Και μια μέρα που ήταν Καλοκαιρινή αλλά συνάμα Φθινοπωρινή, αποφασίσαμε να πάμε στον Σαράντη από το Τρίκερι. Όχι τον στρατηγό, αυτός προσωρινά είναι εκτός Βόλου, τον άλλον που τον είχε ο καπτάν Χρήστος ο κολλητός -που ήθελε να πετάει αεροπλάνα αλλά τελικά γέμισε το ημερολόγιο του μπάρκα- μάγειρα σε ένα από τα καράβια. Πήγα τον Μήτσο τον άλλο κολλητό και συμμαθητή από το μεγάλο το νησί στα ανατολικά, μιας και οι συστάσεις ήταν καλές. Και ξέρεις, ο Μήτσος τις παραξενιές του τις έχει οπότε πρέπει να προσέξεις που θα τον πας.Πίσω από τις αποθήκες των τρένων και κοντά σε στέκια νεανικά έστησε το στρατηγείο του ο Σαράντης. Για τους λίγους μήνες που λειτουργεί θα περίμενε κανείς ότι ψάχνει τα πατήματα του. Διαπίστωσα ότι πατάει γερά και σταθερά και μαγειρεύει και νόστιμα. Δοκιμάσαμε το χύμα το τσίπουρο από τη μόστρα, με το τελετουργικό να λέει ότι με το σχετικό νεύμα περνάει ο σερβιτόρος και γεμίζει τα ποτήρια. Αρκετά καλό, αρωματικό, ένοιωθες την επίγευση μετά τη γουλιά, ήπιο και αθώο. Όρεξη νάχεις δηλαδή να συζητάς και να πίνεις. Ιεραρχία δεν υπάρχει στους μεζέδες, που είναι μεζέδες στη σωστή ποσότητα στο πιάτο, όπως στα περισσότερα τσιπουράδικα του Βόλου. Αλλά αυτό χαλάει μόνο τους παλιούς τσιπουράδες και όχι εμάς. Η πατατσολατάτα ήταν σπιτική και νόστιμη όπως και ο γαύρος ο ξιδάτος με τις πιπεριές. Σαρδέλα δεν έφαγα, έφαγε ο έτερος Μήτσος και του άρεσε, αρκετές τον αριθμό και μεγαλούτσικες, χαράς το κουράγιο του που καθάριζε. Έφαγα τα βλίτα που ήταν σωστά αρτυμένα και σωστά λεμονάτα, όπως και το νόστιμο κομμάτι της ζαργάνας με την ανάλαφρη σκορδαλιά. Η τυροκαυτερή η Βολιώτικη έπαιρνε να είναι ολίγον spicy, ήταν αρκετά flat για τσίπουρο, τα δε μουσταρδάτα μύδια ανεβασμένα μέσα στη γευστική σάλτσα με κρεμμύδι, πιπεριά και κουρκουμά.Τα όστρακά του, φούσκες και στρείδια, μύριζαν θάλασσα, το σκουμπρί του καθαρισμένο, ξεψαχνισμένο και νόστιμο, τα συνοδευτικά κολοκυθάκια όμως θύμιζαν πιάτο νοσοκομείου. Απίθανες οι γαρίδες του όπως και η φάβα με το φρέσκο κρεμμυδάκι, ανάλαφρη και ωραίας υφής και γεύσης. Τα sticks κολοκυθιού με το τζατζίκι ήταν όπως τα προτιμάω crispy, το δε χταπόδι πάνω στο μαρούλι παρότι τρελαίνομαι για πλοκάμι, είναι μεζές που έχει χρόνια στην πιάτσα και πλέον έχει κουράσει.Η ψητή πατάτα με το βουτυράκι μπορεί να είναι απλός και εύκολος μεζές, όμως δεν χάλασε ποτέ κανέναν, η δε καπνιστή παλαμίδα ήταν ότι καλύτερο για κλείσιμο. Στο τέλος βέβαια, για να μείνει όλη η γλύκα και όλη η χάρη, κέρασμα γιαούρτι με βύσσινο. Καλό το μαγαζί, καλό το service, κλασσικές οι τιμές του, ο Μήτσος και τις συμβουλές του έδωσε, διότι νησιώτης και το έχει το μικρόβιο του θαλασσινού μεζέ παρότι κυνηγός και το ευχαριστήθηκε. Οπότε δεύτερη κουβέντα δεν χωράει.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Και μια μέρα που ήταν Καλοκαιρινή αλλά συνάμα Φθινοπωρινή, αποφασίσαμε να πάμε στον Σαράντη από το Τρίκερι. Όχι τον στρατηγό, αυτός προσωρινά είναι εκτός Βόλου, τον άλλον που τον είχε ο καπτάν Χρήστος ο κολλητός -που ήθελε να πετάει αεροπλάνα αλλά τελικά γέμισε το ημερολόγιο του μπάρκα- μάγειρα σε ένα από τα καράβια. Πήγα τον Μήτσο τον άλλο κολλητό και συμμαθητή από το μεγάλο το νησί στα ανατολικά, μιας και οι συστάσεις ήταν καλές. Και ξέρεις, ο Μήτσος τις παραξενιές του τις έχει οπότε πρέπει να προσέξεις που θα τον πας.Πίσω από τις αποθήκες των τρένων και κοντά σε στέκια νεανικά έστησε το στρατηγείο του ο Σαράντης. Για τους λίγους μήνες που λειτουργεί θα περίμενε κανείς ότι ψάχνει τα πατήματα του. Διαπίστωσα ότι πατάει γερά και σταθερά και μαγειρεύει και νόστιμα. Δοκιμάσαμε το χύμα το τσίπουρο από τη μόστρα, με το τελετουργικό να λέει ότι με το σχετικό νεύμα περνάει ο σερβιτόρος και γεμίζει τα ποτήρια. Αρκετά καλό, αρωματικό, ένοιωθες την επίγευση μετά τη γουλιά, ήπιο και αθώο. Όρεξη νάχεις δηλαδή να συζητάς και να πίνεις. Ιεραρχία δεν υπάρχει στους μεζέδες, που είναι μεζέδες στη σωστή ποσότητα στο πιάτο, όπως στα περισσότερα τσιπουράδικα του Βόλου. Αλλά αυτό χαλάει μόνο τους παλιούς τσιπουράδες και όχι εμάς. Η πατατσολατάτα ήταν σπιτική και νόστιμη όπως και ο γαύρος ο ξιδάτος με τις πιπεριές. Σαρδέλα δεν έφαγα, έφαγε ο έτερος Μήτσος και του άρεσε, αρκετές τον αριθμό και μεγαλούτσικες, χαράς το κουράγιο του που καθάριζε. Έφαγα τα βλίτα που ήταν σωστά αρτυμένα και σωστά λεμονάτα, όπως και το νόστιμο κομμάτι της ζαργάνας με την ανάλαφρη σκορδαλιά. Η τυροκαυτερή η Βολιώτικη έπαιρνε να είναι ολίγον spicy, ήταν αρκετά flat για τσίπουρο, τα δε μουσταρδάτα μύδια ανεβασμένα μέσα στη γευστική σάλτσα με κρεμμύδι, πιπεριά και κουρκουμά.Τα όστρακά του, φούσκες και στρείδια, μύριζαν θάλασσα, το σκουμπρί του καθαρισμένο, ξεψαχνισμένο και νόστιμο, τα συνοδευτικά κολοκυθάκια όμως θύμιζαν πιάτο νοσοκομείου. Απίθανες οι γαρίδες του όπως και η φάβα με το φρέσκο κρεμμυδάκι, ανάλαφρη και ωραίας υφής και γεύσης. Τα sticks κολοκυθιού με το τζατζίκι ήταν όπως τα προτιμάω crispy, το δε χταπόδι πάνω στο μαρούλι παρότι τρελαίνομαι για πλοκάμι, είναι μεζές που έχει χρόνια στην πιάτσα και πλέον έχει κουράσει.Η ψητή πατάτα με το βουτυράκι μπορεί να είναι απλός και εύκολος μεζές, όμως δεν χάλασε ποτέ κανέναν, η δε καπνιστή παλαμίδα ήταν ότι καλύτερο για κλείσιμο. Στο τέλος βέβαια, για να μείνει όλη η γλύκα και όλη η χάρη, κέρασμα γιαούρτι με βύσσινο. Καλό το μαγαζί, καλό το service, κλασσικές οι τιμές του, ο Μήτσος και τις συμβουλές του έδωσε, διότι νησιώτης και το έχει το μικρόβιο του θαλασσινού μεζέ παρότι κυνηγός και το ευχαριστήθηκε. Οπότε δεύτερη κουβέντα δεν χωράει.