Για το TUK TUK θυμάμαι ότι είχα διαβάσει στην προηγούμενη ζωή μου ως γευσιγνώστης, προ πανδημίας δηλαδή, μια υμνητική κριτική του φίλου piperman στο ask4food και από τότε το είχα καταχωρίσει στα μέρη που όφειλα να επισκεφθώ, δεδομένης και της κοντινής απόστασης από το μέρος που μένω. Ήρθε κατόπιν, στην καινούρια μου ζωή στο eating out, η πρόσφατη όχι απλώς υμνητική, αλλά και ιδιαίτερα κατατοπιστική κριτική της φίλτατης tzia, οπότε η επιθυμία επανήλθε εντονότερη. Η πρώτη μου γνωριμία με την ταϊλανδέζικη κουζίνα είχε γίνει πολλά χρόνια πριν στη Νυρεμβέργη, σε ένα μάλλον υψηλού επιπέδου συνοικιακό εστιατόριο, και μου είχε αφήσει θετικές εντυπώσεις, χωρίς όμως να θυμάμαι κάποιο χαρακτηριστικό πιάτο. Πέρασαν χρόνια και καιροί μέχρι τη δεύτερη επαφή με την κουζίνα της μακρινής Ταϊλάνδης. Ήταν πριν δύο χρόνια, όταν επισκεφθήκαμε το THAI ZAB στον Κεραμικό. Θυμάμαι ότι μας είχε εντυπωσιάσει η ποικιλία και η διαφορετικότητα των γεύσεων, όπως ακριβώς τις περιγράφει η tzia.
Έλα όμως που το TUK TUK δε διαθέτει εξωτερικό χώρο. Άσε που η ιδέα ενός δείπνου πάνω στην πολυσύχναστη οδό Βεΐκου δε με εξιτάριζε. Άλλωστε ο πλήρης τίτλος του μαγαζιού, TUK TUK THAI STREET FOOD, προδιαθέτει για κάτι κατά βάση γρήγορο και νόστιμο, κατάσταση που πιο εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί σε έναν παρεϊστικο εσωτερικό χώρο. Κοιτάζοντας το φωτογραφικό υλικό στις διάφορες πλατφόρμες η εικόνα που μου δημιουργήθηκε είναι πολύ καθαρή: Ένας στενόμακρος χώρος, παιχνιδιάρικα φωτεινός, με απλή ξύλινη επίπλωση, η κουζίνα αριστερά, ένας πάγκος δεξιά, στο βάθος κάποια λίγα τραπεζάκια, αυτό είναι όλο. Μου άρεσε πολύ η διακόσμηση του χώρου, με αναρίθμητες φωτογραφίες στους τοίχους και πάμπολλα memorabilia κρεμασμένα ή ακουμπισμένα παντού. Ο πολυταξιδεμένος κύριος Μπάμπης Ασκερίδης, ιδιοκτήτης και ψυχή του μαγαζιού, μπόρεσε εύκολα να δημιουργήσει ατμόσφαιρα νοτιοανατολικής Ασίας στο περιβάλλον. Προς το παρόν επιφυλάσσομαι να το επισκεφθώ σε πρώτη ευκαιρία, γιατί η πρώτη επαφή με delivery μέσω wolt μας άφησε απόλυτα ευχαριστημένους. Είχαμε την ευκαιρία να βάλουμε όλα τα πιάτα στη μέση και να απολαύσουμε ένα υπέροχο δείπνο. Οφείλω να επαινέσω την άψογη συσκευασία και τη δυνατότητα να επιλέξεις πόσο καυτερό ήθελες να είναι κάθε πιάτο. Όσο για το μέγεθος των μερίδων, δεν έχω λόγια, κουραστήκαμε να γεμίζουμε τα πιάτα μας. Κλείνω με την επισήμανση ότι για τους βιαστικούς προσφέρονται και γεύματα ενός πιάτου. Περιοριστήκαμε, τρόπος του λέγειν, στα παρακάτω τέσσερα πιάτα:
– Yam Woon Sen: σαλάτα από διάφανα νουντλς φασολιού με χοιρινό και γαρίδες, τσίλι, κόλιανδρο, κρεμμύδι, φιστίκι και σάλτσα λάιμ με fish σως (9 €). Τα διάφανα νουντλς ό,τι πιο νόστιμο έχω δοκιμάσει σε τέτοιου είδους κουζίνα.
– Khanom Jeeb Goong: πουγκιά, ή μάλλον πουγκάκια ατμού με γαρίδα, αρωματικά βότανα και γλυκιά σάλτσα σόγιας (6,50 €). Εδώ την παράσταση έκλεψε η υπέροχη σάλτσα που σκέπαζε τα dumplings.
– Pad Thai: το πιο γνωστό, σε μένα τουλάχιστον, πιάτο της ταϊλανδέζικης κουζίνας, επιλέξαμε τη χορτοφαγική εκδοχή χωρίς καυτερή επίγευση και απολαύσαμε νουντλς ρυζιού με αυγό, φρέσκα λαχανικά, φιστίκια, tamarind και Thai τσίλι. Μας εντυπωσίασε πόσο θετικά επηρέαζει τη γεύση του πιάτου η προσθήκη φιστικιών (9 €).
– Kaeng Massaman (7 €): το απαραίτητο πιάτο κάρυ που συνοδεύεται από ρύζι γιασεμί, επιλέξαμε την εκδοχή με πάπια και μέτρια κάψα, με πατάτες (που θα μπορούσαν ίσως και να λείπουν), γάλα καρύδας και tamarind juice.
Αποδείχτηκε τελικά ένα λουκούλειο δείπνο, που ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα το μεσημέρι. Με λογαριασμό λίγο πάνω από τα 30 ευρώ το μόνο που έχω να πω είναι ότι το TUK TUK ήταν πραγματική αποκάλυψη. Σας το συνιστώ ένθερμα.
Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο καιρό κυνηγούσα το συγκεκριμένο μαγαζί. Κάτι που μου αρέσει η Ταϊλανδέζικη κουζίνα, την οποία είχα δοκιμάσει μόνο εκτός Ελλάδας, κάτι οι πολύ καλές κριτικές, κάτι που μου άρεσαν οι απόψεις του εμπνευστή και ιδιοκτήτη Μπάμπη Ασκερίδη, μου είχαν δημιουργήσει την επιθυμία να δοκιμάσω τα πιάτα του. Δυστυχώς και τις δύο φορές, που βρέθηκα προ καραντίνας στο Κουκάκι, ατύχησα καθότι δεν είχα φροντίσει να κάνω κράτηση και τραπέζι ή, μάλλον, πάγκος δεν υπήρχε ούτε για δείγμα.
Να όμως που ήρθεν η ώρα του. Σάββατο του Λαζάρου και τα, μελλοντικά, κουμπάρια έρχονται από το σπίτι με στόχο την κατάστρωση επιτελικών σχεδίων για τα ψησίματα του Πάσχα. Εννοείται ότι ούτε καν τους ρώτησα. Ανακοίνωσα, απλώς, ότι θα δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό. Είχα φροντίσει επίσης, ως σατανικό μυαλό, να τους έχω ποτίσει κάτι λικεράκια πριν, οπότε αντίρρηση δεν υπήρξε.
Πριν προχωρήσω στην αναλυτική περιγραφή των όσων γευθήκαμε (που λέει κι η κουμπάρα) θα κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις:
1. H Thai κουζίνα μπορεί να μοιάζει λίγο με την κινέζικη αλλά δεν είναι, επ’ ουδενί, η ίδια.
2. Αναλόγως της περιοχής οι συνταγές διαφέρουν (μην ξεχνάτε ότι και στην Ελλάδα το ίδιο συμβαίνει).
3. Υπάρχουν πιάτα που είναι από τα πλέον καυτερά ανά τον κόσμο. Εδώ σας δίνεται η δυνατότητα επιλογής βαθμού καψίματος κάτι που μου άρεσε πολύ.
4. Η φιλοσοφία που διέπει ένα ισορροπημένο γεύμα στην Ταϊλάνδη είναι ότι αυτό πρέπει να αποτελείται από κάτι υγρό, στεγνό, δροσερό, καυτερό και, φυσικά, από ρύζι. Φυσικά αρωματικά, γλυκά, όξινα, τραγανά στοιχεία οφείλουν να υπάρχουν σε κάθε πιάτο.
5. Ξεχάστε την ιδέα των εστιατορίων όπως τα ξέρουμε στην Ελλάδα. Όχι ότι δεν υπάρχουν, υπάρχουν φυσικά, αλλά ή καρδιά της αυθεντικής κουζίνας χτυπά σε άπειρες καντίνες και μικρομάγαζα. Μπορεί να δείτε και chopsticks όμως, παραδοσιακά, το κουτάλι και πιρούνι είναι τα βασικά που χρησιμοποιούνται.
Τα κατάφεραν? Μεταφερθήκαμε νοερά σε έναν δρόμο της χαοτικής Bangong (One night in Bangong που λέει και το τραγούδι)? Ε δε μένει παρά να διαβάσετε τον επίλογο ή, αν βαριέστε, απλά τη βαθμολογία.
Η χορτοφαγική, λόγων των ημερών, παραγγελία μας περιείχε:
• Som (χτυπώ) tum(ανακατεύω) Thai. Σαλάτα με παπάγια, καρότο, ντοματίνια, πράσινα φασόλια, φυστίκια και tamarind sauce. Εμβληματική σαλάτα, κάτι σαν τη δική μας χωριάτικη. Υπέροχα δροσερή και διαφορετικής γεύσης. 7.50e.
• Popia tort or spring rolls. 4 Τεμάχια. Τραγανά κι αλάδωτα ρολά με ζωντανά λαχανικά που ακούγονταν σε κάθε μπουκιά. Με γλυκιά chili sauce. 5.00e.
• Khanom jeeb goong or shrimp dumplings. 5 τεμάχια. Ανάλαφρα, λιλιπούτια πουγκιά στον ατμό. Φύλλο ελαφρά μαστιχωτό, ουδέτερης γεύσης το οποίο επέτρεπε στη γαρίδα να και τα μυρωδικά να αναδεικνύονται σε κάθε μπουκιά. Συνοδεύονται από γλυκιά σάλτσα σόγιας αλλά αν θελήσετε δοκιμάστε τα βουτηγμένα και σε κάποια άλλη συνοδευτική sauce. 6.50e.
• Pad goong or fried shrimps. 4 Τεμάχια. Μεγάλες, τηγανητές μεν, στεγνές δε, γαρίδες, παναρισμένες σε panko (δηλαδή γιαπωνέζικη φρυγανιά). Συνοδεύεται από γλυκιά σάλτσα chili. 7.50e.
• Tod man plaa phetchaburi. 4 τεμάχια. Άλλο ένα iconic πιάτο της χώρας. Κροκέτες ψαριού (ουδεμία σχέση φυσικά με fish sticks ή μυρωδιά ψαρίλας) με αρωματικά & μπαχαρικά. Συνοδεύονται από μια πραγματικά υπέροχη chili sauce αγγουριού με φιστίκια. 6.00e.
• Pad Thai στη vegetarian εκδοχή τους. Ίσως το πιο διάσημο κι αναγνωρίσιμο πιάτο της χώρας. Noodles ρυζιού με αυγό, φρέσκα λαχανικά, φιστίκια, tamarind sauce, φρέσκος κόλιανδρος και Thai chili sauce. Πραγματικά θαυμάσια που ήρθαν όπως πρέπει με τα συνοδευτικά τους. I rest my case που λένε στο χωριό μου (αλλά και της Indulge καθότι είμαστε κοντοχωριανές). 7.00e.
• Kaeng kiew waan. Ένα πράσινο curry, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κι ως σούπα με φύτρες μπαμπού, διάφορα λαχανικά και γάλα καρύδας. Απίστευτα νόστιμο, πολύπλοκης γεύσης, με καταπληκτικά λαχανικά και τελική ισορροπημένη επίγευση. Κανένα υλικό δεν καπέλωνε το άλλο. Συνοδεύεται από (απαραίτητο) ρύζι γιασεμί και πραγματικά μας έμεινε αξέχαστο. 7.00e.
Επίλογος.
Τα κατάφεραν και με το παραπάνω. Θαυμάσιες γεύσεις ελαφριές, αρωματικές και τίμια, (αναλόγως των προτιμήσεών σας), καυτερές. Θαυμάσιες eco friendly συσκευασίες. Μεγάλες μερίδες (τόσο που μας έμειναν και για την επόμενη μέρα) και απίστευτα οικονομικές τιμές για το μέγεθος και την ποιότητα (σε μια χώρα που το ethnic φαγητό είναι κατά γενική ομολογία υπερτιμημένο). Η σύμφωνη γνώμη όλων μας είναι να το επισκεφθούμε κι από κοντά κι αυτή τη φορά να μην περιοριστούμε στα χορτοφαγικά του πιάτα.
Σαφώς προτεινόμενο όχι για αποχώρηση αλλά για μακρά παραμονή στον γευστικό χάρτη της Αθήνας!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Για το TUK TUK θυμάμαι ότι είχα διαβάσει στην προηγούμενη ζωή μου ως γευσιγνώστης, προ πανδημίας δηλαδή, μια υμνητική κριτική του φίλου piperman στο ask4food και από τότε το είχα καταχωρίσει στα μέρη που όφειλα να επισκεφθώ, δεδομένης και της κοντινής απόστασης από το μέρος που μένω. Ήρθε κατόπιν, στην καινούρια μου ζωή στο eating out, η πρόσφατη όχι απλώς υμνητική, αλλά και ιδιαίτερα κατατοπιστική κριτική της φίλτατης tzia, οπότε η επιθυμία επανήλθε εντονότερη. Η πρώτη μου γνωριμία με την ταϊλανδέζικη κουζίνα είχε γίνει πολλά χρόνια πριν στη Νυρεμβέργη, σε ένα μάλλον υψηλού επιπέδου συνοικιακό εστιατόριο, και μου είχε αφήσει θετικές εντυπώσεις, χωρίς όμως να θυμάμαι κάποιο χαρακτηριστικό πιάτο. Πέρασαν χρόνια και καιροί μέχρι τη δεύτερη επαφή με την κουζίνα της μακρινής Ταϊλάνδης. Ήταν πριν δύο χρόνια, όταν επισκεφθήκαμε το THAI ZAB στον Κεραμικό. Θυμάμαι ότι μας είχε εντυπωσιάσει η ποικιλία και η διαφορετικότητα των γεύσεων, όπως ακριβώς τις περιγράφει η tzia.
Έλα όμως που το TUK TUK δε διαθέτει εξωτερικό χώρο. Άσε που η ιδέα ενός δείπνου πάνω στην πολυσύχναστη οδό Βεΐκου δε με εξιτάριζε. Άλλωστε ο πλήρης τίτλος του μαγαζιού, TUK TUK THAI STREET FOOD, προδιαθέτει για κάτι κατά βάση γρήγορο και νόστιμο, κατάσταση που πιο εύκολα μπορεί να δημιουργηθεί σε έναν παρεϊστικο εσωτερικό χώρο. Κοιτάζοντας το φωτογραφικό υλικό στις διάφορες πλατφόρμες η εικόνα που μου δημιουργήθηκε είναι πολύ καθαρή: Ένας στενόμακρος χώρος, παιχνιδιάρικα φωτεινός, με απλή ξύλινη επίπλωση, η κουζίνα αριστερά, ένας πάγκος δεξιά, στο βάθος κάποια λίγα τραπεζάκια, αυτό είναι όλο. Μου άρεσε πολύ η διακόσμηση του χώρου, με αναρίθμητες φωτογραφίες στους τοίχους και πάμπολλα memorabilia κρεμασμένα ή ακουμπισμένα παντού. Ο πολυταξιδεμένος κύριος Μπάμπης Ασκερίδης, ιδιοκτήτης και ψυχή του μαγαζιού, μπόρεσε εύκολα να δημιουργήσει ατμόσφαιρα νοτιοανατολικής Ασίας στο περιβάλλον. Προς το παρόν επιφυλάσσομαι να το επισκεφθώ σε πρώτη ευκαιρία, γιατί η πρώτη επαφή με delivery μέσω wolt μας άφησε απόλυτα ευχαριστημένους. Είχαμε την ευκαιρία να βάλουμε όλα τα πιάτα στη μέση και να απολαύσουμε ένα υπέροχο δείπνο. Οφείλω να επαινέσω την άψογη συσκευασία και τη δυνατότητα να επιλέξεις πόσο καυτερό ήθελες να είναι κάθε πιάτο. Όσο για το μέγεθος των μερίδων, δεν έχω λόγια, κουραστήκαμε να γεμίζουμε τα πιάτα μας. Κλείνω με την επισήμανση ότι για τους βιαστικούς προσφέρονται και γεύματα ενός πιάτου. Περιοριστήκαμε, τρόπος του λέγειν, στα παρακάτω τέσσερα πιάτα:
– Yam Woon Sen: σαλάτα από διάφανα νουντλς φασολιού με χοιρινό και γαρίδες, τσίλι, κόλιανδρο, κρεμμύδι, φιστίκι και σάλτσα λάιμ με fish σως (9 €). Τα διάφανα νουντλς ό,τι πιο νόστιμο έχω δοκιμάσει σε τέτοιου είδους κουζίνα.
– Khanom Jeeb Goong: πουγκιά, ή μάλλον πουγκάκια ατμού με γαρίδα, αρωματικά βότανα και γλυκιά σάλτσα σόγιας (6,50 €). Εδώ την παράσταση έκλεψε η υπέροχη σάλτσα που σκέπαζε τα dumplings.
– Pad Thai: το πιο γνωστό, σε μένα τουλάχιστον, πιάτο της ταϊλανδέζικης κουζίνας, επιλέξαμε τη χορτοφαγική εκδοχή χωρίς καυτερή επίγευση και απολαύσαμε νουντλς ρυζιού με αυγό, φρέσκα λαχανικά, φιστίκια, tamarind και Thai τσίλι. Μας εντυπωσίασε πόσο θετικά επηρέαζει τη γεύση του πιάτου η προσθήκη φιστικιών (9 €).
– Kaeng Massaman (7 €): το απαραίτητο πιάτο κάρυ που συνοδεύεται από ρύζι γιασεμί, επιλέξαμε την εκδοχή με πάπια και μέτρια κάψα, με πατάτες (που θα μπορούσαν ίσως και να λείπουν), γάλα καρύδας και tamarind juice.
Αποδείχτηκε τελικά ένα λουκούλειο δείπνο, που ολοκληρώθηκε την επόμενη μέρα το μεσημέρι. Με λογαριασμό λίγο πάνω από τα 30 ευρώ το μόνο που έχω να πω είναι ότι το TUK TUK ήταν πραγματική αποκάλυψη. Σας το συνιστώ ένθερμα.
Δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο καιρό κυνηγούσα το συγκεκριμένο μαγαζί. Κάτι που μου αρέσει η Ταϊλανδέζικη κουζίνα, την οποία είχα δοκιμάσει μόνο εκτός Ελλάδας, κάτι οι πολύ καλές κριτικές, κάτι που μου άρεσαν οι απόψεις του εμπνευστή και ιδιοκτήτη Μπάμπη Ασκερίδη, μου είχαν δημιουργήσει την επιθυμία να δοκιμάσω τα πιάτα του. Δυστυχώς και τις δύο φορές, που βρέθηκα προ καραντίνας στο Κουκάκι, ατύχησα καθότι δεν είχα φροντίσει να κάνω κράτηση και τραπέζι ή, μάλλον, πάγκος δεν υπήρχε ούτε για δείγμα.
Να όμως που ήρθεν η ώρα του. Σάββατο του Λαζάρου και τα, μελλοντικά, κουμπάρια έρχονται από το σπίτι με στόχο την κατάστρωση επιτελικών σχεδίων για τα ψησίματα του Πάσχα. Εννοείται ότι ούτε καν τους ρώτησα. Ανακοίνωσα, απλώς, ότι θα δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό. Είχα φροντίσει επίσης, ως σατανικό μυαλό, να τους έχω ποτίσει κάτι λικεράκια πριν, οπότε αντίρρηση δεν υπήρξε.
Πριν προχωρήσω στην αναλυτική περιγραφή των όσων γευθήκαμε (που λέει κι η κουμπάρα) θα κάνω μερικές γενικές παρατηρήσεις:
1. H Thai κουζίνα μπορεί να μοιάζει λίγο με την κινέζικη αλλά δεν είναι, επ’ ουδενί, η ίδια.
2. Αναλόγως της περιοχής οι συνταγές διαφέρουν (μην ξεχνάτε ότι και στην Ελλάδα το ίδιο συμβαίνει).
3. Υπάρχουν πιάτα που είναι από τα πλέον καυτερά ανά τον κόσμο. Εδώ σας δίνεται η δυνατότητα επιλογής βαθμού καψίματος κάτι που μου άρεσε πολύ.
4. Η φιλοσοφία που διέπει ένα ισορροπημένο γεύμα στην Ταϊλάνδη είναι ότι αυτό πρέπει να αποτελείται από κάτι υγρό, στεγνό, δροσερό, καυτερό και, φυσικά, από ρύζι. Φυσικά αρωματικά, γλυκά, όξινα, τραγανά στοιχεία οφείλουν να υπάρχουν σε κάθε πιάτο.
5. Ξεχάστε την ιδέα των εστιατορίων όπως τα ξέρουμε στην Ελλάδα. Όχι ότι δεν υπάρχουν, υπάρχουν φυσικά, αλλά ή καρδιά της αυθεντικής κουζίνας χτυπά σε άπειρες καντίνες και μικρομάγαζα. Μπορεί να δείτε και chopsticks όμως, παραδοσιακά, το κουτάλι και πιρούνι είναι τα βασικά που χρησιμοποιούνται.
Τα κατάφεραν? Μεταφερθήκαμε νοερά σε έναν δρόμο της χαοτικής Bangong (One night in Bangong που λέει και το τραγούδι)? Ε δε μένει παρά να διαβάσετε τον επίλογο ή, αν βαριέστε, απλά τη βαθμολογία.
Η χορτοφαγική, λόγων των ημερών, παραγγελία μας περιείχε:
• Som (χτυπώ) tum(ανακατεύω) Thai. Σαλάτα με παπάγια, καρότο, ντοματίνια, πράσινα φασόλια, φυστίκια και tamarind sauce. Εμβληματική σαλάτα, κάτι σαν τη δική μας χωριάτικη. Υπέροχα δροσερή και διαφορετικής γεύσης. 7.50e.
• Popia tort or spring rolls. 4 Τεμάχια. Τραγανά κι αλάδωτα ρολά με ζωντανά λαχανικά που ακούγονταν σε κάθε μπουκιά. Με γλυκιά chili sauce. 5.00e.
• Khanom jeeb goong or shrimp dumplings. 5 τεμάχια. Ανάλαφρα, λιλιπούτια πουγκιά στον ατμό. Φύλλο ελαφρά μαστιχωτό, ουδέτερης γεύσης το οποίο επέτρεπε στη γαρίδα να και τα μυρωδικά να αναδεικνύονται σε κάθε μπουκιά. Συνοδεύονται από γλυκιά σάλτσα σόγιας αλλά αν θελήσετε δοκιμάστε τα βουτηγμένα και σε κάποια άλλη συνοδευτική sauce. 6.50e.
• Pad goong or fried shrimps. 4 Τεμάχια. Μεγάλες, τηγανητές μεν, στεγνές δε, γαρίδες, παναρισμένες σε panko (δηλαδή γιαπωνέζικη φρυγανιά). Συνοδεύεται από γλυκιά σάλτσα chili. 7.50e.
• Tod man plaa phetchaburi. 4 τεμάχια. Άλλο ένα iconic πιάτο της χώρας. Κροκέτες ψαριού (ουδεμία σχέση φυσικά με fish sticks ή μυρωδιά ψαρίλας) με αρωματικά & μπαχαρικά. Συνοδεύονται από μια πραγματικά υπέροχη chili sauce αγγουριού με φιστίκια. 6.00e.
• Pad Thai στη vegetarian εκδοχή τους. Ίσως το πιο διάσημο κι αναγνωρίσιμο πιάτο της χώρας. Noodles ρυζιού με αυγό, φρέσκα λαχανικά, φιστίκια, tamarind sauce, φρέσκος κόλιανδρος και Thai chili sauce. Πραγματικά θαυμάσια που ήρθαν όπως πρέπει με τα συνοδευτικά τους. I rest my case που λένε στο χωριό μου (αλλά και της Indulge καθότι είμαστε κοντοχωριανές). 7.00e.
• Kaeng kiew waan. Ένα πράσινο curry, που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί κι ως σούπα με φύτρες μπαμπού, διάφορα λαχανικά και γάλα καρύδας. Απίστευτα νόστιμο, πολύπλοκης γεύσης, με καταπληκτικά λαχανικά και τελική ισορροπημένη επίγευση. Κανένα υλικό δεν καπέλωνε το άλλο. Συνοδεύεται από (απαραίτητο) ρύζι γιασεμί και πραγματικά μας έμεινε αξέχαστο. 7.00e.
Επίλογος.
Τα κατάφεραν και με το παραπάνω. Θαυμάσιες γεύσεις ελαφριές, αρωματικές και τίμια, (αναλόγως των προτιμήσεών σας), καυτερές. Θαυμάσιες eco friendly συσκευασίες. Μεγάλες μερίδες (τόσο που μας έμειναν και για την επόμενη μέρα) και απίστευτα οικονομικές τιμές για το μέγεθος και την ποιότητα (σε μια χώρα που το ethnic φαγητό είναι κατά γενική ομολογία υπερτιμημένο). Η σύμφωνη γνώμη όλων μας είναι να το επισκεφθούμε κι από κοντά κι αυτή τη φορά να μην περιοριστούμε στα χορτοφαγικά του πιάτα.
Σαφώς προτεινόμενο όχι για αποχώρηση αλλά για μακρά παραμονή στον γευστικό χάρτη της Αθήνας!