Η Google μάς πληροφορεί ότι Σισλί είναι η ονομασία μιας από τις 39 συνοικίες της Πόλης, στα βόρεια της γνωστής Πλατείας Ταξίμ, και εκεί βρίσκεται το ελληνικό νεκροταφείο, μεγάλης ιστορικής και εικαστικής αξίας. Το ΣΙΣΛΙ της Αθήνας βρίσκεται στη Λεωφόρο Μεσογείων, λίγο πριν φθάσετε στην Πλατεία Αγίας Παρασκευής. Η πρώτη φορά που το επισκέφτηκα ήταν λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 2016, τότε το πρώην οινοποιείο, κλειστό για χρόνια, είχε μετατραπεί πριν λίγους μήνες σε εστιατόριο με την ονομασία ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΟΙΝΟΙ ΚΑΙ (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΓΕΥΣΕΙΣ. Ένας Έλληνας με ρίζες στην Πόλη και τον Πόντο, ο κύριος Τσιροζίδης, τον οποίο είδα και χθες επί το έργον, ξεκίνησε το τολμηρό εγχείρημα να μετατρέψει ένα αδρανές οίκημα σε χώρο εστίασης με εντελώς συγκεκριμένη ταυτότητα. Ακολούθησε μια δεύτερη επίσκεψη το φθινόπωρο του 2019, όπου είδα ότι το κατάστημα είχε αλλάξει όνομα, όχι όμως ταυτότητα. Χθες καταφέραμε να το ξαναεπισκεφθούμε μετά τα χρόνια της πανδημίας, για να δούμε αν και τι έχει αλλάξει.
Θα σας τα πω ανάμεικτα, όπως τα κατέγραψα: Η στάθμευση (στους γύρω δρόμους ή και επί της Μεσογείων, αλλά και στην αυλή του καταστήματος τους κρύους μήνες) είναι μάλλον εύκολη υπόθεση (4 στα 10). Η παλιά, σχεδόν δυσανάγνωστη επιγραφή στην πρόσοψη αντικαταστάθηκε με μια κομψή, λιτή ξύλινη επιγραφή, που δεν είναι όμως αρκούντως «μπάνικη» (= ευδιάκριτη και χτυπητή στα σαλονικιώτικα). Ο χώρος της εισόδου ευπρεπίστηκε, το ίδιο και η κουζίνα. Οι εσωτερικοί χώροι θα σας εντυπωσιάσουν: Ο μεσαίος και μεγαλύτερος και ο μικρότερος πίσω χώρος με τους υποβλητικούς ψηλούς γυμνούς ασοβάτιστους τοίχους, τα vintage φωτιστικά, τα διακοσμητικά στοιχεία που έχουν διαλεχτεί και τοποθετηθεί με προσοχή (παλιά κάδρα και φωτογραφίες, κάποια λαογραφικά αντικείμενα, ένα παλιό ραδιο-έπιπλο και – το απόλυτο highlight – η μαντεμένια σόμπα στην άκρη της κεντρικής αίθουσας) δημιουργούν ένα περιβάλλον που σε καλεί να το απολαύσεις όταν ο καιρός ψυχράνει. Χθες είχαμε μια απλά δροσερή βραδιά, κάναμε λοιπόν κράτηση για ένα τραπέζι στην αυλή, που δεν την είχα μέχρι τώρα δει από κοντά. Οι εντυπώσεις ανάμεικτες: Ωραίο το βοτσαλάκι κάτω, δεκτή η άναρχη φύτευση, σωστές οι αποστάσεις ανάμεσα στα τραπέζια, εμφανής η απουσία απολυμαντικής λοσιόν, κακή εντύπωση από τη χρήση της εισόδου της αυλής ως χώρου στάθμευσης. Το πιο αρνητικό απ’ όλα: Ο πολύ μεγάλος χώρος στο πίσω μέρος του οικοπέδου μένει αναξιοποίητος, πραγματικά χέρσος. Καθώς κατά σύμπτωση είχα φάει την προηγούμενη μέρα στο γειτονικό Κοντόπευκο ΣΤΗΣ ΕΛΛΗΣ, η σύγκριση ήταν αποκαρδιωτική. Εύχομαι και ελπίζω στην επόμενη επίσκεψή μου να βρεθώ μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη. Για να γίνει βέβαια αυτό, θα χρειαστεί περισσότερο προσωπικό, και χθες είδα ότι το αφεντικό εξακολουθεί να κουμαντάρει μόνο του, με τη συνδρομή ενός βοηθού, όλο το μαγαζί. Ας το ξανασκεφτεί. Σάββατο βράδυ πάντως το μαγαζί ήταν μέσα και έξω γεμάτο με μεγάλες παρέες.
Στα θετικά η πολύ βελτιωμένη εικόνα του καταλόγου. Οι άγνωστες λέξεις (κισίρ, γαής, τανομεζές, χαϊνταρί, μιτζβέρι και αρκετές άλλες) παραμένουν, εξηγούνται όμως επαρκώς. Τα πιάτα που προσφέρονται είναι πάρα πολλά και, επειδή η πολίτικη κουζίνα σε σπρώχνει να παραγγείλεις πολλά για τη μέση του τραπεζιού, αν δεν υπάρχει ρέγουλα στη διαχείριση των παραγγελιών, μοιραία τα τραπέζια γεμίζουν γρήγορα με πιάτα και πιατέλες που σιγά σιγά κρυώνουν.
Η σύνθεση της παραγγελίας δεν ήταν δύσκολη υπόθεση, η τετραμελής παρέα μας δοκίμασε κατά σειρά τα εξής: Μιζβερί (5,50 €), ο εστί μεθερμηνευόμενο καλοτηγανισμένοι κολοκυθοκεφτέδες, αφράτοι και αρωματικοί, κανένα παράπονο. Πιλάφι Pollow (5,00 €), περσικό ρύζι με αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς, μου θύμισε το ΑΝΑΧΙΤΑ (υπάρχει άραγε ακόμα;), αποδείχθηκε πολύ καλό συνοδευτικό για τα κεμπάπ που ακολούθησαν. Σαλάτα Κασίκ (6,00 €), ολόφρεσκα ψιλοκομμένα λαχανικά με σάλτσα ροδιού που την απογείωνε. Τουκουρούκ (7,00 €), πάει να πει μοσχαρίσιοι κεφτέδες στη σχάρα με ντομάτα και σουμάκ, πάρα πολύ νόστιμοι. Μελιτζάνα τυλιχτή σε κανταϊφι (6 €), πολύ ογκώδης και άνοστη, απορρίπτεται. Με χαρά είδα ότι στον κατάλογο έχει προστεθεί το μαντί (8 €), που εμένα με γυρίζει πάντα πίσω στην παιδική μου ηλικία, εδώ το φτιάχνουν σαν χειροποίητο ραβιόλι γεμιστό με μοσχαρίσιο κιμά και σάλτσα γλυκιάς πιπεριάς με γιαούρτι και λίγο σκόρδο, με το βούτυρο και τη σαλτσούλα του, όπως πρέπει. Μπεϊτί Κεμπάπ (8,50 €), δηλαδή αραβική πίτα με κεμπάπ, κασέρι, σκόρδο και σάλτσα ντομάτας, νόστιμο και χορταστικό. Γύρος μοσχαρίσιος, το λεγόμενο ντονέρ, καλοψημένος και σωστά κομμένος, πάνω σε πιτούλες και περιχυμένος με σάλτσα. Για επιδόρπιο πήραμε ένα καζάν ντιμπί (5 €), όχι καψαλισμένο από πάνω αλλά νόστιμο, και ένα κιουνεφέ, όπου, όπως και στην πρώτη μου επίσκεψη, βρήκα ελλειμματική την τυρένια γέμιση.
Οι κυρίες της παρέας προτίμησαν το ημίγλυκο ροζέ, οι κύριοι το ξηρό κόκκινο, ευκολόπιοτα αμφότερα. Κέρασμα εισαγωγικό ή αποχαιρετιστήριο δεν υπήρξε ούτε αυτή τη φορά. Το 2016 είχα επισημάνει: Κύριε Τσιροζίδη, προσοχή σ’ αυτό το σημείο, η αθηναϊκή πελατεία είναι λίγο κολλημένη σ’ αυτό, ίσως δύο ποτηράκια κρασί στην αρχή και ένα λουκούμι στο τέλος να έκαναν τη δουλειά τους.
Ο λογαριασμός ίσα που πλησίασε τα 90 ευρώ, μια χαρά νομίζω. Αν μένετε κοντά, δεν το συζητώ, σας συνιστώ μια επίσκεψη. Αν πάλι μένετε μακριά, πάρτε τη Μεσογείων, εφόσον είστε φίλος των πολίτικων – ανατολίτικων γεύσεων, και φροντίστε να είστε μεγάλη παρέα, για να δοκιμάσετε όσο γίνεται περισσότερα.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η Google μάς πληροφορεί ότι Σισλί είναι η ονομασία μιας από τις 39 συνοικίες της Πόλης, στα βόρεια της γνωστής Πλατείας Ταξίμ, και εκεί βρίσκεται το ελληνικό νεκροταφείο, μεγάλης ιστορικής και εικαστικής αξίας. Το ΣΙΣΛΙ της Αθήνας βρίσκεται στη Λεωφόρο Μεσογείων, λίγο πριν φθάσετε στην Πλατεία Αγίας Παρασκευής. Η πρώτη φορά που το επισκέφτηκα ήταν λίγο μετά την Πρωτοχρονιά του 2016, τότε το πρώην οινοποιείο, κλειστό για χρόνια, είχε μετατραπεί πριν λίγους μήνες σε εστιατόριο με την ονομασία ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΟΙΝΟΙ ΚΑΙ (ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) ΓΕΥΣΕΙΣ. Ένας Έλληνας με ρίζες στην Πόλη και τον Πόντο, ο κύριος Τσιροζίδης, τον οποίο είδα και χθες επί το έργον, ξεκίνησε το τολμηρό εγχείρημα να μετατρέψει ένα αδρανές οίκημα σε χώρο εστίασης με εντελώς συγκεκριμένη ταυτότητα. Ακολούθησε μια δεύτερη επίσκεψη το φθινόπωρο του 2019, όπου είδα ότι το κατάστημα είχε αλλάξει όνομα, όχι όμως ταυτότητα. Χθες καταφέραμε να το ξαναεπισκεφθούμε μετά τα χρόνια της πανδημίας, για να δούμε αν και τι έχει αλλάξει.
Θα σας τα πω ανάμεικτα, όπως τα κατέγραψα: Η στάθμευση (στους γύρω δρόμους ή και επί της Μεσογείων, αλλά και στην αυλή του καταστήματος τους κρύους μήνες) είναι μάλλον εύκολη υπόθεση (4 στα 10). Η παλιά, σχεδόν δυσανάγνωστη επιγραφή στην πρόσοψη αντικαταστάθηκε με μια κομψή, λιτή ξύλινη επιγραφή, που δεν είναι όμως αρκούντως «μπάνικη» (= ευδιάκριτη και χτυπητή στα σαλονικιώτικα). Ο χώρος της εισόδου ευπρεπίστηκε, το ίδιο και η κουζίνα. Οι εσωτερικοί χώροι θα σας εντυπωσιάσουν: Ο μεσαίος και μεγαλύτερος και ο μικρότερος πίσω χώρος με τους υποβλητικούς ψηλούς γυμνούς ασοβάτιστους τοίχους, τα vintage φωτιστικά, τα διακοσμητικά στοιχεία που έχουν διαλεχτεί και τοποθετηθεί με προσοχή (παλιά κάδρα και φωτογραφίες, κάποια λαογραφικά αντικείμενα, ένα παλιό ραδιο-έπιπλο και – το απόλυτο highlight – η μαντεμένια σόμπα στην άκρη της κεντρικής αίθουσας) δημιουργούν ένα περιβάλλον που σε καλεί να το απολαύσεις όταν ο καιρός ψυχράνει. Χθες είχαμε μια απλά δροσερή βραδιά, κάναμε λοιπόν κράτηση για ένα τραπέζι στην αυλή, που δεν την είχα μέχρι τώρα δει από κοντά. Οι εντυπώσεις ανάμεικτες: Ωραίο το βοτσαλάκι κάτω, δεκτή η άναρχη φύτευση, σωστές οι αποστάσεις ανάμεσα στα τραπέζια, εμφανής η απουσία απολυμαντικής λοσιόν, κακή εντύπωση από τη χρήση της εισόδου της αυλής ως χώρου στάθμευσης. Το πιο αρνητικό απ’ όλα: Ο πολύ μεγάλος χώρος στο πίσω μέρος του οικοπέδου μένει αναξιοποίητος, πραγματικά χέρσος. Καθώς κατά σύμπτωση είχα φάει την προηγούμενη μέρα στο γειτονικό Κοντόπευκο ΣΤΗΣ ΕΛΛΗΣ, η σύγκριση ήταν αποκαρδιωτική. Εύχομαι και ελπίζω στην επόμενη επίσκεψή μου να βρεθώ μπροστά σε μια ευχάριστη έκπληξη. Για να γίνει βέβαια αυτό, θα χρειαστεί περισσότερο προσωπικό, και χθες είδα ότι το αφεντικό εξακολουθεί να κουμαντάρει μόνο του, με τη συνδρομή ενός βοηθού, όλο το μαγαζί. Ας το ξανασκεφτεί. Σάββατο βράδυ πάντως το μαγαζί ήταν μέσα και έξω γεμάτο με μεγάλες παρέες.
Στα θετικά η πολύ βελτιωμένη εικόνα του καταλόγου. Οι άγνωστες λέξεις (κισίρ, γαής, τανομεζές, χαϊνταρί, μιτζβέρι και αρκετές άλλες) παραμένουν, εξηγούνται όμως επαρκώς. Τα πιάτα που προσφέρονται είναι πάρα πολλά και, επειδή η πολίτικη κουζίνα σε σπρώχνει να παραγγείλεις πολλά για τη μέση του τραπεζιού, αν δεν υπάρχει ρέγουλα στη διαχείριση των παραγγελιών, μοιραία τα τραπέζια γεμίζουν γρήγορα με πιάτα και πιατέλες που σιγά σιγά κρυώνουν.
Η σύνθεση της παραγγελίας δεν ήταν δύσκολη υπόθεση, η τετραμελής παρέα μας δοκίμασε κατά σειρά τα εξής: Μιζβερί (5,50 €), ο εστί μεθερμηνευόμενο καλοτηγανισμένοι κολοκυθοκεφτέδες, αφράτοι και αρωματικοί, κανένα παράπονο. Πιλάφι Pollow (5,00 €), περσικό ρύζι με αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς, μου θύμισε το ΑΝΑΧΙΤΑ (υπάρχει άραγε ακόμα;), αποδείχθηκε πολύ καλό συνοδευτικό για τα κεμπάπ που ακολούθησαν. Σαλάτα Κασίκ (6,00 €), ολόφρεσκα ψιλοκομμένα λαχανικά με σάλτσα ροδιού που την απογείωνε. Τουκουρούκ (7,00 €), πάει να πει μοσχαρίσιοι κεφτέδες στη σχάρα με ντομάτα και σουμάκ, πάρα πολύ νόστιμοι. Μελιτζάνα τυλιχτή σε κανταϊφι (6 €), πολύ ογκώδης και άνοστη, απορρίπτεται. Με χαρά είδα ότι στον κατάλογο έχει προστεθεί το μαντί (8 €), που εμένα με γυρίζει πάντα πίσω στην παιδική μου ηλικία, εδώ το φτιάχνουν σαν χειροποίητο ραβιόλι γεμιστό με μοσχαρίσιο κιμά και σάλτσα γλυκιάς πιπεριάς με γιαούρτι και λίγο σκόρδο, με το βούτυρο και τη σαλτσούλα του, όπως πρέπει. Μπεϊτί Κεμπάπ (8,50 €), δηλαδή αραβική πίτα με κεμπάπ, κασέρι, σκόρδο και σάλτσα ντομάτας, νόστιμο και χορταστικό. Γύρος μοσχαρίσιος, το λεγόμενο ντονέρ, καλοψημένος και σωστά κομμένος, πάνω σε πιτούλες και περιχυμένος με σάλτσα. Για επιδόρπιο πήραμε ένα καζάν ντιμπί (5 €), όχι καψαλισμένο από πάνω αλλά νόστιμο, και ένα κιουνεφέ, όπου, όπως και στην πρώτη μου επίσκεψη, βρήκα ελλειμματική την τυρένια γέμιση.
Οι κυρίες της παρέας προτίμησαν το ημίγλυκο ροζέ, οι κύριοι το ξηρό κόκκινο, ευκολόπιοτα αμφότερα. Κέρασμα εισαγωγικό ή αποχαιρετιστήριο δεν υπήρξε ούτε αυτή τη φορά. Το 2016 είχα επισημάνει: Κύριε Τσιροζίδη, προσοχή σ’ αυτό το σημείο, η αθηναϊκή πελατεία είναι λίγο κολλημένη σ’ αυτό, ίσως δύο ποτηράκια κρασί στην αρχή και ένα λουκούμι στο τέλος να έκαναν τη δουλειά τους.
Ο λογαριασμός ίσα που πλησίασε τα 90 ευρώ, μια χαρά νομίζω. Αν μένετε κοντά, δεν το συζητώ, σας συνιστώ μια επίσκεψη. Αν πάλι μένετε μακριά, πάρτε τη Μεσογείων, εφόσον είστε φίλος των πολίτικων – ανατολίτικων γεύσεων, και φροντίστε να είστε μεγάλη παρέα, για να δοκιμάσετε όσο γίνεται περισσότερα.