Άχαστος προορισμός ο Λαύκος. Όμορφο χωριό, υπέροχα πλακόστρωτα δρομάκια, πλατεία ξεχωριστή με το αρχαιότερο καφενείο στην Ελλάδα, μαγευτική θέα προς Βυζίτσα και στα επονομαζόμενα φιόρδ της Μαγνησίας, ωραία μέρη για φαγητό και γλυκό. Μεσημέρι Αυγουστιάτικο και μετά από τρομερό μπάνιο στο Μικρό, αποφασίσαμε, αντί των γνωστών που έχουμε επισκεφτεί πολλάκις, να φάμε σε κάτι νέο. Έτσι έγινε η επιλογή του ‘’Δογματος’’. Πλατεία –όμορφη- λοιπόν του χωριού, με τρομερή σκιά από τα πλατάνια, ωραία πέτρινη βρύση αλλά χωρίς νερό, λίγα τουριστικά μαγαζάκια, μουσείο, στην άκρη κλασσικά δεσπόζουσα εκκλησία και μια εκπληκτική ησυχία. Ό,τι ζητούσαμε εκείνη την ώρα.Καθίσαμε εκεί που είχε σούβλες, αλλά δυστυχώς δεν είχαν μπει ακόμα – απολογήθηκε στο τέλος ο τρομερός ψήστης- οπότε θα βολευόμασταν με τα μαγειρευτά και ό,τι της ώρας υπήρχε. Αφού καθίσαμε, μας κάνει νόημα η συμπαθητική σερβιτόρα ότι έρχεται. Ήρθε λοιπόν και εκεί που ήμασταν έτοιμοι να ζητήσουμε καταλόγους, διαπιστώνουμε ότι δεν! Το σωτήριο έτος 2024 η επιλογή των εδεσμάτων σε τουριστικό χωριό, δεν γίνεται από κατάλογο, αλλά δια στόματος σερβιτόρου. Oh yessss!Κοιταχτήκαμε και δεν σηκωθήκαμε, από τακτ, αλλά και γιατί το συγκεκριμένο μαγαζί είχε τον περισσότερο κόσμο από τα υπόλοιπα της πλατείας, άρα υποθέσαμε κάτι καλό γίνεται. Ορεκτικά από τα 3 πήραμε το ένα, το κλασσικό γαλοτύρι – ε μην ζητάμε και πολλά – το οποίο ήταν αρκετά καλό αλλά ετοιματζίδικο. Δεν μας χάλασε βέβαια, ίσα – ίσα μας άνοιξε την όρεξη μαζί με την χωριάτικη – η μοναδική επιλογή σαλάτας- που ήταν φρέσκια και δροσερή αλλά μικρή.
Τα γεμιστά, αν και το ρύζι δεν ήταν σπυρωτό που το προτιμάω, ήταν νοστιμότατα και φτιαγμένα με τον πολίτικο τρόπο με κουκουνάρια και σταφίδες που του έδιναν μια πιο γλυκιά αλλά εξαιρετική γεύση.
Το κοκκινιστό μοσχαράκι όπως και το χοιρινό με μουστάρδα και μέλι ήταν τα καλύτερα πιάτα πού έφτασαν στο τραπέζι μας.
Νομίζω η μαγείρισσα ‘’το έχει’’, αφού ακόμα και η σάλτσα των πιάτων εξαφανίστηκε μαζί με το ζεστό ψωμί που προσγειωνόταν από όλους, ταχύτατα στα 2 πιάτα.
Καλά και τα σουτζουκάκια/κεφτέδες με σάλτσα στην ουσία, αλλά κάποια μπαχαρικά έλειπαν και το πιάτο δεν έκανε το κλασσικό ξεπέταγμα.
Τέλος σουβλάκια με το τεμάχιο (ακριβά τα χρεώνεις μάστορα), με απαράμιλλη νοστιμιά αφού έγινε refill, μα και πάλι δεν δικαιολογείται η τιμή τους.
Συνοδεία όλων των πιάτων πλην των ορφανών γεμιστών, πατάτα τηγανιτή χρυσαφένια σωστά τηγανισμένη αλλά καραπροκάτ.
Στο τέλος, κέρασμα παγωτάκι, το κλασσικό κέρασμα των περισσότερων τσιπουράδικων στη Μαγνησία. Ο λογαριασμός ήρθε στο μπακαλοδεύτερο του Ζήκου, με τιμές αρκετά φτηνές (15 e pp), θεωρώ όχι κατά προσέγγιση. Φάγαμε καλά; Ναι αλλά, με περιορισμένες επιλογές και λίγο στο πόδι. Είναι σα να πετύχαμε το μαγαζί στα ανοίγματα, πριν ακόμα προλάβει να συντονιστεί το προσωπικό και ετοιμαστούν οι κατάλογοι. Να πάτε στον Λαύκο, μην πείτε είναι μακριά, είναι εμπειρία, θα περάσετε όμορφά, θα ξεφύγετε από τα τετριμμένα και άκρως τουριστικά χωριά του Πηλίου και θα γαληνέψει το είναι σας. Τώρα, που θα φάτε; Εμπιστευτείτε το ένστικτό σας και καθίστε. Τουλάχιστον δεν θα πείτε ότι η πρόταση δεν ήταν καλή!!!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Άχαστος προορισμός ο Λαύκος. Όμορφο χωριό, υπέροχα πλακόστρωτα δρομάκια, πλατεία ξεχωριστή με το αρχαιότερο καφενείο στην Ελλάδα, μαγευτική θέα προς Βυζίτσα και στα επονομαζόμενα φιόρδ της Μαγνησίας, ωραία μέρη για φαγητό και γλυκό.
Μεσημέρι Αυγουστιάτικο και μετά από τρομερό μπάνιο στο Μικρό, αποφασίσαμε, αντί των γνωστών που έχουμε επισκεφτεί πολλάκις, να φάμε σε κάτι νέο.
Έτσι έγινε η επιλογή του ‘’Δογματος’’.
Πλατεία –όμορφη- λοιπόν του χωριού, με τρομερή σκιά από τα πλατάνια, ωραία πέτρινη βρύση αλλά χωρίς νερό, λίγα τουριστικά μαγαζάκια, μουσείο, στην άκρη κλασσικά δεσπόζουσα εκκλησία και μια εκπληκτική ησυχία.
Ό,τι ζητούσαμε εκείνη την ώρα.Καθίσαμε εκεί που είχε σούβλες, αλλά δυστυχώς δεν είχαν μπει ακόμα – απολογήθηκε στο τέλος ο τρομερός ψήστης- οπότε θα βολευόμασταν με τα μαγειρευτά και ό,τι της ώρας υπήρχε. Αφού καθίσαμε, μας κάνει νόημα η συμπαθητική σερβιτόρα ότι έρχεται. Ήρθε λοιπόν και εκεί που ήμασταν έτοιμοι να ζητήσουμε καταλόγους, διαπιστώνουμε ότι δεν! Το σωτήριο έτος 2024 η επιλογή των εδεσμάτων σε τουριστικό χωριό, δεν γίνεται από κατάλογο, αλλά δια στόματος σερβιτόρου. Oh yessss!Κοιταχτήκαμε και δεν σηκωθήκαμε, από τακτ, αλλά και γιατί το συγκεκριμένο μαγαζί είχε τον περισσότερο κόσμο από τα υπόλοιπα της πλατείας, άρα υποθέσαμε κάτι καλό γίνεται.
Ορεκτικά από τα 3 πήραμε το ένα, το κλασσικό γαλοτύρι – ε μην ζητάμε και πολλά – το οποίο ήταν αρκετά καλό αλλά ετοιματζίδικο. Δεν μας χάλασε βέβαια, ίσα – ίσα μας άνοιξε την όρεξη μαζί με την χωριάτικη – η μοναδική επιλογή σαλάτας- που ήταν φρέσκια και δροσερή αλλά μικρή.
Τα γεμιστά, αν και το ρύζι δεν ήταν σπυρωτό που το προτιμάω, ήταν νοστιμότατα και φτιαγμένα με τον πολίτικο τρόπο με κουκουνάρια και σταφίδες που του έδιναν μια πιο γλυκιά αλλά εξαιρετική γεύση.
Το κοκκινιστό μοσχαράκι όπως και το χοιρινό με μουστάρδα και μέλι ήταν τα καλύτερα πιάτα πού έφτασαν στο τραπέζι μας.
Νομίζω η μαγείρισσα ‘’το έχει’’, αφού ακόμα και η σάλτσα των πιάτων εξαφανίστηκε μαζί με το ζεστό ψωμί που προσγειωνόταν από όλους, ταχύτατα στα 2 πιάτα.
Καλά και τα σουτζουκάκια/κεφτέδες με σάλτσα στην ουσία, αλλά κάποια μπαχαρικά έλειπαν και το πιάτο δεν έκανε το κλασσικό ξεπέταγμα.
Τέλος σουβλάκια με το τεμάχιο (ακριβά τα χρεώνεις μάστορα), με απαράμιλλη νοστιμιά αφού έγινε refill, μα και πάλι δεν δικαιολογείται η τιμή τους.
Συνοδεία όλων των πιάτων πλην των ορφανών γεμιστών, πατάτα τηγανιτή χρυσαφένια σωστά τηγανισμένη αλλά καραπροκάτ.
Στο τέλος, κέρασμα παγωτάκι, το κλασσικό κέρασμα των περισσότερων τσιπουράδικων στη Μαγνησία.
Ο λογαριασμός ήρθε στο μπακαλοδεύτερο του Ζήκου, με τιμές αρκετά φτηνές (15 e pp), θεωρώ όχι κατά προσέγγιση.
Φάγαμε καλά; Ναι αλλά, με περιορισμένες επιλογές και λίγο στο πόδι. Είναι σα να πετύχαμε το μαγαζί στα ανοίγματα, πριν ακόμα προλάβει να συντονιστεί το προσωπικό και ετοιμαστούν οι κατάλογοι.
Να πάτε στον Λαύκο, μην πείτε είναι μακριά, είναι εμπειρία, θα περάσετε όμορφά, θα ξεφύγετε από τα τετριμμένα και άκρως τουριστικά χωριά του Πηλίου και θα γαληνέψει το είναι σας. Τώρα, που θα φάτε; Εμπιστευτείτε το ένστικτό σας και καθίστε. Τουλάχιστον δεν θα πείτε ότι η πρόταση δεν ήταν καλή!!!