Ξεκινάμε από την αρχή. Η συνάντηση με τους αγαπημένους φίλους (οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι υπεύθυνοι για τουλάχιστον τρία από τα κιλά που βάζουμε στην Ικαρία λόγω ασύστολης κατανάλωσης της δικής τους μπύρας και για τους οποίους θα διαβάσετε εκτενέστερα μόλις, επιτέλους, ανοίξει το αθηναϊκό τους project), έχει κανονιστεί για Τετάρτη βράδυ, σε μαγαζί που ανακάλυψαν και τους ενθουσίασε, στη γειτονιά τους (ναι! Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν στο Γκάζι). Έλα όμως που ρίχνει καρεκλοπόδαρα κι η Ν. νομίζει ότι η αυλή του εστιατορίου είναι ανοιχτή άρα το αναβάλουμε. Οκ! Άλλα ντ΄άλλα νόμιζε το κορίτσι αλλά τη δικαιολογώ διότι αφενός αλλού πατά κι αλλού βρίσκεται αυτές τις μέρες και αφετέρου είχε πιει, αν όχι τον Βόσπορο, τουλάχιστον, την παραλία του Κάμπου.
Τελικά γίνεται ένα last minute κανόνισμα για το Σάββατο 24/9 όπου… έχω ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, είμαι με τέσσερεις ώρες ύπνο αλλά παρόλα αυτά πάω για μπάνιο (στη θάλασσα εννοώ, όχι στη μπανιέρα), ακολουθεί καφές και κουτσομπολιό στο σπίτι φίλης, μετά φτιάχνω μαλλί (αγαπώ τις, πιο ethnic πεθαίνεις, κοτσίδες με τις οποίες κυκλοφορώ τον τελευταίο καιρό) οπότε γυρίζω σπίτι προχωρημένο απόγευμα και το μόνο που θέλω είναι να βάλω πιτζαμούλες αράζοντας στον καναπέ παρέα με το τελευταίο βιβλίο του Ξανθούλη.
Επειδή θέλω πολύ να δω τα παιδιά κάνω την καρδιά μου πέτρα, βάζω ότι βρω μπροστά μου, ανεβαίνω στη μηχανή και βρίσκομαι στη Βίτωνος, ένα μικρό στενό κάθετο στην Πειραιώς. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα που πάω, πως λέγεται το μαγαζί, τι κουζίνα έχει, αν υπάρχουν ή τι λένε οι κριτικές.
Είναι μια παλιά μονοκατοικία της περιοχής. Μπαίνοντας από τη σιδερένια αυλόπορτα κολλάω στα πλακάκια της αυλής. Χαζεύω το υπέροχο μοτίβο τους και τα χρώματα. Γύρω γύρω φυτά. Τραπέζια γεμάτα. Ένας πίνακας στα δεξιά μου με μια μοντέρνα Madonna η οποία θηλάζει 2 γουρουνάκια (Shocking? Maybe). Είμαι τόσο απορροφημένη από το σκηνικό που ο J. αναγκάζεται να βγει να με ψαρέψει (λέω με, διότι ο καλός μου βολεύει τη μηχανή και τα κράνη μας).
Μέσα μας περιμένει το, πραγματικά βασιλικό, τραπέζι. Δεν είναι για τέσσερα αλλά για minimum 8 μη σας πω και 10 άτομα. Απόλυτη αίσθηση ιδιωτικότητας σα να δειπνείς σε σεπαρέ. Σκούρο ξύλο, στιβαρό, με καρέκλες που έχουν δραπετεύσει από αστική τραπεζαρία περασμένων δεκαετιών, δένουν απίστευτα με πιο μοντέρνες και λιτές γραμμές. Μια ραπτομηχανή, ένα πικάπ, κι άλλοι πίνακες στους τοίχους, ένα κανονικό μπαρ απέναντί μας, επιδαπέδια κηροπήγια. Ένα mix & match, που ακόμη κι αν ξενίσει κάποιους, δεν παύει να δημιουργεί μια τελείως διαφορετική και πρωτότυπη ατμόσφαιρα.
Ο κύριος που σπεύδει να μας εξυπηρετήσει φέρνει επιπλέον καταλόγους. Μια ματιά που ρίχνω αρκεί να μου δείξει ότι μιλάμε για δημιουργική, gourmet κουζίνα κι όποιος την τρέχει έχει απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ αυτό που κάνει. 10 πιάτα όλα κι όλα. Έμφαση στο κρέας χωρίς να λείπουν δύο επιλογές σε θαλασσινά.
Για κάποιον, αδιευκρίνιστο, λόγο (αφού όπως σας είπα δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το εστιατόριο) αποφασίζω να τον εμπιστευθώ λέγοντας “τι θα λέγατε να το αφήσουμε πάνω σας?”. Σημειωτέον ότι έχω ήδη παρατηρήσει, ως γνωστή bitch, ότι δεν υπάρχει αλάτι και πιπέρι στο τραπέζι άρα περιμένω στη γωνία για τυχόν ατοπήματα στη γεύση.
Εκεί λοιπόν στη γωνία έμεινα μόνη κι έρημη να περιμένω…
Αρχίσαμε με ψωμί δικό τους ζυμωτό στον ξυλόφουρνο. Μαζί ταραμοσαλάτα με αβοκάντο, chips από φύκι nori και ελιές μαριναρισμένες, σε κι εγώ δεν ξέρω πόσα, μυρωδικά, περασμένες κι αυτές από φωτιά. Δε θα περιγράψω τίποτα εκτός της ατάκας της Ν. “Aν περνάς μισή ώρα συζητώντας για το ψωμί, τις ελιές και τα υπόλοιπα, τότε κάτι καλό κάνουν” και τον καλό μου ο οποίος ΔΕΝ τρώει ψωμί αλλά παράγγειλε άλλες τρείς φορές. Σημειώστε ότι το ψωμί έρχεται σε ικανή ποσότητα… (Και δεν είναι αυτό το τέλος της ιστορίας).
Κρύα σούπα ντομάτας με μικρές πέρλες ξινομυζήθρας, κάπαρη και μια γραμμή από τριμμένο παξιμάδι χαρουπιού. Ελλάδα/Ισπανία για πάντα συμμαχία ή, η γεύση του ελληνικού καλοκαιριού σε μια κουταλιά. Όξινη, αλμυρή, γλυκιά, τραγανή, δε θες να τελειώσει.
Buratta με σύκα, οξύμελι και φουντούκια. Αρίστης ποιότητας, γαλατένια, βουτυρένια με την απαραίτητη crispiness από τα φουντούκια, το γλυκόξινο από το οξύμελι και τα σύκα. Ομολογώ ότι την κατέστρεψα σε πρώτη φάση αφού τη δοκίμασα μετά τη σούπα. Κρίμα. Δεν της αξίζει. Τη δύναμή της κατάλαβα όταν έφαγα το τελευταίο κομμάτι αφού είχαμε τελειώσει με το φαγητό ως συνοδεία του τελευταίου ποτηριού από το φοβερό αργεντίνικο malbec που συνόδεψε το δείπνο.
Dumplings με μοσχάρι, lime, chili, κόλιανδρο. So what θα μου πείτε…έλα όμως που έχω να σας πω… Αραχνοΰφαντη ζύμη, μοσχάρι dry aged σε ολόκληρο κομμάτι κι όχι σε μορφή κιμά, άρωμα και λεμονάτες νότες.
Ιβηρικό χοιρινό. Να ξέρετε ότι είναι πανακρίβου κι αυτό δικαιολογεί την τιμή που θα δείτε να αναγράφεται. Εθιστικό λιπάκι, απίστευτο βάθος νοστιμιάς, ξεροψημένο απέξω, ζουμερό μέσα, αναπαύεται πάνω σε πουρέ από καλαμπόκι, κάνει παρέα με sobrasada (αν δεν ξέρετε τι είναι να ψάξετε να το βρείτε) και παίζει, πατώντας σε παιδικές μνήμες, με το ποπ κορν που υπάρχει.
Μοσχαρίσιο ταρτάρ! Εμβληματικό! Έρχεται σε ένα θηριώδες κόκκαλο με το μεδούλι του. Το μοσχάρι είναι τόσο λεπτοκομμένο και ψημένο σε ότι έχει μαριναριστεί που μοιάζει με μικρές ροζ νιφάδες. Ο συνδυασμός του κρέατος με το απίστευτης νοστιμιάς μεδούλι είναι out of this world. Οι λεπτές φετούλες από πράσινες χαλαπένιος κοντράρουν τη λιπαρότητα δίνοντας μια αίσθηση αψάδας κι ελαφριάς κάψας. Ένα πιάτο αντάξιο ενός αστεριού Michelin! Μέσα μου το είχα ήδη απονείμει.
Surprise surprise την επόμενη μέρα, χαζεύοντας στο διαδίκτυο, μαθαίνω πολλά κι ενδιαφέροντα. Το εστιατόριο έχει, ήδη, κερδίσει διάκριση στον εν λόγω οδηγό! Άλλαξε κάτι? Μμμμ μάλλον ναι!
Εκτίμησα περισσότερο τη σχέση ποιότητας/τιμής. Υπάρχει μενού degustation, 6 πιάτων, στα 45e.Αυτό όμως μπορώ να το βρω κι αλλού…
Εκείνο που δεν έχω βρει ακόμη σε εστιατόριο τέτοιου βεληνεκούς είναι οι άνθρωποι! Σεμνοί, απροσποίητα χαλαροί, φυσικά ευγενείς, με υπόγειο χιούμορ που μου πάει. Καθίσαμε μέχρι τις 4 το ξημέρωμα. Μιλήσαμε για όλα. Κάναμε πλάκα και γελάσαμε απίστευτα. Τους καλέσαμε για ένα ποτό και μας έφτιαξαν, κερνώντας τη, μια απίστευτη margarita να την πιούμε εκεί. Να μην ξεχάσω την βάσκικη τάρτα τυριού (όχι δεν είναι γαλατόπιτα) με compote δαμάσκηνου. Τη φρατζόλα ψωμί που μας έδωσαν να πάρουμε μαζί (μάλλον φοβήθηκαν ότι ο καλός μου θα έτρωγε κι αυτούς).
Chef είναι ο Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος και απόλυτος άρχοντας της σάλας ο αδελφός του Γιώργος. Με καταγωγή από την Τρίπολη (έτσι για να δείτε τι παιδιά βγάζει η Αρκαδία). Θα τους ευχόμουν κι αστέρι Michelin αλλά νομίζω ότι δεν τους ενδιαφέρει. Αν δείτε το παλμαρέ τους θα καταλάβετε ότι είναι χορτασμένοι από τέτοιου είδους διακρίσεις.
Ο Μαύρος Χοίρος (γιατί αυτό σημαίνει το όνομα) έχει λευκή ψυχή και rock attitude, θέλω να πάω και να ξαναπάω για να δω το μενού που εξελίσσεται ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και θέλω αυτούς τους τύπους να γίνουν κολλητοί μου!
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
# fact 1…
Κάθε εμπόδιο για καλό!
# fact 2…
Περνάς τέλεια τις μέρες που βαριέσαι να βγεις!
Ξεκινάμε από την αρχή. Η συνάντηση με τους αγαπημένους φίλους (οι οποίοι, ειρήσθω εν παρόδω, είναι υπεύθυνοι για τουλάχιστον τρία από τα κιλά που βάζουμε στην Ικαρία λόγω ασύστολης κατανάλωσης της δικής τους μπύρας και για τους οποίους θα διαβάσετε εκτενέστερα μόλις, επιτέλους, ανοίξει το αθηναϊκό τους project), έχει κανονιστεί για Τετάρτη βράδυ, σε μαγαζί που ανακάλυψαν και τους ενθουσίασε, στη γειτονιά τους (ναι! Υπάρχουν άνθρωποι που μένουν στο Γκάζι). Έλα όμως που ρίχνει καρεκλοπόδαρα κι η Ν. νομίζει ότι η αυλή του εστιατορίου είναι ανοιχτή άρα το αναβάλουμε. Οκ! Άλλα ντ΄άλλα νόμιζε το κορίτσι αλλά τη δικαιολογώ διότι αφενός αλλού πατά κι αλλού βρίσκεται αυτές τις μέρες και αφετέρου είχε πιει, αν όχι τον Βόσπορο, τουλάχιστον, την παραλία του Κάμπου.
Τελικά γίνεται ένα last minute κανόνισμα για το Σάββατο 24/9 όπου… έχω ξενυχτήσει το προηγούμενο βράδυ, είμαι με τέσσερεις ώρες ύπνο αλλά παρόλα αυτά πάω για μπάνιο (στη θάλασσα εννοώ, όχι στη μπανιέρα), ακολουθεί καφές και κουτσομπολιό στο σπίτι φίλης, μετά φτιάχνω μαλλί (αγαπώ τις, πιο ethnic πεθαίνεις, κοτσίδες με τις οποίες κυκλοφορώ τον τελευταίο καιρό) οπότε γυρίζω σπίτι προχωρημένο απόγευμα και το μόνο που θέλω είναι να βάλω πιτζαμούλες αράζοντας στον καναπέ παρέα με το τελευταίο βιβλίο του Ξανθούλη.
Επειδή θέλω πολύ να δω τα παιδιά κάνω την καρδιά μου πέτρα, βάζω ότι βρω μπροστά μου, ανεβαίνω στη μηχανή και βρίσκομαι στη Βίτωνος, ένα μικρό στενό κάθετο στην Πειραιώς. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα που πάω, πως λέγεται το μαγαζί, τι κουζίνα έχει, αν υπάρχουν ή τι λένε οι κριτικές.
Είναι μια παλιά μονοκατοικία της περιοχής. Μπαίνοντας από τη σιδερένια αυλόπορτα κολλάω στα πλακάκια της αυλής. Χαζεύω το υπέροχο μοτίβο τους και τα χρώματα. Γύρω γύρω φυτά. Τραπέζια γεμάτα. Ένας πίνακας στα δεξιά μου με μια μοντέρνα Madonna η οποία θηλάζει 2 γουρουνάκια (Shocking? Maybe). Είμαι τόσο απορροφημένη από το σκηνικό που ο J. αναγκάζεται να βγει να με ψαρέψει (λέω με, διότι ο καλός μου βολεύει τη μηχανή και τα κράνη μας).
Μέσα μας περιμένει το, πραγματικά βασιλικό, τραπέζι. Δεν είναι για τέσσερα αλλά για minimum 8 μη σας πω και 10 άτομα. Απόλυτη αίσθηση ιδιωτικότητας σα να δειπνείς σε σεπαρέ. Σκούρο ξύλο, στιβαρό, με καρέκλες που έχουν δραπετεύσει από αστική τραπεζαρία περασμένων δεκαετιών, δένουν απίστευτα με πιο μοντέρνες και λιτές γραμμές. Μια ραπτομηχανή, ένα πικάπ, κι άλλοι πίνακες στους τοίχους, ένα κανονικό μπαρ απέναντί μας, επιδαπέδια κηροπήγια. Ένα mix & match, που ακόμη κι αν ξενίσει κάποιους, δεν παύει να δημιουργεί μια τελείως διαφορετική και πρωτότυπη ατμόσφαιρα.
Ο κύριος που σπεύδει να μας εξυπηρετήσει φέρνει επιπλέον καταλόγους. Μια ματιά που ρίχνω αρκεί να μου δείξει ότι μιλάμε για δημιουργική, gourmet κουζίνα κι όποιος την τρέχει έχει απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ αυτό που κάνει. 10 πιάτα όλα κι όλα. Έμφαση στο κρέας χωρίς να λείπουν δύο επιλογές σε θαλασσινά.
Για κάποιον, αδιευκρίνιστο, λόγο (αφού όπως σας είπα δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το εστιατόριο) αποφασίζω να τον εμπιστευθώ λέγοντας “τι θα λέγατε να το αφήσουμε πάνω σας?”. Σημειωτέον ότι έχω ήδη παρατηρήσει, ως γνωστή bitch, ότι δεν υπάρχει αλάτι και πιπέρι στο τραπέζι άρα περιμένω στη γωνία για τυχόν ατοπήματα στη γεύση.
Εκεί λοιπόν στη γωνία έμεινα μόνη κι έρημη να περιμένω…
Αρχίσαμε με ψωμί δικό τους ζυμωτό στον ξυλόφουρνο. Μαζί ταραμοσαλάτα με αβοκάντο, chips από φύκι nori και ελιές μαριναρισμένες, σε κι εγώ δεν ξέρω πόσα, μυρωδικά, περασμένες κι αυτές από φωτιά. Δε θα περιγράψω τίποτα εκτός της ατάκας της Ν. “Aν περνάς μισή ώρα συζητώντας για το ψωμί, τις ελιές και τα υπόλοιπα, τότε κάτι καλό κάνουν” και τον καλό μου ο οποίος ΔΕΝ τρώει ψωμί αλλά παράγγειλε άλλες τρείς φορές. Σημειώστε ότι το ψωμί έρχεται σε ικανή ποσότητα… (Και δεν είναι αυτό το τέλος της ιστορίας).
Κρύα σούπα ντομάτας με μικρές πέρλες ξινομυζήθρας, κάπαρη και μια γραμμή από τριμμένο παξιμάδι χαρουπιού. Ελλάδα/Ισπανία για πάντα συμμαχία ή, η γεύση του ελληνικού καλοκαιριού σε μια κουταλιά. Όξινη, αλμυρή, γλυκιά, τραγανή, δε θες να τελειώσει.
Buratta με σύκα, οξύμελι και φουντούκια. Αρίστης ποιότητας, γαλατένια, βουτυρένια με την απαραίτητη crispiness από τα φουντούκια, το γλυκόξινο από το οξύμελι και τα σύκα. Ομολογώ ότι την κατέστρεψα σε πρώτη φάση αφού τη δοκίμασα μετά τη σούπα. Κρίμα. Δεν της αξίζει. Τη δύναμή της κατάλαβα όταν έφαγα το τελευταίο κομμάτι αφού είχαμε τελειώσει με το φαγητό ως συνοδεία του τελευταίου ποτηριού από το φοβερό αργεντίνικο malbec που συνόδεψε το δείπνο.
Dumplings με μοσχάρι, lime, chili, κόλιανδρο. So what θα μου πείτε…έλα όμως που έχω να σας πω… Αραχνοΰφαντη ζύμη, μοσχάρι dry aged σε ολόκληρο κομμάτι κι όχι σε μορφή κιμά, άρωμα και λεμονάτες νότες.
Ιβηρικό χοιρινό. Να ξέρετε ότι είναι πανακρίβου κι αυτό δικαιολογεί την τιμή που θα δείτε να αναγράφεται. Εθιστικό λιπάκι, απίστευτο βάθος νοστιμιάς, ξεροψημένο απέξω, ζουμερό μέσα, αναπαύεται πάνω σε πουρέ από καλαμπόκι, κάνει παρέα με sobrasada (αν δεν ξέρετε τι είναι να ψάξετε να το βρείτε) και παίζει, πατώντας σε παιδικές μνήμες, με το ποπ κορν που υπάρχει.
Μοσχαρίσιο ταρτάρ! Εμβληματικό! Έρχεται σε ένα θηριώδες κόκκαλο με το μεδούλι του. Το μοσχάρι είναι τόσο λεπτοκομμένο και ψημένο σε ότι έχει μαριναριστεί που μοιάζει με μικρές ροζ νιφάδες. Ο συνδυασμός του κρέατος με το απίστευτης νοστιμιάς μεδούλι είναι out of this world. Οι λεπτές φετούλες από πράσινες χαλαπένιος κοντράρουν τη λιπαρότητα δίνοντας μια αίσθηση αψάδας κι ελαφριάς κάψας. Ένα πιάτο αντάξιο ενός αστεριού Michelin! Μέσα μου το είχα ήδη απονείμει.
Surprise surprise την επόμενη μέρα, χαζεύοντας στο διαδίκτυο, μαθαίνω πολλά κι ενδιαφέροντα. Το εστιατόριο έχει, ήδη, κερδίσει διάκριση στον εν λόγω οδηγό! Άλλαξε κάτι? Μμμμ μάλλον ναι!
Εκτίμησα περισσότερο τη σχέση ποιότητας/τιμής. Υπάρχει μενού degustation, 6 πιάτων, στα 45e.Αυτό όμως μπορώ να το βρω κι αλλού…
Εκείνο που δεν έχω βρει ακόμη σε εστιατόριο τέτοιου βεληνεκούς είναι οι άνθρωποι! Σεμνοί, απροσποίητα χαλαροί, φυσικά ευγενείς, με υπόγειο χιούμορ που μου πάει. Καθίσαμε μέχρι τις 4 το ξημέρωμα. Μιλήσαμε για όλα. Κάναμε πλάκα και γελάσαμε απίστευτα. Τους καλέσαμε για ένα ποτό και μας έφτιαξαν, κερνώντας τη, μια απίστευτη margarita να την πιούμε εκεί. Να μην ξεχάσω την βάσκικη τάρτα τυριού (όχι δεν είναι γαλατόπιτα) με compote δαμάσκηνου. Τη φρατζόλα ψωμί που μας έδωσαν να πάρουμε μαζί (μάλλον φοβήθηκαν ότι ο καλός μου θα έτρωγε κι αυτούς).
Chef είναι ο Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος και απόλυτος άρχοντας της σάλας ο αδελφός του Γιώργος. Με καταγωγή από την Τρίπολη (έτσι για να δείτε τι παιδιά βγάζει η Αρκαδία). Θα τους ευχόμουν κι αστέρι Michelin αλλά νομίζω ότι δεν τους ενδιαφέρει. Αν δείτε το παλμαρέ τους θα καταλάβετε ότι είναι χορτασμένοι από τέτοιου είδους διακρίσεις.
Ο Μαύρος Χοίρος (γιατί αυτό σημαίνει το όνομα) έχει λευκή ψυχή και rock attitude, θέλω να πάω και να ξαναπάω για να δω το μενού που εξελίσσεται ανάλογα με τις εποχές του χρόνου και θέλω αυτούς τους τύπους να γίνουν κολλητοί μου!