Κάπου, μεσημεριάτικα, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο –να μη σας πω ότι ήμουν Λουιζιάνα και καείτε- δύο αδέρφια από άλλη μάνα και σίγουρα άλλο πατέρα, κάθισαν με τις οικογένειές τους να ξαποστάσουν, να πιουν και να φάνε το κάτι τις.
Ο Χάρης που έφτασε πρώτος, κυνηγούσε τον μικρό γιο του να μην πέσει στη θάλασσα.
Ο Πάρις που έφτασε τελευταίος, έψαχνε την φυσιοδίφη γυναίκα του που βρήκε μουσείο να επισκεφτεί.
Αφού καταστάλαξε το όλον ζήτημα, είπαν να πιουν ένα τσίπουρο της περιοχής να κρίνουν τον παραγωγό. Έλα όμως που ο ‘’Πελάδας’’ δεν είχε περάσει από το μαγαζί, απόθεμα δεν υπήρχε και κατέληξαν να πίνουν Δεκαράκι Θεσσαλικό, που το πίνουν και στον τόπο τους!!! Ο μεζές τουλάχιστον ήταν καλός, λιμανίσιος, με ζουμερή ντοματούλα, ελιές, τυροκαυτερή κόκκινη με κάψιμο για τα γούστα μου, πατατοσαλάτα με ωραία μυρωδικά και μαρινάτο γαύρο εξαιρετικό.
Η επόμενη ερώτηση του Χάρη, μιας και ο Πάρις ατένιζε το λιμανάκι και το εξαιρετικό τραντίσιοναλ στήσιμο του χώρου, με διάφορα γραφόμενα στην πίσω όψη της καρέκλας – να στοχάζεσαι- , ήταν για το τοπικό προϊόν.
– Καλός ο κατάλογος, αλλά δεν βλέπω σπαγγέτι με εκείνο το πορτοκαλί που βγαίνει από τη μπάφα, που βγάζετε εδώ στην περιοχή και είναι και ακριβό.
Και να’σου το σπαγγέτι με το αυγοτάραχο, μιας φοβερής γεύσης και υφής μακαρονάδα, πικάντικη όσο έπρεπε, που φυσικά δεν έμεινε ούτε για δείγμα. Στα 16 ευρώ η τιμή της, πολύ καλή για αυτό που φάγαμε.
Τα παντζάρια όπως και το σαγανάκι του, εξαιρετικά για συνοδευτικά, ο γαύρος ο τηγανητός δίχασε τον Χάρη και τις γυναίκες μιας και στον Χάρη άρεσε, ανάλαφρο τηγάνι, φρεσκάδα, ωραία γεύση, οι γυναίκες στράβωσαν διότι δεν είχαν καθαριστεί τα εντόσθια. Παράλειψη θα έλεγα. Ο δε Πάρις δεν τρώει χρόνια τώρα γαύρο.
Το ψητό χταπόδι στα 13 ευρώ, μεγάλη μερίδα, ωραίο ψήσιμο, μυρωδάτο με το λεμονάκι του, το κρεμμύδι και τα μυρωδικά στο τελείωμα. Άξιος ο ψήστης.
Τα μύδια σαγανάκι χάθηκαν στη μετάφραση. Στο πιάτο κυριαρχούσε η σάλτσα ντομάτας και η φέτα. Αν έκλεινες τα μάτια δεν καταλάβαινες ότι τρως μύδια, το σκόρδο δε και το μπούκοβο που έγραφε η περιγραφή του πιάτου αγνοούνται. Το πιάτο θέλει νέο σχεδιασμό με διαφορετική προσέγγιση.
Όσο ο Χάρης με τον Πάρη άλλαξαν το τσίπουρο με μπύρα, το αφεντικό κέρασε παγωμένο καρπούζι, γλύκισμα.
Αν δεις το εστιατόριο από μπροστά, έτσι όπως είναι δομημένο θα σε μεταφέρει νοερά στη Λουιζιάνα που δεν θα πάω. Ωραίο το παιγνίδισμα των χρωμάτων στα τραπεζοκαθίσματα αλλά και ο φωτισμός του χώρου. Η τηλεόραση θεωρείται περιττή.
Οι τιμές από τις τιμιότερες για τη θέση και το τι προσφέρει το μαγαζί. Ντόπιοι και έντιμοι άνθρωποι σε υπέροχο χώρο.
Για την ιστορία, η Τουρλίδα αποτελεί νησίδα έξω από το Μεσολόγγι που συνδυάζει εξαιρετικό τοπίο, με τα σπιτάκια μέσα στη λίμνη, τον στενό δρόμο που την ενώνει με την πόλη, το μουσείο αλατιού –εξαιρετικό έμαθα – το μπιτσόμπαρο της και την ‘’μαύρη αλυκή’’, την καλύτερη ποιότητα αλατιού στην περιοχή.
Εκτός των εξαιρετικών ελληνικών που πήραμε, έδωσα εντολή να αγοραστεί και αλάτι Χαβάης, μιας και δεν το βλέπω να πηγαίνω Χαβάη σε αυτή τη ζωή.
Πολλά ωραία –που λένε και οι Κύπριοι- περάσαμε στο Μεσολόγγι.
Περισσότερες ιστορίες του Χάρη και του Πάρη, μετά φαγητού πάντα, προσεχώς.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Κάπου, μεσημεριάτικα, σε ένα ειδυλλιακό τοπίο –να μη σας πω ότι ήμουν Λουιζιάνα και καείτε- δύο αδέρφια από άλλη μάνα και σίγουρα άλλο πατέρα, κάθισαν με τις οικογένειές τους να ξαποστάσουν, να πιουν και να φάνε το κάτι τις.
Ο Χάρης που έφτασε πρώτος, κυνηγούσε τον μικρό γιο του να μην πέσει στη θάλασσα.
Ο Πάρις που έφτασε τελευταίος, έψαχνε την φυσιοδίφη γυναίκα του που βρήκε μουσείο να επισκεφτεί.
Αφού καταστάλαξε το όλον ζήτημα, είπαν να πιουν ένα τσίπουρο της περιοχής να κρίνουν τον παραγωγό. Έλα όμως που ο ‘’Πελάδας’’ δεν είχε περάσει από το μαγαζί, απόθεμα δεν υπήρχε και κατέληξαν να πίνουν Δεκαράκι Θεσσαλικό, που το πίνουν και στον τόπο τους!!! Ο μεζές τουλάχιστον ήταν καλός, λιμανίσιος, με ζουμερή ντοματούλα, ελιές, τυροκαυτερή κόκκινη με κάψιμο για τα γούστα μου, πατατοσαλάτα με ωραία μυρωδικά και μαρινάτο γαύρο εξαιρετικό.
Η επόμενη ερώτηση του Χάρη, μιας και ο Πάρις ατένιζε το λιμανάκι και το εξαιρετικό τραντίσιοναλ στήσιμο του χώρου, με διάφορα γραφόμενα στην πίσω όψη της καρέκλας – να στοχάζεσαι- , ήταν για το τοπικό προϊόν.
– Καλός ο κατάλογος, αλλά δεν βλέπω σπαγγέτι με εκείνο το πορτοκαλί που βγαίνει από τη μπάφα, που βγάζετε εδώ στην περιοχή και είναι και ακριβό.
Και να’σου το σπαγγέτι με το αυγοτάραχο, μιας φοβερής γεύσης και υφής μακαρονάδα, πικάντικη όσο έπρεπε, που φυσικά δεν έμεινε ούτε για δείγμα. Στα 16 ευρώ η τιμή της, πολύ καλή για αυτό που φάγαμε.
Τα παντζάρια όπως και το σαγανάκι του, εξαιρετικά για συνοδευτικά, ο γαύρος ο τηγανητός δίχασε τον Χάρη και τις γυναίκες μιας και στον Χάρη άρεσε, ανάλαφρο τηγάνι, φρεσκάδα, ωραία γεύση, οι γυναίκες στράβωσαν διότι δεν είχαν καθαριστεί τα εντόσθια. Παράλειψη θα έλεγα. Ο δε Πάρις δεν τρώει χρόνια τώρα γαύρο.
Το ψητό χταπόδι στα 13 ευρώ, μεγάλη μερίδα, ωραίο ψήσιμο, μυρωδάτο με το λεμονάκι του, το κρεμμύδι και τα μυρωδικά στο τελείωμα. Άξιος ο ψήστης.
Τα μύδια σαγανάκι χάθηκαν στη μετάφραση. Στο πιάτο κυριαρχούσε η σάλτσα ντομάτας και η φέτα. Αν έκλεινες τα μάτια δεν καταλάβαινες ότι τρως μύδια, το σκόρδο δε και το μπούκοβο που έγραφε η περιγραφή του πιάτου αγνοούνται. Το πιάτο θέλει νέο σχεδιασμό με διαφορετική προσέγγιση.
Όσο ο Χάρης με τον Πάρη άλλαξαν το τσίπουρο με μπύρα, το αφεντικό κέρασε παγωμένο καρπούζι, γλύκισμα.
Αν δεις το εστιατόριο από μπροστά, έτσι όπως είναι δομημένο θα σε μεταφέρει νοερά στη Λουιζιάνα που δεν θα πάω. Ωραίο το παιγνίδισμα των χρωμάτων στα τραπεζοκαθίσματα αλλά και ο φωτισμός του χώρου. Η τηλεόραση θεωρείται περιττή.
Οι τιμές από τις τιμιότερες για τη θέση και το τι προσφέρει το μαγαζί. Ντόπιοι και έντιμοι άνθρωποι σε υπέροχο χώρο.
Για την ιστορία, η Τουρλίδα αποτελεί νησίδα έξω από το Μεσολόγγι που συνδυάζει εξαιρετικό τοπίο, με τα σπιτάκια μέσα στη λίμνη, τον στενό δρόμο που την ενώνει με την πόλη, το μουσείο αλατιού –εξαιρετικό έμαθα – το μπιτσόμπαρο της και την ‘’μαύρη αλυκή’’, την καλύτερη ποιότητα αλατιού στην περιοχή.
Εκτός των εξαιρετικών ελληνικών που πήραμε, έδωσα εντολή να αγοραστεί και αλάτι Χαβάης, μιας και δεν το βλέπω να πηγαίνω Χαβάη σε αυτή τη ζωή.
Πολλά ωραία –που λένε και οι Κύπριοι- περάσαμε στο Μεσολόγγι.
Περισσότερες ιστορίες του Χάρη και του Πάρη, μετά φαγητού πάντα, προσεχώς.