκομμένο και σωστά αρτυμένο, ιδανικό τσιπουρομεζέ, και μια τραγανή σαλάτα ρόκα με καπελάκι από ανεβατό (8,50 €). Κατόπιν γόνο καλαμάρι τηγανιτό, σαρδέλα ψητή (στα 8 € αμφότερα) και μύδια με ντομάτα, μάραθο, ούζο και φέτα (10 €), ενδιαφέρουσα παραλλαγή του κλασικού «μύδια σαχανάκι». Η δεύτερη τετράδα έκλεισε με ένα καρπάτσιο με λαβράκι (15 €), σωστή οξύτητα, κανένα παράπονο. Στον τρίτο γύρο βάλαμε στη μέση ένα μυλοκόπι φρικασέ (15 €) με σταμναγκάθι εποχής, μια παέγια (13 €), νόστιμη μεν αλλά μικρή σε ποσότητα για να τη μοιραστούν τέσσερις φαγανοί τύποι, μια μερίδα μπακαλιάρο με – light – σκορδαλιά (11 €), και γλώσσα τυλιγμένη σε κανταΐφι (8,50 €), πεντανόστιμο πιάτο που θυμόμουν από την πρώτη επίσκεψη στην ΨΑΡΟΥ.
Ορκισμένοι τσιπουρόφιλοι συνοδεύσαμε το γεύμα μας με το «τυρναβίτικο 10» από μοσχάτο Αμβούργου, εννοείται χωρίς γλυκάνισο. Στο τέλος κερασματάκι δεν θυμάμαι τι, εν πάση περιπτώσει όσο χρειάζεται για να αλλάξει η γεύση στο στόμα.
Ο λογαριασμός για φαγητά και ποτά πλησίασε βέβαια τα 150 €, ήταν όμως ένα πραγματικά λουκούλλειο γεύμα. Από την ΨΑΡΟΥ φύγαμε σχεδόν απόλυτα ευχαριστημένοι, είναι ένα τίμιο, προσεγμένο και γαστρονομικά φιλόδοξο μαγαζί που δεν έχει καβαλήσει το καλάμι της επιτυχίας, και ο κόσμος αυτό προφανώς το επιβραβεύει. Δοκιμάστε το!