Πριν πας σε ένα νησί, δε ζητάς τις συμβουλές από φίλους ή συναδέλφους που εμπιστεύεσαι κι έχουν πάει ήδη; Μην κοιτάς εσύ που στα συγκέντρωσα στο άρθρο του blog και τα έχεις όλα μαζεμένα και νοικοκυρεμένα. Ε, για αυτό το μαγαζί, μόνο αυστηρές συστάσεις να πάω είχα και μάλιστα από αρκετές διαφορετικές πηγές. Δεν υπήρχε περίπτωση να τις αγνοήσω και δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή.
Πέμπτη 6 Αυγούστου απογευματάκι λοιπόν και ξεκινήσαμε από την πόλη ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο, κατευθυνόμενοι νότια. Το τοπίο δεν παρουσιάζει μεγάλες εναλλαγές, ήπια βλάστηση, η σκούρα μπλε θάλασσα και τα τεράστια ξενοδοχεία που καλύπτουν το μεγαλύτερο παράκτιο μέρος. Στο Γεννάδι στρίψαμε δεξιά κι άρχισε δειλά-δειλά να αλλάζει το τοπίο. Πλουσιότερη βλάστηση, ελιές, ξενοδοχεία πουθενά, ένα χωριό περάσαμε, το Βατί, κι αυτό απ’ έξω. Μετά, τίποτα. Δε συναντήσαμε ούτε ένα αυτοκίνητο. Τουλάχιστον για μένα, αυτό σημαίνει διακοπές. Να ανοίγεις το παράθυρο στην ερημιά και να ρουφάς τις μυρωδιές της εξοχής με όλη σου τη δύναμη.
Μετά από, περίπου, 1,5 ώρα δρόμο συνολικά, φτάσαμε στην είσοδο του χωριού Προφύλια, σε ένα αμφιθεατρικό ύψωμα της οποίας, βρίσκεται η ταβέρνα. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και αντικρίσαμε μια βεράντα με ξύλινα τραπεζοκαθίσματα, κάτω από ένα τεράστιο δέντρο. Στην άκρη της βεράντας ένα παλιό πέτρινο εξωκλήσι που σε μετέφερε νοερά σε πλατεία μικρού χωριού. Μας υποδέχτηκε θερμά ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Σάββας. Εκείνη την ώρα στην ταβέρνα γευμάτιζαν άλλες 4 παρέες, στην πλειοψηφία τους τουρίστες από άλλες χώρες. Ο σερβιτόρος μας τακτοποίησε στο τραπέζι μας κι έφερε σερβίτσια, νεράκι και τους καταλόγους. Στη συνέχεια, ήρθε ο κος Σάββας για την παραγγελία, ακούσαμε τις συμβουλές του και παραγγείλαμε.
• Καλαθάκι με ψωμί και ροδίτικα πιτάκια
• Τζατζίκι
Ορεκτικό που σπάνια παραλείπεται από το τραπέζι μας, εδώ δυνατό και πλούσιο.
• Φέτα ψητή φούρνου
Ονειρικό πιάτο! Οφείλω να επισημάνω ότι το στεφάνι μου σιχαίνεται τη φέτα και τη ντομάτα. Στη φέτα είναι πιο ανεκτικός, μπορεί να τη φάει ψημένη, αλλά τη ντομάτα σε καμία μορφή. Γούρλωσα τα μπιρμπιλωτά μου μάτια, όταν τον είδα, κυριολεκτικά, να τσακίζει το συγκεκριμένο πιάτο, του οποίου πρωταγωνιστές είναι η φέτα και η ντομάτα.
• Σπιτική μελιτζανοσαλάτα
Πρωτότυπη και αρκετά καλή εκδοχή της μελιτζανοσαλάτας. Ουσιαστικά, έχει διατηρηθεί η «βαρκούλα» της μελιτζάνας και στην ψίχα της έχουν προστεθεί σκόρδο, μαϊντανός, τυρί, κ.ά.
• Ψητό συκώτι
Σωστή πρώτη ύλη χωρίς νεύρα, θα μπορούσε και με λιγότερο ψήσιμο.
• Λουκάνικο χωριάτικο
Δύο ευμεγέθη κομμάτια λουκάνικου, πεντανόστιμα και σωστά ψημένα.
• Κόκορα μεθυσμένο με χυλοπίτες
Πραγματικός κόκορας και όχι Μιμίκος βαφτισμένος κόκορας, γεμάτη χωριάτικη γεύση, όμορφα βρασμένες οι χυλοπίτες, μεγάλη μερίδα.
• «Λακάνη», δηλαδή κατσικάκι κοκκινιστό με πλιγούρι
Άλλο ένα πλούσιο σε γεύση και ποσότητα πιάτο, παραδοσιακό ροδίτικο, το μοιράστηκα με την κόρη μου, η οποία το λάτρεψε. Εκτιμήσαμε ιδιαίτερα την πρωτοβουλία προσθήκης τηγανιτών πατατών εκτός του πλιγουριού, όταν άκουσαν ότι θα είναι το κυρίως του παιδιού. Επίσης μεγάλη μερίδα.
• Μπύρα Μάμος και αναψυκτικά
• Πλούσιο κέρασμα καρπούζι και σταφύλι δικής τους παραγωγής
Εκτός από το φαγητό σε αυτή την παραδοσιακή ταβέρνα, τις εντυπώσεις έκλεψε ο κύριος Σάββας με το τσιγκελωτό του μουστάκι. «Αυθεντικός» είναι το επίθετο που τον χαρακτηρίζει απόλυτα. Κάθισε μαζί μας αρκετή ώρα και με μεγάλη χαρά ακούσαμε την ιστορία του. Ας διευκρινιστεί εξαρχής ότι η ονομασία του μαγαζιού προφανώς δεν προκύπτει από τον λογαριασμό, που θα έρθει στο τέλος του γεύματός σας. Προκύπτει από ένα προσωνύμιο που του «κόλλησαν» εξαιτίας ενός λαχανικού που έκοψε από ξένο κήπο, όταν ήταν μικρός και ήταν ιδέα της γυναίκας του κυρίας Κωνσταντίνας, να ονομαστεί έτσι η ταβέρνα. Καλλιεργεί χειμώνα-καλοκαίρι τα δικά του οπωροκηπευτικά, ελιές, φρούτα και τα χρησιμοποιεί όλα στην ταβέρνα. Εντύπωση μας έκανε η ποικιλία του καρπουζιού που μας κέρασαν, καθώς είχε τεράστια κουκούτσια. «Είναι παλιός σπόρος, τον κρατάμε γενιές και γενιές, άνυδρα λέγονται», μας εξήγησε ο κος Σάββας. Επίσης, το σταφύλι που μας κέρασαν έκανε από χιλιόμετρα μπαμ ότι ήταν αγνό και χωρίς ορμόνες, λόγω μικρού μεγέθους. Γι’ αυτό τον λόγο μάλιστα κι επειδή ήταν πολύ και δεν το καταφέραμε, ζήτησα, αν γίνεται, το υπόλοιπο να μας το βάλει σε μια σακουλίτσα, ώστε να το δώσω στο παιδί στην παραλία την επόμενη μέρα. Παρέλαβα μια γεμάτη σακούλα σταφύλια και παρά τις αντιρρήσεις μου, εξηγώντας πως την μεθεπόμενη αναχωρούσαμε αεροπορικώς και δεν μπορούσε να μεταφερθεί, ο κύριος Σάββας επέμεινε να το πάρουμε. Προς γνώση του λοιπόν, έστω και 3 μήνες μετά, το σταφύλι μεταφέρθηκε αεροπορικώς και καταναλώθηκε μέχρι την τελευταία ρώγα.
Αξίζει να πάτε σε αυτό το μαγαζί να δοκιμάσετε υπέροχες, αγνές, παραδοσιακές γεύσεις και να γνωρίσετε την πραγματική ροδίτικη φιλοξενία από αυθεντικούς και δοτικούς ιδιοκτήτες. Όχι τυχαία βραβευμένο με Βραβείο ελληνικής κουζίνας.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Πριν πας σε ένα νησί, δε ζητάς τις συμβουλές από φίλους ή συναδέλφους που εμπιστεύεσαι κι έχουν πάει ήδη; Μην κοιτάς εσύ που στα συγκέντρωσα στο άρθρο του blog και τα έχεις όλα μαζεμένα και νοικοκυρεμένα. Ε, για αυτό το μαγαζί, μόνο αυστηρές συστάσεις να πάω είχα και μάλιστα από αρκετές διαφορετικές πηγές. Δεν υπήρχε περίπτωση να τις αγνοήσω και δεν το μετάνιωσα ούτε στιγμή.
Πέμπτη 6 Αυγούστου απογευματάκι λοιπόν και ξεκινήσαμε από την πόλη ακολουθώντας τον παραλιακό δρόμο, κατευθυνόμενοι νότια. Το τοπίο δεν παρουσιάζει μεγάλες εναλλαγές, ήπια βλάστηση, η σκούρα μπλε θάλασσα και τα τεράστια ξενοδοχεία που καλύπτουν το μεγαλύτερο παράκτιο μέρος. Στο Γεννάδι στρίψαμε δεξιά κι άρχισε δειλά-δειλά να αλλάζει το τοπίο. Πλουσιότερη βλάστηση, ελιές, ξενοδοχεία πουθενά, ένα χωριό περάσαμε, το Βατί, κι αυτό απ’ έξω. Μετά, τίποτα. Δε συναντήσαμε ούτε ένα αυτοκίνητο. Τουλάχιστον για μένα, αυτό σημαίνει διακοπές. Να ανοίγεις το παράθυρο στην ερημιά και να ρουφάς τις μυρωδιές της εξοχής με όλη σου τη δύναμη.
Μετά από, περίπου, 1,5 ώρα δρόμο συνολικά, φτάσαμε στην είσοδο του χωριού Προφύλια, σε ένα αμφιθεατρικό ύψωμα της οποίας, βρίσκεται η ταβέρνα. Ανεβήκαμε τα σκαλιά και αντικρίσαμε μια βεράντα με ξύλινα τραπεζοκαθίσματα, κάτω από ένα τεράστιο δέντρο. Στην άκρη της βεράντας ένα παλιό πέτρινο εξωκλήσι που σε μετέφερε νοερά σε πλατεία μικρού χωριού. Μας υποδέχτηκε θερμά ο ιδιοκτήτης, ο κύριος Σάββας. Εκείνη την ώρα στην ταβέρνα γευμάτιζαν άλλες 4 παρέες, στην πλειοψηφία τους τουρίστες από άλλες χώρες. Ο σερβιτόρος μας τακτοποίησε στο τραπέζι μας κι έφερε σερβίτσια, νεράκι και τους καταλόγους. Στη συνέχεια, ήρθε ο κος Σάββας για την παραγγελία, ακούσαμε τις συμβουλές του και παραγγείλαμε.
• Καλαθάκι με ψωμί και ροδίτικα πιτάκια
• Τζατζίκι
Ορεκτικό που σπάνια παραλείπεται από το τραπέζι μας, εδώ δυνατό και πλούσιο.
• Φέτα ψητή φούρνου
Ονειρικό πιάτο! Οφείλω να επισημάνω ότι το στεφάνι μου σιχαίνεται τη φέτα και τη ντομάτα. Στη φέτα είναι πιο ανεκτικός, μπορεί να τη φάει ψημένη, αλλά τη ντομάτα σε καμία μορφή. Γούρλωσα τα μπιρμπιλωτά μου μάτια, όταν τον είδα, κυριολεκτικά, να τσακίζει το συγκεκριμένο πιάτο, του οποίου πρωταγωνιστές είναι η φέτα και η ντομάτα.
• Σπιτική μελιτζανοσαλάτα
Πρωτότυπη και αρκετά καλή εκδοχή της μελιτζανοσαλάτας. Ουσιαστικά, έχει διατηρηθεί η «βαρκούλα» της μελιτζάνας και στην ψίχα της έχουν προστεθεί σκόρδο, μαϊντανός, τυρί, κ.ά.
• Ψητό συκώτι
Σωστή πρώτη ύλη χωρίς νεύρα, θα μπορούσε και με λιγότερο ψήσιμο.
• Λουκάνικο χωριάτικο
Δύο ευμεγέθη κομμάτια λουκάνικου, πεντανόστιμα και σωστά ψημένα.
• Κόκορα μεθυσμένο με χυλοπίτες
Πραγματικός κόκορας και όχι Μιμίκος βαφτισμένος κόκορας, γεμάτη χωριάτικη γεύση, όμορφα βρασμένες οι χυλοπίτες, μεγάλη μερίδα.
• «Λακάνη», δηλαδή κατσικάκι κοκκινιστό με πλιγούρι
Άλλο ένα πλούσιο σε γεύση και ποσότητα πιάτο, παραδοσιακό ροδίτικο, το μοιράστηκα με την κόρη μου, η οποία το λάτρεψε. Εκτιμήσαμε ιδιαίτερα την πρωτοβουλία προσθήκης τηγανιτών πατατών εκτός του πλιγουριού, όταν άκουσαν ότι θα είναι το κυρίως του παιδιού. Επίσης μεγάλη μερίδα.
• Μπύρα Μάμος και αναψυκτικά
• Πλούσιο κέρασμα καρπούζι και σταφύλι δικής τους παραγωγής
Εκτός από το φαγητό σε αυτή την παραδοσιακή ταβέρνα, τις εντυπώσεις έκλεψε ο κύριος Σάββας με το τσιγκελωτό του μουστάκι. «Αυθεντικός» είναι το επίθετο που τον χαρακτηρίζει απόλυτα. Κάθισε μαζί μας αρκετή ώρα και με μεγάλη χαρά ακούσαμε την ιστορία του. Ας διευκρινιστεί εξαρχής ότι η ονομασία του μαγαζιού προφανώς δεν προκύπτει από τον λογαριασμό, που θα έρθει στο τέλος του γεύματός σας. Προκύπτει από ένα προσωνύμιο που του «κόλλησαν» εξαιτίας ενός λαχανικού που έκοψε από ξένο κήπο, όταν ήταν μικρός και ήταν ιδέα της γυναίκας του κυρίας Κωνσταντίνας, να ονομαστεί έτσι η ταβέρνα. Καλλιεργεί χειμώνα-καλοκαίρι τα δικά του οπωροκηπευτικά, ελιές, φρούτα και τα χρησιμοποιεί όλα στην ταβέρνα. Εντύπωση μας έκανε η ποικιλία του καρπουζιού που μας κέρασαν, καθώς είχε τεράστια κουκούτσια. «Είναι παλιός σπόρος, τον κρατάμε γενιές και γενιές, άνυδρα λέγονται», μας εξήγησε ο κος Σάββας. Επίσης, το σταφύλι που μας κέρασαν έκανε από χιλιόμετρα μπαμ ότι ήταν αγνό και χωρίς ορμόνες, λόγω μικρού μεγέθους. Γι’ αυτό τον λόγο μάλιστα κι επειδή ήταν πολύ και δεν το καταφέραμε, ζήτησα, αν γίνεται, το υπόλοιπο να μας το βάλει σε μια σακουλίτσα, ώστε να το δώσω στο παιδί στην παραλία την επόμενη μέρα. Παρέλαβα μια γεμάτη σακούλα σταφύλια και παρά τις αντιρρήσεις μου, εξηγώντας πως την μεθεπόμενη αναχωρούσαμε αεροπορικώς και δεν μπορούσε να μεταφερθεί, ο κύριος Σάββας επέμεινε να το πάρουμε. Προς γνώση του λοιπόν, έστω και 3 μήνες μετά, το σταφύλι μεταφέρθηκε αεροπορικώς και καταναλώθηκε μέχρι την τελευταία ρώγα.
Αξίζει να πάτε σε αυτό το μαγαζί να δοκιμάσετε υπέροχες, αγνές, παραδοσιακές γεύσεις και να γνωρίσετε την πραγματική ροδίτικη φιλοξενία από αυθεντικούς και δοτικούς ιδιοκτήτες. Όχι τυχαία βραβευμένο με Βραβείο ελληνικής κουζίνας.