Η ‘’Σουρτούκω’’ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μαγαζιού που θα πεις, ‘’μπορείς, προχώρα ένα βήμα παραπάνω’’. Και εξηγούμαι:
Οι πινελιές του chef στα περισσότερα πιάτα, άνετα, ανεβάζουν το επίπεδο του μαγαζιού, που θα το χαρακτήριζες ελληνική δημιουργική κουζίνα. Αλλά:
Βρίσκεται σε σημείο, στα πάλαι ποτέ Λαδάδικα, που πλέον δεν ακμάζουν όπως κάποτε. Αυτό επηρεάζει το στήσιμο του χώρου που θυμίζει έντονα κλασσικό μεζεδοπωλείο με τις όμορφες πολύχρωμες vintage καρέκλες, τις τσιμεντένιες λεπτομέρειες στο εσωτερικό, τις παλιές ξύλινες με τζαμαρία πόρτες, τα ευωδιαστά φυτά, τα κλασσικά φωτιστικά κουζίνας και τα περίεργα graffiti που κοσμούν τον χώρο.
Το πεζοδρόμιο απέναντι από το μαγαζί είναι μικρό και χωράει καρέκλες από τη μία πλευρά οπότε τρως όπως ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο.
Ο κατάλογος είναι αρκετά μεγάλος έχοντας πιάτα για όλα τα γούστα. Από κρέατα, θαλασσινά, ζυμαρικά και vegan(!) επιλογές. Αυτό δεν είναι κακό αφού ο chef το αντέχει και το υποστηρίζει, αλλά το μαγαζί χάνει την ταυτότητα και τον διακριτό του ρόλο.
Οι σερβιτόροι είναι σε χαλαρό mood με αποτέλεσμα, να τους ψάχνουμε για να συνεχίσουμε την παραγγελία, να μείνουν για αρκετή ώρα άδεια πιάτα πάνω στο τραπέζι αλλά και να τους βλέπουμε –μιας και καθόμασταν στον εξωτερικό χώρο- ανά τακτά διαστήματα να βγαίνουν και να καπνίζουν!
Όταν ρωτάς την άποψη μου για το φαγητό και σου λέω κάτι που δεν είναι αυτό που περιμένεις, δεν ισχύει η απάντηση ‘’ναι αλλά αρέσει στον κόσμο’’. Αν θες να δώσεις τέτοια απάντηση δεν κάνεις την ερώτηση.
Τέλος, το κάπνισμα εντός μαγαζιού χρόνια τώρα απαγορεύεται και στο τέλος του φαγητού έρχεται κανονική απόδειξη και όχι δελτίο παραγγελίας.
Τα καλυτερότερα όπως είπα στην αρχή, αφορούν στο φαγητό.
Τα sticks κολοκυθιού ήταν απίθανα, τραγανά και χωρίς λαδίλα, ή δε -κατ’ εξοχήν για ψάρι- sauce tartare, η ευχάριστη έκπληξη του πιάτου που το πήγε στο επόμενο level. Το ίδιο νόστιμα και τα ρολάκια μελιτζάνας με τον mild παστουρμά που ξάπλωναν νωχελικά σε slices παντζαριού. Το πιάτο συμπλήρωνε γιαουρτοτζατζίκι με πολύ λάδι, που ήταν περιττό.
Ευχάριστη έκπληξη -λόγω εποχής- η καπνιστή φάβα με τη sauce μανταρινιού. Διακριτικό το μανταρίνι αλλά έκανε τη δουλειά του, βελούδινη η φάβα, βοηθούσαν αρκετά όλα τα φρέσκα μυρωδικά και πρασινάδες που είχε το πιάτο στο στήσιμο.
Οι 2 σαλάτες, η σουρτούκω και η χωριάτικη με το κουλούρι Θεσσαλονίκης εξαιρετικές. Η κατσικίσια φέτα έκανε τη διαφορά και το κουλούρι έδωσε την crispy νότα στη χωριάτικη, η φωλιά κανταϊφιού, τα αποξηραμένα σύκα και οι τριμμένοι ξηροί καρποί ζωντάνεψαν την ομώνυμη.
Για τα πατατάκια με αυγό και καβουρμά είχα μεγάλες προσδοκίες αλλά ευχαριστήθηκε μόνο το μάτι. Τα chips πατάτας χρυσαφένια και τραγανά, το αυγό θα το ήθελα με κρόκο που σπάζοντας τον, θα λούσει όλα τα υλικά του πιάτου, ο δε καβουρμάς γευστικός αλλά άνευρος και επίπεδος.
Από τα κυρίως, ξεχωρίζουν χαλαρά τα 2 πιάτα με τα λουκάνικα. Χορταίνει το μάτι αλλά και το στομάχι. Ζουμερά, εύγευστα και σωστά ψημένα, με το τουρσί κρεμμυδιού, το λάδι πάπρικας και τη μαρμελάδα κρεμμυδιού να κλέβουν την παράσταση.
Ωραία η τηγανιά κοτόπουλο που αναπαύονταν σε μια νοστιμότατη sauce με βάση το πορτοκάλι, βοηθούσε αρκετά το φρέσκο κρεμμύδι και το μαυροσούσαμο, όμορφα εκτελεσμένο το πιάτο με το συκώτι και τα κοκκάρια, νόστιμος ο χοιρινός γύρος κομμένος julienne με το λάδι πάπρικας να δίνει εξαιρετικό άρωμα, άπιαστα τα black angus μπιφτέκια με νόστιμο πουρέ μελιτζάνας και sauce φέτας.
Για όλα αυτά, αρκετές μπύρες, αναψυκτικά και ½ ρετσίνα, ο λογαριασμός ήρθε περίπου 18 euro pp, ποσό λίγο σε σχέση με την ποιότητα και την ποσότητα που πέρασε από το τραπέζι μας.
‘’Σουρτούκω’’ ανέβα level και μπορείς, και το αξίζεις, ο chef μαζί με το team του, παίζει μόνος του αυτή τη στιγμή. Οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά.
Κλείνοντας να αναφέρω ότι η κράτηση έγινε μέσω της φίλης πλατφόρμας e restaurants και την άμεση εξυπηρέτηση των ατόμων που την απαρτίζουν.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Η ‘’Σουρτούκω’’ αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση μαγαζιού που θα πεις, ‘’μπορείς, προχώρα ένα βήμα παραπάνω’’. Και εξηγούμαι:
Οι πινελιές του chef στα περισσότερα πιάτα, άνετα, ανεβάζουν το επίπεδο του μαγαζιού, που θα το χαρακτήριζες ελληνική δημιουργική κουζίνα. Αλλά:
Βρίσκεται σε σημείο, στα πάλαι ποτέ Λαδάδικα, που πλέον δεν ακμάζουν όπως κάποτε. Αυτό επηρεάζει το στήσιμο του χώρου που θυμίζει έντονα κλασσικό μεζεδοπωλείο με τις όμορφες πολύχρωμες vintage καρέκλες, τις τσιμεντένιες λεπτομέρειες στο εσωτερικό, τις παλιές ξύλινες με τζαμαρία πόρτες, τα ευωδιαστά φυτά, τα κλασσικά φωτιστικά κουζίνας και τα περίεργα graffiti που κοσμούν τον χώρο.
Το πεζοδρόμιο απέναντι από το μαγαζί είναι μικρό και χωράει καρέκλες από τη μία πλευρά οπότε τρως όπως ο Χριστός στον Μυστικό Δείπνο.
Ο κατάλογος είναι αρκετά μεγάλος έχοντας πιάτα για όλα τα γούστα. Από κρέατα, θαλασσινά, ζυμαρικά και vegan(!) επιλογές. Αυτό δεν είναι κακό αφού ο chef το αντέχει και το υποστηρίζει, αλλά το μαγαζί χάνει την ταυτότητα και τον διακριτό του ρόλο.
Οι σερβιτόροι είναι σε χαλαρό mood με αποτέλεσμα, να τους ψάχνουμε για να συνεχίσουμε την παραγγελία, να μείνουν για αρκετή ώρα άδεια πιάτα πάνω στο τραπέζι αλλά και να τους βλέπουμε –μιας και καθόμασταν στον εξωτερικό χώρο- ανά τακτά διαστήματα να βγαίνουν και να καπνίζουν!
Όταν ρωτάς την άποψη μου για το φαγητό και σου λέω κάτι που δεν είναι αυτό που περιμένεις, δεν ισχύει η απάντηση ‘’ναι αλλά αρέσει στον κόσμο’’. Αν θες να δώσεις τέτοια απάντηση δεν κάνεις την ερώτηση.
Τέλος, το κάπνισμα εντός μαγαζιού χρόνια τώρα απαγορεύεται και στο τέλος του φαγητού έρχεται κανονική απόδειξη και όχι δελτίο παραγγελίας.
Τα καλυτερότερα όπως είπα στην αρχή, αφορούν στο φαγητό.
Τα sticks κολοκυθιού ήταν απίθανα, τραγανά και χωρίς λαδίλα, ή δε -κατ’ εξοχήν για ψάρι- sauce tartare, η ευχάριστη έκπληξη του πιάτου που το πήγε στο επόμενο level. Το ίδιο νόστιμα και τα ρολάκια μελιτζάνας με τον mild παστουρμά που ξάπλωναν νωχελικά σε slices παντζαριού. Το πιάτο συμπλήρωνε γιαουρτοτζατζίκι με πολύ λάδι, που ήταν περιττό.
Ευχάριστη έκπληξη -λόγω εποχής- η καπνιστή φάβα με τη sauce μανταρινιού. Διακριτικό το μανταρίνι αλλά έκανε τη δουλειά του, βελούδινη η φάβα, βοηθούσαν αρκετά όλα τα φρέσκα μυρωδικά και πρασινάδες που είχε το πιάτο στο στήσιμο.
Οι 2 σαλάτες, η σουρτούκω και η χωριάτικη με το κουλούρι Θεσσαλονίκης εξαιρετικές. Η κατσικίσια φέτα έκανε τη διαφορά και το κουλούρι έδωσε την crispy νότα στη χωριάτικη, η φωλιά κανταϊφιού, τα αποξηραμένα σύκα και οι τριμμένοι ξηροί καρποί ζωντάνεψαν την ομώνυμη.
Για τα πατατάκια με αυγό και καβουρμά είχα μεγάλες προσδοκίες αλλά ευχαριστήθηκε μόνο το μάτι. Τα chips πατάτας χρυσαφένια και τραγανά, το αυγό θα το ήθελα με κρόκο που σπάζοντας τον, θα λούσει όλα τα υλικά του πιάτου, ο δε καβουρμάς γευστικός αλλά άνευρος και επίπεδος.
Από τα κυρίως, ξεχωρίζουν χαλαρά τα 2 πιάτα με τα λουκάνικα. Χορταίνει το μάτι αλλά και το στομάχι. Ζουμερά, εύγευστα και σωστά ψημένα, με το τουρσί κρεμμυδιού, το λάδι πάπρικας και τη μαρμελάδα κρεμμυδιού να κλέβουν την παράσταση.
Ωραία η τηγανιά κοτόπουλο που αναπαύονταν σε μια νοστιμότατη sauce με βάση το πορτοκάλι, βοηθούσε αρκετά το φρέσκο κρεμμύδι και το μαυροσούσαμο, όμορφα εκτελεσμένο το πιάτο με το συκώτι και τα κοκκάρια, νόστιμος ο χοιρινός γύρος κομμένος julienne με το λάδι πάπρικας να δίνει εξαιρετικό άρωμα, άπιαστα τα black angus μπιφτέκια με νόστιμο πουρέ μελιτζάνας και sauce φέτας.
Για όλα αυτά, αρκετές μπύρες, αναψυκτικά και ½ ρετσίνα, ο λογαριασμός ήρθε περίπου 18 euro pp, ποσό λίγο σε σχέση με την ποιότητα και την ποσότητα που πέρασε από το τραπέζι μας.
‘’Σουρτούκω’’ ανέβα level και μπορείς, και το αξίζεις, ο chef μαζί με το team του, παίζει μόνος του αυτή τη στιγμή. Οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά.
Κλείνοντας να αναφέρω ότι η κράτηση έγινε μέσω της φίλης πλατφόρμας e restaurants και την άμεση εξυπηρέτηση των ατόμων που την απαρτίζουν.