Ο Βόλος σίγουρα δεν φημίζεται για το ημίγλυκο. Φημίζεται για πολλά άλλα, οπότε καλύπτεται αυτή η έλλειψη. Άσε που εκεί πλέον μένει αγαπημένος φίλος και συμμαθητής που δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε καθίσει στο ίδιο τραπέζι. Πίνοντας ημίγλυκο, εγώ πάντα, και αυτός συνήθως ρακί.
Οπότε αφού προέκυψε αθλητικό γεγονός, βρήκα χρόνο να πάω στα μέρη του και να δοκιμάσω τα μυστικά, όχι του βάλτου, αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, αλλά της πόλης. Επειδή τις αλλεργίες μας τις έχουμε ως οικογένεια έδωσα το alert για την τελική απόφαση. Δεν νομίζω, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος να υπήρχε καλύτερη επιλογή. Θέα πιάτο όλος ο Παγασητικός, εξυπηρέτηση από έναν απίθανο τύπο που έπαιζε με τις λέξεις και από μια ψηλή ξανθιά με καταπληκτικό νύχι που συμπλήρωνε ό,τι ξεχνούσε ο πρώτος και μεζέδες που δεν περίμενα ότι θα τους φάω σε τσιπουράδικο. Ημίγλυκο δεν ήπια, μου είπαν είναι ιεροσυλία να πιω ημίγλυκο σε τσιπουράδικο, χαλαρά μου έκαναν bullying (!!!), αλλά δεν το μετάνιωσα. Έκλαψα με τα ‘’δάκρυα των αγγέλων’’ (angel tears, Τύρναβος, τριπλή απόσταξη) και μετά με πότισαν τον ‘’αρλεκίνο’’ (Μάνγκους, Δράμα, μοσχάτο) και ξέχασα ακόμα και το όνομα μου. Φάγαμε και τι δε φάγαμε. Τυροκαυτερή Βόλου, κόκκινη που δεν είχα ξαναφάει, χειροποίητη έμαθα, μαζί με τις μπουκιές του πειραγμένου ψωμιού την έφαγα μόνος μου. Κάτι μπρουσκέτες με μια ταραμοσαλάτα που αν δεν μου έλεγαν δεν θα καταλάβαινα τι ήταν, μυδοπίλαφο ωραίο, σκουμπρί ημίπαστο άψογα μαγειρεμένο, τραγανά και λίγο καυτερά ρολάκια λαχανικών, καλαμάρι νόστιμο, γαύρο μαρινάτο, χταπόδι με κοφτό εξαιρετικό, και πολλά άλλα που δεν περίμενα ότι θα φάω σε τσιπουράδικο. Και εκεί που λέω έσκασα, έρχεται και μια τσιπούρα που, αντί να μου την καθαρίσουν ως επισκέπτη, την καθάρισα εγώ ως νησιώτης. Λαδολέμονο και φύγαμε. Έφαγα και καυτερή πιπεριά τουρσί, αλλά και αυγό τουρσί για να καλύψω τις γεύσεις που έλειπαν και ήμουν συνέχεια με ένα πλατύ χαμόγελο. Το καλύτερο ήταν προς το τέλος, όπου ήρθαν κάτι παναρισμένες ασύμμετρες μπαλίτσες που ήταν απίθανης γεύσης, σκέτος αφρός. Μου είπαν ότι ήταν ανεμώνες της θάλασσας και νόμιζα ότι είχα πιει πολύ και δεν καταλάβαινα. Αλλά τελικά το έψαξα στην επιστροφή. Κολιτσιάνοι, άλλο να στο λέω και άλλο να το τρως. ‘’Κλείσαμε’’ –η λέξη του τελειώματος στα τσιπουράδικα- με ένα αλησμόνητο λικέρ καφέ με γλυκάνισο. Το συνόδευσαν –ναι και αυτό- με διάφορους γλυκούς μεζέδες, σοκολατοειδή, ροξάκια και τρομερό ανανά επεξεργασμένο σε κενό αέρος. Έφυγα σκασμένος και ευχαριστημένος, άλλωστε δεν περίμενα κάτι λιγότερο από τον κολλητό συμμαθητή. Νομίζω η πρόταση στην επόμενη κυβέρνηση είναι να φέρει τα τσιπουράδικα του Βόλου στην Αθήνα να δούμε άσπρη μέρα!!!
Η συνταγή της επιτυχίας, χρόνια τώρα, είναι γνωστή. Φάνηκε καθαρά τα χρόνια της κρίσης, αρχές και μέσα δεκαετίας ’10, αν δει κανείς το ποιοι χώροι εστίασης συνέχισαν να ‘’πηγαίνουν τρένο’’ που λέει ο λαός. Και ποια είναι αυτή η συνταγή;
Καλή πρώτη ύλη, σεβασμός στον πελάτη, άριστη εξυπηρέτηση, μεράκι και όρεξη για αυτό που κάνεις. Συστατικά, που υπάρχουν όλα στο μεγάλο αδερφάκι, που έκλεισε φέτος 10 χρόνια ζωής και όπως είναι λογικό μεταφέρθηκαν και στα μόλις ενός έτους ‘’αποστάγματα’’.
Τα οποία ‘’αποστάγματα’’ δημιουργήθηκαν στα μέσα της πανδημίας και έδειξαν ότι ήρθαν για να διεκδικήσουν σημαντικό μερίδιο στο κομμάτι του τσίπουρου και να ταράξουν την, κατά τα τελευταία χρόνια, σταθερή και χωρίς εξάρσεις πιάτσα του τσιπουράδικου στον Βόλο.
Με κέρδισε από τη στιγμή που άνοιξε, οπότε οι επισκέψεις πολλές, η άποψη αποκρυσταλλωμένη, εδώ θα αναφερθώ στην τελευταία επίσκεψη που αφορούσε τον 10χρονο εορτασμό.
Μια εκδήλωση την οποία θέλανε να τη γιορτάσουν και να τιμήσουν τους πελάτες-φίλους τους, οπότε οι προσκλήσεις ξεκίνησαν από αυτούς. Απάντησα θετικά στην τηλεφωνική πρόσκληση, διότι ως γνωστόν δεν λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή.
Η εκδήλωση ήταν καθ’ όλα μεγαλοπρεπής εφάμιλλη εκδηλώσεων στην Αθήνα, με welcome drink στην είσοδο, παρουσία και προσφορές από ντόπιους προμηθευτές, πυροτεχνήματα, ευχαριστήρια ομιλία, πολύ μουσική, αναμνηστικά μπλουζάκια, εορταστικό κλίμα και πολύ μα πάαααρα πολύ τσίπουρο ή μπύρα και κλασσικά εξαιρετικούς πειραγμένους μεζέδες. Για αυτό άλλωστε προτιμάμε ‘’Αποστάγματα’’.
Η εξυπηρέτηση αν και ο κόσμος ήταν υπερβολικός, ήταν άψογη σε όλα. Σιγά – σιγά και περνώντας ο χρόνος, έχουν βρει τα πατήματα τους, καθυστερήσεις δεν υπάρχουν και οι παλαιοί έχουν συντονίσει τους νεώτερους. Η αναλυτικότερη περιγραφή πιάτων ever, γίνεται από τον μετρ του είδους Θεοδόση, τρομερά σπριντ από την πάντα χαμογελαστή Βάσω και εξαιρετικός συντονισμός από τον Χρήστο.
Ξεκινήσαμε με ‘’Τοκαλή’’ άνευ, ένα εξαιρετικό απόσταγμα βιολογικής καλλιέργειας και διπλής απόσταξης, ελαφρύ με έντονη τη γεύση του μούστου από την περιοχή της Αγχιάλου.
Από το τραπέζι σε μορφή πιατέλας πέρασαν όλοι ή σχεδόν όλοι -διότι κάποια στιγμή είχαμε σκάσει- οι μεζέδες που έχω δοκιμάσει κατά καιρούς στα ‘’αποστάγματα’’.
Μπουκιές ψημένου και λαδοριγανισμένου ψωμιού στο κλασσικό πλέον ψάθινο καλαθάκι με πολλά refill, spicy κοκκινωπή κοπανιστή trade mark Βόλου, μπρουσκέτα φιλεταρισμένου γαύρου άψογα μαριναρισμένου, χαρουπένια ντακάκια με τσιτσίραβλα – the best herbs-, βραχάκια θαλασσινών, χταπόδι τηγανητό με curry sauce, πιτένιες βαρκούλες με πικάντικο μυδοπίλαφο, ημίπαστο σκουμπρι με τα ψιλοκομμένα συνοδευτικά του, ρεγγοσαλάτα, σουπιά με χόρτα, πολλά ψιλά και μεσαία φρέσκα ψάρια, ταραμοσαλάτα η κλασσική με την βελούδινη υφή, που αν δε γνωρίζεις δεν καταλαβαίνεις τι τρως, εύγευστες μπρασκοουρές, κροκέτες και spring rolls λαχανικών και τυριών, σαγανάκια με απίθανες μαρμελάδες, νοστιμότατη αθηναϊκή σαλάτα με μπακαλιάρο και φρέσκα λαχανικά, φρέσκα βραστά χόρτα με μανιτάρι κοτόπουλο, γαρίδες παναρισμένες με βρώμη, λουσμένες με γλυκόξινη σάλτσα και γενικά ότι μπορεί και επιθυμεί και ο πιο απαιτητικός για μεζέ.
Στο τέλος σβήσαμε με μια τοπική ‘’local streets’’ pils που αφήνει μια υπόγλυκη επίγευση συνδυασμένη υπέροχα με την πίκρα της, παρέα με παγωτό φιστίκι και lilla από τα ‘’τυροκομεία Φλέγγα’’ το οποίο εντυπωσίασε όλους στο τραπέζι με την γεμάτη και μεστή γεύση του.
Περάσαμε υπέροχα και φυσικά τον χρόνο λειτουργίας του, έχουμε μείνει όλοι ευχαριστημένοι από τις επιλογές μας.
Μα τα ‘’αποστάγματα’’ είναι στην Άλλη Μεριά και τα βράδια φυσάει αρκετά. Για αυτούς που ψάχνουν να βρούνε να πούνε, τα κρύα βράδια μοιράζονται και κουβέρτες!!!
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς και στάση κατά την ανάβασή μας στο Πήλιο στην Άλλη Μεριά και τ’ Αποστάγματα για ριγιούνιον με τον αγαπημένο φίλο Τζιμ μετά τσίπουρων και μεζέδων. Όταν τέτοιος εγγυημένος καλοφαγάς σου δηλώνει ότι εδώ θα έρθετε για τσίπουρα, δεν έχεις παρά να συμφωνήσεις και ν’ ακολουθήσεις με τα μάτια κλειστά. Έτσι λοιπόν κι εμείς λίγο μετά τις 4 το απόγευμα οδηγηθήκαμε στο νέο αυτό τσιπουράδικο, το οποίο τα καλοκαίρια θα είναι μαγικό με θέα ολόκληρο τον Βόλο και τον Παγασητικό να στραφταλίζει από κάτω. Εμείς βεβαίως κάτσαμε μέσα μιας και η μέρα ήταν ξεκάθαρα χειμωνιάτικη και βροχερή.
Ο εσωτερικός χώρος είναι περιποιημένος και φιλόξενος. Μικρός σχετικά, αλλά όχι στριμωχτός, απλός και καθόλου φορτωμένος, σε γενικές γραμμές καθ’ όλα ευχάριστος. Στα χάιλαιτς του χώρου οι προθήκες με πλήθος παλαιωμένων τσίπουρων να τα χαζεύεις και να σου ανοίγει το μάτι. Άλλωστε η τεράστια ποικιλία από τσίπουρα είναι ένα από τα βασικά στοιχεία των Αποσταγμάτων, καθώς προσφέρουν περισσότερες από 150 ετικέτες, σου λέει.
Την ώρα που καταφθάσαμε η παρέα μας είχε ήδη ξεκινήσει με τα πρώτα 25αράκια και οι πρώτοι μεζέδες είχαν ήδη καταφθάσει. Ξεκαθαρίζω ήδη από τώρα ότι έχασα τον λογαριασμό των τσίπουρων που καταναλώσαμε την μέρα εκείνη, καθώς έφυγα ελαφρώς σουρωμένη και σίγουρα έχασα και τον λογαριασμό των μεζέδων που δοκιμάσαμε. Απ’ το κοντρόλ μ’ ενημερώνουν ότι μάλλον ήταν 18 τα τσιπουράκια. Θυμάμαι πάντως ότι τους τελευταίους γύρους από τσίπουρα τους ζητήσαμε χωρίς μεζέδες γιατί ήμασταν όλοι σκασμένοι απ’ όσους είχαν προηγηθεί. Σε κάθε περίπτωση θα επιδιώξω να παραθέσω όσα περισσότερα από τα (σπόιλερ αλέρτ) ΤΕΛΕΙΑ πιάτα δοκιμάσαμε.
Έχουμε και λέμε, λοιπόν! Από τσίπουρα δουλέψαμε αποκλειστικά 25αράκια Αγιονέρι, τσίπουρο εκλεκτό από τα Μετέωρα, φυσικά άνευ γλυκάνισου και σας προτείνω όπου το πετύχετε να το τιμήσετε, είναι εξαιρετικό.
Κι ενώ τα 25αράκια διαδέχονταν το ένα το άλλο, οι μεζέδες κατέφθαναν ασταμάτητα. Στα πρώτα είχε φτάσει πλούσια και γεμάτα τυρένια τυροκαυτερη, ιδανική παρέα στο ψωμί τους κι ό,τι έπρεπε για να ξεκινήσουμε τη φιέστα οι κουρασμένοι από το ταξίδι οδοιπόροι. Συνέχεια με εξαιρετικά μαυρομάτικα, τα οποία πάντα θεωρώ αδιανόητα ταιριαστά με κάθε λογής απόσταγμα. Εξαιρετικός, ανάλαφρα κι αέρινα τηγανισμένος γαύρος συνοδευόμενος από ξύδι για βούτα σ’ αυτό. Λαχταριστό αλίπαστο ψαράκι (νά ‘ταν σκουμπρί; Λυπάμαι, δεν θυμάμαι, αλλά μάλλον ναι) συνοδευόμενο από νόστιμο κους κους με λαχανικά. Λίγο μετά ηρθε η εξαιρετική αθηναϊκή σαλάτα, αυτό το κλασικό, παλαιοαστικό πιάτο με ψάρι βραστό, μαγιονέζα και λαχανικά, το οποίο δεν ήταν καθόλου βαρύ και ήταν και πεντανόστιμο.
Ασύλληπτα νόστιμος μπακαλιάρος τηγανιτός σε μπουκίτσες με ψιλοκομμένη ντοματούλα, κρεμμυδάκι κι αγγουράκι από πάνω κι αλήθεια σας λέω και πιστέψτε με ήταν ένα ποίημα. Αντίστοιχο ποίημα οι γαρίδες οι ψητές, καθώς και οι μίνι τσιπούρες οι ψητές που κατέφθασαν προς το τέλος. Μάλιστα πρώτη φορά έβλεπα κι έτρωγα μίνι τσιπούρες, δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Χταπόδι ξυδάτο, βεβαίως, καθώς πώς θα μπορούσε να λείπει το χταπόδι από ένα τέτοιο φαγοπότι. Ήρθε επίσης γαλέος μαγειρεμένος αιθέρια με λαχανικά, ενώ καταπληκτικό πιάτο ήταν τα σκιουφιχτά με σουπιά που κατέφθασαν σε κάποια φάση.
Το πιθανότερο είναι ότι κάποια πιάτα τα ξέχασα, βλέπετε παρασύρθηκα από το φαγοπότι και την παρέα και παρέλειψα να κρατήσω σημειώσεις, παρότι άμεσα αποφάσισα ότι θα γράψω κριτική. Όλα ήταν πάντως σερβιρισμένα και παρουσιασμένα στην εντέλεια από το ευγενέστατο, φιλόξενο και άκρως εξυπηρετικό προσωπικό. Οι φαγοποσίες έληξαν με τρόπο επικό, καθώς μας κέρασαν παλαιωμένο τσίπουρο εξαιρετικό που το ταίριαξαν με σοκολάτες και τρούφες, απίθανο τελείωμα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, κέρασαν και μπακλαβάδες. Και συνολικά γι’ αυτό το φοβερό τσιμπούσι ο λογαριασμός ήρθε στα 66 ευρώ και για τους τρεις μας!
Σαν βρεθείτε λοιπόν προς Βόλο, μπορείτε να δοκιμάσετε αυτήν την ελαφρώς πιο εναλλακτική εμπειρία τσιπουράδικου και να κινηθείτε προς την Άλλη Μεριά και τ’ Αποστάγματα, το αδερφάκι των Σκαλακίων της Χαράς, που βρίσκεται ακριβώς από κάτω (το αναφέρω κι αυτό γιατί εμείς μπερδευτήκαμε και πήγαμε αρχικά στα Σκαλάκια). Προσωπικά σίγουρα όταν ξαναπέρασω από τον Βόλο θα τα τιμήσω και ήδη τα έχω καταμνημονεύσει ολούθε!
Χαίρομαι να βλέπω χώρους εστίασης να προοδεύουν και να μην μένουν στάσιμοι, βρίσκοντας δικαιολογίες που δεν πείθουν κανένα. Το γνωστό ‘’Χ’’ της Άλλης Μεριάς έδρασε εν μέσω πανδημίας, χωρίς να υπολογίσει χρόνο, κόπο και χρήμα και δημιούργησε κάτι διαφορετικό για την πόλη του Βόλου:
Τα ‘’αποστάγματα’’. Ένα διαφορετικό τσιπουράδικο που προσεγγίζει ‘’αλλιώς’’ τον τσιπουρομεζέ αλλά και προσφέρει ένα μακρύ οδοιπορικό σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας γνωρίζοντας μας τα αποστάγματα της κάθε περιοχής.
Ο χώρος, ακριβώς πάνω από το μεγάλο αδερφάκι, άνετος, minimal, με όμορφα τραπεζοκαθίσματα, διακριτικό φωτισμό, προσεγμένα σετ φαγητού που σε περιμένουν έτοιμα πάνω σε κάθε τραπέζι, άψογη εξυπηρέτηση (τα κρύα βράδια μοιράζονται και fleece κουβερτούλες), εμβληματική και συμμαζεμένη βιτρίνα με τα αποστάγματα του μαγαζιού (περί τις 100 ετικέτες), ενημερωμένο προσωπικό στα του φαγητού και των αποσταγμάτων και chef που έχει πάει την εκτέλεση των μεζέδων πολλά βήματα παρακάτω.
Το όλο στήσιμο του φαγητού ακολουθεί το σετάρισμα των τσιπουράδικων (25άρι και μεζέδες, σε τιμές που παίζουν ανάλογα το απόσταγμα που θα διαλέξεις), αλλά και ελεύθερο πλούσιο κατάλογο για να βρεις ότι θέλεις. Εδώ υπάρχουν εξαιρετικές επιλογές που ξεφεύγουν από τα πιάτα των κλασσικών τσιπουράδικων του Βόλου όπως, τα άρτια εκτελεσμένα ceviche γαρίδας και carpaccio τόνου, o βελούδινος πουρές σελινόριζας λουσμένος με σάλτσα από ντοματίνια πάνω στον οποίον αναπαύονται τραγανές γαρίδες, το άψογο πλοκάμι που ακουμπάει νωχελικά στον πουρέ γλυκοπατάτας και το γεμιστό θράψαλο που τελικά –παρότι το φοβήθηκα- δένει απίθανα με το καπνιστό τυρί και τη λιαστή ντομάτα.
Από σαλάτες ξεχώρισα την πράσινη, που η soya sauce της έδινε την έξτρα αλμύρα και τα κομμάτια του μαριναρισμένου τόνου την απογείωσαν.
Οι συνοδευτικοί μεζέδες ποικίλουν και όπως τα υπόλοιπα πιάτα, είναι ανωτέρου επιπέδου με προσεγμένες πρώτες ύλες αλλά και πολύ καλή εκτέλεση. Μπορείς δε να τους δοκιμάσεις και σε κανονική μερίδα. Ξεχώρισα την κοπανιστή του, τον εύγευστο μαριναρισμένο φιλεταρισμένο γαύρο, τα φρεσκότατα χόρτα που είχαν περαστεί από μια δροσερή σάλτσα με ψιλοκομμένη ντομάτα και κρεμμύδι, τα σιουφιχτά με το χταποδάκι, το απογειωτικό μυδοπίλαφο με το lime και τις φρέσκιες ψητές γαρίδες.
Το ψωμί του έρχεται σε μπουκιές, λαδοριγανισμένο και ψημένο. Πολύ καλό αλλά, όπως και η –βάλε να φάω και άλλη- mousse ταραμά δεν είναι trade mark ‘’Σκαλάκια’’, αλλά…
Όσες φορές πήγα, πέρασα έφαγα και ήπια υπέροχα, μιας και ο χώρος αποπνέει την ποιότητα του μεγάλου αδερφού, που παρακολουθεί από πολύ κοντά.
Τα αποστάγματα του, παρουσιάζουν αυτή την πολυπλοκότητα που ψάχνει ο πελάτης σε τέτοια μαγαζιά. Τα δε παλαιωμένα του, ξεκινώντας από τον τρόπο σερβιρίσματος, συνεχίζοντας με τα συνοδευτικά και τελειώνοντας στην τιμή είναι διαφήμιση για τη ‘’Χαρά’’.
Οι τιμές θα μπορούσε να είναι λίγο πιο κάτω, μιας και μιλάμε για Βόλο. Ειδικά οι κρεατομεζέδες, χωρίς να είναι κάτι το ξεχωριστό ξεφεύγουν αρκετά.
Αυτό που σίγουρα χρήζει βελτίωσης, μιας και είμαστε ακόμα στην αρχή, είναι η παρακολούθηση της κάβας. Κάποια αποστάγματα δεν υπήρχαν χωρίς να το γνωρίζει ο σερβιτόρος, κάποια άλλα τελείωσαν μετά την 2η γύρα 3 ατόμων με αποτέλεσμα στη συνέχεια να αλλάξουμε ετικέτα.
Τέλος θα πρέπει να προσεχτεί η σειρά που έρχονται τα πιάτα. Δεν μπορεί να έρχεται το κυρίως πιάτο πριν από τα αλίπαστα ή τα μικρά ψαράκια. Αυτό είναι χαρακτηριστικό στην πόση του τσίπουρου, νόμος και δεν αλλάζει.
Συνοψίζοντας, τα ‘’Αποστάγματα’’ ήδη έχουν αρχίζει να γίνονται ‘’talk of the town’’ και έχουν αποκτήσει το δικό τους κοινό, αν δε, τελειοποιήσουν και τα πατήματα τους, θα οδηγήσουν την πόση σε άλλο επίπεδο.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.ΕντάξειΌχι
Ο Βόλος σίγουρα δεν φημίζεται για το ημίγλυκο. Φημίζεται για πολλά άλλα, οπότε καλύπτεται αυτή η έλλειψη. Άσε που εκεί πλέον μένει αγαπημένος φίλος και συμμαθητής που δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε καθίσει στο ίδιο τραπέζι. Πίνοντας ημίγλυκο, εγώ πάντα, και αυτός συνήθως ρακί.
Οπότε αφού προέκυψε αθλητικό γεγονός, βρήκα χρόνο να πάω στα μέρη του και να δοκιμάσω τα μυστικά, όχι του βάλτου, αυτό είναι μια άλλη πονεμένη ιστορία, αλλά της πόλης. Επειδή τις αλλεργίες μας τις έχουμε ως οικογένεια έδωσα το alert για την τελική απόφαση. Δεν νομίζω, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος να υπήρχε καλύτερη επιλογή. Θέα πιάτο όλος ο Παγασητικός, εξυπηρέτηση από έναν απίθανο τύπο που έπαιζε με τις λέξεις και από μια ψηλή ξανθιά με καταπληκτικό νύχι που συμπλήρωνε ό,τι ξεχνούσε ο πρώτος και μεζέδες που δεν περίμενα ότι θα τους φάω σε τσιπουράδικο. Ημίγλυκο δεν ήπια, μου είπαν είναι ιεροσυλία να πιω ημίγλυκο σε τσιπουράδικο, χαλαρά μου έκαναν bullying (!!!), αλλά δεν το μετάνιωσα. Έκλαψα με τα ‘’δάκρυα των αγγέλων’’ (angel tears, Τύρναβος, τριπλή απόσταξη) και μετά με πότισαν τον ‘’αρλεκίνο’’ (Μάνγκους, Δράμα, μοσχάτο) και ξέχασα ακόμα και το όνομα μου. Φάγαμε και τι δε φάγαμε. Τυροκαυτερή Βόλου, κόκκινη που δεν είχα ξαναφάει, χειροποίητη έμαθα, μαζί με τις μπουκιές του πειραγμένου ψωμιού την έφαγα μόνος μου. Κάτι μπρουσκέτες με μια ταραμοσαλάτα που αν δεν μου έλεγαν δεν θα καταλάβαινα τι ήταν, μυδοπίλαφο ωραίο, σκουμπρί ημίπαστο άψογα μαγειρεμένο, τραγανά και λίγο καυτερά ρολάκια λαχανικών, καλαμάρι νόστιμο, γαύρο μαρινάτο, χταπόδι με κοφτό εξαιρετικό, και πολλά άλλα που δεν περίμενα ότι θα φάω σε τσιπουράδικο. Και εκεί που λέω έσκασα, έρχεται και μια τσιπούρα που, αντί να μου την καθαρίσουν ως επισκέπτη, την καθάρισα εγώ ως νησιώτης. Λαδολέμονο και φύγαμε. Έφαγα και καυτερή πιπεριά τουρσί, αλλά και αυγό τουρσί για να καλύψω τις γεύσεις που έλειπαν και ήμουν συνέχεια με ένα πλατύ χαμόγελο. Το καλύτερο ήταν προς το τέλος, όπου ήρθαν κάτι παναρισμένες ασύμμετρες μπαλίτσες που ήταν απίθανης γεύσης, σκέτος αφρός. Μου είπαν ότι ήταν ανεμώνες της θάλασσας και νόμιζα ότι είχα πιει πολύ και δεν καταλάβαινα. Αλλά τελικά το έψαξα στην επιστροφή. Κολιτσιάνοι, άλλο να στο λέω και άλλο να το τρως. ‘’Κλείσαμε’’ –η λέξη του τελειώματος στα τσιπουράδικα- με ένα αλησμόνητο λικέρ καφέ με γλυκάνισο. Το συνόδευσαν –ναι και αυτό- με διάφορους γλυκούς μεζέδες, σοκολατοειδή, ροξάκια και τρομερό ανανά επεξεργασμένο σε κενό αέρος. Έφυγα σκασμένος και ευχαριστημένος, άλλωστε δεν περίμενα κάτι λιγότερο από τον κολλητό συμμαθητή. Νομίζω η πρόταση στην επόμενη κυβέρνηση είναι να φέρει τα τσιπουράδικα του Βόλου στην Αθήνα να δούμε άσπρη μέρα!!!
Η συνταγή της επιτυχίας, χρόνια τώρα, είναι γνωστή. Φάνηκε καθαρά τα χρόνια της κρίσης, αρχές και μέσα δεκαετίας ’10, αν δει κανείς το ποιοι χώροι εστίασης συνέχισαν να ‘’πηγαίνουν τρένο’’ που λέει ο λαός. Και ποια είναι αυτή η συνταγή;
Καλή πρώτη ύλη, σεβασμός στον πελάτη, άριστη εξυπηρέτηση, μεράκι και όρεξη για αυτό που κάνεις. Συστατικά, που υπάρχουν όλα στο μεγάλο αδερφάκι, που έκλεισε φέτος 10 χρόνια ζωής και όπως είναι λογικό μεταφέρθηκαν και στα μόλις ενός έτους ‘’αποστάγματα’’.
Τα οποία ‘’αποστάγματα’’ δημιουργήθηκαν στα μέσα της πανδημίας και έδειξαν ότι ήρθαν για να διεκδικήσουν σημαντικό μερίδιο στο κομμάτι του τσίπουρου και να ταράξουν την, κατά τα τελευταία χρόνια, σταθερή και χωρίς εξάρσεις πιάτσα του τσιπουράδικου στον Βόλο.
Με κέρδισε από τη στιγμή που άνοιξε, οπότε οι επισκέψεις πολλές, η άποψη αποκρυσταλλωμένη, εδώ θα αναφερθώ στην τελευταία επίσκεψη που αφορούσε τον 10χρονο εορτασμό.
Μια εκδήλωση την οποία θέλανε να τη γιορτάσουν και να τιμήσουν τους πελάτες-φίλους τους, οπότε οι προσκλήσεις ξεκίνησαν από αυτούς. Απάντησα θετικά στην τηλεφωνική πρόσκληση, διότι ως γνωστόν δεν λείπει ο Μάρτης από τη Σαρακοστή.
Η εκδήλωση ήταν καθ’ όλα μεγαλοπρεπής εφάμιλλη εκδηλώσεων στην Αθήνα, με welcome drink στην είσοδο, παρουσία και προσφορές από ντόπιους προμηθευτές, πυροτεχνήματα, ευχαριστήρια ομιλία, πολύ μουσική, αναμνηστικά μπλουζάκια, εορταστικό κλίμα και πολύ μα πάαααρα πολύ τσίπουρο ή μπύρα και κλασσικά εξαιρετικούς πειραγμένους μεζέδες. Για αυτό άλλωστε προτιμάμε ‘’Αποστάγματα’’.
Η εξυπηρέτηση αν και ο κόσμος ήταν υπερβολικός, ήταν άψογη σε όλα. Σιγά – σιγά και περνώντας ο χρόνος, έχουν βρει τα πατήματα τους, καθυστερήσεις δεν υπάρχουν και οι παλαιοί έχουν συντονίσει τους νεώτερους. Η αναλυτικότερη περιγραφή πιάτων ever, γίνεται από τον μετρ του είδους Θεοδόση, τρομερά σπριντ από την πάντα χαμογελαστή Βάσω και εξαιρετικός συντονισμός από τον Χρήστο.
Ξεκινήσαμε με ‘’Τοκαλή’’ άνευ, ένα εξαιρετικό απόσταγμα βιολογικής καλλιέργειας και διπλής απόσταξης, ελαφρύ με έντονη τη γεύση του μούστου από την περιοχή της Αγχιάλου.
Από το τραπέζι σε μορφή πιατέλας πέρασαν όλοι ή σχεδόν όλοι -διότι κάποια στιγμή είχαμε σκάσει- οι μεζέδες που έχω δοκιμάσει κατά καιρούς στα ‘’αποστάγματα’’.
Μπουκιές ψημένου και λαδοριγανισμένου ψωμιού στο κλασσικό πλέον ψάθινο καλαθάκι με πολλά refill, spicy κοκκινωπή κοπανιστή trade mark Βόλου, μπρουσκέτα φιλεταρισμένου γαύρου άψογα μαριναρισμένου, χαρουπένια ντακάκια με τσιτσίραβλα – the best herbs-, βραχάκια θαλασσινών, χταπόδι τηγανητό με curry sauce, πιτένιες βαρκούλες με πικάντικο μυδοπίλαφο, ημίπαστο σκουμπρι με τα ψιλοκομμένα συνοδευτικά του, ρεγγοσαλάτα, σουπιά με χόρτα, πολλά ψιλά και μεσαία φρέσκα ψάρια, ταραμοσαλάτα η κλασσική με την βελούδινη υφή, που αν δε γνωρίζεις δεν καταλαβαίνεις τι τρως, εύγευστες μπρασκοουρές, κροκέτες και spring rolls λαχανικών και τυριών, σαγανάκια με απίθανες μαρμελάδες, νοστιμότατη αθηναϊκή σαλάτα με μπακαλιάρο και φρέσκα λαχανικά, φρέσκα βραστά χόρτα με μανιτάρι κοτόπουλο, γαρίδες παναρισμένες με βρώμη, λουσμένες με γλυκόξινη σάλτσα και γενικά ότι μπορεί και επιθυμεί και ο πιο απαιτητικός για μεζέ.
Στο τέλος σβήσαμε με μια τοπική ‘’local streets’’ pils που αφήνει μια υπόγλυκη επίγευση συνδυασμένη υπέροχα με την πίκρα της, παρέα με παγωτό φιστίκι και lilla από τα ‘’τυροκομεία Φλέγγα’’ το οποίο εντυπωσίασε όλους στο τραπέζι με την γεμάτη και μεστή γεύση του.
Περάσαμε υπέροχα και φυσικά τον χρόνο λειτουργίας του, έχουμε μείνει όλοι ευχαριστημένοι από τις επιλογές μας.
Μα τα ‘’αποστάγματα’’ είναι στην Άλλη Μεριά και τα βράδια φυσάει αρκετά. Για αυτούς που ψάχνουν να βρούνε να πούνε, τα κρύα βράδια μοιράζονται και κουβέρτες!!!
Προπαραμονή Πρωτοχρονιάς και στάση κατά την ανάβασή μας στο Πήλιο στην Άλλη Μεριά και τ’ Αποστάγματα για ριγιούνιον με τον αγαπημένο φίλο Τζιμ μετά τσίπουρων και μεζέδων. Όταν τέτοιος εγγυημένος καλοφαγάς σου δηλώνει ότι εδώ θα έρθετε για τσίπουρα, δεν έχεις παρά να συμφωνήσεις και ν’ ακολουθήσεις με τα μάτια κλειστά. Έτσι λοιπόν κι εμείς λίγο μετά τις 4 το απόγευμα οδηγηθήκαμε στο νέο αυτό τσιπουράδικο, το οποίο τα καλοκαίρια θα είναι μαγικό με θέα ολόκληρο τον Βόλο και τον Παγασητικό να στραφταλίζει από κάτω. Εμείς βεβαίως κάτσαμε μέσα μιας και η μέρα ήταν ξεκάθαρα χειμωνιάτικη και βροχερή.
Ο εσωτερικός χώρος είναι περιποιημένος και φιλόξενος. Μικρός σχετικά, αλλά όχι στριμωχτός, απλός και καθόλου φορτωμένος, σε γενικές γραμμές καθ’ όλα ευχάριστος. Στα χάιλαιτς του χώρου οι προθήκες με πλήθος παλαιωμένων τσίπουρων να τα χαζεύεις και να σου ανοίγει το μάτι. Άλλωστε η τεράστια ποικιλία από τσίπουρα είναι ένα από τα βασικά στοιχεία των Αποσταγμάτων, καθώς προσφέρουν περισσότερες από 150 ετικέτες, σου λέει.
Την ώρα που καταφθάσαμε η παρέα μας είχε ήδη ξεκινήσει με τα πρώτα 25αράκια και οι πρώτοι μεζέδες είχαν ήδη καταφθάσει. Ξεκαθαρίζω ήδη από τώρα ότι έχασα τον λογαριασμό των τσίπουρων που καταναλώσαμε την μέρα εκείνη, καθώς έφυγα ελαφρώς σουρωμένη και σίγουρα έχασα και τον λογαριασμό των μεζέδων που δοκιμάσαμε. Απ’ το κοντρόλ μ’ ενημερώνουν ότι μάλλον ήταν 18 τα τσιπουράκια. Θυμάμαι πάντως ότι τους τελευταίους γύρους από τσίπουρα τους ζητήσαμε χωρίς μεζέδες γιατί ήμασταν όλοι σκασμένοι απ’ όσους είχαν προηγηθεί. Σε κάθε περίπτωση θα επιδιώξω να παραθέσω όσα περισσότερα από τα (σπόιλερ αλέρτ) ΤΕΛΕΙΑ πιάτα δοκιμάσαμε.
Έχουμε και λέμε, λοιπόν! Από τσίπουρα δουλέψαμε αποκλειστικά 25αράκια Αγιονέρι, τσίπουρο εκλεκτό από τα Μετέωρα, φυσικά άνευ γλυκάνισου και σας προτείνω όπου το πετύχετε να το τιμήσετε, είναι εξαιρετικό.
Κι ενώ τα 25αράκια διαδέχονταν το ένα το άλλο, οι μεζέδες κατέφθαναν ασταμάτητα. Στα πρώτα είχε φτάσει πλούσια και γεμάτα τυρένια τυροκαυτερη, ιδανική παρέα στο ψωμί τους κι ό,τι έπρεπε για να ξεκινήσουμε τη φιέστα οι κουρασμένοι από το ταξίδι οδοιπόροι. Συνέχεια με εξαιρετικά μαυρομάτικα, τα οποία πάντα θεωρώ αδιανόητα ταιριαστά με κάθε λογής απόσταγμα. Εξαιρετικός, ανάλαφρα κι αέρινα τηγανισμένος γαύρος συνοδευόμενος από ξύδι για βούτα σ’ αυτό. Λαχταριστό αλίπαστο ψαράκι (νά ‘ταν σκουμπρί; Λυπάμαι, δεν θυμάμαι, αλλά μάλλον ναι) συνοδευόμενο από νόστιμο κους κους με λαχανικά. Λίγο μετά ηρθε η εξαιρετική αθηναϊκή σαλάτα, αυτό το κλασικό, παλαιοαστικό πιάτο με ψάρι βραστό, μαγιονέζα και λαχανικά, το οποίο δεν ήταν καθόλου βαρύ και ήταν και πεντανόστιμο.
Ασύλληπτα νόστιμος μπακαλιάρος τηγανιτός σε μπουκίτσες με ψιλοκομμένη ντοματούλα, κρεμμυδάκι κι αγγουράκι από πάνω κι αλήθεια σας λέω και πιστέψτε με ήταν ένα ποίημα. Αντίστοιχο ποίημα οι γαρίδες οι ψητές, καθώς και οι μίνι τσιπούρες οι ψητές που κατέφθασαν προς το τέλος. Μάλιστα πρώτη φορά έβλεπα κι έτρωγα μίνι τσιπούρες, δεν ήξερα ότι υπήρχε κάτι τέτοιο. Χταπόδι ξυδάτο, βεβαίως, καθώς πώς θα μπορούσε να λείπει το χταπόδι από ένα τέτοιο φαγοπότι. Ήρθε επίσης γαλέος μαγειρεμένος αιθέρια με λαχανικά, ενώ καταπληκτικό πιάτο ήταν τα σκιουφιχτά με σουπιά που κατέφθασαν σε κάποια φάση.
Το πιθανότερο είναι ότι κάποια πιάτα τα ξέχασα, βλέπετε παρασύρθηκα από το φαγοπότι και την παρέα και παρέλειψα να κρατήσω σημειώσεις, παρότι άμεσα αποφάσισα ότι θα γράψω κριτική. Όλα ήταν πάντως σερβιρισμένα και παρουσιασμένα στην εντέλεια από το ευγενέστατο, φιλόξενο και άκρως εξυπηρετικό προσωπικό. Οι φαγοποσίες έληξαν με τρόπο επικό, καθώς μας κέρασαν παλαιωμένο τσίπουρο εξαιρετικό που το ταίριαξαν με σοκολάτες και τρούφες, απίθανο τελείωμα! Και σαν να μην έφτανε αυτό, κέρασαν και μπακλαβάδες. Και συνολικά γι’ αυτό το φοβερό τσιμπούσι ο λογαριασμός ήρθε στα 66 ευρώ και για τους τρεις μας!
Σαν βρεθείτε λοιπόν προς Βόλο, μπορείτε να δοκιμάσετε αυτήν την ελαφρώς πιο εναλλακτική εμπειρία τσιπουράδικου και να κινηθείτε προς την Άλλη Μεριά και τ’ Αποστάγματα, το αδερφάκι των Σκαλακίων της Χαράς, που βρίσκεται ακριβώς από κάτω (το αναφέρω κι αυτό γιατί εμείς μπερδευτήκαμε και πήγαμε αρχικά στα Σκαλάκια). Προσωπικά σίγουρα όταν ξαναπέρασω από τον Βόλο θα τα τιμήσω και ήδη τα έχω καταμνημονεύσει ολούθε!
Χαίρομαι να βλέπω χώρους εστίασης να προοδεύουν και να μην μένουν στάσιμοι, βρίσκοντας δικαιολογίες που δεν πείθουν κανένα. Το γνωστό ‘’Χ’’ της Άλλης Μεριάς έδρασε εν μέσω πανδημίας, χωρίς να υπολογίσει χρόνο, κόπο και χρήμα και δημιούργησε κάτι διαφορετικό για την πόλη του Βόλου:
Τα ‘’αποστάγματα’’. Ένα διαφορετικό τσιπουράδικο που προσεγγίζει ‘’αλλιώς’’ τον τσιπουρομεζέ αλλά και προσφέρει ένα μακρύ οδοιπορικό σε όλες τις γωνιές της Ελλάδας γνωρίζοντας μας τα αποστάγματα της κάθε περιοχής.
Ο χώρος, ακριβώς πάνω από το μεγάλο αδερφάκι, άνετος, minimal, με όμορφα τραπεζοκαθίσματα, διακριτικό φωτισμό, προσεγμένα σετ φαγητού που σε περιμένουν έτοιμα πάνω σε κάθε τραπέζι, άψογη εξυπηρέτηση (τα κρύα βράδια μοιράζονται και fleece κουβερτούλες), εμβληματική και συμμαζεμένη βιτρίνα με τα αποστάγματα του μαγαζιού (περί τις 100 ετικέτες), ενημερωμένο προσωπικό στα του φαγητού και των αποσταγμάτων και chef που έχει πάει την εκτέλεση των μεζέδων πολλά βήματα παρακάτω.
Το όλο στήσιμο του φαγητού ακολουθεί το σετάρισμα των τσιπουράδικων (25άρι και μεζέδες, σε τιμές που παίζουν ανάλογα το απόσταγμα που θα διαλέξεις), αλλά και ελεύθερο πλούσιο κατάλογο για να βρεις ότι θέλεις. Εδώ υπάρχουν εξαιρετικές επιλογές που ξεφεύγουν από τα πιάτα των κλασσικών τσιπουράδικων του Βόλου όπως, τα άρτια εκτελεσμένα ceviche γαρίδας και carpaccio τόνου, o βελούδινος πουρές σελινόριζας λουσμένος με σάλτσα από ντοματίνια πάνω στον οποίον αναπαύονται τραγανές γαρίδες, το άψογο πλοκάμι που ακουμπάει νωχελικά στον πουρέ γλυκοπατάτας και το γεμιστό θράψαλο που τελικά –παρότι το φοβήθηκα- δένει απίθανα με το καπνιστό τυρί και τη λιαστή ντομάτα.
Από σαλάτες ξεχώρισα την πράσινη, που η soya sauce της έδινε την έξτρα αλμύρα και τα κομμάτια του μαριναρισμένου τόνου την απογείωσαν.
Οι συνοδευτικοί μεζέδες ποικίλουν και όπως τα υπόλοιπα πιάτα, είναι ανωτέρου επιπέδου με προσεγμένες πρώτες ύλες αλλά και πολύ καλή εκτέλεση. Μπορείς δε να τους δοκιμάσεις και σε κανονική μερίδα. Ξεχώρισα την κοπανιστή του, τον εύγευστο μαριναρισμένο φιλεταρισμένο γαύρο, τα φρεσκότατα χόρτα που είχαν περαστεί από μια δροσερή σάλτσα με ψιλοκομμένη ντομάτα και κρεμμύδι, τα σιουφιχτά με το χταποδάκι, το απογειωτικό μυδοπίλαφο με το lime και τις φρέσκιες ψητές γαρίδες.
Το ψωμί του έρχεται σε μπουκιές, λαδοριγανισμένο και ψημένο. Πολύ καλό αλλά, όπως και η –βάλε να φάω και άλλη- mousse ταραμά δεν είναι trade mark ‘’Σκαλάκια’’, αλλά…
Όσες φορές πήγα, πέρασα έφαγα και ήπια υπέροχα, μιας και ο χώρος αποπνέει την ποιότητα του μεγάλου αδερφού, που παρακολουθεί από πολύ κοντά.
Τα αποστάγματα του, παρουσιάζουν αυτή την πολυπλοκότητα που ψάχνει ο πελάτης σε τέτοια μαγαζιά. Τα δε παλαιωμένα του, ξεκινώντας από τον τρόπο σερβιρίσματος, συνεχίζοντας με τα συνοδευτικά και τελειώνοντας στην τιμή είναι διαφήμιση για τη ‘’Χαρά’’.
Οι τιμές θα μπορούσε να είναι λίγο πιο κάτω, μιας και μιλάμε για Βόλο. Ειδικά οι κρεατομεζέδες, χωρίς να είναι κάτι το ξεχωριστό ξεφεύγουν αρκετά.
Αυτό που σίγουρα χρήζει βελτίωσης, μιας και είμαστε ακόμα στην αρχή, είναι η παρακολούθηση της κάβας. Κάποια αποστάγματα δεν υπήρχαν χωρίς να το γνωρίζει ο σερβιτόρος, κάποια άλλα τελείωσαν μετά την 2η γύρα 3 ατόμων με αποτέλεσμα στη συνέχεια να αλλάξουμε ετικέτα.
Τέλος θα πρέπει να προσεχτεί η σειρά που έρχονται τα πιάτα. Δεν μπορεί να έρχεται το κυρίως πιάτο πριν από τα αλίπαστα ή τα μικρά ψαράκια. Αυτό είναι χαρακτηριστικό στην πόση του τσίπουρου, νόμος και δεν αλλάζει.
Συνοψίζοντας, τα ‘’Αποστάγματα’’ ήδη έχουν αρχίζει να γίνονται ‘’talk of the town’’ και έχουν αποκτήσει το δικό τους κοινό, αν δε, τελειοποιήσουν και τα πατήματα τους, θα οδηγήσουν την πόση σε άλλο επίπεδο.