Ο πεζόδρομος της Αγίας Θεοδώρας στο κέντρο της πόλης, μου είναι γνωστός πολλά χρόνια πίσω. Όταν ακόμα, ο κάθετος δρόμος σε αυτόν, η Αγίας Σοφίας δεν ήταν πεζόδρομος αλλά δρόμος φουλ στην κίνηση. Τότε τον επισκεπτόμουν συχνά όχι για φαγητό βέβαια, αλλά γιατί απέναντι από το εν λόγω μαγαζί, βρίσκεται ο υπεύθυνος γυναικολόγος για τη γέννηση του μικρού μου γιου. Ένας τύπος Starova style, χαλαρός κι αφάσιος, που αγαπούσε το λειτούργημά του, οδηγούσε βέσπα και στο parking του σπιτιού του άραζε το όνειρο ζωής για αυτόν, μια Porsche 911. Ελάχιστες φορές βέβαια την κυκλοφόρησε.
Απέναντι υπήρχαν κατά καιρούς διάφορα σουβλατζίδικα της σειράς, όχι κάτι ιδιαίτερο και άξιο προσοχής. Όταν ο κολλητός, πρότεινε να μην ακολουθήσουμε τα standards της πόλης για φαγητό, αλλά να δοκιμάσουμε κάτι “φρέσκο”, ήμουν επιφυλακτικός στο τι θα συναντήσω.
Μεσημέρι Πέμπτης λοιπόν με, ευτυχώς, όχι πολλή ζέστη, βρήκαμε τραπέζι στον πεζόδρομο κάτω από τη δροσερή τέντα του μαγαζιού με την περίεργη ονομασία “Τρεις κι εξήντα” γραμμένh σε ένα υποτιθέμενο γραμματόσημο και με φόντο τον κατάλογο γράμμα. Ο κατάλογος αρκετά μεγάλος με επιλογές σε θαλασσινά και κρεατικά, οπότε συνέχισα να είμαι επιφυλακτικός.
Εντύπωση βέβαια μου έκανε η τάξη που επικρατούσε στα τραπέζια, με το περίεργο μπουκαλάκι λαδιού από το Άγιο Όρος που θύμιζε λάδι μηχανής, το ξύδι με ονομασία προέλευσης μικρού παραγωγού της Β. Ελλάδος, τις σένιες χαρτοπετσέτες και τα χάρτινα σουπλά με το γράμμα της ταμπέλας.
Κατά τα άλλα, κλασσικό μεζεδοπωλείο ντυμένο στα λευκά, με κάποια όμορφα καδράκια στους τοίχους, παλιά βαρελάκια κρασιού και κόσκινα αλλά και διάφορα άλλα χαριτωμένα vintage αντικείμενα, αποστάγματα και κρασιά που διακοσμούν τον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού όπου κυριαρχεί η πέτρα και το ξύλο. Ο χώρος ξεχωρίζει σίγουρα για την τάξη και την καθαριότητα.
Οι σερβιτόροι χαμογελαστοί, ενημερωμένοι, ταχύτατοι και εν δυνάμει, η γλυκιά σερβιτόρα παιγνιδιάρα, χωρίς να ξεπερνούν τη νοητή γραμμή που καθορίζει την σχέση με τον πελάτη. Με απλά και κατανοητά λόγια, μας έφτιαξε τη διάθεση και μας άνοιξε την όρεξη.
Στραφήκαμε στην κρεατοφαγία, συνοδεία παγωμένης μπύρας σε ποτήρι. Άνετα από τρεις ο καθένας, μιας και τα φαγητά ήταν απόλαυση.
Στην αρχή ήρθε το πανέρι με το ψωμί και τις μικρές ζεστές πιτούλες, χρεωμένα αλλά υπεραρκετά για τον καθένα μας. Τα λεμόνια κλεισμένα μέσα σε τούλι για να μην πέφτουν τα κουκούτσια στο φαγητό.
Σαλάτα δοκιμάσαμε την “Ελλήνων Γεύσεις” μια δροσερή, πλούσια σε φρέσκα λαχανικά σαλάτα, διάσπαρτα κομμάτια ανθότυρο σωστά ψημένα, κομμάτια πιπεριάς και παντζαριού, ηλιόσπορο, κολοκύθι, και κρουτόν σκορδόψωμου. Πολύ καλή για να μας ανοίξει την όρεξη, με την ένταση του σκόρδου να ανεβάζει το επίπεδο.
Την παράσταση έκλεψε η καπνιστή μελιτζάνα, γεμιστή με κατίκι Δομοκού, για την κόντρα δροσερού και ζεστού, ψιλοκομμένη ντομάτα, πιπεριές, σκορδάκι, σουσάμι και καρύδια. Μια πολύ καλή παραλλαγή της μελιτζάνας αρκετά γευστικός μεζές.
Αυγά με απάκι για τη συνέχεια. Το έχω δοκιμάσει και στις 2 εκδοχές.
Τηγανισμένο ψωμί στη βάση, με κομμάτια νόστιμο χοιρινό απάκι πασπαλισμένο με μυζήθρα, ντοματίνια , ρόκα κι από πάνω αυγά μάτια.
Απάκι κοτόπουλο, κρέμα στάκας και από πάνω αυγά μάτια.
Εδώ έχω 2 ενστάσεις αν και οι 2 παραλλαγές είναι πολύ – πολύ γευστικές.
Είμαι οπαδός του χοιρινού – από αυτό το απάκι, άλλωστε, έγινε γνωστό- και αυτό θεωρώ ότι ταιριάζει καλύτερα με τη στάκα. Πολλές θερμίδες αλλά αν είναι να φας, να φας καλά.
Θα προτιμούσα τα αυγά μελάτα έτσι ώστε να σπάσουν και να καλύψουν τα υπόλοιπα υλικά. Γενικά θέλει σκέψη και δουλειά το συγκεκριμένο πιάτο.
Συνεχίσαμε με μια ωραία κοπανιστή όπως πρέπει να παρασκευάζεται ανά την Ελλάδα είτε λέγεται κοπανιστή, είτε χτυπητή, είτε τυροκαυτερή. Spicy όσο πρέπει, εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
Ακολούθησε το τεράστιο λουκάνικο, γεμιστό με γραβιέρα, φουλ κρεατένιο χωρίς ίχνος λίπους, καλυμμένο έντεχνα με μια μουσταρδάτη sauce και πάπρικα, με συνοδεία ωραίες χεράτες πατάτες. Απίθανη γεύση όπως συμφώνησε και ο κολλητός ο οποίος τυγχάνει γερμανοαναθρεμμένος άρα κατέχει την τέχνη και τη γεύση του καλού sausage.
Τέλος σουτζουκάκια – κεμπαπάκια γευστικότατα με crispy πίτες συνοδεία από sauce γιαουρτιού και φρέσκιας ντομάτας. Καθαρή γεύση συμπρωτεύουσας, έντονα και αυτά, κιμαδίσια κι ολίγον spicy.
Στην αρχή είπαμε να πάρουμε και το Σερραϊκό σουβλάκι με baby πατάτες και ξύγαλο Σητείας αλλά ευτυχώς, μας σταμάτησε η ομορφούλα σερβιτόρα γιατί ήδη είχαμε σκάσει.
Μαζί με τον λογαριασμό που ανήλθε μαζί με τις μπύρες και το tip περί τα 40 euro, μας κέρασαν και παγωτό καϊμάκι με γλυκό του κουταλιού.
Η επιλογή του “Τρεις κι εξήντα” αποδείχθηκε ευχάριστη έκπληξη. Αξιοπρεπέστατο, καθαρό, γευστικότατο φαγητό, με όλα του σε υπερθετικό βαθμό.
Κλικ μου έκαναν, κάτι θαλασσινά πιάτα που κατευθύνθηκαν στα δίπλα τραπέζια αλλά και οι μεζέδες που συνοδεύουν το τσίπουρο οπότε μια νέα βόλτα καταχωρείται στα μελλοντικά μου σχέδια.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Ο πεζόδρομος της Αγίας Θεοδώρας στο κέντρο της πόλης, μου είναι γνωστός πολλά χρόνια πίσω. Όταν ακόμα, ο κάθετος δρόμος σε αυτόν, η Αγίας Σοφίας δεν ήταν πεζόδρομος αλλά δρόμος φουλ στην κίνηση. Τότε τον επισκεπτόμουν συχνά όχι για φαγητό βέβαια, αλλά γιατί απέναντι από το εν λόγω μαγαζί, βρίσκεται ο υπεύθυνος γυναικολόγος για τη γέννηση του μικρού μου γιου. Ένας τύπος Starova style, χαλαρός κι αφάσιος, που αγαπούσε το λειτούργημά του, οδηγούσε βέσπα και στο parking του σπιτιού του άραζε το όνειρο ζωής για αυτόν, μια Porsche 911. Ελάχιστες φορές βέβαια την κυκλοφόρησε.
Απέναντι υπήρχαν κατά καιρούς διάφορα σουβλατζίδικα της σειράς, όχι κάτι ιδιαίτερο και άξιο προσοχής. Όταν ο κολλητός, πρότεινε να μην ακολουθήσουμε τα standards της πόλης για φαγητό, αλλά να δοκιμάσουμε κάτι “φρέσκο”, ήμουν επιφυλακτικός στο τι θα συναντήσω.
Μεσημέρι Πέμπτης λοιπόν με, ευτυχώς, όχι πολλή ζέστη, βρήκαμε τραπέζι στον πεζόδρομο κάτω από τη δροσερή τέντα του μαγαζιού με την περίεργη ονομασία “Τρεις κι εξήντα” γραμμένh σε ένα υποτιθέμενο γραμματόσημο και με φόντο τον κατάλογο γράμμα. Ο κατάλογος αρκετά μεγάλος με επιλογές σε θαλασσινά και κρεατικά, οπότε συνέχισα να είμαι επιφυλακτικός.
Εντύπωση βέβαια μου έκανε η τάξη που επικρατούσε στα τραπέζια, με το περίεργο μπουκαλάκι λαδιού από το Άγιο Όρος που θύμιζε λάδι μηχανής, το ξύδι με ονομασία προέλευσης μικρού παραγωγού της Β. Ελλάδος, τις σένιες χαρτοπετσέτες και τα χάρτινα σουπλά με το γράμμα της ταμπέλας.
Κατά τα άλλα, κλασσικό μεζεδοπωλείο ντυμένο στα λευκά, με κάποια όμορφα καδράκια στους τοίχους, παλιά βαρελάκια κρασιού και κόσκινα αλλά και διάφορα άλλα χαριτωμένα vintage αντικείμενα, αποστάγματα και κρασιά που διακοσμούν τον εσωτερικό χώρο του μαγαζιού όπου κυριαρχεί η πέτρα και το ξύλο. Ο χώρος ξεχωρίζει σίγουρα για την τάξη και την καθαριότητα.
Οι σερβιτόροι χαμογελαστοί, ενημερωμένοι, ταχύτατοι και εν δυνάμει, η γλυκιά σερβιτόρα παιγνιδιάρα, χωρίς να ξεπερνούν τη νοητή γραμμή που καθορίζει την σχέση με τον πελάτη. Με απλά και κατανοητά λόγια, μας έφτιαξε τη διάθεση και μας άνοιξε την όρεξη.
Στραφήκαμε στην κρεατοφαγία, συνοδεία παγωμένης μπύρας σε ποτήρι. Άνετα από τρεις ο καθένας, μιας και τα φαγητά ήταν απόλαυση.
Στην αρχή ήρθε το πανέρι με το ψωμί και τις μικρές ζεστές πιτούλες, χρεωμένα αλλά υπεραρκετά για τον καθένα μας. Τα λεμόνια κλεισμένα μέσα σε τούλι για να μην πέφτουν τα κουκούτσια στο φαγητό.
Σαλάτα δοκιμάσαμε την “Ελλήνων Γεύσεις” μια δροσερή, πλούσια σε φρέσκα λαχανικά σαλάτα, διάσπαρτα κομμάτια ανθότυρο σωστά ψημένα, κομμάτια πιπεριάς και παντζαριού, ηλιόσπορο, κολοκύθι, και κρουτόν σκορδόψωμου. Πολύ καλή για να μας ανοίξει την όρεξη, με την ένταση του σκόρδου να ανεβάζει το επίπεδο.
Την παράσταση έκλεψε η καπνιστή μελιτζάνα, γεμιστή με κατίκι Δομοκού, για την κόντρα δροσερού και ζεστού, ψιλοκομμένη ντομάτα, πιπεριές, σκορδάκι, σουσάμι και καρύδια. Μια πολύ καλή παραλλαγή της μελιτζάνας αρκετά γευστικός μεζές.
Αυγά με απάκι για τη συνέχεια. Το έχω δοκιμάσει και στις 2 εκδοχές.
Τηγανισμένο ψωμί στη βάση, με κομμάτια νόστιμο χοιρινό απάκι πασπαλισμένο με μυζήθρα, ντοματίνια , ρόκα κι από πάνω αυγά μάτια.
Απάκι κοτόπουλο, κρέμα στάκας και από πάνω αυγά μάτια.
Εδώ έχω 2 ενστάσεις αν και οι 2 παραλλαγές είναι πολύ – πολύ γευστικές.
Είμαι οπαδός του χοιρινού – από αυτό το απάκι, άλλωστε, έγινε γνωστό- και αυτό θεωρώ ότι ταιριάζει καλύτερα με τη στάκα. Πολλές θερμίδες αλλά αν είναι να φας, να φας καλά.
Θα προτιμούσα τα αυγά μελάτα έτσι ώστε να σπάσουν και να καλύψουν τα υπόλοιπα υλικά. Γενικά θέλει σκέψη και δουλειά το συγκεκριμένο πιάτο.
Συνεχίσαμε με μια ωραία κοπανιστή όπως πρέπει να παρασκευάζεται ανά την Ελλάδα είτε λέγεται κοπανιστή, είτε χτυπητή, είτε τυροκαυτερή. Spicy όσο πρέπει, εξαφανίστηκε ως δια μαγείας.
Ακολούθησε το τεράστιο λουκάνικο, γεμιστό με γραβιέρα, φουλ κρεατένιο χωρίς ίχνος λίπους, καλυμμένο έντεχνα με μια μουσταρδάτη sauce και πάπρικα, με συνοδεία ωραίες χεράτες πατάτες. Απίθανη γεύση όπως συμφώνησε και ο κολλητός ο οποίος τυγχάνει γερμανοαναθρεμμένος άρα κατέχει την τέχνη και τη γεύση του καλού sausage.
Τέλος σουτζουκάκια – κεμπαπάκια γευστικότατα με crispy πίτες συνοδεία από sauce γιαουρτιού και φρέσκιας ντομάτας. Καθαρή γεύση συμπρωτεύουσας, έντονα και αυτά, κιμαδίσια κι ολίγον spicy.
Στην αρχή είπαμε να πάρουμε και το Σερραϊκό σουβλάκι με baby πατάτες και ξύγαλο Σητείας αλλά ευτυχώς, μας σταμάτησε η ομορφούλα σερβιτόρα γιατί ήδη είχαμε σκάσει.
Μαζί με τον λογαριασμό που ανήλθε μαζί με τις μπύρες και το tip περί τα 40 euro, μας κέρασαν και παγωτό καϊμάκι με γλυκό του κουταλιού.
Η επιλογή του “Τρεις κι εξήντα” αποδείχθηκε ευχάριστη έκπληξη. Αξιοπρεπέστατο, καθαρό, γευστικότατο φαγητό, με όλα του σε υπερθετικό βαθμό.
Κλικ μου έκαναν, κάτι θαλασσινά πιάτα που κατευθύνθηκαν στα δίπλα τραπέζια αλλά και οι μεζέδες που συνοδεύουν το τσίπουρο οπότε μια νέα βόλτα καταχωρείται στα μελλοντικά μου σχέδια.