Ξεκινάτε ένα ωραίο απόγευμα από τη Χώρα της Νάξου, αφήνετε πίσω το Χαλκί, περνάτε από το Φιλότι, το μεγαλύτερο χωριό του νησιού, και πιάνετε να ανεβαίνετε τον Ζα βάζοντας πλώρη για την ορεινή Απείρανθο, που απέχει σκάρτα 30 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα και ναι μεν είναι το δεύτερο μεγαλύτερο, πλην όμως μάλλον το πιο γνωστό χωριό της Νάξου, γενέτειρα του Μανώλη Γλέζου. Αν έχετε χρόνο, πρέπει να κάνετε οπωσδήποτε ένα περίπατο διασχίζοντας τουλάχιστο τον κεντρικό δρόμο του απομονωμένου πετρόκτιστου χωριού, για την καταγωγή των κατοίκων του οποίου ερίζουν η Κρήτη και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Διαφορετικά, ειδικά αν κοντεύει το ηλιοβασίλεμα, σας περιμένει, δύο χιλιόμετρα πριν την είσοδο της Απείρανθου, σε ένα χώρο τριγυρισμένο από πέτρα, η ΡΟΤΟΝΤΑ.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω το χώρο, μολονότι πιο σωστό θα ήταν να σας παραπέμψω στην αντίστοιχη ιστοσελίδα. Περνώντας την κεντρική είσοδο βρίσκεστε σε μια αυλή γεμάτη δέντρα, φυτά και λουλούδια, τα πάντα φροντισμένα και μελετημένα ένα προς ένα. Στο βάθος το μάλλον μικρό κεντρικό κτίσμα, σε σχήμα ροτόντας, και γύρω γύρω μικρότερες «σεπαρέ» αυλές με τα τραπέζια έτοιμα για τους επισκέπτες, οι οποίοι καταφθάνουν από όλο το νησί, μισοί Έλληνες μισοί αλλοδαποί, έχοντας βέβαια οι περισσότεροι προνοήσει για κράτηση, πράγμα το οποίο σας συνιστώ να κάνετε οπωσδήποτε. Από το απόγευμα μέχρι το βράδι δεν πέφτει καρφίτσα. Ο λόγος δεν είναι μόνο το πολύ ωραίο, χωρίς ιχνος υπερβολής στήσιμο, αλλά το ότι η ΡΟΤΟΝΤΑ είναι τοποθετημένη σε μια φυσική εξέδρα και ατενίζει περήφανα, από ύψος 625 μέτρων, όχι μόνο τη μισή Νάξο, αλλά και την Πάρο και τις πολλές ενδιάμεσες βραχονησίδες. Ελλάς, το θαλασσινό μεγαλείο σου! Από εδώ θα απολαύσετε ένα θαυμάσιο ηλιοβασίλεμα και, όταν κατόπιν ανάψουν παντού τα φώτα, θα έχετε την αίσθηση ότι βρίσκεστε πάνω από μια ολόφωτη θάλασσα. Έχω γυρίσει πολλά μέρη στην ωραία πατρίδα μας, κάτι τέτοιο όμως δεν έχω ξαναδεί και ξαναζήσει, το πιο κοντινό που μου έρχεται στο νου είναι το ΕΛΑΙΑΣ ΓΗ στην Πολιτεία, κακά τα ψέμματα όμως, η Αθήνα δεν είναι Αιγαίο.
Το καλοκουρδισμένο, ενιαία ντυμένο και ευγενέστατο νεανικό προσωπικό που πηγαινοέρχεται ακούραστα θα σας τακτοποιήσει στο τραπέζι σας και θα φέρει γρήγορα νεράκι και τους καταλόγους. Μπορείτε να επιλέξετε τραπέζι μόνο για ποτό ή, όπως κάνουν οι περισσότεροι, για φαγητό. Η κουζίνα δεν πρόκειται να σας εντυπωσιάσει με ποικιλία πρωτότυπων εδεσμάτων, είναι σαφώς προσαρμοσμένη στην πολυποίκιλη πελατεία. Λίγα ορεκτικά, λίγα κυρίως πιάτα, κυρίως κρεατικά, αρκετά «ελληνικά» πιάτα και σπιτικά επιδόρπια.
Στην αρχή προσγειώθηκε στο τραπέζι μας μια ραβιέρα με τραγανά παξιμάδια και δύο αλοιφές, μια πολύ ελαφριά σκορδαλιά και μια μυρωδάτη μαϊντανοσαλάτα, εξαιρετικές αμφότερες. Κατόπιν δοκιμάσαμε ένα καλούτσικο σαχανάκι με ντόπια γραβιέρα πασπαλισμένη με τριμμένο καρύδι και μπούκοβο και μια μεσογειακή σαλάτα με πλιγούρι και αβοκάντο, τίποτε το ιδιαίτερο, για να λέμε την αλήθεια. Ακολούθησε μια χοιρινή τηγανιά με πιπεριές, μανιτάρια και – τι άλλο; – υπέροχες τηγανιτές πατάτες, μεγάλη μερίδα, αρκετή για να χορτάσουν δύο άτομα. Το δείπνο συνοδεύτηκε με κυκλαδίτικη μπύρα ΝΗΣΟΣ Pilsner από την Τήνο. Το φαγητό σαφώς όχι στο ίδιο επίπεδο με το περιβάλλον, έχει μάλλον συνοδευτικό χαρακτήρα. Στη ΡΟΤΟΝΤΑ έρχεσαι για την όλη εμπειρία και όχι για γκουρμεδιές, κάτι που εμένα προσωπικά καθόλου δεν με δυσαρέστησε. Υπάρχει άλλωστε η έκπληξη του επιδόρπιου: ένα γενναίο κομμάτι χειροποίητη ζουμερή, αρωματική πορτοκαλόπιτα, καλύτερη δεν έχω φάει σε εστιατόριο, και ένα ποτήρι ψημένη ρακή, που με υπερηφάνεια τονίζουν ότι είναι «δική» τους, on the rocks μαζί με το λογαριασμό.
Οι τιμές, όπως θα περίμενε κανείς, ελαφρά, όχι όμως δυσάρεστα τσιμπημένες, μιλώντας πάντα για το επίπεδο τιμών του νησιού. Φαγητό και τρεις μπύρες κόντεψαν τα 60 ευρώ, όμως σε τέτοια μέρη μπαίνουν στο λογαριασμό δικαίως και το περιβάλλον και η εξυπηρέτηση. Στη ΡΟΤΟΝΤΑ θα πας διαβασμένος και θα φύγεις γοητευμένος.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Ξεκινάτε ένα ωραίο απόγευμα από τη Χώρα της Νάξου, αφήνετε πίσω το Χαλκί, περνάτε από το Φιλότι, το μεγαλύτερο χωριό του νησιού, και πιάνετε να ανεβαίνετε τον Ζα βάζοντας πλώρη για την ορεινή Απείρανθο, που απέχει σκάρτα 30 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα και ναι μεν είναι το δεύτερο μεγαλύτερο, πλην όμως μάλλον το πιο γνωστό χωριό της Νάξου, γενέτειρα του Μανώλη Γλέζου. Αν έχετε χρόνο, πρέπει να κάνετε οπωσδήποτε ένα περίπατο διασχίζοντας τουλάχιστο τον κεντρικό δρόμο του απομονωμένου πετρόκτιστου χωριού, για την καταγωγή των κατοίκων του οποίου ερίζουν η Κρήτη και τα παράλια της Μικράς Ασίας. Διαφορετικά, ειδικά αν κοντεύει το ηλιοβασίλεμα, σας περιμένει, δύο χιλιόμετρα πριν την είσοδο της Απείρανθου, σε ένα χώρο τριγυρισμένο από πέτρα, η ΡΟΤΟΝΤΑ.
Θα προσπαθήσω να περιγράψω το χώρο, μολονότι πιο σωστό θα ήταν να σας παραπέμψω στην αντίστοιχη ιστοσελίδα. Περνώντας την κεντρική είσοδο βρίσκεστε σε μια αυλή γεμάτη δέντρα, φυτά και λουλούδια, τα πάντα φροντισμένα και μελετημένα ένα προς ένα. Στο βάθος το μάλλον μικρό κεντρικό κτίσμα, σε σχήμα ροτόντας, και γύρω γύρω μικρότερες «σεπαρέ» αυλές με τα τραπέζια έτοιμα για τους επισκέπτες, οι οποίοι καταφθάνουν από όλο το νησί, μισοί Έλληνες μισοί αλλοδαποί, έχοντας βέβαια οι περισσότεροι προνοήσει για κράτηση, πράγμα το οποίο σας συνιστώ να κάνετε οπωσδήποτε. Από το απόγευμα μέχρι το βράδι δεν πέφτει καρφίτσα. Ο λόγος δεν είναι μόνο το πολύ ωραίο, χωρίς ιχνος υπερβολής στήσιμο, αλλά το ότι η ΡΟΤΟΝΤΑ είναι τοποθετημένη σε μια φυσική εξέδρα και ατενίζει περήφανα, από ύψος 625 μέτρων, όχι μόνο τη μισή Νάξο, αλλά και την Πάρο και τις πολλές ενδιάμεσες βραχονησίδες. Ελλάς, το θαλασσινό μεγαλείο σου! Από εδώ θα απολαύσετε ένα θαυμάσιο ηλιοβασίλεμα και, όταν κατόπιν ανάψουν παντού τα φώτα, θα έχετε την αίσθηση ότι βρίσκεστε πάνω από μια ολόφωτη θάλασσα. Έχω γυρίσει πολλά μέρη στην ωραία πατρίδα μας, κάτι τέτοιο όμως δεν έχω ξαναδεί και ξαναζήσει, το πιο κοντινό που μου έρχεται στο νου είναι το ΕΛΑΙΑΣ ΓΗ στην Πολιτεία, κακά τα ψέμματα όμως, η Αθήνα δεν είναι Αιγαίο.
Το καλοκουρδισμένο, ενιαία ντυμένο και ευγενέστατο νεανικό προσωπικό που πηγαινοέρχεται ακούραστα θα σας τακτοποιήσει στο τραπέζι σας και θα φέρει γρήγορα νεράκι και τους καταλόγους. Μπορείτε να επιλέξετε τραπέζι μόνο για ποτό ή, όπως κάνουν οι περισσότεροι, για φαγητό. Η κουζίνα δεν πρόκειται να σας εντυπωσιάσει με ποικιλία πρωτότυπων εδεσμάτων, είναι σαφώς προσαρμοσμένη στην πολυποίκιλη πελατεία. Λίγα ορεκτικά, λίγα κυρίως πιάτα, κυρίως κρεατικά, αρκετά «ελληνικά» πιάτα και σπιτικά επιδόρπια.
Στην αρχή προσγειώθηκε στο τραπέζι μας μια ραβιέρα με τραγανά παξιμάδια και δύο αλοιφές, μια πολύ ελαφριά σκορδαλιά και μια μυρωδάτη μαϊντανοσαλάτα, εξαιρετικές αμφότερες. Κατόπιν δοκιμάσαμε ένα καλούτσικο σαχανάκι με ντόπια γραβιέρα πασπαλισμένη με τριμμένο καρύδι και μπούκοβο και μια μεσογειακή σαλάτα με πλιγούρι και αβοκάντο, τίποτε το ιδιαίτερο, για να λέμε την αλήθεια. Ακολούθησε μια χοιρινή τηγανιά με πιπεριές, μανιτάρια και – τι άλλο; – υπέροχες τηγανιτές πατάτες, μεγάλη μερίδα, αρκετή για να χορτάσουν δύο άτομα. Το δείπνο συνοδεύτηκε με κυκλαδίτικη μπύρα ΝΗΣΟΣ Pilsner από την Τήνο. Το φαγητό σαφώς όχι στο ίδιο επίπεδο με το περιβάλλον, έχει μάλλον συνοδευτικό χαρακτήρα. Στη ΡΟΤΟΝΤΑ έρχεσαι για την όλη εμπειρία και όχι για γκουρμεδιές, κάτι που εμένα προσωπικά καθόλου δεν με δυσαρέστησε. Υπάρχει άλλωστε η έκπληξη του επιδόρπιου: ένα γενναίο κομμάτι χειροποίητη ζουμερή, αρωματική πορτοκαλόπιτα, καλύτερη δεν έχω φάει σε εστιατόριο, και ένα ποτήρι ψημένη ρακή, που με υπερηφάνεια τονίζουν ότι είναι «δική» τους, on the rocks μαζί με το λογαριασμό.
Οι τιμές, όπως θα περίμενε κανείς, ελαφρά, όχι όμως δυσάρεστα τσιμπημένες, μιλώντας πάντα για το επίπεδο τιμών του νησιού. Φαγητό και τρεις μπύρες κόντεψαν τα 60 ευρώ, όμως σε τέτοια μέρη μπαίνουν στο λογαριασμό δικαίως και το περιβάλλον και η εξυπηρέτηση. Στη ΡΟΤΟΝΤΑ θα πας διαβασμένος και θα φύγεις γοητευμένος.