Οχτώ το βράδυ και το στομάχι έχει κολλήσει στην πλάτη. Εκεί που περπατάς με την φιλενάδα σου και το τακούνι σκαλώνει στο πλακόστρωτο, πέφτεις πάνω σε γκουρμεδιάρικο εστιατόριο, από αυτά που το όνομα τους είναι μυστήρια δυσανάγνωστο, τόσο που ποτέ κανείς δεν έμαθε, που στο καλό τονίζονται. Μπαίνεις μέσα, τι στο καλό, φαγάδικο είναι, κάτι θα βρεις να ντερλικώσεις.
Στην αναμονή κανείς, οι πελάτες λιγότεροι από τους σερβιτόρους, καλά μαντάτα. “Έχει λίστα αναμονής 40 λεπτά σου λέει μια αγέλαστη σουσουράδα με αυστηρό κότσο στην είσοδο, και απορείς αν θεωρεί πελάτισσες και τις μύγες που βαράνε εκεί μέσα. Τέλος πάντων, προσεύχεσαι ο καναπές που θα σε φιλοξενήσει να είναι αφράτος και ξεροσταλιάζεις όσο το στομάχι σου ρίχνει μια μονοήμερη ως την Καρδίτσα. Κάποια στιγμή η ξινομυζήθρα ρεσεψιονού αποφασίζει ότι της χαλάς την αισθητική και σε παρκάρει σε κάποιο τραπέζι για να ξύσει χωρίς εσένα μπάστακα το νύχι της. Που πας βρε μυρμιλίγκω με τέτοια μουτσούνα στραβωμένη απ’ την αποδοκιμασία;
Δε βαριέσαι, λες, θα φάμε! Αμ δε, έρχεται ο σερβιτόρος, που είναι σαν να έχει καταπιεί μπαστούνι του γκολφ και του στάθηκε, με αποτέλεσμα να κινείται μονοκόμματα, και σου αφήνει έναν κατάλογο από αυτούς που χρειάζεσαι τον πλήρη οδηγό λεξικών της Longmann, για να βγάλεις υποτυπωδώς άκρη. Και άντε, μέσες άκρες, τα πάνω πάνω τα πιάνεις, να τα βάλεις στο στόμα σου θες; Σαλάτα κουνουπίδι με γκοργκοντζόλα και κανταΐφι, χοιρινό κότσι με sauce πεσκανδρίτσας και ψητούς λωτούς, μπακαλιάρος μουλιασμένος σε σαμπάνια, με φινόκιο, σαφράν και Pantene pro V…. Χάθηκε ένα κοτοπουλάκι με πατάτες, μια ψητή τσιπούρα, μια μαρουλοσαλάτα ρε αδερφέ να ξέρουμε τι στο καλό στολίζει το πιάτο μας; Όταν παραγγέλνω, δεν εκτιμώ τη λογική της κίντερ έκπληξης, να μου κάνει κούκου-τσα πάνω στο πιρούνι άγνωστης ταυτότητας κινούμενη πρασινωπή μάζα και να παίζω στοιχήματα με το συνδαιτυμόνα μου αν θα με πάρουν με φορείο στο Λαϊκό για πλύση στομάχου.
Παραγγελνεις με πραγματική δυσκολία ότι σου φαίνεται πιο κοντά στο φαγώσιμο και περιμένεις, περιμένεις, περιμένεις, λες και τώρα ξεπουπουλιαζουν την κότα και αυτή τρέχει μαδημενη γύρω γύρω στις κουζίνες αμολώντας αυγά στα μωσαϊκά. Ώσπου έρχεται επιτέλους η ώρα που ο σερβιτόρος πλησιάζει με το ορεκτικό. Μονο που έχει ξεχάσει το απαραίτητο βαλιτσάκι με τα σύνεργα, διότι μόνο με μεγενθυντικο φακό θα το έβλεπες τόσο που είναι. Εσυ ζήτησες “πράσινη σαλάτα με βινεγκρέτ βαλσάμικου”, πως στο καλό κατέληξες με 3 κατσιασμένα μπιζέλια, ένα κλωνάρι δυόσμο και 5 μαύρες σταγόνες, άλυτο μυστήριο.
Κάτσε, έχει και μια ελιά εδώ, αλλάζει το πράμα. Και νομίζετε ότι υπερβάλλω; Δροσιά Αττικής, σε γνωστό κρεαταδικο, έχουμε παραγγείλει σαλάτα καπρέζε με μελιτζάνα… και ήρθε – επακριβώς – μια παχουλή ροδέλα ντομάτας, μια ροδέλα μοτσαρέλα, μια ροδέλα ψητή μελιτζάνα και ένα κλωνάρι άνηθο σε πύργο, με κάτι μπίλιες βαλσάμικο γύρω γύρω. Συνολικό βάρος 27 γραμμάρια. Κόστος, 27 ευρώ. Επειδή βάφτισαν τις μαύρες κουκίδες πέρλες!
Η μόνη στιγμή που ο σερβιτόρος χαμογελά είναι όταν σου πλασάρει το λογαριασμό, ακόμα και αυτουνού του φαίνεται αστείο πως υπάρχουν κορόιδα που πληρώνουν 200 ευρώ για να φάνε λιγότερο από μοντέλα της Victoria Secret σε δίαιτα, τα πιο ηλιθιωδώς ετερόκλητα υλικά που δεν κολλάμε ούτε με κόλλα ταχείας πήξης σε ένα περιβάλλον πιο διεκπεραιωτικά αφιλόξενο και από την Καμπούλ. Και φεύγοντας, ορκίζεσαι στα κιλά σου, ότι την επόμενη φορά θα κάνεις μακροβούτι στα τζατζίκια του μπάρμπα Μήτσου του τυλιχτή, που μπροστά σε αυτό που σέρβιραν θυμίζει τον σεφ Gordon Ramsay.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι