Για να σας ανοίξω την όρεξη: Σύμφωνα με το «σύστημα αξιολόγησης fratello» μια επίσκεψη στα ΚΑΝΑΡΙΑ παίρνει τρία αστέρια, δηλαδή την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία, πράγμα που σημαίνει ότι επιβάλλεται να έρθετε εδώ για φαγητό τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σας, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά μένετε. Όσοι δεν ξέρετε την περιοχή θα χρειαστείτε ίσως, αναλόγως από πού έρχεστε, τις υπηρεσίες του GPS για να περάσετε το ρέμα που διασχίζει Καλλιθέα και Μοσχάτο. Το καλό είναι ότι θα παρκάρετε εκεί κοντά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία (3 στα 10).
Όταν λοιπόν φθάσετε, σταθείτε μια στιγμή μπροστά από το μαγαζί και χαζέψτε το. Μια παλιά μονοκατοικία, από τις λίγες που σώθηκαν από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, με μια πυκνοφυτεμένη σκιερή – χάρη στην τεράστια κληματαριά – αυλή στην μπροστινή πλευρά. Όταν ο καιρός είναι καλός σίγουρα μια καλή επιλογή, αν και, για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ ότι ο μέσα χώρος είναι το μεγάλο ατού που διαθέτουν τα ΚΑΝΑΡΙΑ.
Κατεβαίνεις δύο σκαλιά και βρίσκεσαι πολλά χρόνια πίσω, στη δεκαετία του 50-60. Μια ψηλοτάβανη αίθουσα με το γνωστό vintage μωσαϊκό, διπλή σειρά βαρελιών στον αριστερό τοίχο και την κουζίνα στο βάθος. Ενδιάμεσα οι μικρές αλλά πεντακάθαρες τουαλέτες. Οι τοίχοι λευκοί περασμένοι με λαδομπογιά μέχρι τα δύο μέτρα, τεχνοτροπία μάστορα μπογιατζή 50 χρόνια πριν, που σήμερα πια συναντάς καμιά φορά μόνο σε μπακάλικα ή ταβέρνες απομακρυσμένων περιοχών.
Διακόσμηση η αναμενόμενη, κάδρα, μπακίρια και τα συναφή, σίγουρα όχι κάτι που θα μαγνητίσει το μάτι σας, αυτή τη δουλειά θα κάνει σε λίγη ώρα το φαγητό. Τραπέζια ευρύχωρα, σχετικά στριμωχτά όμως, κλασικές ψάθινες καρέκλες. Το απόλυτο όμως χαρακτηριστικό του χώρου είναι η κυριολεκτικά εκτυφλωτική καθαριότητα. Από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, από το χώρο φαγητού μέχρι την κουζίνα, τα πάντα αστράφτουν, ακόμα και το προσωπικό που μαγειρεύει ή κινείται στο χώρο λάμπει από καθαριότητα.
Τα ΚΑΝΑΡΙΑ είναι μια οικογενειακή επιχείρηση, στους ώμους της τρίτης πια γενιάς. Το γενικό πρόσταγμα έχει ο πατήρ, μπροστά στο ταμείο, με άγρυπνο βλέμμα στην κουζίνα και τους δύο γιους, από τους οποίους ο μεγαλύτερος παίρνει τις παραγγελίες και σερβίρει, ενώ ο μικρότερος διευθετεί, στρώνει και μαζεύει τα τραπέζια και βοηθά στο σερβίρισμα.
Κατάλογο δεν θα χρειαστείτε, το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Αρχικά θα έρθουν στο τραπέζι τρία πιάτα, μαζί με ένα φραντζολάκι ψωμί: Μια σαλάτα για τέσσερα άτομα, είτε ντοματοσαλάτα με μπόλικο «μαραμένο» ξερό κρεμμύδι περιχυμένη με ντοματόζουμο είτε λάχανο εξαιρετικά ψιλοκομμένο με dressing με άρωμα σκόρδου, τυρί φέτα με λαδορίγανη και ένα πιάτο με ελιές, αυτές που λέμε «για ήρωες», από τις πιο νόστιμες που έχετε φάει.
Η συνέχεια είναι επικά ψαροφαγική. Πρώτο και must πιάτο οι γαρίδες, γάμπαρη από τον Πλαταμώνα. Φρέσκες, καθαρισμένες από το κέλυφος, τηγανισμένες σωστά, εσείς αφαιρείτε το σκληρό κομμάτι της ουράς, ρουφάτε τους χυμούς από το κεφάλι και κάνετε δυο μπουκιές το υπόλοιπο. Είναι βέβαια το πιο ακριβό πράγμα που μπορείτε να παραγγείλετε στα Κανάρια, όμως πραγματικά αξίζει, δεν τρώτε άλλωστε κάθε μέρα τέτοιες γαρίδες. Χαρακτηριστικά αναφέρω (το διάβασα στην – επίσης vintage – ιστοσελίδα τους) ότι το μαγαζί κλείνει το καλοκαίρι από αρχές Ιουλίου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου, γιατί είναι η περίοδος αναπαραγωγής της γαρίδας.
Για τη συνέχεια θα ρίξετε μια ματιά στο ψυγείο με τα φρέσκα ψάρια και θα επιλέξετε κάτι ανάμεσα σε φαγκρί, συναγρίδα, τσιπούρα ή μπαρμπούνια, ή ότι άλλο είναι διαθέσιμο. Τα ψάρια είναι γενικά ευμεγέθη, η χαρά της μεγάλης παρέας. Η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης: Το ψάρι ψήνεται κάτι παραπάνω από μαστόρικα, διατηρώντας όλους τους χυμούς του, και φθάνει στο τραπέζι σε πιατέλα καθαρισμένο από την πέτσα του, η λευκή σάρκα σε όλο της το μεγαλείο. Οι τιμές και εδώ ανάλογες προς τη φρεσκάδα και την ποιότητα.
Σε μια ψαροταβέρνα γεμάτη κρασοβάρελα το χύμα κρασί που σερβίρεται οφείλει να ανταποκρίνεται στο επίπεδο του μαγαζιού, ήταν όντως εξαιρετικά γευστικό και στη σωστή θερμοκρασία. Μετά από τόσες και τέτοιες γεύσεις ο πήχης για το επιδόρπιο είχε ανέβει ψηλά, και σ’ αυτό όμως το τεστ τα Κανάρια πέρασαν άνετα. Ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με χοντροκοπανισμένο αμύγδαλο και το γλυκό του κουταλιού έκλεισαν με τον καλύτερο τρόπο ένα θαυμάσιο γεύμα.
Πόσο συχνά θα επιτρέψετε στον εαυτό σας την πολυτέλεια ενός τέτοιου γεύματος, που με γαρίδες, ψάρι, συνοδευτικά και κρασί μπορεί να αγγίξει τα 100 ευρώ. είναι καθαρά θέμα του περιεχομένου της τσέπης του καθενός. Θα τολμούσα όμως να πω ότι μια δοκιμή θα σας πείσει.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Για να σας ανοίξω την όρεξη: Σύμφωνα με το «σύστημα αξιολόγησης fratello» μια επίσκεψη στα ΚΑΝΑΡΙΑ παίρνει τρία αστέρια, δηλαδή την υψηλότερη δυνατή βαθμολογία, πράγμα που σημαίνει ότι επιβάλλεται να έρθετε εδώ για φαγητό τουλάχιστον μια φορά στη ζωή σας, ανεξάρτητα από το πόσο μακριά μένετε. Όσοι δεν ξέρετε την περιοχή θα χρειαστείτε ίσως, αναλόγως από πού έρχεστε, τις υπηρεσίες του GPS για να περάσετε το ρέμα που διασχίζει Καλλιθέα και Μοσχάτο. Το καλό είναι ότι θα παρκάρετε εκεί κοντά χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία (3 στα 10).
Όταν λοιπόν φθάσετε, σταθείτε μια στιγμή μπροστά από το μαγαζί και χαζέψτε το. Μια παλιά μονοκατοικία, από τις λίγες που σώθηκαν από τη λαίλαπα της αντιπαροχής, με μια πυκνοφυτεμένη σκιερή – χάρη στην τεράστια κληματαριά – αυλή στην μπροστινή πλευρά. Όταν ο καιρός είναι καλός σίγουρα μια καλή επιλογή, αν και, για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ ότι ο μέσα χώρος είναι το μεγάλο ατού που διαθέτουν τα ΚΑΝΑΡΙΑ.
Κατεβαίνεις δύο σκαλιά και βρίσκεσαι πολλά χρόνια πίσω, στη δεκαετία του 50-60. Μια ψηλοτάβανη αίθουσα με το γνωστό vintage μωσαϊκό, διπλή σειρά βαρελιών στον αριστερό τοίχο και την κουζίνα στο βάθος. Ενδιάμεσα οι μικρές αλλά πεντακάθαρες τουαλέτες. Οι τοίχοι λευκοί περασμένοι με λαδομπογιά μέχρι τα δύο μέτρα, τεχνοτροπία μάστορα μπογιατζή 50 χρόνια πριν, που σήμερα πια συναντάς καμιά φορά μόνο σε μπακάλικα ή ταβέρνες απομακρυσμένων περιοχών.
Διακόσμηση η αναμενόμενη, κάδρα, μπακίρια και τα συναφή, σίγουρα όχι κάτι που θα μαγνητίσει το μάτι σας, αυτή τη δουλειά θα κάνει σε λίγη ώρα το φαγητό. Τραπέζια ευρύχωρα, σχετικά στριμωχτά όμως, κλασικές ψάθινες καρέκλες. Το απόλυτο όμως χαρακτηριστικό του χώρου είναι η κυριολεκτικά εκτυφλωτική καθαριότητα. Από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, από το χώρο φαγητού μέχρι την κουζίνα, τα πάντα αστράφτουν, ακόμα και το προσωπικό που μαγειρεύει ή κινείται στο χώρο λάμπει από καθαριότητα.
Τα ΚΑΝΑΡΙΑ είναι μια οικογενειακή επιχείρηση, στους ώμους της τρίτης πια γενιάς. Το γενικό πρόσταγμα έχει ο πατήρ, μπροστά στο ταμείο, με άγρυπνο βλέμμα στην κουζίνα και τους δύο γιους, από τους οποίους ο μεγαλύτερος παίρνει τις παραγγελίες και σερβίρει, ενώ ο μικρότερος διευθετεί, στρώνει και μαζεύει τα τραπέζια και βοηθά στο σερβίρισμα.
Κατάλογο δεν θα χρειαστείτε, το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Αρχικά θα έρθουν στο τραπέζι τρία πιάτα, μαζί με ένα φραντζολάκι ψωμί: Μια σαλάτα για τέσσερα άτομα, είτε ντοματοσαλάτα με μπόλικο «μαραμένο» ξερό κρεμμύδι περιχυμένη με ντοματόζουμο είτε λάχανο εξαιρετικά ψιλοκομμένο με dressing με άρωμα σκόρδου, τυρί φέτα με λαδορίγανη και ένα πιάτο με ελιές, αυτές που λέμε «για ήρωες», από τις πιο νόστιμες που έχετε φάει.
Η συνέχεια είναι επικά ψαροφαγική. Πρώτο και must πιάτο οι γαρίδες, γάμπαρη από τον Πλαταμώνα. Φρέσκες, καθαρισμένες από το κέλυφος, τηγανισμένες σωστά, εσείς αφαιρείτε το σκληρό κομμάτι της ουράς, ρουφάτε τους χυμούς από το κεφάλι και κάνετε δυο μπουκιές το υπόλοιπο. Είναι βέβαια το πιο ακριβό πράγμα που μπορείτε να παραγγείλετε στα Κανάρια, όμως πραγματικά αξίζει, δεν τρώτε άλλωστε κάθε μέρα τέτοιες γαρίδες. Χαρακτηριστικά αναφέρω (το διάβασα στην – επίσης vintage – ιστοσελίδα τους) ότι το μαγαζί κλείνει το καλοκαίρι από αρχές Ιουλίου μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου, γιατί είναι η περίοδος αναπαραγωγής της γαρίδας.
Για τη συνέχεια θα ρίξετε μια ματιά στο ψυγείο με τα φρέσκα ψάρια και θα επιλέξετε κάτι ανάμεσα σε φαγκρί, συναγρίδα, τσιπούρα ή μπαρμπούνια, ή ότι άλλο είναι διαθέσιμο. Τα ψάρια είναι γενικά ευμεγέθη, η χαρά της μεγάλης παρέας. Η ιδιαιτερότητα της υπόθεσης: Το ψάρι ψήνεται κάτι παραπάνω από μαστόρικα, διατηρώντας όλους τους χυμούς του, και φθάνει στο τραπέζι σε πιατέλα καθαρισμένο από την πέτσα του, η λευκή σάρκα σε όλο της το μεγαλείο. Οι τιμές και εδώ ανάλογες προς τη φρεσκάδα και την ποιότητα.
Σε μια ψαροταβέρνα γεμάτη κρασοβάρελα το χύμα κρασί που σερβίρεται οφείλει να ανταποκρίνεται στο επίπεδο του μαγαζιού, ήταν όντως εξαιρετικά γευστικό και στη σωστή θερμοκρασία. Μετά από τόσες και τέτοιες γεύσεις ο πήχης για το επιδόρπιο είχε ανέβει ψηλά, και σ’ αυτό όμως το τεστ τα Κανάρια πέρασαν άνετα. Ο σιμιγδαλένιος χαλβάς με χοντροκοπανισμένο αμύγδαλο και το γλυκό του κουταλιού έκλεισαν με τον καλύτερο τρόπο ένα θαυμάσιο γεύμα.
Πόσο συχνά θα επιτρέψετε στον εαυτό σας την πολυτέλεια ενός τέτοιου γεύματος, που με γαρίδες, ψάρι, συνοδευτικά και κρασί μπορεί να αγγίξει τα 100 ευρώ. είναι καθαρά θέμα του περιεχομένου της τσέπης του καθενός. Θα τολμούσα όμως να πω ότι μια δοκιμή θα σας πείσει.